ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 417
24 Μαΐου, 2005
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΛΥΚΗΣ,
Αιτητής,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 741/2003)
Κοινοτικά Συμβούλια ― Ιεραρχικός έλεγχός τους στο πλαίσιο άσκησης διοικητικής εποπτείας από τον Έπαρχο και εν τέλει από τον Υπουργό Εσωτερικών ― Νομοθετικό πλαίσιο ― Ο ιεραρχικός έλεγχος ασκήθηκε νομότυπα στην κριθείσα περίπτωση ανάκλησης διορισμού κοινοτικού υπαλλήλου ― Περιστάσεις.
Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Προϋποθέσεις νομιμότητας της ανάκλησης κατά την νομολογία και σύμφωνα με το άρθρο 54 του Ν. 158(Ι)/99 ― Ειδικά η ανάκληση ευμενούς διοικητικής πράξης, που αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον ― Περιστάσεις της νομιμότητας της ανάκλησης διορισμού κοινοτικού υπαλλήλου μετά πάροδο τεσσάρων ετών στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ανάκλησης διορισμού κοινοτικού υπαλλήλου ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της ανάκλησης του διορισμού του στη θέση Τεχνικού, στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Έχει υποβληθεί από τον αιτητή ότι η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 2, 42 και 45 του περί Κοινοτήτων Νόμου, Ν. 86(Ι)/99, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο ο Έπαρχος όσο και ο Υπουργός έχουν αρμοδιότητα άσκησης ελέγχου νομιμότητας και ανάκλησης αποφάσεων μόνο των Κοινοτικών Συμβουλίων που συστάθηκαν με βάση τις πρόνοιες του Ν. 86(Ι)/99 και δεν νομιμοποιούνται να επεμβαίνουν σε αποφάσεις και ενέργειες των Συμβουλίων που συστάθηκαν δυνάμει του Κεφ. 243.
Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι η απόφαση διορισμού του αιτητή ως εκτελεστή διοικητική πράξη, καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας και δεν μπορεί να καταργηθεί με νομοθετικές διατάξεις. Εφόσον δε επρόκειτο για διορισμό που έγινε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του Συμβουλίου και πιο συγκεκριμένα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20(2) και (3) του Κεφ. 243, το οποίο εναποθέτει τη σχετική εξουσία πρόσληψης υπαλλήλων στη διακριτική ευχέρεια του, η σχετική απόφαση θα μπορούσε να ελεγχθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα στα πλαίσια προσφυγής που θα ασκείτο κατά τα προβλεπόμενα του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Επομένως η ανάκληση του διορισμού του αιτητή από τον Υπουργό έγινε αναρμόδια και καθ' υπέρβαση εξουσίας επειδή αφενός το άρθρο 23Α του Κεφ. 243 που προβλέπει τον εξαναγκασμό Συμβουλίου για εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλεται από το Νόμο, καταργήθηκε από το Ν. 86(Ι)/99 και αφετέρου τα άρθρα 42 και 45 του Ν. 86(Ι)/99 που προνοούν για την εξουσία άσκησης ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου εκ μέρους του Επάρχου και του Υπουργού, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα περίπτωση, γιατί αφορούν Κοινοτικά Συμβούλια που συστάθηκαν με το Ν. 86(Ι)/99, του οποίου οι διατάξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ.
Μια προσεκτική εξέταση των πιο πάνω προνοιών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι αβάσιμοι.
Ο αιτητής παραβλέπει τις προεκτάσεις του άρθρου 117(4) του Ν. 86(Ι)/99 σύμφωνα με τον οποίο "οποιοσδήποτε διορισμός ..... ή άλλη πράξη που έγινε από Συμβούλιο ή Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των νόμων που καταργούνται .... θεωρείται ότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου". Ο διορισμός του αιτητή ελέγχεται επομένως με βάση τα άρθρα 42(1) και 45 του Ν. 86(Ι)/99. Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, ο Έπαρχος ασκώντας τον προβλεπόμενο στο άρθρο 42(1) έλεγχο νομιμότητας, διαπίστωσε τις παρατυπίες που αφορούσαν το διορισμό του αιτητή και αφού κάλεσε, χωρίς αποτέλεσμα, το Συμβούλιο να τερματίσει την παρανομία, προέβη σε διαβήματα και καταγγελίες στην ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή, τον Υπουργό Εσωτερικών. Ακολούθησε η ενεργοποίηση των εξουσιών του Υπουργού με βάση το άρθρο 45 του Ν. 86(Ι)/99 η οποία λόγω της συνεχόμενης παράλειψης συμμόρφωσης του Κοινοτικού Συμβουλίου για την αποκατάσταση της νομιμότητας, οδήγησε στην ανάκληση του παράνομου διορισμού του αιτητή.
