ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 503

15 Ιουνίου, 2005

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

MARINOS TTAKKAS MOTORS LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ' ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 173/2004, 197/2004, 209/2004, 221/2004, 233/2004, 245/2004, 257/2004, 269/2004, 281/2004)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, και το Πρωτόκολλο αυτής, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 98/89 και ο περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης (Κυρωτικός) Νόμος του 1995 (Ν.16(ΙΙΙ)/95 ― Η διαδικασία της Υπουργικής Απόφασης που περιέχεται στον Ν.16(ΙΙΙ)/95 ― Επαναπροσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας εμπορευμάτων των οποίων η δηλωθείσα αξία δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα γι' αυτά τιμή ― Ο επαναπροσδιορισμός έγινε νόμιμα και σύμφωνα με τη διαδικασία της Υπουργικής Απόφασης στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].

Οι προσφυγές απορρίπτονται.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Nicos Evagorou Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 171.

Προσφυγές.

Λ. Λουκά, για τους Αιτητές.

Σ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Στις 20.5.2003 τελωνειακοί λειτουργοί, ενεργούντες δυνάμει εντάλματος έρευνας σε σχέση με διερεύνηση πληροφοριών για διάπραξη τελωνειακών αδικημάτων, περιλαμβανομένων αδικημάτων καταδολίευσης της Δημοκρατίας και δόλιας αποφυγής ή απόπειρας αποφυγής καταβολής δασμών και φόρων, διενήργησαν έρευνα στα υποστατικά της Αιτήτριας. Ανευρέθησαν πολλά έγγραφα τα οποία κατακρατήθησαν (αντίγραφα αυτών εδόθησαν στην Αιτήτρια κατόπιν αιτήματός της), μεταξύ των οποίων και αυθεντικά τιμολόγια πώλησης Iαπωνικών αυτοκινήτων και σημειώσεις οδηγιών προς τράπεζες για πληρωμή ποσών προς τους Ιάπωνες προμηθευτές και εκδότες των τιμολογίων. Μελέτη των τιμολογίων και των σημειώσεων οδήγησε το Τμήμα Τελωνείων στην κατάληξη ότι υπήρξε υποτιμολόγηση 111 αυτοκινήτων τα οποία είχαν ήδη τελωνισθεί. Οι διασαφήσεις τελωνισμού τους μαζί με τα κατά την τελώνιση παρουσιασθέντα τιμολόγια, που προέκυπτε να ήσαν εικονικά, τεκμηρίωσαν την υποτιμολόγηση. Το Τμήμα Τελωνείων προέβη τότε σε υπολογισμό της πραγματικής δασμολογητέας αξίας κάθε αυτοκινήτου, υπολόγισε τη διαφορά μεταξύ αυτής και της υπολογισθείσας κατά την τελώνιση και βεβαίωσε τους προκύπτοντες πρόσθετους οφειλόμενους δασμούς και φόρους για κάθε αυτοκίνητο. Απέστειλε δε την ακόλουθη επιστολή προς την Αιτήτρια στις 31.10.2003:

"Με βάση τη Συμφωνία για την Εφαρμογή του VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, η πρώτη βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας στα πλαίσια της εν λόγω Συμφωνίας είναι η "συναλλακτική αξία" όπως ορίζεται στο άρθρο 1, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής.

Από την αξιολόγηση των γραπτών στοιχείων (τιμολογίων και άλλης γραπτής μαρτυρίας) που βρέθηκαν στο γραφείο σας κατά τη διάρκεια τελωνειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε με βάση δικαστικό ένταλμα στις 20.5.2003, τα οποία σας επιδείχθηκαν και αφού καταγράφηκαν, μονογραφήθηκαν από το διευθυντή σας, κ. Μαρίνο Ττάκκα στις 23.5.2003, τεκμηριώνεται ότι η δηλωθείσα αξία των πιο πάνω εκατόν έντεκα (111) αυτοκινήτων, δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.

