ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEAS GEORGHIOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1976) 3 CLR 74
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Σωτήρη Δαμιανού (2001) 3 ΑΑΔ 247
Δημητρίου Λένια και Άλλοι ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1196
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1252/2002)
28 Φεβρουαρίου, 2006
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΡΙΤΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ - ΚΑΡΑΤΖΙΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης Αίτηση.
________________________
Ο. Παλάτου (κα), για Χρυσοστομίδου (κα), για την Αιτήτρια.
Κ. Χατζηϊωάνου, για την Καθ' ης η Αίτηση.
Ξ. Ευγενίου, (κα), για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Πάρη Μενελάου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή, ζητείται από το Δικαστήριο η ακύρωση της απόφασης της καθ' ης η αίτηση, (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου - η «Αρχή»), με την οποία προάχθηκε στη θέση Υποδιευθυντή Εμπορικού Προσωπικού, από την 1/11/2002, ο Πάρις Μενελάου, κατά προτίμηση και/ή αντί της αιτήτριας. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στο προσωπικό με Γνωστοποίηση της Αρχής, ημερομηνίας 16/10/2002.
Το ιστορικό της υπόθεσης, σε συντομία, έχει ως εξής:-
Η Αρχή, στις 16/4/2002, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση μιας θέσης Υποδιευθυντή (Εμπορικό Προσωπικό), η οποία κενώθηκε λόγω αφυπηρέτησης. Πρόκειται για θέση προαγωγής. Υποψήφιοι ήταν όσοι είχαν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στον αμέσως κατώτερο βαθμό, αυτό, δηλαδή, του Τμηματάρχη. Μεταξύ τους ήταν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για σκοπούς διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, το Συμβούλιο Προσωπικού, (το «Συμβούλιο»), συνήλθε σε δύο ξεχωριστές συνεδρίες - (23/9/2002 και 26/9/2002). Σκοπός ήταν η εξέταση του θέματος και η παροχή συμβουλής προς την Αρχή, σύμφωνα με τον Κ. 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, (οι «Κανονισμοί»), όπως έχει τροποποιηθεί - (Κ.Δ.Π. 91/89).
Το Συμβούλιο, στις πιο πάνω συνεδριάσεις του, αφού αναφέρθηκε στα απαιτούμενα προσόντα για πλήρωση της θέσης, μελέτησε τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα όλων των υποψηφίων, σε συνδυασμό με την υπηρεσιακή τους κατάσταση - (εξέλιξη και υπηρεσία στα διάφορα τμήματα της Αρχής) - και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 29 υποψήφιοι, τα ονόματα των οποίων περιλήφθηκαν σε σχετικό κατάλογο, κατείχαν τα προσόντα για προαγωγή. Μεταξύ αυτών ήταν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τα Φύλλα Ποιότητας, τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα για προαγωγή, ως και τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, στο σύνολό τους, επέλεξε ως επικρατέστερους για πλήρωση της θέσης επτά υποψηφίους, μεταξύ των οποίων την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση των επτά επικρατέστερων οδήγησε στην ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου να συμβουλεύσει την Αρχή ότι καταλληλότερος για προαγωγή είναι το ενδιαφερόμενο μέρος.
Και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Αρχής, (ο «Διευθυντής»), εισηγήθηκε ως καταλληλότερο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. ΄Οπως αναφέρει:-
«΄Υστερα από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους κρινόμενους υπαλλήλους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους ή και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή και τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεώς τους και με βάση την προσωπική μου γνώμη, που έχει διαμορφωθεί κατά τη μακρόχρονη υπηρεσία μου στον Οργανισμό και την άμεση και έμμεση υπηρεσιακή μου σχέση και συνεργασία με τους υποψηφίους, διαπιστώνω ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι σωστή και δικαιολογημένη, γι' αυτό και εισηγούμαι την προαγωγή του υπαλλήλου Πάρι Μενελάου (1482) στο βαθμό του Υποδιευθυντή Εμπορικού Προσωπικού προς πλήρωση της κενής θέσεως.»