Το ερώτημα της αρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών να ανακαλέσει απόφαση του Συμβουλίου για διορισμό σε θέση Πολιτιστικού Λειτουργού χωρίς προκήρυξη και τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας, εξετάστηκε στην υπόθεση Τζούλη Ιωάννου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα (Προσφυγή 742/2003 της 21/12/2004), στην οποία αποφασίστηκε ότι εφόσον το Συμβούλιο αρνήθηκε να άρει την παρανομία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 42, ο Υπουργός ενομιμοποιείτο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 στην ανάκληση της επίδικης απόφασης.
Η εισήγηση ότι ο διορισμός του αιτητή θα μπορούσε να ακυρωθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου και όχι από τον Υπουργό δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, είναι εξίσου αβάσιμη. Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 9/6/2003, συνιστά ανάκληση του διορισμού του αιτητή.
Ο παράνομος διορισμός του αιτητή ακυρώθηκε διοικητικά με την ανάκλησή του από τον Υπουργό. Συνεπώς η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
2. Οι αρχές οι οποίες καθορίζουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 54 του Νόμου 158(Ι)/99.
Επιτρέπεται η ανάκληση τόσο νόμιμης όσο και παράνομης διοικητικής πράξης ακόμα και μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την έκδοσή της, όταν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Στην παρούσα περίπτωση οι παρατυπίες που εντοπίστηκαν και καταγγέλθηκαν από τον Έπαρχο Λεμεσού στο Υπουργείο Εσωτερικών, αφορούσαν αναμφισβήτητα το δημόσιο συμφέρον, όπως αυτό επλήττετο από τη διενέργεια διορισμών στο Κοινοτικό Συμβούλιο χωρίς δημοσίευση των κενών θέσεων και τη διεξαγωγή αδιάβλητης διαδικασίας επιλογής. Κάτω από τις περιστάσεις ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται την πάροδο εύλογου χρόνου και τυχόν κεκτημένα δικαιώματά του, ούτε να ισχυρίζεται ότι ο διορισμός του ήταν νόμιμος βάσει του άρθρου 29 του Κεφ. 243 και ότι ως τέτοιος δεν μπορεί να ανακληθεί. Ο συσχετισμός του θέματος με το δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει τη δημοσίευση κενών θέσεων και τη διεξαγωγή της κατάλληλης διαδικασίας προς το σκοπό επιλογής των ικανότερων και καταλληλότερων προσοντούχων υποψηφίων, δικαιολογούσε την ανάκληση του διορισμού του αιτητή, έστω και μετά παρέλευση τεσσάρων ετών, η οποία πρέπει να σημειωθεί, οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην απροθυμία του Συμβουλίου να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του Επάρχου και των υπόλοιπων αξιωματούχων που παρενέβησαν στο ζήτημα. Σύμφωνα με τη νομολογία, πράξεις που πλήττουν το δημόσιο συμφέρον μπορούν να ανακαλούνται ελεύθερα.
3. Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου που περιέχεται στην επιστολή της 18/7/2003 με την οποία το Συμβούλιο πληροφόρησε τον αιτητή ότι οι υπηρεσίες του έχουν τερματιστεί από 18/7/2003, είναι προϊόν πλάνης γιατί το Συμβούλιο αντί να ασκήσει τη δική του αποφασιστική αρμοδιότητα και να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 50(3) του Ν. 86(Ι)/99 διαδικασία, έκρινε εσφαλμένα ότι έπρεπε να συμμορφωθεί με την αναρμόδια απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.
Η εισήγηση είναι αβάσιμη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Κοινοτικό Συμβούλιο, το οποίο είχε εξ' αρχής την αρμοδιότητα να ανακαλέσει την παράνομη πράξη του, δεν συμμορφώθηκε στις επανειλημμένες υποδείξεις του Επάρχου και του Υπουργείου Εσωτερικών, επιμένοντας μέχρι το τέλος στην άποψη ότι ο διορισμός του αιτητή ήταν "καθ' όλα νόμιμος". Η ενεργός εμπλοκή του Υπουργού και η εκ μέρους του ανάκληση του διορισμού του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα άσκησης της διοικητικής εποπτείας και ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Η παράλειψη του Συμβουλίου να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του Επάρχου, υποχρέωσε τον Υπουργό να ασκήσει ιεραρχικό έλεγχο ανακαλώντας την παράνομη απόφαση.
Στην παρούσα υπόθεση το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα όταν πληροφορήθηκε την ανακλητική υπουργική απόφαση δεν είχε άλλη επιλογή από την άμεση εφαρμογή της, όπως και έπραξε.
4. Έχει επίσης υποβληθεί ότι η απόφαση ανάκλησης του διορισμού του αιτητή είναι "εντελώς αναιτιολόγητη" και αντίθετη με προηγούμενες αποφάσεις για διορισμό Λογιστικού Λειτουργού και Τεχνικού σε άλλο Κοινοτικό Συμβούλιο. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Είναι προφανές ότι η πρακτική που υιοθετήθηκε κατ' ισχυρισμόν του αιτητή, σε άλλες περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται μόνο αόριστη αναφορά, δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, σημειώνεται ότι η αιτιολογία παρέχεται κατά τρόπο άκρως ικανοποιητικό στην πληθώρα των επίσημων εγγράφων και εκθέσεων του Επάρχου, του Γενικού Εισαγγελέα, της Γενικού Ελεγκτή και προκύπτει επίσης από τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ του Επάρχου, του Υπουργείου Εσωτερικών και του Κοινοτικού Συμβουλίου, προς το οποίο κατ' επανάληψη υποδείχθηκαν οι παρανομίες που περιέβαλλαν τον επίδικο διορισμό.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωάννου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα, Υπόθ. Αρ. 742/2003, ημερ. 21.12.2004,
Splash Water Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1622,
Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 803,
Στ.Ε 1734-1736/86,
Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100.
Προσφυγή.
Ε. Γαβριήλ, για Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Ι. Πολυκάρπου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση 1.
Σ. Φασουλιώτης, για τον Καθ' ου η αίτηση 2.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Ανδρέας Γλυκής (αιτητής) προσβάλλει την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα (καθ'ων η αίτηση), με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του στη θέση Τεχνικού στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα.
(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής ήταν μέλος του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα, το οποίο καταργήθηκε και μετατράπηκε σε Κοινοτικό Συμβούλιο με τον περί Κοινοτήτων Νόμο του 1999 (Ν. 86(Ι)/99). Το 1998 το πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα διόρισε τον αιτητή, ο οποίος τότε εκτελούσε γραφειακά καθήκοντα, σε θέση εξειδικευμένου εργάτη.
Επειδή ο εν λόγω διορισμός έλαβε χώρα παράτυπα λόγω του ασυμβίβαστου της ιδιότητας του αιτητή ως μέλους του Συμβουλίου Βελτιώσεως και υπαλλήλου του Συμβουλίου και επίσης λόγω του ότι δεν προηγήθηκε δημοσίευση της κενής θέσης, ο Έπαρχος Λεμεσού υπέδειξε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να τερματίσει την απασχόληση του αιτητή. Δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους του πρώην Συμβουλίου Βελτιώσεως, το οποίο μάλιστα ενεργώντας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20 του καταργηθέντος περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243, προέβη στο διορισμό του αιτητή από την 5/7/99 στη θέση Τεχνικού του Συμβουλίου χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε προκήρυξη της θέσης.
Ακολούθησαν καταγγελίες του Επάρχου Λεμεσού στο Υπουργείο Εσωτερικών και ζητήθηκε η επέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα και της Γενικού Ελεγκτή για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Η Γενικός Ελεγκτής με εμπιστευτική επιστολή της προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, τον πληροφόρησε ότι ο διορισμός του αιτητή στη θέση Τεχνικού ήταν αντικανονικός γιατί δεν τηρήθηκαν οι ενδεδειγμένες διαδικασίες και ασυμβίβαστος με τη θέση μέλους του Συμβουλίου, εφόσον δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως γραπτή παραίτηση. Ο Γενικός Εισαγγελέας στη σχετική γνωμάτευσή του επιβεβαίωσε την ύπαρξη παρατυπιών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο διορισμός του αιτητή ως Τεχνικού ήταν νομικά ελαττωματικός και θα έπρεπε να ανακληθεί. Και τούτο γιατί ο διορισμός ήταν ασυμβίβαστος με τη θέση Μέλους του Συμβουλίου γιατί ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 15(2)(στ) του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, αφού ο διορισμός έγινε πριν από την κατάργηση του πιο πάνω Νόμου.
Στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα τονιζόταν ότι σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 42 του Νόμου που προνοεί για τη Διοίκηση των Κοινοτήτων (αρ. 86(Ι)/99), ο Έπαρχος έχει την εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου και ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να προβαίνει στην ανάκληση οποιασδήποτε απόφασης η οποία εθεωρείτο από τον Έπαρχο ως παράνομη.
Με βάση τα πιο πάνω ο Έπαρχος ζήτησε την ανάκληση του διορισμού του αιτητή στη θέση Τεχνικού. Οι καθ'ων η αίτηση αρνήθηκαν να συμμορφωθούν ισχυριζόμενοι ότι ενήργησαν κατόπιν γνωμάτευσης του νομικού τους συμβούλου ότι ο διορισμός ήταν νόμιμος. Το θέμα παραπέμφθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο ζήτησε εκ νέου τη νομική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Σύμφωνα με τη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα το Κοινοτικό Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Υπουργού Εσωτερικών και σε αντίθετη περίπτωση ο Υπουργός θα μπορούσε να προχωρήσει στην ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση.
