ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
REPUBLIC ν. SAFIRIDES (1985) 3 CLR 163
REPUBLIC & ANOTHER ν. KASTELLANOS (1988) 3 CLR 2249
Χαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 147
Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1098
Λύωνας Γεώργιος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038
Λεωνίδου Θεόδωρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 385
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 4 ΑΑΔ 382
16 Μαΐου, 2005
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΛΙΑ,
2. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΟΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 643/2003)
Έννομο Συμφέρον ― Αξιωματικού Αστυνομικού, να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφων του και να προβάλει λόγους ακυρώσεως σε σχέση με την όλη σύνθετη διοικητική ενέργεια που απέληξε στην προαγωγή.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Επανεξέταση ― Περιστάσεις παραβίασης των αρχών της επανεξέτασης στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Διαδικασία προαγωγών κατ' επανεξέταση, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Κατά πόσο μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση η βαθμολογία των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, όταν η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως έχει στο μεταξύ μεταβληθεί.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της κατ' επανεξέταση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Υπαστυνόμου, στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για προαγωγή αποτελεί την τελική πράξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Οι επί μέρους πράξεις σύνθετης διοικητικής ενέργειας, με την έκδοση της τελικής, χάνουν την εκτελεστότητά τους και δεν προσβάλλονται. Η νομιμότητά τους, όμως, ελέγχεται με την προσβολή της τελικής ως της μόνης εκτελεστής. Το αδιαίρετο της όλης σύνθετης διοικητικής ενέργειας έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα ακύρωσης της τελικής πράξης για παρανομία, η οποία οφείλεται σε πράξη ή ενέργεια που προηγήθηκε. Οι αιτητές, ως επηρεασθέντες και νομιμοποιούμενοι να προσβάλουν την τελική πράξη, συμπροσβάλλουν και όσες πράξεις προηγήθηκαν. Δεν εμποδίζονται να εγείρουν σημεία, τα οποία αφορούν σε ενέργειες που διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο κατά την τελική επιλογή από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος, καθώς προκύπτει, στηρίχτηκε σ' αυτές.
2. Η ακυρωτική απόφαση στις Προσφυγές Αρ. 911/01 και 987/01 αφορούσε μόνο το κριτήριο της αρχαιότητας και όχι οποιοδήποτε άλλο από τα 10 κριτήρια. Η διαφοροποίηση του ειδικού εντύπου για λόγους που δε σχετίζονται με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των πιο πάνω προσφυγών ισοδυναμεί με επέκταση του δεδικασμένου άλλων ακυρωτικών αποφάσεων και στην παρούσα. Αυτό είναι αντίθετο με τις θεμελιωμένες αρχές που εφαρμόζονται κατά την επανεξέταση.
Η διαμόρφωση εδώ του εντύπου, ουσιαστικά, μετέβαλε το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση, αφού διαφοροποίησε τα στοιχεία κρίσης, κατά τρόπο μάλιστα που καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο.
Η διαμόρφωση νέου επεξηγηματικού εντύπου έξω από το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν έχει νόμιμο έρεισμα.
3. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων από το Συμβούλιο Κρίσεως, με την προηγούμενη σύνθεση, εμπεριέχουν υποκειμενικό στοιχείο κρίσης των προσώπων που το συνέθεταν.