Το Συμβούλιο της Αρχής, στις 15/10/2002, σε συνεδρία του, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία των υποψηφίων και αξιολόγησε το ίδιο όλους τους υποψηφίους, έκρινε, κατά πλειοψηφία - (από οκτώ παρόντα μέλη, δύο διαφώνησαν και ένα τήρησε αποχή) - ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των υπολοίπων σε απόδοση, επίδοση και ουσιαστική καταλληλότητα, και, γι' αυτό, αποφάσισε την προαγωγή του στην επίδικη θέση από 1/11/2002. Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Λόγοι Ακύρωσης:
Βασική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι η συμβουλή του Συμβουλίου και η εισήγηση του Διευθυντή, είναι αναιτιολόγητες και αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων.
Ο ισχυρισμός αυτός της αιτήτριας δε βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου, ημερομηνίας 23 και 26 Σεπτεμβρίου, 2002. Σ' αυτά γίνεται ρητή αναφορά ότι το Συμβούλιο, προτού διατυπώσει τη συμβουλή του, εξέτασε τα Φύλλα Ποιότητας και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, ως και όσα άλλα προβλέπει ο Κ. 10(7) των Κανονισμών.
Τα όσα η αιτήτρια εισηγείται δεν ανταποκρίνονται σε ό,τι απαιτείται για ανατροπή του τεκμηρίου της κανονικότητας. Προσεκτική μελέτη των Ετήσιων Εκθέσεων της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους των τριών τελευταίων χρόνων, αποκαλύπτει ότι και οι δύο είχαν σχεδόν την ίδια βαθμολογία, με οριακή υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους. Η αιτήτρια συγκεντρώνει, τα τρία τελευταία χρόνια, μέσο όρο βαθμολογίας 4.95, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 4.97. Υπάρχει, συνεπώς, οριακή, έστω, υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε απόδοση.
Από τη σύσταση του Διευθυντή, την οποία έχω, ήδη, παραθέσει, προκύπτουν όλα όσα με σαφήνεια λήφθηκαν υπόψη, τόσο από τον ίδιο όσο και από τα μέλη του Συμβουλίου - και έχουν όλοι, ως εκ της ιδιότητάς τους, Ανώτεροι Λειτουργοί της Αρχής, προσωπική γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων - (βλ. Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247).
΄Αλλος λόγος ακυρότητας αφορά στην υιοθέτηση από το Συμβούλιο της Αρχής της συμβουλής του Συμβουλίου και της σύστασης του Διευθυντή. Η απόφαση, εισηγείται η αιτήτρια, είναι παράνομη και αναιτιολόγητη, αφού δεν αποφάσισε η Αρχή. Απλά υιοθέτησε αβασάνιστα τη συμβουλή του Συμβουλίου και την εισήγηση του Διευθυντή.
Δε συμφωνώ ούτε με τον εν λόγω ισχυρισμό. Ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90, σε σχέση με την κρίση για προαγωγή, προβλέπει ότι:-
«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής.»
Για τα συγκεκριμένα κριτήρια, στη Δημητρίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1196, λέχθηκε ότι:- (σελ. 1205)
«Από τη λεκτική διατύπωση του Καν. 10(7) προκύπτει ότι στις προαγωγές της Αρχής επικρατεί η καθαρά αξιοκρατική προσέγγιση. Οι προαγωγές αποδεσμεύονται από παράγοντες όπως η αρχαιότητα ως αυτοτελές κριτήριο. Η ικανότητα του υπαλλήλου πρέπει να φαίνεται έμπρακτα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όπως στοιχειοθετείται από τα φύλλα ποιότητας και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων.»
Στην παρούσα περίπτωση, καθώς προκύπτει από το πρακτικό ημερομηνίας 15/10/2002, το Συμβούλιο της Αρχής ασχολήθηκε το ίδιο με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε τα προσόντα τους, καθώς και όλα τα στοιχεία, τα οποία ευρίσκοντο ενώπιόν του, περιλαμβανομένων της συμβουλής του Συμβουλίου και της εισήγησης του Διευθυντή. Η γνώμη του, για τον κάθε υποψήφιο, διαμορφώθηκε, αφού αυτό:-
«... προχώρησε σε διεξοδική μελέτη και συζήτηση όλων των δεδομένων και στοιχείων των υποψηφίων που είχε ενώπιόν του και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της Εισηγήσεως του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους και/ή οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις και/ή τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεώς τους και διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς:
.................................................................................................................
