ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 613/2004)
31 Ιανουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΔΑΜΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτητής,
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Αρ. Ζερβού, για Αλέκο Μαρκίδη, για τον Αιτητή.
Δ. Ι. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αξιώνει απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 11.2.2002, η οποία γνωστοποιήθηκε στους δικηγόρους του με επιστολή της Επιτροπής ημερ. 19.3.2004, σύμφωνα με την οποία αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος για τη θέση Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η Επιτροπή τελικά αποφάσισε να μην προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης και να τερματίσει τη διαδικασία.
Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τρεις φορές. Την τελευταία φορά, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1548/99, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση της Επιτροπής ότι ο αιτητής δεν είναι κάτοχος της απαιτούμενης από το σχέδιο υπηρεσίας «άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας», ελήφθη με πλάνη περί το νόμο, η οποία οδήγησε σε μεμπτή έρευνα και αιτιολογία.
Ακολούθησε η συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 11.2.2002, κατά την οποία έγινε επανεξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε κρίνει τον αιτητή προσοντούχο βάσει υποβληθέντων τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων διαλέξεις, εκθέσεις, μελέτες, προσχέδια προτάσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο κλπ. Η Επιτροπή υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή των προσόντων από τους υποψήφιους, με εξαίρεση το προσόν της «άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας». ΄Εκρινε ότι με βάση σχετικά στοιχεία που υπέβαλαν και οι τρεις συστηθέντες δεν μπορούσε να υπάρχει βεβαιότητα για την πατρότητα των εγγράφων και ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποδώσει στους συντάκτες τους τεκμήριο κατοχής άριστης γνώσης της ελληνικής. Επιπροσθέτως, αναφορικά με τον αιτητή και ένα άλλο υποψήφιο, σημείωσε ότι τα κείμενα που υπέβαλαν συντάχθηκαν μετά τον ουσιώδη χρόνο, την 29.12.1990 και αποφάσισε να μην τα λάβει υπ΄ όψιν. Τελικά αποφάσισε ότι δεν θα προχωρούσε στην πλήρωση της θέσης και αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία. Η απόφασή της αυτή δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή.
Στις 9.3.2004, οι δικηγόροι του με επιστολή τους προς την Επιτροπή, ζήτησαν να πληροφορηθούν τις ενέργειες της Επιτροπής μετά την απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1548/99. Εν εν τω μεταξύ ο αιτητής είχε αφυπηρετήσει από την 1.4.2000.
Οι καθ΄ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστικά δύο ενστάσεις. Υποστηρίζουν ότι η προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης και ότι είναι εκπρόθεσμη.
΄Ανκαι ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δεν υποστήριξε καθόλου την πρώτη του προδικαστική ένσταση, θα πρέπει να την εξετάσω γιατί ανάγεται σε θέμα δημόσιας τάξης.
Δεν βρίσκω βάση στην ένσταση. Η πράξη την οποία προσβάλλει ο αιτητής είναι αυτή που εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 11.2.2002, όταν κρίθηκε ότι δεν πληρούσε απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν. Αυτή ήταν και η απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε μέσω του δικηγόρου του στις 30.3.2004, ότε και έλαβε την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 19.3.2004. Εξ ου και η καθυστερημένη καταχώρηση της προσφυγής του.
Σύμφωνα με τη δεύτερη ένσταση η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί καταχωρήθηκε μετά την πάροδο 75 ημερών από τις 11.2.2002 που ελήφθη. Οι καθ΄ ων η αίτηση, άνκαι παραδέχονται ότι ο αιτητής ουδέποτε προηγουμένως έλαβε γνώση για τον αποκλεισμό του, υποστηρίζουν ότι η σχετική γνώση τεκμαίρεται γιατί παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα και θα έπρεπε να επιδείξει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα γιατί η επανεξέταση ήταν αποτέλεσμα αλεπάλληλων δικαστικών διαδικασιών στις οποίες είχε λάβει μέρος. Ο αιτητής, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, είχε κάθε λόγο να δείξει άμεσο και εύλογο ενδιαφέρον για την τύχη της υπόθεσής του και οι 25 μήνες που μεσολάβησαν για να αποταθεί ο δικηγόρος του για πληροφόρηση, δεν δικαιολογούνται κατ΄ ουδένα τρόπο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση προς υποστήριξη του επιχειρήματός του, αναφέρεται τόσο στη θεωρία, όσο και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, όπου στη σελ. 253 σημειώνεται ότι εκρίθη ότι από την πάροδο μακρού χρόνου από της έκδοσης της πράξης, τεκμηριούται πλήρης γνώση, ιδιαίτερα αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον για την τύχη της υπόθεσης. Η θέση αυτή ενισχύεται, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, και από τον Θ. Τσάτσο στη μελέτη του Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τρίτη έκδοση, στις σελ. 80-81.
