ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IOANNIS N. PISSAS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1974) 3 CLR 476
REPUBLIC ν. NISSIOTOU (1985) 3 CLR 1335
KYRIACOU ν. MINISTER OF INTERIOR (1988) 3 CLR 643
Mαυρομμάτη Όλγα και Άλλος ν. Δημοκρατίας (Aρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 3943
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 3338
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 3843
Seco Ltd ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λ/σίας (1997) 4 ΑΑΔ 3360
Stavrinos D. Constructions Ltd και Άλλοι ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 ΑΑΔ 1016
Πετεινός Χαράλαμπος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 461
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 4 ΑΑΔ 161
25 Φεβρουαρίου, 2005
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 19, 20, 26, 25
ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KES COLLEGE,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΛΑΔΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 295/2003)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η υποχρέωση επανεξέτασης από τη διοίκηση εντός ευλόγου χρόνου ― Πτυχές της νομιμότητας της επανεξέτασης που διενεργήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Κλάδων Σπουδών ― Ομάδα Αξιολόγησης ― Σύνθεση και εκθέσεις ― Κρίθηκαν νόμιμες στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αδυναμία προβολής λόγου ακυρώσεως εναντίον της επανεξέτασης, όταν αυτός είχε προβληθεί και απορριφθεί κατά την προηγηθείσα προσφυγή χωρίς η επ' αυτής απόφαση να εφεσιβληθεί.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Η δυνατότητα αναπλήρωσης της ελλείπουσας αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου ― Προϋποθέσεις ― Συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Η αιτιολογία κρίθηκε νόμιμη.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόρριψης του αιτήματός τους για αξιολόγηση/ πιστοποίηση κλάδου σπουδών της σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που διατηρούν.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας του Σ.ΕΚ.Α.Π. να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφαση, δεν ευσταθεί. Αποτελεί καθήκον και υποχρέωση της διοίκησης, μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, να προχωρήσει και εντός ευλόγου χρόνου να επανεξετάσει.
Είναι άλλωστε αντιφατικό, οι αιτητές από τη μια να επικαλούνται αδυναμία της διοίκησης να επανεξετάσει, και από την άλλη να αμφισβητούν την απορριπτική απόφαση, επιδιώκοντας, ουσιαστικά, έγκριση του αιτήματος.
2. Ισχυρίζονται, επίσης, οι αιτητές ότι το Σ.ΕΚ.Α.Π., επειδή παρέλειψε να ζητήσει τις απόψεις του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπως και να λάβει υπόψη τις διαβουλεύσεις που είχε (με προηγούμενη σύνθεση) με το Διευθυντή και εκπροσώπους της Ομάδας Αξιολόγησης, ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης σε σχέση με το δεδικασμένο στην Προσφυγή 265/98.
Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Η απόφαση του Σ.ΕΚ.Α.Π. ακυρώθηκε, επειδή οι διαβουλεύσεις, που έλαβε υπόψη του, δεν είχαν καταγραφεί. Αφού δεν ήταν καταγραμμένες, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και ορθά, κατά την επανεξέταση, δε λήφθηκαν. Σ' ό,τι αφορά τις απόψεις του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, αυτές, σύμφωνα με το Άρθρο 38 του Ν. 67(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί, ζητούνται, από το Σ.ΕΚ.Α.Π., εάν κριθεί αναγκαίο. Δεν υπάρχει εκ του Νόμου υποχρέωση. Η διαβούλευση επαφίεται στο Σ.ΕΚ.Α.Π. Δεν διαπιστώνεται παραβίαση των αποφασισθέντων στην Προσφυγή 265/98.
3. Σ' ό,τι αφορά τη νομιμότητα της σύνθεσης της Ομάδας Αξιολόγησης, αυτή αμφισβητείται με έρεισμα το εδάφιο (3) του Άρθρου 51 του Ν. 67(Ι)/96. Ο κλάδος, στον οποίο εδώ αφορούσε η αξιολόγηση, ήταν ο Κλάδος Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις. Ένα από τα μέλη της Ομάδας είχε προσόντα ακριβώς του κλάδου σπουδών, για τον οποίο η αξιολόγηση, των δε υπολοίπων μελών τα προσόντα ήταν πολύ σχετικά.