Η υποψήφια Ρίτα Χατζηλοΐζου- Καρατζιά (2904) κρίνεται ως πολύ καλή, έμπειρη και αποφασιστική υπάλληλος, με ψηλές ικανότητες, δυνατότητες και αίσθημα ευθύνης.
..................................................................................................................
Ο υποψήφιος Πάρις Μενελάου (1482) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Διακρίνεται για την άρτια επαγγελματική του κατάρτιση, τον ψηλό βαθμό αντίληψης και αξιοπιστίας, την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την ποιοτική εργασία. Αντιμετωπίζει ορθολογιστικά τα αναφυόμενα προβλήματα, ακόμη και κάτω από συνθήκες πίεσης.»
Το γεγονός ότι η κατάληξη του Συμβουλίου της Αρχής συνάδει με αυτές του Συμβουλίου και του Διευθυντή δε σημαίνει, άνευ ετέρου, απλή υιοθέτηση των απόψεών τους.
Η τελική απόφαση της Αρχής είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το τι λήφθηκε υπόψη για τη διαμόρφωσή της όσο και οι λόγοι, για τους οποίους έχει επιλεγεί το ενδιαφερόμενο μέρος, καταγράφονται με σαφήνεια. Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε με βάση τα κριτήρια που εκτίθενται στον πιο πάνω παρατεθέντα Κ. 10(7) των Κανονισμών.
Ο συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται, επίσης, ότι αυτή υπερέχει έκδηλα στα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής - αξία, προσόντα, αρχαιότητα.
Το συμπέρασμα αυτό δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των φακέλων και, εν πάση περιπτώσει, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγή είναι αυτά του Κ. 10(7) των Κανονισμών. Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο ισχυρισμός. Το μόνο κριτήριο, στο οποίο η αιτήτρια υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους είναι αυτό της αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια προσλήφθηκε στην Αρχή την 1/6/1980 και προάχθηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση την 1/11/1995, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στις 2/9/1985 και 1/4/1996, αντίστοιχα. Η διαφορά αυτή, η οποία παρουσιάζεται στην αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, η οποία και έχει σημασία, είναι πολύ μικρή. Είναι, άλλωστε, νομολογημένο ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα - Α15 - το στοιχείο της αρχαιότητας ατονεί, συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. ΄Αλλωστε, η οριακή, έστω, υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε απόδοση, όπως έχει ήδη σημειωθεί, αποκλείει να είναι η αιτήτρια έκδηλα υπέρτερη αυτού, όπως είναι η εισήγησή της.
Ούτε ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας, όσον αφορά τα προσόντα της αιτήτριας, ευσταθεί. Το σύνολο των Παραρτημάτων - 1, 2 και 3 - της ένστασης, βεβαιώνει την έρευνα όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων και το κατά πόσο αυτοί πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας. Τόσο το Συμβούλιο όσο και ο Διευθυντής και το Συμβούλιο της Αρχής, κατά την εξέταση της πλήρωσης της θέσης, είχαν ενώπιόν τους το σύνολο των στοιχείων που περιέχονται στους προσωπικούς φακέλους. Υπό τις περιστάσεις, η έρευνα ήταν επαρκής.
Με τον τελευταίο ισχυρισμό της, η αιτήτρια προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού, παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτές διασφαλίζονται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, και ότι η Αρχή ενήργησε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.
Κανένας από τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης δεν υποστηρίζεται από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντίθετα, προκύπτει ότι η Αρχή είχε ενώπιόν της δύο εξαίρετους λειτουργούς. Οι διαπιστώσεις της, όμως, για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ευμενέστερες σε σύγκριση με εκείνες για την αιτήτρια, γεγονός που αιτιολογεί με επάρκεια την επιλογή.
Είναι νομολογημένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση και ούτε παρεμβαίνει προς ανατροπή εύλογα επιτρεπτής απόφασης. Ασκεί έλεγχο νομιμότητας, ο οποίος, σε περίπτωση διακριτικής εξουσίας, εξαντλείται σε διερεύνηση εάν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της - (βλ. Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74) - και εδώ δε διαπιστώνεται τέτοια.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