Η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης, αφορά σε λόγο που εμπίπτει στην εξουσία του καταμερισμού των δέκα μονάδων του Συμβουλίου Κρίσεως. Και το ερώτημα είναι εάν, κατά την επανεξέταση, παρείχετο στο Συμβούλιο Κρίσεως με τη νέα σύνθεση η δυνατότητα να λάβει υπόψη τις βαθμολογίες του Συμβουλίου Κρίσεως με την προηγούμενη σύνθεση, σε σχέση με τις προσωπικές συνεντεύξεις. Η απάντηση, πρέπει να είναι αρνητική. Το Συμβούλιο Κρίσεως με τη νέα σύνθεση, για την υποβολή του καταλόγου των συστηθέντων, έλαβε υπόψη, καθώς προκύπτει από τον κατάλογο που ετοίμασε, τη βαθμολογία του προηγούμενου Συμβουλίου Κρίσεως. Η βαθμολογία των προσωπικών συνεντεύξεων του προηγούμενου Συμβουλίου τέθηκε, επίσης, ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος και την συνεκτίμησε. Αποτέλεσμα, οι συστηθέντες και, στη συνέχεια, οι προαχθέντες να έχουν επιλεγεί στη βάση ενεργειών και πράξεων του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο στηρίχθηκε, για τον καταρτισμό του καταλόγου των συστηθέντων, όχι μόνο στη δική του υποκειμενική κρίση αλλά και στην υποκειμενική κρίση του προηγούμενου Συμβουλίου. Η σύσταση, κατ' αλφαβητική σειρά, καθώς προκύπτει από το Παράρτημα Ε της ένστασης, έγινε με βάση τις μονάδες τόσο των προσωπικών συνεντεύξεων (προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως) όσο και του επεξηγηματικού εντύπου (νέο Συμβούλιο Κρίσεως). Ο κατάλογος είχε ουσιαστική σημασία για την προσβαλλόμενη απόφαση, η εγκυρότητα της οποίας πλήττεται και γι' αυτό το λόγο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χ"Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261,
Λεωνίδου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385,
Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098,
Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της προαγωγής, μετά από επανεξέταση, των Αργύρη Μπάκκα, Σπύρου Παπαμιχαήλ, Στέλιου Νέστωρος, Δημήτρη Κατσίφλη και Πολύβιου Χατζηβασιλείου, στο βαθμό του Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αναδρομικά από 1/10/2001.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του, ημερομηνίας 17/3/2003, στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές με Αρ. 911/01 και 987/01, οι οποίες είχαν τους ίδιους αιτητές και τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη, ακύρωσε τις προαγωγές στο βαθμό του Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία από 1/10/2001, για το λόγο ότι ο καταμερισμός των 10 μονάδων στο επεξηγηματικό έντυπο, που χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως για την αξιολόγηση των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων, ήταν παράνομος σ' ό,τι αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας. Εξομοίωνε τον αρχαιότερο με το νεώτερο υποψήφιο.
Προτού αναφερθώ στην πορεία των γεγονότων που ακολουθήθηκε κατά την επανεξέταση, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τα κριτήρια που σχετίζονταν με την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα οποία ήταν:-
«(ι) Προσωπική συνέντευξη: 45 βαθμοί.
(ιι) Έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης: 45 βαθμοί.
(ιιι) Αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως (με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου): 10 βαθμοί.
Τελική Βαθμολογία: 100 βαθμοί.»
Το κριτήριο (ιιι) είχε, πριν από την επανεξέταση, τα εξής 10 επί μέρους στοιχεία:-
«1. Έτη υπηρεσίας
για Αστυφύλακες 0 - 8, 8 μέχρι
για Λοχίες 0 - 12, 12 "
για Υπαστυνόμους 0 - 15, 15 "
(2 βαθμοί)
2. Ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα
αστυνομικών δραστηριοτήτων
(1.25 βαθμοί)
3. Συμπεριφορά και δραστηριότητα
(1.00 βαθμός)
4. Εκπαίδευση στην Α.Α.Κ. στις Βασικές σειρές
μαθημάτων και επίδοση πέραν του 80%
(1.00 βαθμός)
5. Εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές
μαθημάτων.
