ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 443/2001, 16 Μαΐου, 2003
Ιωαννίδου Ιζαμπέλ ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (2003) 4 ΑΑΔ 401
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 4 ΑΑΔ 253
5 Απριλίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΛΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 925/2003)
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Επιτροπή Κρίσεως ― Κατά πόσο είναι υποχρεωτική η παραπομπή στην Επιτροπή Κρίσεως κάθε αίτησης για αναγνώριση τίτλου σπουδών ― Ερμηνεία του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου ― Αποκλίνουσα πρωτόδικη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις της κακής σύνθεσης του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) στην κριθείσα περίπτωση, λόγω παράβασης του άρθρου 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτησή του για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Προκύπτει από το άρθρο 7 των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996 και 1998, ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως, αλλά, όταν το κρίνει σκόπιμο, να παραπέμπει σ' αυτή συγκεκριμένα θέματα. Αυτό προκύπτει και από τον Κανονισμό 6(9) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 172/99).
Στην παρούσα υπόθεση, μετά από μελέτη που έγινε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., όπως προκύπτει από την έρευνα την οποία διεξήγαγε, διαπίστωσε ότι οι τίτλοι του αιτητή δεν απονεμήθηκαν από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και συνεπώς δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 12(2), των Νόμων. Για το λόγο αυτό δεν έκρινε σκόπιμη την ανάθεση μελέτης στην οικεία Επιτροπή Κρίσεως.
Η ενέργεια αυτή του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε, απορρίπτεται.
2. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι έπασχε η σύνθεση του Συμβουλίου λόγω της παρουσίας του κ. Μάριου Αντωνιάδη, Εκτελεστικού Διευθυντή, προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά ότι ο κ. Αντωνιάδης παρακάθησε στη συνεδρία της 28 - 30.6.03 για την παρουσίαση θεμάτων. Δεν αναφέρεται σ' αυτά αν αποχώρησε πριν από τη συζήτηση για λήψη της επίδικης απόφασης. Σχετικό είναι το άρθρο 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99). Στην παρούσα υπόθεση, αφού δε σημειώθηκε στα πρακτικά ότι ο κ. Αντωνιάδης αποχώρησε πριν από τη συζήτηση για τη λήψη απόφασης, συνάγεται ότι παρέμεινε. Η παρουσία του καθιστά πλημμελή τη διαδικασία σε εκείνα τα στάδια, λόγω κακής σύνθεσης. Για τον πιο πάνω λόγο η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2003) 4 Α.Α.Δ. 401,
Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Υπόθ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.2003.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπέβαλε στις 20.5.03 αίτηση στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του "Diploma in Hotel Management" που απονεμήθηκε από το Hotel Institute Montreux της Ελβετίας και "Hospitality Management Diploma" που απονεμήθηκε από το American Hotel and Motel Association των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ως τίτλων ισότιμων και αντίστοιχων προς Δίπλωμα Ανώτερης Εκπαίδευσης στον κλάδο Διεύθυνσης Ξενοδοχείων.
Το Συμβούλιο μελέτησε την αίτηση και αποφάσισε στη συνεδρία ημερομηνίας 28 - 30.6.03 (ακριβής ημερομηνία δεν προκύπτει) να μην την εγκρίνει, με την αιτιολογία ότι «οι τίτλοι δεν έχουν απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και, συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 12(2) του Νόμου 48(1)/1998».
Το άρθρο 12(2) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996 και 1998 καθορίζει:
«(2) Το Συμβούλιο, στα πλαίσια των προνοιών του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών -
(α) Που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα· ή
(β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών.»
Η αίτηση δεν εξετάστηκε προηγουμένως από την οικεία Επιτροπή Κρίσεως, αφού το Συμβούλιο, με απόφασή του «γενικής φύσεως», αποφάσισε ότι «οι αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως μόνον εφόσον κατά το προκαταρκτικό στάδιο μελέτης τους διαπιστωθεί ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των Κανονισμών.»
Στο φάκελο του Δικαστηρίου (ο διοικητικός φάκελος δεν κατατέθηκε γιατί, όπως λέχθηκε, όλα τα σχετικά έγγραφα επισυνάπτονταν στην Ένσταση) υπάρχει, όσο αφορά το «Hospitality Management Diploma", βεβαίωση της Επιτροπής Fulbright (Cyprus Fulbright Commission) ότι το American Hotel and Motel Association που απένειμε τον τίτλο αυτό αναγνωρίστηκε από το National Home Study Council (NHSC). Αυτό δεν περιλαμβάνεται στα Σώματα Αναγνώρισης (Institutional Accrediting Bodies) που αναφέρονται σε σχετικό σημείωμα που κατατέθηκε με την ένσταση (Παράρτημα IV).
Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από το σημείωμα αυτό:
«Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 68(1) του 1996 και 48(1) του 1998 το Συμβούλιο αποφασίζει ότι αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης των Η.Π.Α. είναι τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο του American Council on Education και τα οποία έχουν τύχει αναγνώρισης από τα εξής Institutional Accrediting Bodies:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Το υπό κρίση ίδρυμα, όπως ήδη ανέφερα, δεν αναγνωρίστηκε από Σώμα Αναγνώρισης που περιλαμβάνεται στο σχετικό κατάλογο.
Όσο αφορά το "Diploma in Hotel Management", στηρίχθηκε το Συμβούλιο σε απάντηση που λήφθηκε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο από το Swiss/ENIC/Recognition Information Center μετά από υποβολή ερωτήματός του σχετικά με την αναγνώριση στην Ελβετία του Hotel Institute Montreux που απένειμε τον τίτλο αυτό. Αναφέρεται στην απάντηση ότι το εν λόγω Ινστιτούτο δεν είναι αναγνωρισμένο στην Ελβετία.