Ενόψει των πιο πάνω και σύμφωνα με την Απόφαση σχετικά με τις περιπτώσεις όπου οι Τελωνειακές Αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας που περιλαμβάνεται στο Νόμο που κυρώνει την Τελική Πράξη του Γύρου της Ουρουγουάης αρ. 16(ΙΙΙ) του 1995, το Τμήμα Τελωνείων είναι διατεθειμένο να προχωρήσει σε επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας όλων των πιο πάνω αυτοκινήτων, με βάση τα ανευρεθέντα στοιχεία, όπως φαίνεται στην αναλυτική κατάσταση που επισυνάπτεται.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς το συνολικό ποσό που αποφεύχθηκε ανέρχεται στις ΛΚ89.460,00 που αναλύεται σε:

(α)   Εισαγωγικό δασμό               ΛΚ 8.917,00

(β)   Φόρος Κατανάλωσης                      ΛΚ64.662,00

(γ)   Φ.Π.Α.                                                ΛΚ15.881,00

Εάν συμφωνείτε με τους πιο πάνω υπολογισμούς καλείστε όπως προχωρήσετε στην καταβολή των πιο πάνω ποσών αφού επικοινωνήσετε πρώτα με τον Τελωνειακό Λειτουργό κ. Φρ. Ρουσουνίδη (τηλ. 22407520) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη λήψη της επιστολής αυτής εκτός και αν διαφωνείτε, οπότε θα πρέπει να προσκομίσετε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία (έγγραφα, τιμολόγια κλπ.), εντός της πιο πάνω προθεσμίας με τα οποία να υποστηρίζετε τη θέση σας.

Όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνημμένη κατάσταση, τα οποία κρατούνται στο γραφείο μου, δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, μπορείτε ανά πάσα στιγμή τόσον εσείς όσο και ο δικηγόρος σας να επιθεωρήσετε μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριάντα ημερών που προαναφέρθηκε.

Παράλειψή σας να ανταποκριθείτε εντός της πιο πάνω προθεσμίας δεν μου αφήνει άλλη επιλογή παρά να προχωρήσω στη λήψη δικαστικών μέτρων για διεκδίκηση των πιο πάνω ποσών."

Η Αιτήτρια απάντησε με εΙιστολή ημερομηνίας 11.11.2003 ως εξής:

"Σας γράφω σε απάντηση της επιστολής σας ημερ. 31.10.03 προς τους ανωτέρω πελάτες μου για να σας πληροφορήσω ότι διαφωνούν με τες εκτιμήσεις και υπολογισμούς σας.

Η θέση τους είναι ότι δεν έγινε φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή.

Σας παρακαλώ πολύ όπως ετοιμάσετε φωτοαντίγραφα των τιμολογίων και άλλων εγγράφων που έχετε στα χέρια σας και κατά τους ισχυρισμούς σας τεκμηριώνουν τες θέσεις σας για να περάσουμε να τα πάρουμε για μελέτη.

Η απλή επιθεώρηση τους στα γραφεία σας δεν θα τους επιτρέψει να συγκρατήσουν το περιεχόμενο ενός τέτοιου όγκου εγγράφων και θα τους στερήσει τη δίκαιη υπεράσπιση.

Σας παρακαλώ ενημερώστε με πότε μπορώ να περάσω να πάρω τέτοια αντίγραφα. Θα σας ήμουν βέβαια υπόχρεος αν ήτο δυνατό να μου τα στείλετε."

Το Τμήμα Τελωνείων απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 25.11.2003:

"Επιθυμώ να αναφερθώ στην επιστολή σας με αριθμό φακέλου Δ.47/03 ημερομηνίας 11/11/03 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας επισυνάπτω αντίγραφα των εγγράφων που παραλήφθησαν από τα γραφεία των πελατών σας και κατακρατήθηκαν από το Τελωνείο με διάταγμα του δικαστηρίου Αμμοχώστου, πάνω στα οποία βασίζεται η απόφαση μου για επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των 111 μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που αναφέρονται στην κατάσταση που σας αποστάληκε με την επιστολή μου με τον ίδιο αριθμό και με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2003.

Αντίγραφα 131 τιμολογίων στα οποία αναφέρονται μη κανονικές τιμές αυτοκινήτων που οι πελάτες σας εδήλωσαν στο Τελωνείο, έχουν ήδη αποσταλεί στους πελάτες σας από τις 26 πουνίου 2003.

Παρακαλώ όπως εντός 15 ημερών από λήψεως της επιστολής αυτής, έχω την οριστική σας θέση, διότι προτίθεμαι να προβώ στον οριστικό επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των υπό αναφορά 111 αυτοκινήτων."