(1.00 βαθμός)
6. Εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα
θέματα συναφή με τα καθήκοντα
(0.50 βαθμοί)
7. Επιπρόσθετο προσόν με βάση τον Καν. 3(3)
των περί Αστυνομίας (Προαγωγές)
Κανονισμών του 1989(Κ.Δ.Π 52/89)
(1.00 βαθμός)
8. Ηθικές και υλικές αμοιβές για εξαίρετη και
παραγωγική υπηρεσιακή συμπεριφορά
(0.50 βαθμοί)
9. Ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του
απολυτηρίου εξαταξίου σχολής. Άλλες
εξετάσεις - διπλώματα
(1.00 βαθμός)
10. Εξειδίκευση στον τομέα αστυνομικών
δραστηριοτήτων σε επίπεδο υψηλότερο του
αναμενόμενου από το μέσο αστυνομικό.
Διάκριση, ειδικές γνώσεις και δεξιότητες
(0.75 βαθμοί)
ΣΥΝΟΛΟ (10 βαθμοί)»
Μετά την ακυρωτική απόφαση στις πιο πάνω προσφυγές, ο Αρχηγός Αστυνομίας προχώρησε, στη βάση του Κ. 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89, (οι «Κανονισμοί»), στην ετοιμασία νέου διαμορφωμένου εντύπου αξιολόγησης του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως μαζί με επεξηγηματικό έντυπο. Το έπραξε, καθώς αναφέρεται στο Παράρτημα Β της ένστασης, γιατί:-
«4. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρόσφατες αποφάσεις του, μετά από προσφυγές μελών της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ακύρωσε προαγωγές για λόγους που άπτονται του σχετικού εντύπου που χρησιμοποίησαν τα εκάστοτε Συμβούλια Κρίσεως για την αξιολόγηση των προσωπικών φακέλων και ατομικών δελτίων των υποψηφίων. (Παράτημα Γ).
5. Νομολογήθηκε ότι δεν είχε δοθεί η δέουσα βαρύτητα σε ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα, εκείνο της αρχαιότητας και ότι η διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες ήταν αυθαίρετη. Περαιτέρω τα κριτήρια της ευδόκιμης υπηρεσίας σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, της εκπαίδευσης σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων και στις εκπαιδεύσεις εξωτερικού, θεωρήθηκαν ότι δεν αποτελούν νόμιμα στοιχείο κρίσεως, αφού η συμμετοχή των μελών σε αυτά αλλά και οι τυχόν τοποθετήσεις ή μεταθέσεις τους, δεν υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των μελών αλλά στην κυριαρχική εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία καθοδηγείται από τις εκάστοτε ανάγκες της υπηρεσίας (Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές 889 και 926/2001 είναι σχετικές, αντίγραφο των οποίων και επισυνάπτεται για εύκολη αναφορά)»
Το νέο διαφοροποιημένο έντυπο αξιολόγησης, με έξι τώρα επί μέρους στοιχεία, τιτλοφορούμενο ως «Επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση του Υποψηφίου με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου», εγκρίθηκε μόνο για τους σκοπούς της επανεξέτασης. Τα στοιχεία 1, 4 και 5 του προηγουμένου απαλείφθηκαν, το δε στοιχείο 2 διαφοροποιήθηκε. Οι μονάδες βαθμολογίας των στοιχείων που απαλείφθηκαν προστέθηκαν σε άλλα. Το διαμορφωθέν έντυπο έχει ως εξής:-
«1. Ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα
αστυνομικών δραστηριοτήτων, επαγγελματική
κατάρτιση και εκπαίδευση.
(2.50 βαθμοί)
2. Εκπαίδευση στην ΑΑΚ στις Βασικές Σειρές
μαθημάτων και επίδοση πέραν του 80%
80% - 85% 0.50
86% - 90% 1.00
91% -95% 1.50
96% + 2.00
(2.00 βαθμοί)
3. Επιπρόσθετο προσόν με βάση τον Καν. 3(3)
των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών
του 1989 (Κ.Δ.Π.52/89)
(3.00 βαθμοί)
4. Ι) Επαμοιβόμενο Κύπελλο Αστυνομίας
(1ο και 2ο βραβείο) 0.50
ΙΙ) Ηθικές και Υλικές αμοιβές 0.25 για κάθε μία.