Το Συμβούλιο ενημέρωσε τον αιτητή για την απόφασή του με επιστολή του ημερομηνίας 13.8.03, την οποία και προσβάλλει με την προσφυγή του.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε η διαδικασία που προβλέπουν ο Νόμος και οι Κανονισμοί. Πρόβαλε ότι το αίτημα δεν εξετάστηκε από την Επιτροπή Κρίσεως του άρθρου 7 του Ν. 68(1)/96 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 48(1)/98) ή έστω δεν προηγήθηκε προκαταρκτική μελέτη, αφού σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου «γενικής φύσεως» οι αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως όταν διαπιστωθεί κατά το προκαταρκτικό στάδιο μελέτης τους ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των Κανονισμών.
Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι πάσχει η σύνθεση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας 28 - 30.6.03, παρακάθησε σ' αυτή για την παρουσίαση θεμάτων ο κ. Μάριος Αντωνιάδης, Εκτελεστικός Διευθυντής, χωρίς να αναφέρεται ότι αποχώρησε πριν τη συζήτηση για λήψη της απόφασης, καθώς και ότι παρακάθησαν σ' αυτή οι κα. Μαρία Τούρου, Διοικητικός Λειτουργός και κα. Άννα Αδαμίδου, Γραμματειακός Λειτουργός, χωρίς να αναφερθεί η ανάγκη παρουσίας και των δύο για την τήρηση πρακτικών.
Το άρθρο 7 προνοεί για τη σύσταση Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών ως ακολούθως:
«7(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.
(2) Κάθε Επιτροπή αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:
Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.
(3) Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.»
Προκύπτει από το άρθρο 7 ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως, αλλά, όταν το κρίνει σκόπιμο, να παραπέμπει σ' αυτή συγκεκριμένα θέματα. Αυτό προκύπτει και από τον Κανονισμό 6(9) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 172/99), ο οποίος προνοεί τα ακόλουθα:
«(9) Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.»
Στην παρούσα υπόθεση, μετά από μελέτη που έγινε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., όπως προκύπτει από την έρευνα την οποία διεξήγαγε, διαπίστωσε ότι οι τίτλοι του αιτητή δεν απονεμήθηκαν από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και συνεπώς δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 12(2), τις οποίες παρέθεσα πιο πάνω. Για το λόγο αυτό δεν έκρινε σκόπιμη την ανάθεση μελέτης στην οικεία Επιτροπή Κρίσεως.
Το ίδιο θέμα εξετάστηκε πρωτόδικα σε δύο άλλες υποθέσεις. Στην Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2003) 4 Α.Α.Δ. 401 κρίθηκε με αναφορά στο Νόμο και τους Κανονισμούς ότι η ανάμειξη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών είναι υποχρεωτική για το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πριν τη λήψη απόφασης για αίτηση αναγνώρισης τίτλου σπουδών.
Αντίθετα, στην Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Υπ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.03, θεωρήθηκε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι υπόχρεο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως, αλλά όταν κρίνει σκόπιμο να παραπέμπει συγκεκριμένα και ειδικά θέματα. Όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, τούτο προκύπτει τόσο από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, όσο και από τον Κανονισμό 6(9) της ΚΔΠ 172/99.
Η κατάληξη στη δεύτερη πιο πάνω απόφαση με βρίσκει σύμφωνο και κρίνω πως η επίδικη ενέργεια του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε, απορρίπτεται.
Εξέτασα ακολούθως τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι έπασχε η σύνθεση του Συμβουλίου με την παρουσία του κ. Μάριου Αντωνιάδη, Εκτελεστικού Διευθυντή. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά που κατατέθηκαν με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση, ο κ. Αντωνιάδης παρακάθησε στη συνεδρία της 28 - 30.6.03 για την παρουσίαση θεμάτων. Δεν αναφέρεται σ' αυτά αν αποχώρησε πριν από τη συζήτηση για λήψη της επίδικης απόφασης.
Σχετικό είναι το άρθρο 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα στις παραγράφους (1) και (2):
«21(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.
(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.»
Στην παρούσα υπόθεση, αφού δε σημειώθηκε στα πρακτικά ότι ο κ. Αντωνιάδης αποχώρησε πριν από τη συζήτηση για τη λήψη απόφασης, συνάγεται ότι παρέμεινε. Η παρουσία του καθιστά πλημμελή τη διαδικασία σε εκείνα τα στάδια λόγω κακής σύνθεσης.
Για τον πιο πάνω λόγο η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Επισημαίνω επίσης ότι είναι ορθή η παρατήρηση του δικηγόρου του αιτητή ότι στην επίδικη συνεδρία παρακάθησαν οι Μαρία Τούρου, Διοικητικός Λειτουργός και Άννα Αδαμίδου, Γραμματειακός Λειτουργός για την τήρηση πρακτικών, χωρίς να αναφέρεται η ανάγκη παρουσίας και των δύο.
Στο άρθρο 21(1) του Ν. 158(1)/99 καθίσταται νόμιμη η παρουσία υπαλλήλου, που είναι αρμόδιος για την τήρηση πρακτικών, στη συνεδρία συλλογικού διοικητικού οργάνου.
Εδώ δεν αναφέρεται αν η παρουσία και των δύο για την τήρηση πρακτικών ήταν αναγκαία. Ενόψει όμως της πιο πάνω κατάληξής μου, δεν θεωρώ αναγκαίο να αποφασίσω το θέμα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.