Δεν ελήφθη απάντηση και στις 15.12.2003 το Τμήμα Τελωνείων απέστειλε την ακόλουθη επιστολή στην Αιτήτρια:

"Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι ενόψει του γεγονότος ότι δεν προσκομίσατε μέχρι σήμερα οποιαδήποτε νέα στοιχεία ή μαρτυρία που να διαφοροποιούν τις εκτιμήσεις μου αναφορικά με την δασμολογητέα αξία των 111 αυτοκινήτων όπως αυτές σας γνωστοποιήθηκαν με την επιστολή μου με τον ίδιο αριθμό φακέλου και με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2003, η δασμολογητέα αξία και των 111 αυτών αυτοκινήτων επαναπροσδιορίζεται οριστικά στη τιμή που φαίνεται στη στήλη (10) της συνημμένης αναλυτικής κατάστασης, αντίστοιχα για το κάθε αυτοκίνητο.

Με βάση το νέο αυτό οριστικό επαναπροσδιορισμό, προκύπτει ότι, οφείλετε στο Τμήμα Τελωνείων ενενήντα χιλιάδες διακόσιες είκοσι τρεις λίρες, (Λ.Κ. 90.223.000) τις οποίες καλείσθε να καταβάλετε στο γραφείο μου ή τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας, μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής.

Το πιο πάνω ποσό αντιπροσωπεύει διαφορά Εισαγωγικού Δασμού Λ.Κ.8,981.00, Φόρου Κατανάλωσης Λ.Κ. 65,233.00 και Φ.Π.Α. Λ.Κ. 16,009.00 που προκύπτει για τα 111 αυτά αυτοκίνητα με βάση τους υπολογισμούς που έγιναν και φαίνονται αναλυτικά στη συνημμένη κατάσταση.

Αν παραλείψετε να προβείτε στην εκπλήρωση της πιο πάνω υποχρέωσης σας, μέσα στη καθορισμένη προθεσμία, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι, δεν θα έχω άλλη επιλογή από τη λήψη αστικών δικαστικών μέτρων εναντίον σας, προς είσπραξη του καταβλητέου ποσού πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία πραγματοποίησης του κάθε τελωνισμού.

Η απαίτηση μου αυτή βασίζεται στη Συμφωνία για την Εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, στο νόμο που κυρώνει την Τελική Πράξη του Γύρου της Ουρουγουάης αρ. 16(ΙΙΙ) του 1995 και στις πρόνοιες του άρθρου 188 παρ. 2 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου αρ. 82/67.

Επιθυμώ επιπλέον να επισύρω την προσοχή σας στο γεγονός ότι, η απόφαση μου αυτή για οριστικό επαναπροσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των υπό αναφορά αυτοκινήτων, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία μπορείτε να προσβάλετε με προσφυγή σας στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσα σε 75 ημέρες από την ημερομηνία λήψεως της επιστολής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Όλες οι προηγούμενες διοικητικές πράξεις που αφορούν τους τελωνισμούς και των 111 υπό αναφορά αυτοκινήτων που φαίνονται στη συνημμένη κατάσταση δια της παρούσης ανακαλούνται."

Αυτή την απόφαση η Αιτήτρια προσβάλλει με τις 9 συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές της που αφορούν αντίστοιχα αυτοκίνητα. Η θέση της είναι ότι το τμήμα Τελωνείων δεν τήρησε την προβλεπόμενη διαδικασία, και δη τη Συμφωνία δια την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου αυτής (GATT - "η Συμφωνία") η οποία κυρώθηκε με το Ν. 98/89 και τον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης (Κυρωτικός) Νόμου του 1995 (Ν. 16(ΙΙΙ)/95). Με ιδιαίτερη αναφορά στην υπουργική απόφαση που περιέχεται στο Ν. 16(ΙΙΙ)/95 (στη σ. 1042) και έχει ως εξής:

"1. Σε περίπτωση που προσκομίζεται διασάφηση και οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ως συνοδευτικά της εν λόγω διασάφησης, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, περιλαμβανομένων των εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με το ότι η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει τη συνολική πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8. Εάν, αφού λάβουν περαιτέρω πληροφορίες ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές έχουν ακόμη εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 11, ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1. Πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως εάν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται και δίδει στον εισαγωγέα την εύλογη δυνατότητα να απαντήσει, όταν ληφθεί η οριστική απόφαση, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν εγγράφως στον εισαγωγέα την απόφασή τους και τα επιχειρήματά τους."