(1.00 βαθμός)
5. Ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου
εξατάξιας σχολής. Άλλες εξετάσεις-διπλώματα.
0.25 για κάθε προσόν
(1.00 βαθμός)
6. Εκπαίδευση στον τομέα αστυνομικών
δραστηριοτήτων σε υψηλότερο επίπεδο
από το μέσο αστυνομικό. Διακρίσεις, ειδικές
γνώσεις και δεξιότητες
(0.50 βαθμοί)
ΣΥΝΟΛΟ (10.00 βαθμοί)»
«ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η αρχαιότητα του μέλους θα λαμβάνεται υπόψη και θα καταχωρείται σε πρακτικό του Συμβουλίου Κρίσεως. Εκεί όπου η αξία και τα προσόντα των υποψηφίων είναι ίσα, το μέλος με τη μεγαλύτερη αρχαιότητα θα προτιμάται και θα επιλέγεται για συμπερίληψη στον κατάλογο συνιστώμενων για προαγωγή.»
Κατά την επανεξέταση, η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως άλλαξε. Ένα από τα μέλη του, ο Αιμ. Κοκκινόφτας, δεν μπορούσε να συμμετάσχει. Με έγκριση του Υπουργού, αντικαταστάθηκε από τον Ανώτερο Υπαστυνόμο Α. Παπά.
Το Συμβούλιο Κρίσεως, με το νέο μέλος, μετά που ολοκλήρωσε την αξιολόγησή του - «... μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και αφού αξιολόγησε τα μετρήσιμα κριτήρια, έδωσε την ανάλογη βαθμολογία στους υποψηφίους όπως φαίνεται στο επεξηγηματικό έντυπο με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου τους.» - υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας νέο κατάλογο των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή, κατά αλφαβητική σειρά. επίσης, τα αναλυτικά αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης από το προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως του 2001 και τα αποτελέσματα της δικής του αξιολόγησης του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου των υποψηφίων.
Στη συνέχεια, ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού έλαβε υπόψη του «... τις σχετικές εκθέσεις/αξιολογήσεις ενός εκάστου υποψηφίου για προαγωγή από την Επιτροπή Αξιολόγησης, την αξιολόγηση και βαθμολογία Συμβουλίου Κρίσεως» και αφού μελέτησε τους «Προσωπικούς Φακέλους/Ατομικά Δελτία των υποψηφίων», αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα στο σύνολο τους, με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, λαμβάνοντας υπόψη το επιπρόσθετο προσόν, πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Κ. 3 των Κανονισμών, και κατέταξε τους υποψήφιους που συστήνονταν σε κατάλογο κατά σειρά βαθμολογίας.
Ο αιτητής Παναγιώτης Ηλίας δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηθέντων για προαγωγή, σε αντίθεση με τον αιτητή Κώστα Πάπουτσο, ο οποίος συμπεριλαμβανόταν - (κατά σειρά βαθμολογίας ήταν στην ένατη θέση του καταλόγου) - όμως δεν κατέστη δυνατό να προαχθεί, αφού, σύμφωνα με το σκεπτικό του Αρχηγού Αστυνομίας, καίτοι υπερτερούσε όλων των προαχθέντων σε αρχαιότητα, αυτοί υπερείχαν σε αξία και προσόντα.
Ο Αρχηγός, μετά την πιο πάνω αξιολόγηση, η οποία ασκείται από τον ίδιο, αποφάσισε, σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από το εδάφιο (1) του Άρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, ΚΕΦ. 285, να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά από 1/10/2001. Έκρινε ότι αυτά υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, ζήτησε δε την κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία και εδόθη.