Ενώ το θέμα βρισκόταν σε εκκρεμότητα, η Επίτροπος Διοίκησης απέστειλε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών αντίγραφο της έκθεσής της αναφορικά με παράπονο που υποβλήθηκε εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα από μια υπάλληλο του Συμβουλίου, για διάφορες κατ' ισχυρισμόν παρανομίες, στις οποίες περιλαμβανόταν και η πρόσληψη του αιτητή. Η θέση της Επιτρόπου Διοίκησης ήταν ότι η πρόσληψη του αιτητή ήταν παράνομη αφού δεν δόθηκε η δυνατότητα στην παραπονούμενη να διεκδικήσει τη θέση και ότι το Υπουργείο Εσωτερικών έπρεπε να λάβει οριστική απόφαση για την αποκατάσταση της νομιμότητας.
Ακολούθησε επιστολή ημερομηνίας 31/10/2002 του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, με την οποία το Συμβούλιο εκαλείτο να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την αποκατάσταση της νομιμότητας μέχρι τις 30/11/2002, διαφορετικά οι σχετικές πράξεις θα ακυρώνονταν από τον Υπουργό Εσωτερικών. Τελικά στις 9/6/2003 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε προβεί στην ανάκληση του διορισμού του αιτητή στη θέση Τεχνικού και ζήτησε την άμεση εφαρμογή της σχετικής απόφασης.
Ως αποτέλεσμα, στις 17/7/2003 το Συμβούλιο αποφάσισε να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Υπουργού και ενημέρωσε γραπτώς τον αιτητή ότι οι υπηρεσίες του είχαν τερματιστεί από τις 18/7/2003.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη γιατί
(i) Η ανάκληση του διορισμού του αιτητή λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και κάτω από συνθήκες κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών,
(ii) Ο διορισμός του αιτητή ήταν απόλυτα νόμιμος και η ανάκλησή του παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όπως επίσης και τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Ν. 158(Ι)(99.
(iii) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κάτω από καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο και προς το σκοπό συμμόρφωσης με απόφαση αναρμόδιου οργάνου, χωρίς άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας και γιατί
(iv) Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
(i) Η ανάκληση του διορισμού λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο κάτω από συνθήκες κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 2, 42 και 45 του περί Κοινοτήτων Νόμου, Ν. 86(Ι)/99, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο ο Έπαρχος όσο και ο Υπουργός έχουν αρμοδιότητα άσκησης ελέγχου νομιμότητας και ανάκλησης αποφάσεων μόνο των Κοινοτικών Συμβουλίων που συστάθηκαν με βάση τις πρόνοιες του Ν. 86(Ι)/99 και δεν νομιμοποιούνται να επεμβαίνουν σε αποφάσεις και ενέργειες των Συμβουλίων που συστάθηκαν δυνάμει του Κεφ. 243.
Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι η απόφαση διορισμού του αιτητή ως εκτελεστή διοικητική πράξη, καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας και δεν μπορεί να καταργηθεί με νομοθετικές διατάξεις. Εφόσον δε επρόκειτο για διορισμό που έγινε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του Συμβουλίου και πιο συγκεκριμένα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20(2) και (3) του Κεφ. 243, το οποίο εναποθέτει τη σχετική εξουσία πρόσληψης υπαλλήλων στη διακριτική ευχέρεια του, η σχετική απόφαση θα μπορούσε να ελεγχθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια προσφυγής που θα ασκείτο κατά τα προβλεπόμενα του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Επομένως η ανάκληση του διορισμού του αιτητή από τον Υπουργό έγινε αναρμόδια και καθ' υπέρβαση εξουσίας επειδή αφενός το άρθρο 23Α του Κεφ. 243 που προβλέπει τον εξαναγκασμό Συμβουλίου για εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλεται από το Νόμο, καταργήθηκε από το Ν. 86(Ι)/99 και αφετέρου τα άρθρα 42 και 45 του Ν. 86(Ι)/99 που προνοούν για την εξουσία άσκησης ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου εκ μέρους του Επάρχου και του Υπουργού, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα περίπτωση γιατί αφορούν Κοινοτικά Συμβούλια που συστάθηκαν με το Ν. 86(Ι)/99, του οποίου οι διατάξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ.
Η προβολή των πιο πάνω επιχειρημάτων καθιστά απαραίτητη την παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων.
Το άρθρο 2 του προϊσχύσαντος Κεφ. 243 προνοούσε ότι,
"«Συμβούλιο» σημαίνει Συμβούλιο που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού·
...............................................................................................................
«υπάλληλος και εργάτης» περιλαμβάνει κάθε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο ή εργάτη που απασχολείται πλήρως ή μερικώς από Συμβούλιο Βελτιώσεως, και κάθε υπάλληλο ή εργάτη που απασχολείται από κοινού με άλλα Συμβούλια Βελτιώσεως ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο ο υπάλληλος ή εργάτης που απασχολείται από κοινού με τον τρόπο αυτό ασκεί τα καθήκοντά του·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·"
Το άρθρο 20 προνοούσε τα πιο κάτω σχετικά με το διορισμό Γραμματέα, Ταμία και άλλων υπαλλήλων και υπηρετών:
"20.-(1) Το Συμβούλιο δύναται εκάστοτε να διορίζει κατάλληλα πρόσωπα ως Γραμματέα και Ταμία του Συμβουλίου για να εκτελούν τέτοια καθήκοντα όπως το Συμβούλιο ήθελε διατάξει.