Το Τμήμα Τελωνείων, λέγει η Αιτήτρια, δεν ακολούθησε τη διαδικασία αυτή καθ' όσον με την πρώτη τους επιστολή της 31.10.2003 είχαν ήδη λάβει οριστικά απόφαση και δεν κάλεσαν την Αιτήτρια να δώσει εξηγήσεις επί της προοπτικής λήψης τελικής απόφασης. Σε στήριξη της θέσης της παραπέμπει στο ότι η επιστολή της 31.10.2003 περιέχει προσδιορισμό της φορολογικής αξίας και καταλήγει με πρόθεση λήψης δικαστικών μέτρων για διεκδίκηση των αναφερόμενων ποσών, που δείχνει ότι ήταν πράξη οριστική και εκτελεστή. Εξ ου και η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγές κατά της εν λόγω απόφασης (1009/2003 κ.α.) τις οποίες απέσυρε στη συνέχεια όταν εστάλη η επιστολή της 15.12.2003 με την οποία ανεκλήθη η απόφαση της 31.10.2003.

Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι η διαδικασία της υπουργικής απόφασης έχει ακολουθηθεί με την επιστολή της 31.10.2003, στην οποία και η ίδια η εν λόγω επιστολή αναφέρεται, εφ' όσον με αυτή η Εφεσείουσα εγνώριζε ότι το Τμήμα Τελωνείων αμφισβήτησε την αλήθεια των αρχικών τιμολογίων, έδωσε τα δεδομένα στα οποία βασίζετο η αμφισβήτηση, αποκάλυπτε την πρόθεση του Τμήματος Τελωνείων να προχωρήσει σε επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας και έδιδε στην Εφεσείουσα την ευκαιρία να έχει όλα τα σχετικά στοιχεία και να παρουσιάσει και τεκμηριώσει τη δική της άποψη.

Η εφαρμογή της υπουργικής απόφασης εξυπακούει αντίληψη του υποβάθρου της. Σκοπός είναι πάντοτε ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας. Ο προσδιορισμός γίνεται με αναφορά στα άρθρα 1-7 του Μέρους Ι της Συμφωνίας τα οποία έχουν διαδοχική εφαρμογή ώστε η μέθοδος που προβλέπεται στο κάθε άρθρο να εφαρμόζεται αν η φορολογητέα αξία δεν μπορεί να προσδιορισθεί με βάση το προηγούμενο άρθρο. Αυτό προκύπτει από τις πρόνοιες των άρθρων 1-7, το δε γενικό εισαγωγικό σχόλιο στο Μέρος Ι βεβαιώνει τούτο. Η θεμελιακή αρχή, όπως προνοείται στο άρθρο 1, είναι ότι:

"The customs value of imported goods shall be the transaction value, that is the price actually paid or payable for the goods ."

Τα άρθρα 2 και 3 έχουν εφαρμογή αν δεν μπορεί να έχει εφαρμογή το άρθρο 1, δηλαδή αν δεν μπορεί να προδιορισθεί η όντως πληρωθείσα τιμή ως η "συναλλακτική αξία", εξ ου και βασίζονται στην τιμή που πληρώθηκε για άλλα εμπορεύματα που είναι τα ίδια με τα επίδικα (άρθρο 2) ή άλλα εμπορεύματα που είναι παρόμοια με τα επίδικα (άρθρο 3). Αν ούτε αυτό μπορεί να γίνει, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4, έχουν εφαρμογή τα άρθρα 5 και 6 που έχουν ως βάση μια γενικότερη εκτίμηση. Και αν ούτε τα άρθρα 5 και 6 ισχύουν, τότε μπορεί κανείς να προσφύγει στο άρθρο 7 το οποίο επιτρέπει τον υπολογισμό με τη γενική αναφορά σε "reasonable means" άλλα των αποκλειομένων στο εν λόγω άρθρο. Τα άρθρα 2-7 λοιπόν επιδιώκουν τον υπολογισμό όχι της πραγματικής συναλλακτικής αξίας, αν αυτή δεν μπορεί να αποφασισθεί σύμφωνα με το άρθρο 1, αλλά μιας υποθετικής αξίας, περισσότερο ή λιγότερο βασισμένης σε άλλα ανάλογα αντικειμενικά στοιχεία.