Οι αιτητές επικαλούνται για ακύρωση της απόφασης 19 λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής:-
(α) Η προσβαλόμμενη απόφαση και/ή ενέργειες ενδιάμεσες και/ή προπαρασκευαστικές εκδόθηκαν κατά παράβαση του Συντάγματος, των νόμων και της νομολογίας. Η απόφαση στηρίχτηκε σε γεγονότα και/ή ενέργειες, που προήλθαν από άλλα όργανα και που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, και παραβιάζει τη σχετική νομοθεσία ή διαδικασία.
(β) Η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως να υποβάλει νέο Πίνακα των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή, αποκλείοντας τους αιτητές, παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο, και την αρχή της καλής πίστης.
(γ) Η κρίση του Συμβουλίου Κρίσεως, αναφορικά με τις μονάδες που έδωσε στους υποψηφίους στα διάφορα κριτήρια του εντύπου, είναι αναιτιολόγητη.
Αναπτύχθηκε σειρά επιχειρημάτων, προς υποστήριξη των λόγων ακυρότητας. Θα περιοριστώ σε εκείνα, που νομίζω ότι είναι τα πιο σημαντικά, αφού πρώτα αναφερθώ στην προδικαστική ένσταση, που ήγειραν οι καθ' ων η αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση και η οποία αφορά στο έννομο συμφέρον των αιτητών.
Ο αιτητής Παναγιώτης Ηλία, υποστηρίζουν, από τη στιγμή που δεν έχει συμπεριληφθεί στον Πίνακα των συστηθέντων, δεν έχει έννομο συμφέρον για ο,τιδήποτε προέκυψε κατά τη διαδικασία που ακολούθησε τον αποκλεισμό του από τους υποψηφίους για προαγωγή. Σ' ό,τι αφορά τον αιτητή Κωστάκη Πάπουτσο, αυτός πέτυχε το μέγιστον που θα μπορούσε, αφού περιλήφθηκε στον Πίνακα των συστηθέντων. Συνεπώς, εισηγούνται, δεν μπορεί να επικαλείται και να προβάλλει στη διαδικασία αυτή ελαττώματα. Ήταν υποψήφιος ενώπιον του Αρχηγού, ο οποίος είχε τη διακριτική εξουσία να επιλέξει μεταξύ των συστηθέντων.
Ο συνήγορος των αιτητών, με αναφορά σε νομολογία - (βλ. Χ"Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261· Λεωνίδου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385) - χαρακτήρισε την προδικαστική ένσταση αβάσιμη.
Εξετάζοντας την προδικαστική ένσταση, τόσο σε σχέση με τον αιτητή Παναγιώτη Ηλία, ο οποίος δεν είχε συστηθεί, όσο και σε σχέση με τον αιτητή Κωστάκη Πάπουτσο, ο οποίος είχε συστηθεί, συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου των αιτητών ότι αυτή δεν ευσταθεί.
Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για προαγωγή αποτελεί την τελική πράξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Οι επί μέρους πράξεις σύνθετης διοικητικής ενέργειας, με την έκδοση της τελικής, χάνουν την εκτελεστότητά τους και δεν προσβάλλονται. Η νομιμότητά τους, όμως, ελέγχεται με την προσβολή της τελικής ως της μόνης εκτελεστής. Το αδιαίρετο της όλης σύνθετης διοικητικής ενέργειας έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα ακύρωσης της τελικής πράξης για παρανομία, η οποία οφείλεται σε πράξη ή ενέργεια που προηγήθηκε - (βλ. σύγγραμμα Δήμητρας Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», Ανατύπωση 1988, σελ. 149-151). Οι αιτητές, ως επηρεασθέντες και νομιμοποιούμενοι να προσβάλουν την τελική πράξη, συμπροσβάλλουν και όσες πράξεις προηγήθηκαν. Δεν εμποδίζονται να εγείρουν σημεία, τα οποία αφορούν σε ενέργειες που διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο κατά την τελική επιλογή από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος, καθώς προκύπτει, στηρίχτηκε σ' αυτές.