(2) Το Συμβούλιο δύναται να διορίζει τέτοιους υπαλλήλους και υπηρέτες όπως ήθελε κρίνει αναγκαίο για τους σκοπούς του Νόμου αυτού.
(3) Κάθε πρόσωπο που διορίζεται δυνάμει του άρθρου αυτού θα κατέχει τη θέση του ενόσω επιθυμεί το Συμβούλιο ή για τόσο χρονικό διάστημα όπως το Συμβούλιο ήθελε καθορίσει και θα λαμβάνει τέτοια αμοιβή ή αντιμισθία όπως το Συμβούλιο ήθελε ορίσει.
(4) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου δύναται να προσλαμβάνει στην υπηρεσία του Συμβουλίου, με το ημερομίσθιο που ισχύει, οποιουσδήποτε υπηρέτες ή εργάτες ήθελε είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών για τις οποίες υπάρχει πρόνοια στον τρέχοντα προϋπολογισμό, όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο, ή τις οποίες εξουσιοδότησε ειδικά το Συμβούλιο."
Το άρθρο 23Α παρείχε εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του Υπουργού να εξαναγκάσει το Συμβούλιο Βελτιώσεως σε εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλεται από το Νόμο ως ακολούθως:
"23Α. Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο παραλείπει να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον που επιβάλλεται από το Νόμο ή να εφαρμόσει οποιαδήποτε διάταξη αυτού, με πρόταση του Υπουργού, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει την εκτέλεση του καθήκοντος αυτού ή την εφαρμογή της διάταξης αυτής εντός εύλογης προθεσμίας και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη διαταγή αυτή έχει εξουσία να διορίσει κατάλληλο δημόσιο υπάλληλο για την εκτέλεση ή εφαρμογή αυτών, το δε Συμβούλιο επιβαρύνεται με τις αναγκαίες δαπάνες για το σκοπό αυτό."
Το Κεφ. 243 καταργήθηκε με το Ν. 86(Ι)/99, το άρθρο 2 του οποίου προνοεί ότι,
"«Συμβούλιο» σημαίνει το Κοινοτικό Συμβούλιο οποιασδήποτε κοινότητας ή συμπλέγματος κοινοτήτων που συστάθηκε με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.
...............................................................................................................
«υπάλληλος» περιλαμβάνει κάθε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο που απασχολείται πλήρως ή μερικώς από το Συμβούλιο και κάθε υπάλληλο που απασχολείται από κοινού με άλλα Συμβούλια ανεξάρτητα από τον τόπο εργασίας του.
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·
Το άρθρο 42(1) του Ν. 86(Ι)/99 καθορίζει την εξουσία του Επάρχου για άσκηση ελέγχου νομιμότητας ως ακολούθως:
"42.-(1) Αποτελεί καθήκον του κοινοτάρχη να τηρεί ή να φροντίζει να τηρούνται πρακτικά σε κάθε συνεδρία του Συμβουλίου. Τα πρακτικά καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό και επικυρώνονται στην επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου. Μετά την επικύρωση υπογράφονται από τον κοινοτάρχη ή το μέλος που προεδρεύει της συνεδρίας και αμέσως μετά την υπογραφή τους τα πρακτικά γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία χωρίς παραπέρα απόδειξη. Ο κοινοτάρχης υποχρεούται να κοινοποιεί τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου σε όλα τα μέλη του και στον Έπαρχο πριν από την επόμενη τακτική συνεδρία και εν πάση περιπτώσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη συνεδρία:
Νοείται ότι ο Έπαρχος έχει την εξουσία να ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου."
Στο άρθρο 45 του Ν. 86(Ι)/99 καθιερώνεται διάταξη αντίστοιχη με το προϊσχύσαν άρθρο 23Α του Κεφ. 243 (πιο πάνω), με τη διαφορά ότι η σχετική εξουσία μεταφέρεται απευθείας στον Υπουργό, ο οποίος μπορεί να ενεργεί και μέσω του κατά τόπον αρμοδίου Επάρχου:
"45. Σε περίπτωση κατά την οποία ο κοινοτάρχης και το Συμβούλιο παραλείπουν να εκτελέσουν οποιοδήποτε επιβαλλόμενο από τον παρόντα Νόμο καθήκον ή να εφαρμόσουν οποιαδήποτε διάταξή του, ο Υπουργός δύναται να καλέσει τον κοινοτάρχη και το Συμβούλιο να εκτελέσουν μέσα σε εύλογη προθεσμία το καθήκον αυτό ή να προβούν στην εφαρμογή της διάταξης του παρόντος Νόμου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο Υπουργός έχει την εξουσία να διορίσει τον Έπαρχο αρμόδιο για την εκτέλεση ή την εφαρμογή των πιο πάνω και το Συμβούλιο επιβαρύνεται με τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έξοδα."
Το άρθρο 117 το οποίο καταργεί τους προηγούμενους Νόμους προνοεί ότι,
"117.-(1) Με τον παρόντα Νόμο οι ακόλουθοι νόμοι καταργούνται:
- Ο περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμος.
.........................................................................................................
(2) Οποιοιδήποτε κανονισμοί εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων των νόμων που καταργούνται, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή ανακληθούν με κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται σαν να εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Οποιοδήποτε διάταγμα εκδόθηκε βάσει των διατάξεων των νόμων που καταργούνται, μέχρις ότου τροποποιηθεί ή ανακληθεί με διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θα εφαρμόζεται σαν να εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Οποιοσδήποτε διορισμός, εξουσιοδότηση, έγκριση ή άλλη πράξη που έγινε από Συμβούλιο ή Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των νόμων που καταργούνται ή των κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει των νόμων αυτών, θεωρείται ότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(5) Οποιαδήποτε άδεια που χορηγήθηκε ή εκδόθηκε βάσει των διατάξεων των νόμων που καταργούνται θεωρείται ότι χορηγήθηκε ή εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου."
Μια προσεκτική εξέταση των πιο πάνω προνοιών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι αβάσιμοι.
Ο αιτητής παραβλέπει τις προεκτάσεις του άρθρου 117(4) του Ν. 86(Ι)/99 σύμφωνα με τον οποίο "οποιοσδήποτε διορισμός ..... ή άλλη πράξη που έγινε από Συμβούλιο ή Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των νόμων που καταργούνται .... θεωρείται ότι έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου". Ο διορισμός του αιτητή ελέγχεται επομένως με βάση τα άρθρα 42(1) και 45 του Ν. 86(Ι)/99. Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, ο Έπαρχος ασκώντας τον προβλεπόμενο στο άρθρο 42(1) έλεγχο νομιμότητας, διαπίστωσε τις παρατυπίες που αφορούσαν το διορισμό του αιτητή και αφού κάλεσε, χωρίς αποτέλεσμα, το Συμβούλιο να τερματίσει την παρανομία, προέβη σε διαβήματα και καταγγελίες στην ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή, τον Υπουργό Εσωτερικών. Ακολούθησε η ενεργοποίηση των εξουσιών του Υπουργού με βάση το άρθρο 45 του Ν. 86(Ι)/99 η οποία λόγω της συνεχόμενης παράλειψης συμμόρφωσης του Κοινοτικού Συμβουλίου για την αποκατάσταση της νομιμότητας, οδήγησε στην ανάκληση του παράνομου διορισμού του αιτητή.
Το ερώτημα της αρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών να ανακαλέσει απόφαση του Συμβουλίου για διορισμό σε θέση Πολιτιστικού Λειτουργού χωρίς προκήρυξη και τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας, εξετάστηκε στην υπόθεση Τζούλη Ιωάννου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα (Προσφυγή 742/2003 της 21/12/2004), στην οποία αποφασίστηκε ότι εφόσον το Συμβούλιο αρνήθηκε να άρει την παρανομία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 42, ο Υπουργός ενομιμοποιείτο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 στην ανάκληση της επίδικης απόφασης.
Η εισήγηση ότι ο διορισμός του αιτητή θα μπορούσε να ακυρωθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου και όχι από τον Υπουργό δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, είναι εξίσου αβάσιμη. Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 9/6/2003, συνιστά ανάκληση του διορισμού του αιτητή. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", 1982, Ανατύπωσις, σελ. 382, η ανάκληση είναι
"..... η εκ της ενεργού διοικήσεως προερχομένη ολοσχερής ή μερική άρσις του περιεχομένου διοικητικής τινός πράξεως, είτε ήθελεν επακολουθήσει αντικατάστασις αυτής δι' ετέρας, οπότε υφίσταται μεταρρύθμισις, είτε μη. Περιλαμβάνει δ' η έννοια της ανακλήσεως αφ' ενός μεν την ανάκλησιν νομίμων πράξεων της Διοικήσεως, αφ' ετέρου δε την ανάκλησιν παρανόμων πράξεων αυτής, οπότε πρόκειται περί ακυρώσεως των πράξεων τούτων διά της διοικητικής οδού, ως θέλει κατωτέρω εκτεθή."
Ο παράνομος διορισμός του αιτητή ακυρώθηκε διοικητικά με την ανάκλησή του από τον Υπουργό. Συνεπώς η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και του άρθρου 54 του Ν. 158(Ι)/99
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η ανάκληση του διορισμού του αιτητή ήταν παράνομη γιατί αφενός ο διορισμός έγινε με βάση το άρθρο 20(4) του προϊσχύσαντος Κεφ. 243, το οποίο παρείχε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου την εξουσία να προσλαμβάνει στην υπηρεσία του Συμβουλίου, "οποιουσδήποτε υπηρέτες ή εργάτες ήθελε είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών για τις οποίες υπάρχει πρόνοια στον τρέχοντα υπολογισμό" και αφετέρου γιατί ουδείς νόμος ή κανονισμός επέβαλλε στο Συμβούλιο οποιαδήποτε νομική υποχρέωση να προκηρύξει τη θέση και να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής.
Υποβλήθηκε επίσης ότι η ανάκληση του διορισμού του αιτητή αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και παραβιάζει το άρθρο 54(1) του Ν. 158(Ι)/99, σύμφωνα με το οποίο θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση μετά πάροδο ευλόγου χρόνου πράξης, έστω και παράνομης που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές καταστάσεις για το διοικούμενο. Προς τούτο επισημάνθηκε το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το διορισμό του αιτητή (1999) μέχρι την ανάκληση του διορισμού του (2003) και υποβλήθηκε ότι είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί δικαιώματα και προσδοκίες για τον αιτητή, τα οποία καθιστούν ανεπίτρεπτη την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι ο διορισμός του αιτητή συνιστούσε εξαρχής έκδηλα παράνομη πράξη, γιατί αφενός ο αιτητής κατά το χρόνο του διορισμού του ήταν μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου και αφετέρου η παράλειψη προκήρυξης της θέσης παραβίασε τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού δεν δόθηκε η ευκαιρία σε άλλους προσοντούχους πιθανούς υποψηφίους να την διεκδικήσουν. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι με το διορισμό του αιτητή δεν δημιουργήθηκαν προς όφελός του δικαιώματα αφού ο ίδιος γνώριζε την προνομιακή και ευνοιοκρατική μεταχείρισή του από το Συμβούλιο και ότι ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος ισχύος του διορισμού, το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε την ανάκληση του διορισμού εφόσον επρόκειτο για κραυγαλέα, αναξιοκρατική και αντισυνταγματική πράξη που έπληξε τα συμφέροντα των πολιτών και του κοινού γενικότερα.
Οι αρχές οι οποίες καθορίζουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων έχουν κωδικοποιηθεί στο άρθρο 54 του Νόμου 158(Ι)/99, το οποίο προνοεί ότι,
"54.-(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.
(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι επιτρέπεται η ανάκληση τόσο νόμιμης όσο και παράνομης διοικητικής πράξης ακόμα και μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την έκδοσή της, όταν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Στην παρούσα περίπτωση οι παρατυπίες που εντοπίστηκαν και καταγγέλθηκαν από τον Έπαρχο Λεμεσού στο Υπουργείο Εσωτερικών, αφορούσαν αναμφισβήτητα το δημόσιο συμφέρον, όπως αυτό επλήττετο από τη διενέργεια διορισμών στο Κοινοτικό Συμβούλιο χωρίς δημοσίευση των κενών θέσεων και τη διεξαγωγή αδιάβλητης διαδικασίας επιλογής. Κάτω από τις περιστάσεις ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται την πάροδο εύλογου χρόνου και τυχόν κεκτημένα δικαιώματά του, ούτε να ισχυρίζεται ότι ο διορισμός του ήταν νόμιμος βάσει του άρθρου 29 του Κεφ. 243 και ότι ως τέτοιος δεν μπορεί να ανακληθεί. Ο συσχετισμός του θέματος με το δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει τη δημοσίευση κενών θέσεων και τη διεξαγωγή της κατάλληλης διαδικασίας προς το σκοπό επιλογής των ικανότερων και καταλληλότερων προσοντούχων υποψηφίων, δικαιολογούσε την ανάκληση του διορισμού του αιτητή, έστω και μετά παρέλευση τεσσάρων ετών, η οποία πρέπει να σημειωθεί, οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην απροθυμία του Συμβουλίου να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του Επάρχου και των υπόλοιπων αξιωματούχων που παρενέβησαν στο ζήτημα. Σύμφωνα με τη νομολογία, πράξεις που πλήττουν το δημόσιο συμφέρον μπορούν να ανακαλούνται ελεύθερα. (Βλ. Splash Water Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1622 και Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 803). Σε σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 1734-1736/86 σημειώνεται ότι,
"Κατά γενική αρχήν του διοικητικού δικαίου, η Διοίκησις δεν δύναται να ανακαλεί και τας παρανόμους έτι πράξεις αυτής, εφ' όσον παρήλθε μακρός χρόνος από της εκδόσεώς των και εδημιουργήθη υπέρ του διοικουμένου πραγματική εξ υποκειμένου κατάστασις δεκτική περαιτέρω εννόμου προστασίας,
.................... εκτός εάν, παρά την πάροδον του μακρού χρόνου, συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, επιβάλλοντες την ανάκλησιν ή εάν η Διοίκησις παρασύρθη επί την έκδοσιν της πράξεως συνεπεία απατηλής ενεργείας του εξ αυτής ωφεληθέντος,
............... η περί της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών όμως κρίση της Διοικήσεως πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητος του ΣτΕ, το οποίο ελέγχει κατά πόσον τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την κρίση αυτή ......"
Μέσα στα ίδια πλαίσια στην υπόθεση Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100 τονίσθηκε ότι,
"Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε, εφ' όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Βλέπε επίσης Hawai Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835)."
Συνακόλουθα οι σχετικές εισηγήσεις του αιτητή απορρίπτονται.
(iii) Πλάνη περί τα πράγματα και παράλειψη άσκησης της αποφασιστικής αρμοδιότητας εκ μέρους του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου που περιέχεται στην επιστολή της 18/7/2003 με την οποία το Συμβούλιο πληροφόρησε τον αιτητή ότι οι υπηρεσίες του έχουν τερματιστεί από 18/7/2003, είναι προϊόν πλάνης γιατί το Συμβούλιο αντί να ασκήσει τη δική του αποφασιστική αρμοδιότητα και να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 50(3) του Ν. 86(Ι)/99 διαδικασία, έκρινε εσφαλμένα ότι έπρεπε να συμμορφωθεί με την αναρμόδια απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.
Η εισήγηση είναι αβάσιμη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Κοινοτικό Συμβούλιο, το οποίο είχε εξ' αρχής την αρμοδιότητα να ανακαλέσει την παράνομη πράξη του, δεν συμμορφώθηκε στις επανειλημμένες υποδείξεις του Επάρχου και του Υπουργείου Εσωτερικών, επιμένοντας μέχρι το τέλος στην άποψη ότι ο διορισμός του αιτητή ήταν "καθ' όλα νόμιμος". Η ενεργός εμπλοκή του Υπουργού και η εκ μέρους του ανάκληση του διορισμού του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα άσκησης της διοικητικής εποπτείας και ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του Νόμου. Η παράλειψη του Συμβουλίου να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του Επάρχου, υποχρέωσε τον Υπουργό να ασκήσει ιεραρχικό έλεγχο ανακαλώντας την παράνομη απόφαση.
Στην παρούσα υπόθεση το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα όταν πληροφορήθηκε την ανακλητική υπουργική απόφαση δεν είχε άλλη επιλογή από την άμεση εφαρμογή της, όπως και έπραξε, ενημερώνοντας στη συνέχεια το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με την πιο κάτω επιστολή της 22/7/2003:
"Κύριε,
Σε συνέχεια της επιστολής σας με αρ. φακ. 19.7.49, ημερ. 09/06/2003 σας πληροφορώ ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα, στη συνεδρία του ημερ. 17/07/2003 απεφάσισε να συμμορφωθεί προς την απόφαση του κ. Υπουργού Εσωτερικών για ανάκληση του διορισμού του κ. Ανδρέα Γλυκύ και της κας Τζούλης Ιωάννου στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αγ. Τύχωνα.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα με επιστολή του ημερ. 18/07/2003 πληροφόρησε τον κ. Ανδρέα Γλυκύ και την κα Τζούλη Ιωάννου ότι οι υπηρεσίες τους έχουν τερματιστεί από τις 18/07/2003.
Παρακαλώ όπως φέρεται εις γνώση του κ. Υπουργού των Εσωτερικών, ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο του Αγίου Τύχωνα υλοποίησε την απόφαση του για ανάκληση των πιο πάνω διορισμών."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας της ανακλητικής απόφασης.
Έχει επίσης υποβληθεί ότι η απόφαση ανάκλησης του διορισμού του αιτητή είναι "εντελώς αναιτιολόγητη" και αντίθετη με προηγούμενες αποφάσεις για διορισμό Λογιστικού Λειτουργού και Τεχνικού σε άλλο Κοινοτικό Συμβούλιο. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Είναι προφανές ότι η πρακτική που υιοθετήθηκε κατ' ισχυρισμόν του αιτητή, σε άλλες περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται μόνο αόριστη αναφορά, δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, σημειώνεται ότι η αιτιολογία παρέχεται κατά τρόπο άκρως ικανοποιητικό στην πληθώρα των επίσημων εγγράφων και εκθέσεων του Επάρχου, του Γενικού Εισαγγελέα, της Γενικού Ελεγκτή και προκύπτει επίσης από τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ του Επάρχου, του Υπουργείου Εσωτερικών και του Κοινοτικού Συμβουλίου, προς το οποίο κατ' επανάληψη υποδείχθηκαν οι παρανομίες που περιέβαλλαν τον επίδικο διορισμό.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.