Εγείρεται τώρα το ερώτημα με ποιο τρόπο είχε εφαρμογή η υπουργική απόφαση. Όπως στην ίδια αναφέρεται, βεβαιώνοντας την αρχή ότι η συναλλακτική αξία είναι η πρωτεύουσα βάση υπολογισμού της φορολογητέας αξίας, αφορά περιπτώσεις που οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή ακριβές των στοιχείων που αφορούν τη δηλωθείσα αξία. Στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι το Τμήμα Τελωνείων αμφέβαλλε την αλήθεια και ακρίβεια των αρχικών τιμολογίων, ώστε να ενεργοποιούντο οι περαιτέρω πρόνοιες της υπουργικής απόφασης, δηλαδή ότι τότε οι τελωνειακές αρχές "μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις". Η διατύπωση αυτή φαίνεται να εισηγείται ότι το τμήμα Τελωνείων έχει δυνητική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να ζητήσει από την Αιτήτρια να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις. Εν πάση περιπτώσει όμως, το Τμήμα Τελωνείων, με την επιστολή της 31.10.2003 με την οποία την καλούσε να προσκομίσει τα όποια στοιχεία είχε που να υποστήριζαν την αυθεντικότητα των αρχικών τιμολογίων, έδωσε, και καλώς πράττοντας, την ευκαιρία στην Αιτήτρια να δώσει τέτοιες εξηγήσεις. Η υπουργική απόφαση λέγει ότι αν, μετά από όποιες εξηγήσεις ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές συνεχίζουν να έχουν αμφιβολίες, "είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1". Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Στην προκειμένη περίπτωση το Τμήμα Τελωνείων δεν αποφάσισε τη φορολογητέα αξία βάσει οποιουδήποτε άρθρου επόμενου του άρθρου 1 αλλά απεφάσισε ποια ήταν η ίδια η πραγματική συναλλακτική αξία, δηλαδή η πληρωθείσα τιμή για τα αυτοκίνητα, βασιζόμενο στα στοιχεία που είχε ενώπιον του για τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα, δηλαδή τα αρχικά παρουσιασθέντα εικονικά τιμολόγια, τα πραγματικά τιμολόγια που είχαν εκδώσει οι Iάπωνες προμηθευτές και τις σημειώσεις που αφορούσαν τα εμβασθέντα ποσά προς κάλυψη των υποτιμολογήσεων. Τόσο η επιστολή της 31.10.2003 όσο και η επιστολή της 15.12.2003 διέπονται από την επιδίωξη καθορισμού της συναλλακτικής αξίας, ως της όντως πληρωθείσας τιμής, με τον επαναπροσδιορισμό της στη βάση των στοιχείων που το Τμήμα Τελωνείων κατείχε. Η φορολογητέα αξία υπολογίσθηκε λοιπόν στη βάση του άρθρου 1 ως η πραγματική συναλλακτική αξία.

Η Αιτήτρια λέγει ότι δεν ετηρήθη η περαιτέρω πρόνοια της υπουργικής απόφασης ότι πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία τους και του δίδουν την ευκαιρία να απαντήσει. Μα αυτό ήδη είχε γίνει με πληρότητα με την επιστολή της 31.10.2005 στην οποία έγινε αναφορά στα τιμολόγια και στα άλλα στοιχεία που βρέθηκαν κατά την έρευνα καθώς και στο ότι αυτά τεκμηρίωναν ότι η δηλωθείσα αξία δεν ήταν η πραγματική και στην οποία επεσυνάφθη αναλυτική κατάσταση του τρόπου επαναπροσδιορισμού της φορολογητέας αξίας. Εδίδετο δε η ευκαιρία στην Αιτήτρια να απαντήσει εντός 30 ημερών, ευκαιρία που δεν αξιοποίησε αφού απάντησε απλώς με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2003 ότι διαφωνεί και ότι η θέση της ήταν ότι δεν υπήρξε φοροδιαφυγή. Με αίτημα της μάλιστα της εδόθησαν και φωτοαντίγραφα όλων των ανευρεθέντων εγγράφων ενώ της είχαν δοθεί προηγουμένως κατόπιν άλλου αιτήματος της και αντίγραφα των τιμολογίων που είχε παρουσιάσει κατά την εκτελώνιση. Ακόμα, με την επιστολή της 15.11.2003 εκαλείτο και πάλι να εκθέσει τις απόψεις της, χωρίς να πράξει τούτο. Κατά την άποψη μου υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της υπουργικής απόφασης, επιδίωξη της οποίας είναι να γνωρίζει ο εισαγωγέας πως τίθεται το θέμα και να έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τη δική του θέση, και η υπόθεση διαφοροποιείται εντελώς από τη Nicos Evagorou Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 171, στην οποία με παρέπεμψε η Αιτήτρια και στην οποία το Τμήμα Τελωνείων προέβη σε απ' ευθείας επαναπροσδιορισμό της φορολογητέας αξίας με βάση ανεξάρτητα στοιχεία που εξασφάλισε χωρίς η Αιτήτρια να γνωρίζει οτιδήποτε και απλώς πληροφόρησε την Αιτήτρια για τον επαναπροσδιορισμό και τον οφειλόμενο πρόσθετο φόρο.