Με όλο το σεβασμό δεν θα συμφωνήσω με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Οι λόγοι είναι προφανείς. Προς έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών το Άρθρο 146.3 απαιτεί γνώση του προσφεύγοντος. Ρητά προνοείται ότι η προθεσμία αρχίζει από της δημοσίευσης ή σε περίπτωση μη δημοσίευσης από την ημέρα καθ΄ ην η πράξη περιήλθε εις γνώσιν του προσφεύγοντος.
Περαιτέρω, το άρθρο 4 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.
Υπάρχει σωρεία νομολογίας στην οποία έχει αποφασιστεί ότι δεν αρκεί απλή γνώση (Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103, 108 και Κωνσταντίνου και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487). Για να αρχίζει η προθεσμία η γνώση θα πρέπει να είναι επαρκής (βλέπε μεταξύ άλλων Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197). Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Δήμος Λεμεσού ν. Νικολαΐδη, Α.Ε. 3590, ημερ. 20.12.2005).
Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται καν θέμα επάρκειας της γνώσης που έχει κτηθεί. Ο αιτητής δεν είχε καθόλου γνώση. Είναι παραδεκτό ότι μέχρι τη λήψη της επιστολής ημερ. 19.3.2004, ο αιτητής δεν είχε καμιά απολύτως πληροφόρηση επί της προσβαλλόμενης απόφασης. Θα ήταν παράλογο να στερηθεί του δικαιώματος αμφισβήτησης της νομιμότητας της πράξης, χωρίς να λάβει οποιανδήποτε γνώση της έκδοσής της. Η ένσταση συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει γιατί ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως η δέουσα έρευνα για το κατά πόσο κατείχε το απαιτούμενο προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη ύστερα από πλήρη συμμόρφωση της Επιτροπής με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Επιτροπή αυτή τη φορά, υποστηρίζουν, αξιολόγησε τα υποβληθέντα από τους υποψηφίους και τον αιτητή στοιχεία και κατέληξε με εκτενή και τεκμηριωμένη αιτιολογία στην απορριπτική της απόφαση.
Η Επιτροπή έκρινε ότι τα υποβληθέντα τεκμήρια δεν ήταν ικανοποιητικά για απόδειξη της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, γιατί δεν μπορούσε να είναι βέβαιη για την πατρότητα των εγγράφων αυτών, αφού, τέτοια έγγραφα υπόκεινται συνήθως σε διορθώσεις γραμματικής ή συντακτικής φύσης από τρίτους που κατέχουν την ελληνική γλώσσα σε ψηλό βαθμό. Περαιτέρω, ως προς τον αιτητή και για κάποιο άλλο υποψήφιο, επισημαίνεται ότι τα κείμενά τους συντάχτηκαν μετά τον ουσιώδη χρόνο.
Κρίνω ότι η θεώρηση στην οποία προέβη η Επιτροπή, είναι γενικόλογη και στενή. Τίποτε δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την κατάληξή της για αμφισβήτηση της πατρότητας των εγγράφων που υποβλήθηκαν, ενώ ο συλλογισμός ότι συνήθως έγγραφα αυτής της φύσης υπόκεινται σε διορθώσεις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί, όχι μόνο ως προς τα συγκεκριμένα έγγραφα, αλλά ούτε και ως γενική διατύπωση. Η αιτιολογία αυτή φαίνεται περισσότερο ως υπεκφυγή, παρά ως αιτιολογία της απόφασης.
Ουσιαστικά η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος από τους υποψήφιους. Αντίθετα, προέβη σε γενικολογίες και υποθέσεις οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο ορθής απόφασης.
΄Οπως σημειώθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181, 186-187, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να διερευνήσει όλα τα στοιχεία για να διαπιστώσει η ίδια αν τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της γλώσσας και να δώσει προς τούτο σχετικές εξηγήσεις έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος (βλέπε επίσης Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342, 347).
Ως προς το επιχείρημα ότι τα έγγραφα τα οποία υπέβαλε ο αιτητής είναι μετά τον ουσιώδη χρόνο, αρκεί να λεχθεί ότι αυτό δεν ισχύει για όλα, αλλά για μερικά μόνο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