ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 180/2005)
31 Ιανουαρίου, 2006
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΣΑΓΚΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με την οποία επέλεξε τον Ανδρέα Γρηγοριάδη για τη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Β΄, Ηλεκτρολογία, (Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών-Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού) Κλίμακα Α10 από 1.1.05.
Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση αρ. 20/04 η Αρχή θα πλήρωνε δυο θέσεις Τεχνικού Επιθεωρητή Β, για τις οποίες αποτάθηκε για προαγωγή και ο αιτητής. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, κατά τη συνεδρίαση της στις 13.12.04, επιλήφθηκε των αιτήσεων και επέλεξε πέντε αιτητές, ανάμεσα στους οποίους, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Αυτή ήταν και η εισήγηση της προς τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή (Συμβουλευτική) της καθ' ης η αίτηση για θέματα προσωπικού, η οποία κατά τη συνεδρία της στις 11.1.05, αποφάσισε να εισηγηθεί στην Αρχή την προαγωγή του αιτητή και του επίσης υποψηφίου Δανιήλ Χατζηδανιήλ. Στη συνεδρία παρέστη και ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής για να δώσει τη σύσταση του, ο οποίος ανέφερε ότι, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων και πήρε πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους τους, συστήνει τον αιτητή και τον Χατζηδανιήλ.
Το τελικό στάδιο της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης έλαβε χώραν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, στη συνεδρία του ημερ. 25.1.05. Τα μέλη του Συμβουλίου (στην πλειοψηφία τους) αφού αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, απέκλιναν από τη σύσταση του Διευθυντή και την εισήγηση της Συμβουλευτικής για την πλήρωση της μιας από τις δυο κενές θέσεις από τον αιτητή. Επέλεξαν κατά πλειοψηφία το ενδιαφερόμενο μέρος αντί τον αιτητή. Η αιτιολογία την οποία έδωσαν τα μέλη της Αρχής είναι η εξής:
«Τα Μέλη που δεν αποδέκτηκαν τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για προαγωγή του Ανδρέα Ματσάγκου στη μία από τις δύο προς πλήρωση θέσεις, έκριναν ότι ενόψει της υπεροχής του Ανδρέα Γρηγοριάδη σε προσόντα απόλυτα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης έναντι του Ανδρέα Ματσάγκου, ο Ανδρέας Γεωργιάδης υπερέχει και συνεπώς η σύσταση υπέρ του Ανδρέα Ματσάγκου δε μπορεί να γίνει αποδεκτή.»
Ο αιτητής παραπονείται ότι η Αρχή απέκλινε από τη σύσταση του Διευθυντή και παραγνώρισε την εισήγηση της Συμβουλευτικής υπέρ του, χωρίς να δώσει την δέουσα αιτιολογία.
Το παράπονο του αιτητή, όπως τελικά έχει εστιασθεί, είναι ότι αδικαιολόγητα παραγνωρίστηκαν η αρχαιότητα και η πείρα του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν την ίδια αρχαιότητα στην παρούσα θέση αφού προάχθηκαν σ΄ αυτή από 1.5.00. Η διαφορά τους εξάγεται από την προηγούμενη προαγωγή τους δηλαδή 1.5.91 για τον αιτητή και 1.10.89 για το ενδιαφερόμενο μέρος. Η πείρα, ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα. (Δρ Στέλλα Καννά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112). Ούτε είναι δυνατό η πείρα να συναρτάται μόνο προς τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και από την αξία του καθενός (Ιωάννου ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 624). Στο κριτήριο της αξίας προκύπτει μια οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους αφού για τα τελευταία 7 χρόνια έχει συγκεντρώσει 34 Α και 33Β+ έναντι 32Α και 35Β+ του αιτητή. Λαμβάνω δε υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος φαίνεται να βαθμολογείται σταθερά καλύτερα κατά τα 4 τελευταία χρόνια στο κριτήριο της «Υπηρεσιακής κατάρτισης» που σχετίζεται άμεσα με την κατοχή γνώσεων σχετικών με το αντικείμενο. Συνεπώς η αιτιολογία που δόθηκε από την Αρχή για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αναφορικά με την κατοχή προσόντος απόλυτα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, βρίσκει έρεισμα και συμπληρώνεται από τους φακέλους .
Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί τη βαρύτητα της (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, (1997) 3 ΑΑΔ 75, Ιωάννου ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 624). Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429, 454, Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, 399). Στην προκειμένη περίπτωση η Αρχή είχε ενώπιον της αφενός τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η οποία χωρίς αιτιολογία πρότεινε τον αιτητή, ο οποίος όμως υστερούσε σε προσόντα και οριακά σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ενώ είχε απομακρυσμένη αρχαιότητα, και αφετέρου τις πανομοιότυπες αξιολογήσεις των άμεσα προϊσταμένων Διευθυντών τους. Η μη επιβεβαίωση της σύστασης υπέρ του αιτητή από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και η πιο πάνω υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, καθώς και η γενικότερη ισοδυναμία τους στα υπόλοιπα θεσμοθετημένα κριτήρια της πείρας, της ικανότητας και της επιδόσεως καθιστούν εύλογη την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους από τα μέλη του Συμβουλίου και την απόφαση τους να αποστούν από τη σύσταση.
Αναφορικά με την αιτιολογία που δόθηκε από την Αρχή για την παραγνώριση της εισήγησης της Συμβουλευτικής, θεωρώ ότι, αν και λακωνική, ικανοποιεί τις επιταγές της νομολογίας ως ειδική και δέουσα αιτιολογία και μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Ουσιαστικά η Αρχή, εστιάζει στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους, το πτυχίο ΚΑΤΕΕ Πατρών, Τμήμα Ηλεκτρολόγων-Τεχνολόγων το οποίο, όπως τονίστηκε με την αιτιολογία που δόθηκε, είναι άμεσα σχετικό με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Η σημασία ενός τέτοιου προσόντος, έστω και αν δεν προβλέπεται από το σχέδιο Υπηρεσίας, συγκριτικά προς τα προσόντα του αιτητή, ο οποίος ήταν απλά απόφοιτος τεχνικής σχολής στη Λευκωσία, δίνει στο ενδιαφερόμενο μέρος ένα προβάδισμα.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374, λέχθηκε όσο αφορά τα πρόσθετα προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας:
«. . . . . . . . . . . . . . . . . τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Στην προκειμένη περίπτωση, η Αρχή συνεκτίμησε το εν λόγω προσόν σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα κριτήρια στα οποία, όπως φαίνεται από τους φακέλους, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί. Αντίθετα το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία και ικανότητα (η οποία κρίνεται από την αντικειμενική αξία όπως εξάγεται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις (βλ. Γεωργίου ν. ΑΗΚ (1999) 3 ΑΑΔ 674), αξιολογήθηκε το ίδιο με τον αιτητή ως προς την πείρα και την απόδοση από τον άμεσα προϊστάμενο του. Ενόψει της πιο πάνω συγκριτικής εικόνας των υποψηφίων, η Αρχή εύλογα αποφάσισε να αποστεί από την εισήγηση της Συμβουλευτικής και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. (Βλ. Γ. Σιαμμάς ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 569). Εξάλλου η Αρχή ήταν που είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα κατά τη ρητή πρόνοια του Καν. 19(4) της ΚΔΠ 291/86.
Η οριακή υπεροχή σε απομακρυσμένη αρχαιότητα των 2 ½ περίπου ετών που επικαλείται ο αιτητής δεν μπορεί να τεκμηριώσει σε καμία περίπτωση έκδηλη υπεροχή. Συνεπώς ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής. (Το ίδιο θέμα εξέτασα στη Δημητρίου ν. ΑΗΚ, Υποθ. 548/01, ημερ. 19.12.02).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.