Ένα από τα ζητήματα, που εγείρουν οι αιτητές και ισχυρίζονται ότι οδηγεί σε ακυρότητα, είναι το νέο διαφοροποιηθέν επεξηγηματικό έντυπο για τις 10 μονάδες. Πάσχει, υποστηρίζουν, ως επιλεκτικά «κατασκευασθέν» για σκοπούς επανεξέτασης. Η διαφοροποίησή του δεν αφορά μόνο το στοιχείο της αρχαιότητας, που κρίθηκε παράνομο, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα στοιχεία, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση νέων στοιχείων κρίσης κατά την επανεξέταση, κατά παράβαση του δεδικασμένου.
Οι καθ' ων οι αίτηση αποδίδουν τη διαμόρφωση του εντύπου αποκλειστικά στην ανάγκη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση, από την οποία προέκυψε η ανάγκη επανεξέτασης, αλλά και με άλλη πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος των κριτηρίων του εντύπου.
Υποθέσεις προαγωγών στην Αστυνομική Δύναμη, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, και ζητήματα που αφορούν το ειδικό έντυπο έχουν απασχολήσει, κατ' επανάληψη, το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε αρκετές με παρέπεμψαν οι συνήγοροι, με σκοπό να υποστηρίξουν η κάθε πλευρά τη θέση της. Τα ζητήματα, όμως, που εδώ απασχολούν, καίτοι σχετίζονται με το έντυπο, δεν μπορούν να εξεταστούν ανεξάρτητα από την υποχρέωση της διοίκησης, κατά την επανεξέταση, να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση.
Το καθήκον της διοίκησης κατά την επανεξέταση προσδιορίστηκε στην υπόθεση Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098, όπου αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 1105)
«Η αρχή ότι τα Διοικητικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη προσφυγή στην οποία αφορά, είναι νομολογιακά θεμελιωμένη. Πρόσφατη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου δικαστηρίου στην υπόθεση Χαρής ν. της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147 στην οποία γίνεται συζήτηση του θέματος με πλήρη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα ουσιώδες απόσπασμα:
'Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία, είναι δεσμευτικές επί όλων των οργάνων και αρχών της Δημοκρατίας (δες άρθρο 146.5 του Συντάγματος) και όλα τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα στην απόφαση.'
(Δες επίσης την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Καστελλάνου (1988) 3 Α.Α.Δ. 2249).»
Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, ο Νικήτας, Δ., (όπως ήταν τότε), εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, ξεκίνησε αυτή ως εξής:- (σελ. 609-610)
«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης. Όπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφήρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της. Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.
Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη. Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης. Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.»
Η ακυρωτική απόφαση στις Προσφυγές Αρ. 911/01 και 987/01 αφορούσε μόνο το κριτήριο της αρχαιότητας και όχι οποιοδήποτε άλλο από τα 10 κριτήρια. Η διαφοροποίηση του ειδικού εντύπου για λόγους που δε σχετίζονται με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των πιο πάνω προσφυγών ισοδυναμεί με επέκταση του δεδικασμένου άλλων ακυρωτικών αποφάσεων και στην παρούσα. Αυτό είναι αντίθετο με τις θεμελιωμένες αρχές που εφαρμόζονται κατά την επανεξέταση, όπως έχουν προαναφερθεί. Στο σύγγραμμα, επίσης, της Δήμητρας Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», (πιο πάνω), αναφέρεται:- (σελ. 159)
«Κατ' αρχήν, ως γνωστόν, κατά τα δικονομικώς παραδεδεγμένα, η δέσμευσις εκ του ακυρωτικού δεδικασμένου, όσον και αν είναι απόλυτος η ακύρωσις, αφορά μόνον εις ό,τι εκρίθη υπό του ακυρωτικού δικαστού. Το αντικείμενον του δεδικασμένου περιορίζεται και καθορίζεται το μεν εκ της προσβληθείσης πράξεως, το δε εκ των κριθέντων λόγων του παρανόμου αυτής. Ήτοι, αφορά μόνον εις την κριθείσαν συγκεκριμένην πράξιν (idem actus) ή εις την συγκεκριμένην νομικήν και πραγματικήν κατάστασιν την υπαχθείσαν εις τον δικαστήν και όχι εις παρομοίας ή αναλόγους πράξεις ή νομικάς καταστάσεις, αι οποίαι μάλιστα αφορούν εις άλλα πρόσωπα.»
Η διαμόρφωση εδώ του εντύπου, ουσιαστικά, μετέβαλε το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση, αφού διαφοροποίησε τα στοιχεία κρίσης, κατά τρόπο μάλιστα που καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο και επεξηγώ γιατί. Το νέο επεξηγηματικό έντυπο όχι μόνο έχει κατανείμει τις μονάδες κατά τρόπο που δεν έχει εξηγηθεί, αλλά έχει απαλείψει και το στοιχείο 3, άγνωστο γιατί. Ενώ η εισήγηση του Αρχηγού Αστυνομίας και, στη συνέχεια, η εξασφαλισθείσα έγκριση αφορούσε τη διαγραφή των στοιχείων 1, 4 και 5 - (Παράρτημα Β της ένστασης) - στο νέο ειδικό έντυπο τα στοιχεία αντί να είναι επτά είναι έξι. Το στοιχείο «Συμπεριφορά και δραστηριότητα», δεν εμφανίζεται στο νέο επεξηγηματικό έντυπο και ούτε υπάρχει αιτιολογία για την απάλειψή του.
Η διαμόρφωση νέου επεξηγηματικού εντύπου έξω από το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν έχει νόμιμο έρεισμα και, συνεπώς, αυτός ο λόγος ακύρωσης της απόφασης ευσταθεί.
Ο συνήγορος των αιτητών, επικαλούμενος την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, υπέβαλε ότι η ετοιμασία και η υποβολή από το νέο Συμβούλιο Κρίσεως στον Αρχηγό Αστυνομίας νέου καταλόγου υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή ήταν παράνομη και αντίθετη με τη νομολογία, αφού, για την ετοιμασία του καταλόγου, λήφθηκε υπόψη η υποκειμενική κρίση (βαθμολόγηση των συνεντεύξεων) του τότε Συμβουλίου. Τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων, τα οποία περιείχαν υποκειμενική κρίση, παράνομα λήφθηκαν υπόψη, όχι μόνο από το Συμβούλιο Κρίσεως αλλά και από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
Οι καθ' ων η αίτηση, παραπέμποντας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, εισηγήθηκαν ότι η επανεξέταση και η ετοιμασία νέου καταλόγου συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι σύμφωνη με την ακυρωτική απόφαση. Το Συμβούλιο Κρίσεως πραγματεύθηκε από το σημείο της διαδικασίας που είχε ακυρωθεί. Η κρίση και η αξιολόγηση των προφορικών συνεντεύξεων του Συμβουλίου Κρίσεως δεν είχε ακυρωθεί και ορθά ο Αρχηγός της Αστυνομίας την έλαβε υπόψη.
Στην υπόθεση Republic v. Safirides, (πιο πάνω), η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την επανεξέταση και αφού, στο μεταξύ, η σύνθεσή της είχε αλλάξει, έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις που είχε σχηματίσει η Επιτροπή με την προηγούμενη σύνθεσή της για την απόδοση των υποψηφίων. Κρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, καθ' ότι οι εντυπώσεις αποτελούσαν την υποκειμενική εκτίμηση ή αντίδραση των προσώπων που συνέθεταν το συλλογικό όργανο και όχι αντικειμενικά δεδομένα. Η πιο πάνω αρχή δεν έχει, με την υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, (πιο πάνω), στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, διαφοροποιηθεί. Αντίθετα, επανατονίστηκαν τα εξής:- (σελ. 1052-1053)
«Το αντικείμενο εξακολουθεί να ανατρέχει στο χρόνο της πρώτης εξέτασης με αναφορά στον οποίο διεξάγονται τα περαιτέρω, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αφού ο χρόνος μπορεί να επιδράσει στις δυνατότητες των υποψηφίων - στην προσωπικότητα, γνώση, εμπειρία τους κτλ - και μπορεί εξάλλου να μεσολαβεί μια νέα υποκειμενικότητα άποψης και κρίσης όπου τον λόγο έχουν πλέον άλλα πρόσωπα, δηλαδή, νέος προϊστάμενος ή νέα μέλη του αποφασίζοντος οργάνου.»
Δε χωρεί αμφιβολία ότι τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων από το Συμβούλιο Κρίσεως, με την προηγούμενη σύνθεση, εμπεριέχουν υποκειμενικό στοιχείο κρίσης των προσώπων που το συνέθεταν. Το Συμβούλιο Κρίσεως, σύμφωνα με τον Κ. 8(2) και (4) των Κανονισμών, είναι επιφορτισμένο, για σκοπούς ετοιμασίας του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται για προαγωγή:-
(α) Να διενεργήσει προσωπικές συνεντεύξεις και να τις βαθμολογήσει, δίδοντας μέγιστη βαθμολογία 45 μονάδες. και
(β) Να μελετήσει τον προσωπικό φάκελο και ατομικό δελτίο κάθε υποψηφίου, για σκοπούς αξιολόγησής τους στο ειδικό έντυπο.
Η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης αφορά σε λόγο που εμπίπτει στην εξουσία του υπό (β) πιο πάνω, του καταμερισμού, δηλαδή, των δέκα μονάδων του Συμβουλίου Κρίσεως. Και το ερώτημα είναι εάν, κατά την επανεξέταση, παρείχετο στο Συμβούλιο Κρίσεως με τη νέα σύνθεση η δυνατότητα να λάβει υπόψη τις βαθμολογίες του Συμβουλίου Κρίσεως με την προηγούμενη σύνθεση, σε σχέση με τις προσωπικές συνεντεύξεις. Η απάντηση, πιστεύω, πρέπει να είναι αρνητική. Το Συμβούλιο Κρίσεως με τη νέα σύνθεση, για την υποβολή του καταλόγου των συστηθέντων, έλαβε υπόψη, καθώς προκύπτει από τον κατάλογο που ετοίμασε, τη βαθμολογία του προηγούμενου Συμβουλίου Κρίσεως. Η βαθμολογία των προσωπικών συνεντεύξεων του προηγούμενου Συμβουλίου τέθηκε, επίσης, ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος και την συνεκτίμησε. Αποτέλεσμα, οι συστηθέντες και, στη συνέχεια, οι προαχθέντες να έχουν επιλεγεί στη βάση ενεργειών και πράξεων του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο στηρίχθηκε, για τον καταρτισμό του καταλόγου των συστηθέντων, όχι μόνο στη δική του υποκειμενική κρίση αλλά και στην υποκειμενική κρίση του προηγούμενου Συμβουλίου. Η σύσταση, κατ' αλφαβητική σειρά, καθώς προκύπτει από το Παράρτημα Ε της ένστασης, έγινε με βάση τις μονάδες τόσο των προσωπικών συνεντεύξεων (προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως) όσο και του επεξηγηματικού εντύπου (νέο Συμβούλιο Κρίσεως). Ο κατάλογος είχε ουσιαστική σημασία για την προσβαλλόμενη απόφαση, η εγκυρότητα της οποίας πλήττεται και γι' αυτό το λόγο.
Η επιτυχία και αυτού του λόγου ακύρωσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων λόγων που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες προαγωγές ακυρώνονται, με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.