Αυτά απαντούν και την άλλη εισήγηση της Αιτήτριας ότι η επιστολή της 31.10.2003 συνιστούσε απ' ευθείας προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των αυτοκινήτων ως οριστική και εκτελεστή διοικητική πράξη χωρίς να αφήνει στην Αιτήτρια περιθώρια και ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις της, εξ ου και ανεκλήθη με την επιστολή της 15.12.2003. Δεν ήσαν καθόλου έτσι τα πράγματα όμως.  Κατ' αρχή, η επιστολή της 15.12.2003 δεν "ανακάλεσε" την επιστολή της 31.10.2003. Αυτό που ανακάλεσε, όπως ρητά αναφέρει, ήταν "οι προηγούμενες διοικητικές πράξεις που αφορούν τους τελωνισμούς", δηλαδή τις αρχικές φορολογίες. Η Αιτήτρια κακώς παρερμηνεύει την αναφορά της ως αναφορά στην επιστολή της 31.10.2003. Είναι καθαρό ότι η επιστολή της 31.10.2003, αν και βεβαίως εξέθετε τις απόψεις του Τμήματος Τελωνείων όπως και υπολογισμό των πρόσθετων πληρωτέων φόρων στη βάση των στοιχείων που είχε εξασφαλίσει, δεν συνιστούσε τελική απόφαση.  Η επιστολή κάνει καθαρό ότι το Τμήμα Τελωνείων ενεργούσε στα πλαίσια της υπουργικής απόφασης και έδιδε στην αιτήτρια τη δυνατότητα, αν είχε άλλη άποψη των πραγμάτων, να την εκθέσει και να την τεκμηριώσει μέσα σε προθεσμία που ήταν εύλογη. Η αναφορά σε πρόθεση λήψης δικαστικών μέτρων έγινε ρητώς σε συνάρτηση με ενδεχόμενη παράλειψη της Αιτήτριας να ανταποκριθεί. Εξ άλλου, δεν ήταν μόνο η επιστολή της 31.10.2003. Η Αιτήτρια, αντιλαμβανόμενη πλήρως το πράγμα και έχοντας ήδη ζητήσει και πάρει αντίγραφα των τιμολογίων που είχε καταθέσει κατά την εκτελώνιση, απάντησε διαφωνώντας με τη θέση του Τμήματος Τελωνείων και ζητώντας αντίγραφα των ανευρεθέντων τιμολογίων για να τα μελετήσει. Η στάση της αυτή βεβαίωνε τη θέση της Δημοκρατίας ότι ούτε η επιστολή της 31.10.2003 συνιστούσε τελική απόφαση ούτε η Αιτήτρια την αντελήφθη έτσι. Να παραπέμψω περαιτέρω και στην απαντητική επιστολή του Τμήματος Τελωνείων της 25.11.2003 με την οποία εστάλησαν τα αιτηθέντα αντίγραφα και με την οποία και πάλι καλείται η Αιτήτρια να διατυπώσει τις  θέσεις της μέσα σε άλλες 15 μέρες πριν το Τμήμα Τελωνείων προβεί σε οριστικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας. Και η επιστολή αυτή λοιπόν είναι ενδεικτική του ότι δεν υπήρξε τελική απόφαση του Τμήματος Τελωνείων πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 15.12.2005 που ακολούθησε. Η αιτήτρια είχε κάθε στοιχείο στη διάθεση της και κάθε ευκαιρία να παρουσιάσει τη θέση της πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης από το Τμήμα Τελωνείων. Επέλεξε να μην ανταποκριθεί και δεν μπορεί τώρα να παραπονείται ότι δεν είχε τέτοια ευκαιρία διότι η απόφαση είχε ληφθεί ευθύς εξ αρχής.

Πέραν των πιο πάνω, η Αιτήτρια δεν εισηγείται άλλο λόγο ακύρωσης και δεν αμφιβάλλει την ορθότητα των στοιχείων και των υπολογισμών του Τμήματος Τελωνείων.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Οι προσφυγές απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο