ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 308
20 Απριλίου, 2005
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 488/2004)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Η σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Περιστάσεις.
Πειθαρχικό Δίκαιο ― Επιβολή πειθαρχικής ποινής ― Όρια αναθεωρητικού ελέγχου ― Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής, ούτε επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το πειθαρχικό όργανο.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της σε βάρος του επιβολής της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού από τη θέση πληρεξούσιου Υπουργού στην αμέσως κατώτερη θέση του Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α΄.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η κατ' ισχυρισμό παράνομη σύνθεση της ΕΔΥ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης στις 3.3.04. Αναφέρεται συναφώς ότι κατά την πιο πάνω συνεδρία συμμετείχε ο εκ των μελών της ΕΔΥ κ. Α. Κενεβέζος ο οποίος όμως, ήταν απών από άλλη συνεδρία της ΕΔΥ για το ίδιο θέμα, ήτοι, εκείνη της 9.12.03. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
2. Προβάλλονται επίσης ως λόγοι ακύρωσης, η έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας καθώς και υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ αναφορικά με την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρατίθενται συνοπτικά τα γεγονότα που αφορούσαν οι κατηγορίες, τα κύρια σημεία της αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή για μετριασμό της ποινής, η σκέψη της απόφασης και η επιβληθείσα ποινή. Η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης είναι πλήρης από κάθε άποψη.
3. Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα. Όλα τα στοιχεία ήρθαν στο φως κατόπιν διεξαγωγής έρευνας από δεόντως διορισθέντα ερευνώντα λειτουργό. Σαφώς προκύπτει από το κείμενο της απόφασης ότι η ΕΔΥ προτού προχωρήσει στην επιβολή ποινής στον αιτητή έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, όπως και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα που αφορούσε στο θέμα του καθορισμού της αρμόζουσας υπό τις περιστάσεις ποινής.
4. Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας της ΕΔΥ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η νομολογία η οποία διέπει το θέμα, καθιέρωσε και με συνέπεια ακολουθεί την αρχή ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής ή να επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων για την οποία αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο στην αποκλειστική κρίση του οποίου βρίσκεται ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508,
Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778.
Προσφυγή.
Χ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, ο αιτητής ήταν Πληρεξούσιος Υπουργός, Πρέσβης της Δημοκρατίας στην Κοπεγχάγη. Εναντίον του υποβλήθηκαν καταγγελίες που μεταξύ άλλων, αφορούσαν στην κατάχρηση επιδόματος φιλοξενίας. Ο Υπουργός Εξωτερικών, ως η αρμόδια αρχή, εισηγήθηκε τον ορισμό ερευνώντος λειτουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας με βάση την επιφύλαξη του Καν. 1 του Δεύτερου Πίνακα Μέρος 1, των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχθηκε την εισήγηση και αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από τον αιτητή.
Στο πόρισμα της διεξαχθείσας έρευνας, αναφέρεται ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία με βάση την οποία θα μπορούσε εύλογα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Πρέσβης (αιτητής), ενήργησε και/ή συμπεριφέρθηκε κατά παράβαση των άρθρων 60(2) και 73 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. Σχετικά με το θέμα της κατάχρησης του επιδόματος φιλοξενίας και το συναφές με αυτό θέμα των ψευδών αναφορών του Πρέσβη προς το Γενικό Διευθυντή για δραστηριότητες του Πρέσβη, ο ερευνών λειτουργός, διατύπωσε την άποψη ότι οι ενέργειες του αιτητή ήταν αντίθετες προς τις ισχύουσες εγκυκλίους Διαταγές/Οδηγίες.
Ο ερευνών λειτουργός διατύπωσε απόψεις και για τα υπόλοιπα θέματα που εξέτασε, αυτά όμως δεν θα μας απασχολήσουν επειδή, για τους σκοπούς της υπόθεσης, σημασία έχει μόνο το θέμα της κατάχρησης του επιδόματος φιλοξενίας.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών διαβίβασε την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) η οποία, σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 20.11.03, αποφάσισε να προχωρήσει σε πειθαρχική δίκη του αιτητή αφού έλαβε επίσης υπόψη και άλλα σχετικά στοιχεία που είχε ενώπιόν της.
Στις 9.12.03 ο αιτητής αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον του και η ΕΔΥ ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ο αιτητής εμφανίστηκε με δικηγόρο. Καταχωρήθηκε τροποποιημένο κατηγορητήριο που περιείχε μικρότερο αριθμό κατηγοριών από το αρχικό κατηγορητήριο και ο αιτητής αφού επανακατηγορήθηκε με βάση το τροποποιημένο κατηγορητήριο, παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετώπισε. Επρόκειτο για τέσσερις κατηγορίες βασισμένες στο άρθρο 73(1)(β)* των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων και αφορούσαν στην κατάχρηση του επιδόματος φιλοξενίας σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του πειθαρχικού παραπτώματος της πρώτης κατηγορίας, στις 28.10.2002 ο αιτητής ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος διορισμένος στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών και τοποθετημένος ως Πρέσβης της Δημοκρατίας στην Κοπεγχάγη, πρόσφερε δείπνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Γλ. Κληρίδη, στο διαπραγματευτή κ. Γ. Βασιλείου και στους δύο σωματοφύλακες του Προέδρου στο εστιατόριο KOMMANDATEN για το ποσό των 5480Δ.Κ. και προχώρησε στη διεκδίκηση του εν λόγω ποσού από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο αιτητής ενεργώντας με την ίδια ιδιότητα στις 6.11.2002 πρόσφερε δείπνο στο βουλευτή κ. Αριστο Χρυσοστόμου στο εστιατόριο BRASSERIE DEGAS για το ποσό των 8210 Δ.Κ., στις 25.10.2002 πρόσφερε δείπνο στον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο κ. Μιχάλη Παπαπέτρου στο εστιατόριο COQUES για το ποσό των 1850 Δ.Κ. και στις 18.10.2002 πρόσφερε δείπνο στον Υπουργού Εργασίας κ. Μουσιούτα στο εστιατόριο KOMMANDANTEN για το ποσό των 3350 ΔΚ. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις παράνομα διεκδίκησε τα ποσά που πλήρωσε από την Κυπριακή Δημοκρατία, παρουσιάζοντας βεβαιώσεις ότι για την πρώτη περίπτωση το δείπνο που παρέθεσε ήταν προς τιμή των πρεσβευτών της Πορτογαλλίας και Ιαπωνίας, του τελευταίου μετά της συζύγου του, για δε τις υπόλοιπες ότι τα δείπνα παρατέθηκαν αντίστοιχα προς τιμή του Υπασπιστή του Πρίγκιπα (συζύγου της Βασίλισσας), του Διευθυντή Διοργάνωσης Εκδηλώσεων της Δανίας "Wonderful Copenhagen" κ. Rossel και των δημοσιογράφων Sidse Ewald, Michael Ehrenreich και Christopher Follet. Μετά την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή για μετριασμό της ποινής, η ΕΔΥ επιφύλαξε την απόφασή της σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Η απόφαση για την ποινή εκδόθηκε στις 3.3.04.
Η ΕΔΥ επέβαλε στον αιτητή την ποινή του υποβιβασμού από τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στην αμέσως κατώτερη θέση του Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α΄ από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (3.3.2004).
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της προαναφερθείσας απόφασης της ΕΔΥ ημερομηνίας 3.3.2004 και ζητά την ακύρωσή της.
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η κατ' ισχυρισμό παράνομη σύνθεση της ΕΔΥ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης στις 3.3.04. Αναφέρεται συναφώς ότι κατά την πιο πάνω συνεδρία συμμετείχε ο εκ των μελών της ΕΔΥ κ. Α. Κενεβέζος ο οποίος όμως, ήταν απών από άλλη συνεδρία της ΕΔΥ για το ίδιο θέμα, ήτοι, εκείνη της 9.12.03. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Η ΕΔΥ στις 9.12.03 δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος. Κατ' εκείνη την ημερομηνία, απαγγέλθηκαν εναντίον του αιτητή οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε με βάση το αρχικό κατηγορητήριο και σημειώθηκε η απάντηση του στις κατηγορίες που ήταν άρνηση ενοχής σε όλες τις κατηγορίες. Ακολούθησε η συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 24.2.04 κατά την οποία ο κ. Α. Κενεβέζος ήταν παρών. Ήταν σ' εκείνη τη συνεδρία που καταχωρήθηκε το τροποποιημένο κατηγορητήριο με βάση το οποίο, επανακατηγορήθηκε ο αιτητής και παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες. Στην ίδια συνεδρία αναφέρθηκαν επίσης τα γεγονότα της υπόθεσης και αγόρευσε ο δικηγόρος του αιτητή για μετριασμό της ποινής. Στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 3.3.04 κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο κ. Α. Κενεβέζος ήταν παρών και συνεπώς δεν διαπιστώνω ο,τιδήποτε το νομικά μεμπτό στη σύνθεση της ΕΔΥ κατά το χρόνο που ενδιαφέρει.
Προβάλλονται επίσης ως λόγοι ακύρωσης, η έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας καθώς και υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ αναφορικά με την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρατίθενται συνοπτικά τα γεγονότα που αφορούσαν οι κατηγορίες, τα κύρια σημεία της αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή για μετριασμό της ποινής, η σκέψη της απόφασης και η επιβληθείσα ποινή. Η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης είναι πλήρης από κάθε άποψη. Με σαφήνεια μεταδίδονται στον αιτητή αλλά και τον κάθε αναγνώστη του κειμένου οι λόγοι για τους οποίους η ΕΔΥ κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα. Αβάσιμο θεωρώ και τον ισχυρισμό ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα. Ολα τα στοιχεία ήρθαν στο φως κατόπιν διεξαγωγής έρευνας από δεόντως διορισθέντα ερευνώντα λειτουργό. Τα σχετικά με τις κατηγορίες γεγονότα ήταν βέβαια παραδεκτά και εκτέθηκαν με περισσή λεπτομέρεια. Ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του, έθεσε υπόψη της ΕΔΥ ό,τι μπορούσε να αποβεί χρήσιμο και βοηθητικό για την υπόθεσή του με έμφαση στο μετριασμό της ποινής. Σαφώς προκύπτει από το κείμενο της απόφασης ότι η ΕΔΥ προτού προχωρήσει στην επιβολή ποινής στον αιτητή έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της όπως και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα που αφορούσε στο θέμα του καθορισμού της αρμόζουσας υπό τις περιστάσεις ποινής.
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας της ΕΔΥ δεν με βρίσκει σύμφωνο. Τα περιστατικά της υπόθεσης δεν παρέχουν το αναγκαίο υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων ως η εισήγηση. Η νομολογία* η οποία διέπει το θέμα, καθιέρωσε και με συνέπεια ακολουθεί την αρχή ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής ή να επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων για την οποία αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο στην αποκλειστική κρίση του οποίου βρίσκεται ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα. Στα Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ 1929-1959 σελ. 414 προδιαγράφεται ανάλογος ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή,
«Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ...................................................................
Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου ................... ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.»
Τις παραμέτρους του δικαστικού ελέγχου συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή στη σελίδα 415:
«Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου ............ ως π.χ. εκείνοι, δι' ών προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων ........ ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ............. ή προς επιμέτρησιν της ποινής .............. Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού: ................................»
Για την πληρότητα της πειθαρχικής απόφασης και την αιτιολογία της μας διαφωτίζει το εξής απόσπασμα στη σελίδα 369:
«Εν τω πειθαρχικώ δικαίω κρατεί ο κανών της αιτιολογίας των πειθαρχικών αποφάσεων λόγω της φύσεως αυτών:
...............................................................................................................
Η πειθαρχική απόφασις δύναται να συμπληρούται ως προς ωρισμένας ελλείψεις της εκ των στοιχείων του φακέλου. .........................»
Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
* «73(1) Δημόσιος υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:
(α) ................................................................................................................................
(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις δημόσιου υπαλλήλου.»
* Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508.
Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778.