4. Οι επικρίσεις, που διατυπώνονται από τους αιτητές αναφορικά με λεπτομέρειες των εκθέσεων της Ομάδας Αξιολόγησης, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, δεν μπορούν να εξεταστούν. Αποτελούν υποκειμενικές εκτιμήσεις πραγματικών ζητημάτων από τη Διοίκηση.
5. Παραμένει το ζήτημα της έλλειψης αιτιολογίας. Οι αιτητές διατείνονται ότι δεν υπάρχει στο σώμα της απόφασης. Το Παράρτημα Ε, στο οποίο παραπέμπει η απόφαση, δεν μπορεί να την συμπληρώσει. Ο ισχυρισμός αυτός εξετάστηκε και απορρίφθηκε στην προηγούμενη προσφυγή των αιτητών. Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε. Συνεπώς, δεν υπάρχει δυνατότητα επαναφοράς του ζητήματος.
6. Οι αιτητές, βέβαια, εισηγούνται περαιτέρω ότι, το περιεχόμενο του Παρατήματος Ε δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία.
Υπάρχει, όμως, δυνατότητα η αιτιολογία να αναπληρείται από τα στοιχεία του φακέλου.
Υπάρχει, εν προκειμένω, υλικό, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου, κατά πόσο η ελλείπουσα αιτιολογία αναπληρείται από τα στοιχεία του φακέλου.
7. Ούτε η παράλειψη επισύναψης στην ένσταση της μελέτης της έκθεσης αυτοαξιολόγησης - αυτοπαρουσίασης, η οποία αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη από το Σ.ΕΚ.A.Π., επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης. Υπήρχε δυνατότητα στο Δικαστήριο να ζητήσει την παρουσίασή της. Δεν κρίθηκε αναγκαίο, δεδομένης της αναφοράς, η οποία γίνεται στην έκθεση αξιολόγησης της Ομάδας Αξιολόγησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
KES College ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 265/98, ημερ. 29.9.1999,
KES College ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 976/00, ημερ. 22.5.2002,
Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335,
Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643,
Μαυρομμάτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 3943,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,
The Philips College ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 997/02, ημερ. 5.2.2004,
Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3338,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3843,
Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 796,
Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,
Πετεινός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 461.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται όπως κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 17/1/2003. Αφορούσε απόρριψη αίτησης των αιτητών για αξιολόγηση - πιστοποίηση του Κλάδου Σπουδών «Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις (2 Έτη Δίπλωμα) Επαγγελματικό».
Σε συντομία, τα γεγονότα έχουν ως εξής:-
Οι αιτητές, Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, υπέβαλαν στις 31/7/1996, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996, (Ν. 67(Ι)/96), αίτηση για αξιολόγηση - πιστοποίηση του Κλάδου Σπουδών «Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις (2 Έτη Δίπλωμα) Επαγγελματικό».
Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης (Σ.ΕΚ.Α.Π.), με απόφασή του ημερομηνίας 17/8/1997, απέρριψε το αίτημά τους. Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης του Σ.ΕΚ.Α.Π., οι αιτητές άσκησαν την Προσφυγή Αρ. 265/98.
Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 29/9/1999, ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση - (KES College ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 265/98, 29/9/99) - για το λόγο ότι λήφθηκαν υπόψη οι διαβουλεύσεις που είχε το Σ.ΕΚ.Α.Π. με τα μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης και το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, οι απόψεις των οποίων δεν είχαν καταγραφεί, όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης και να ελλείπει από την απόφαση αναγκαίο μέρος της αιτιολογίας της, γεγονός που καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.
Το Σ.ΕΚ.Α.Π., ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, επανεξέτασε την αίτηση των αιτητών στις 21 - 23/12/1999, με απορριπτική και πάλιν κατάληξη. Οι αιτητές άσκησαν την Προσφυγή Αρ. 976/00, η οποία οδήγησε σε ακύρωση της απόφασης - (βλ. KES College ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 976/00, 22/5/02). Κρίθηκε ότι η απόφαση λήφθηκε σε μη νομότυπη συνεδρίαση του Σ.ΕΚ.Α.Π. Λήφθηκε από τον Πρόεδρο και τρία μέλη, χωρίς να υπάρχει αναφορά γιατί δε συμμετείχαν τα άλλα τρία μέλη του και αν αυτά κλήθηκαν.
Την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση ακολούθησε επανεξέταση της αίτησης από το Σ.ΕΚ.Α.Π., με νέα σύνθεση, στις 20 - 21/9/2002. Στο πρακτικό αναφέρονται τα εξής:-
«Επανεξέταση αποφάσεων του ΣΕΚΑΠ που έχουν ακυρωθεί από το Δικαστήριο:
Θέμα: Ακύρωση του Δικαστηρίου απόφασης αρ 976/2000 - KES College
Το ΣΕΚΑΠ μελετά το σκεπτικό της απόφασης, και συμμορφούμενο προς την απόφαση του δικαστηρίου επιλαμβάνεται της επανεξέτασης. Το ΣΕΚΑΠ αφού επανεξέτασε:
τη σχετική έκθεση αυτοαξιολόγησης-αυτοπαρουσίασης
την αρχική έκθεση της οικείας ομάδας Αξιολόγησης
τη μελέτη της εκθέσεως με τα σχόλια της Σχολής τη μελέτη της τελικής εκθέσεως της οικείας Ομάδας Αξιολόγησης όπως διαμορφώθηκε ύστερα από παρατηρήσεις της Σχολής και τη μελέτη των παρατηρήσεων αυτών και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, αποφασίζει την απόρριψη του προγράμματος του KES College:
"Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις, 2 Έτη, Ανώτερο Δίπλωμα" KES College - Λευκωσία.»
Το σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται στο παράρτημα Ε΄:-
«ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ - ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
Το πρόγραμμα «Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις
(2 Έτη, Δίπλωμα) Επαγγελματικό»
KES COLLEGE: - Λευκωσία
Απορρίπτεται
Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης μετά από:
- μελέτη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 976/2000
- μελέτη της σχετικής εκθέσεως αυτοαξιολόγησης-αυτοπαρουσίασης
- μελέτη της αρχικής εκθέσεως της οικείας Ομάδας Αξιολόγησης
- μελέτη της εκθέσεως με τα σχόλια της Σχολής
- μελέτη της τελικής εκθέσεως της οικείας Ομάδας Αξιολόγησης όπως διαμορφώθηκε ύστερα από παρατηρήσεις της Σχολής και τη μελέτη των παρατηρήσεων αυτών
- διεξοδική συζήτηση
Αποφασίζει:
την ΑΠΟΡΡΙΨΗ του προγράμματος «Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις (2 Έτη, Δίπλωμα) Επαγγελματικό», διαπιστώνοντας σειρά ουσιαστικών αδυναμιών, από τις οποίες οι πλέον εμφανείς και ουσιαστικές εντοπίζονται στην τελική έκθεση της οικείας Ομάδας Αξιολόγησης.
Το Συμβούλιο ιδιαίτερα επισημαίνει τις πιο κάτω αδυναμίες:
Οι Υπηρεσίες Εκπαιδευτικής Στήριξης υστερούν σημαντικά από τα αποδεκτά επίπεδα για Κολεγιακό Ύδρυμα. Ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό (vocational), η στήριξη αυτή πρέπει να είναι εξειδικευμένη.
Το Διδακτικό Προσωπικό είναι ιδιαίτερα ισχνό, στελεχωμένο σε μεγάλο βαθμό από προσωπικό μερικής απασχόλησης και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του προγράμματος.»
Για ακύρωση της απόφασης, προβάλλεται ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα, που παρήλθε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, δεν επιτρέπει επανεξέταση, αφού, και σε περίπτωση πιστοποίησης του κλάδου σπουδών, αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει αναδρομικά. Διαζευκτικά, επικαλούνται έλλειψη αιτιολογίας, πλάνη σε σχέση με το δεδικασμένο της Προσφυγής 265/98, κακή σύνθεση της Ομάδας Αξιολόγησης, ως και ελαττωματικότητα των εκθέσεων που υποβλήθηκαν από την Ομάδα Αξιολόγησης.
Με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφέρομαι όταν απαιτείται κατά την εξέταση των λόγων ακυρότητας, η κάθε πλευρά υποστήριξε τη θέση της.
Εξετάζοντας το ζήτημα της αδυναμίας του Σ.ΕΚ.Α.Π. να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφαση, δε βρίσκω αυτό να ευσταθεί. Αποτελεί καθήκον και υποχρέωση της διοίκησης, μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, να προχωρήσει και, εντός ευλόγου χρόνου, να επανεξετάσει - (βλ. Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335 και Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643). Στην υπόθεση Μαυρομμάτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 3943, λέχθηκε ότι το καθήκον της διοίκησης προς συμμόρφωση της επιβάλλει να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης και να αποκαταστήσει την τάξη πραγμάτων που ίσχυε πριν την έκδοσή της. Η επανεξέταση, όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037:-
«. διενεργείται με αναφορά στο πραγματικό καθεστώς - το νομικό δεν απασχολεί εδώ - του χρόνου της πρώτης εξέτασης, υπό το φως βέβαια και των όποιων διαπιστώσεων της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης, ...»
Είναι, άλλωστε, αντιφατικό οι αιτητές, από τη μια, να επικαλούνται αδυναμία της διοίκησης να επανεξετάσει και, από την άλλη, να αμφισβητούν την απορριπτική απόφαση, επιδιώκοντας, ουσιαστικά, έγκριση του αιτήματος.
Ισχυρίζονται, επίσης, οι αιτητές ότι το Σ.ΕΚ.Α.Π., επειδή παρέλειψε να ζητήσει τις απόψεις του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπως και να λάβει υπόψη τις διαβουλεύσεις που είχε (με προηγούμενη σύνθεση) με το Διευθυντή και εκπροσώπους της Ομάδας Αξιολόγησης, ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης σε σχέση με το δεδικασμένο στην Προσφυγή 265/98.
Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η απόφαση του Σ.ΕΚ.Α.Π. ακυρώθηκε, επειδή οι διαβουλεύσεις, που έλαβε υπόψη του, δεν είχαν καταγραφεί. Αφού δεν ήταν καταγραμμένες, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και ορθά, κατά την επανεξέταση, δε λήφθηκαν. Σ' ό,τι αφορά τις απόψεις του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, αυτές, σύμφωνα με το Άρθρο 38 του Ν. 67(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί, ζητούνται, από το Σ.ΕΚ.Α.Π., εάν κριθεί αναγκαίο. Δεν υπάρχει εκ του Νόμου υποχρέωση. Η διαβούλευση επαφίεται στο Σ.ΕΚ.Α.Π. Δε διαπιστώνω να υπήρξε παραβίαση των αποφασισθέντων στην Προσφυγή 265/98.
Σ' ό,τι αφορά τη νομιμότητα της σύνθεσης της Ομάδας Αξιολόγησης, αυτή αμφισβητείται με έρεισμα το εδάφιο (3) του Άρθρου 51 του Ν. 67(Ι)/96, το οποίο προβλέπει ότι:-
«(3) Τα μέλη κάθε Ομάδας Αξιολόγησης-Πιστοποίησης θα πρέπει να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και προηγούμενη πείρα και προσόντα ανάλογα με τον κλάδο τον οποίο θα αξιολογήσουν.»
Υποστηρίζουν οι αιτητές ότι τα μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης δεν είχαν προσόντα ανάλογα του κλάδου που θα αξιολογούσαν.
Το ζήτημα των προσόντων των μελών Ομάδας Αξιολόγησης εξετάστηκε στην υπόθεση The Philips College ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 997/02, 5/2/04, όπου αναφέρονται τα εξής:-
«Ο δικηγόρος πρόβαλε, για να πλήξει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δύο μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης - Πιστοποίησης δεν είχαν ακαδημαϊκά προσόντα στον κλάδο της Ψυχολογίας.
Η εν λόγω Ομάδα συστάθηκε για την εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση κλάδων σπουδών που εντάσσονταν στον τομέα της Εκπαίδευσης. Μεταξύ αυτών ήταν και ο υπό εξέταση κλάδος Ψυχολογίας της Σχολής. Εύλογο ήταν να απαρτίζεται από άτομα με ειδικότητα τόσο στην Ψυχολογία, όσο και στην Εκπαίδευση, και δεν ήταν απαραίτητο όλα τα μέλη να είχαν προσόντα στον κλάδο Ψυχολογίας.»
Ο κλάδος, στον οποίο εδώ αφορούσε η αξιολόγηση, ήταν ο Κλάδος Δημοσιογραφία και Δημόσιες Σχέσεις. Η εκ των μελών Δρ. Δουλκέρη, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, είναι Διδάκτωρ Επιστημών Επικοινωνίας-Πληροφόρησης στο Πανεπιστήμιο Παρισιού - Σορβόννη και Επίκουρος Καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο Πρόεδρος, με Διδακτορικό στις Πολιτικές Επιστήμες, είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστημίου Κύπρου. Ο Δρ. Shinar είναι Πρύτανης και Καθηγητής στο New School of Media Studies, College of Management στο Ισραήλ. Συνάγεται, συνεπώς, ότι ένα από τα μέλη της Ομάδας είχε προσόντα ακριβώς του κλάδου σπουδών, για τον οποίο η αξιολόγηση, των δε υπολοίπων μελών τα προσόντα ήταν πολύ σχετικά.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η νομιμότητα των εκθέσεων της Ομάδας Αξιολόγησης, επειδή η δεύτερη έκθεση υπογράφεται μόνο από τον Πρόεδρο της Ομάδας. Οι καθ' ων η αίτηση, προς υποστήριξη της εγκυρότητας των εκθέσεων, παραπέμπουν στην ίδια την έκθεση, όπου αναφέρεται "Approved unanimously by Visiting Team No. 5" και μετά υπογράφεται από τον Πρόεδρο κ. Ιωσήφ Ιωσήφ.
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί, αφού από το ίδιο το κείμενο της έκθεσης προκύπτει έγκρισή του από την Ομάδα Αξιολόγησης. Στην Ομάδα καταλογίζεται, επίσης, ότι δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της ίδιας της Σχολής, οι οποίες υποβλήθηκαν σύμφωνα με το Νόμο. Ανάγνωση του κειμένου της τελικής έκθεσης, όπου γίνεται ρητή αναφορά στις παρατηρήσεις της Σχολής, ανατρέπει τον ισχυρισμό.
Οι επικρίσεις, που διατυπώνονται από τους αιτητές αναφορικά με λεπτομέρειες των εκθέσεων της Ομάδας Αξιολόγησης, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, δεν μπορούν να εξεταστούν. Αποτελούν υποκειμενικές εκτιμήσεις πραγματικών ζητημάτων από τη Διοίκηση - (βλ. Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3338 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3843).
Παραμένει το ζήτημα της έλλειψης αιτιολογίας. Οι αιτητές διατείνονται ότι δεν υπάρχει στο σώμα της απόφασης. Το Παράρτημα Ε, στο οποίο παραπέμπει η απόφαση, δεν μπορεί να την συμπληρώσει. Ο ισχυρισμός αυτός εξετάστηκε και απορρίφθηκε στην προηγούμενη προσφυγή των αιτητών, Αρ. 976/00, - (KES College ν. Δημοκρατίας, 22/5/02). Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε. Συνεπώς, δεν υπάρχει δυνατότητα επαναφοράς του ζητήματος - (βλ. Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 796).
Το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση KES College ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 976/00, 22/5/02, παρατίθεται:-
«Έχω την άποψη ότι για να είναι έγκυρη η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης αυτή πρέπει να προέρχεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Πρέπει να περιέχει τις κρίσεις, απόψεις και σκέψεις του αποφασίζοντος οργάνου (SECO LTD v. Σ.Α.Λ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 3360, D. Stavrinos Construction Ltd κ.ά. ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 1016 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 189).
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη ότι η απόφαση, Παράρτημα Α, η οποία υπογράφεται από όλα τα παρόντα μέλη του αποφασίζοντος οργάνου παραπέμπει με άμεσο τρόπο στο κείμενο της απόφασης, Παράρτημα Στ΄, το οποίο υπογράφεται από τον Πρόεδρο. Λαμβάνω, επίσης, υπόψη ότι η απόφαση, Παράρτημα Α, λήφθηκε στη σύνοδο ημερ. 21-23 Δεκεμβρίου 1999 και ότι η απόφαση, Παράρτημα Στ΄, φέρει ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1999. Δεν μπορεί, επομένως, να λεχθεί ότι η απόφαση, Παράρτημα Στ΄, είναι μεταγενέστερη της απόφασης, Παράρτημα Α. Τα γεγονότα που σχετίζονται με τις δύο αποφάσεις είναι τέτοια που κατά την κρίση μου καθιστούν την απόφαση, Παράρτημα Στ΄, αναπόσπαστο μέρος της απόφασης Παράρτημα Α. Επίσης την καθιστούν απόφαση του αποφασίζοντος οργάνου και ως απόφαση που περιέχει τις κρίσεις, απόψεις και σκέψεις του. Επομένως η αιτιολογία που περιέχεται στο Παράρτημα Στ΄ είναι έγκυρη. Συμπληρώνει την αιτιολογία της απόφασης Παράρτημα Α. Εξέταση του περιεχομένου της απόφασης Παράρτημα Στ΄ αποκαλύπτει ότι περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Κρίνω ότι είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.»
Οι αιτητές, βέβαια, εισηγούνται περαιτέρω ότι, το περιεχόμενο του Παρατήματος Ε δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία.
Το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας εξετάστηκε στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, όπου αναφέρεται ότι:- (σελ. 273)
«Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. 'Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν' (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Υπάρχει, όμως, δυνατότητα η αιτιολογία να αναπληρούται από τα στοιχεία του φακέλου. Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185-186:-
«... η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήση και σταθμίση αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267 (45), 1144 (46).»
Στην υπόθεση Πετεινός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 461, αναφέρονται τα εξής:-
«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση.»
Έχω ήδη παραθέσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι πρόδηλο ότι, εάν δεν υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι εκθέσεις της Ομάδας Αξιολόγησης αλλά και οι Παρατηρήσεις της Σχολής στην πρώτη Έκθεση Αξιολόγησης - Παράρτημα Β, δε θα μπορούσε η απόφαση, παρά να χαρακτηρισθεί αναιτιολόγητη. Υπάρχει, όμως, υλικό, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου κατά πόσο η ελλείπουσα αιτιολογία αναπληρούται από τα στοιχεία του φακέλου.
Από τα πιο πάνω έγγραφα του φακέλου, προκύπτουν με λεπτομέρεια τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Σ.ΕΚ.Α.Π. και οδήγησαν σε απόρριψη της αίτησης. Από αυτά, καταδεικνύονται οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση. Συνδέονται άρρηκτα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να συναχθεί ότι βρίσκονταν, αναμφίβολα, πίσω από την απόφαση - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185).
Τα πιο κάτω από την τελική έκθεση της Ομάδας Αξιολόγησης συμπληρώνουν, στην ουσία, την αιτιολογία:-
"With regard to the content of the programme, the Comments of the School confirm a fundamental weakness which was pointed out in the first report of the Visiting Team. The assignment of credit units (διδακτικές μονάδες) to practical training, projects and oral exams, which is presented for the first time in the Comments of the School, is an example pointing to the need for substantive strengthening and restructuring of the programme. This in turn, points to the major weakness of the lack of an adequate number of permanent teaching staff (specialists in the field) who will provide leadership and permanent on-campus support for the programme.
With regard to the library of KES College, major weaknesses such as the lack of a professional librarian, the small size, the limited use of open shelves, and essentially the non-availability of professional journals in the field, present problems of credibility for a programme offered by a school of tertiary education. Although the programme under evaluation is a two-year vocational programme, minimum standards and requirements for the library of the institution of tertiary education offering that programme are substantive elements that cannot be ignored.
Taking into account the above, and on the basis of the contents of the first Report and the Comments of the School, the Visiting Team believes that, in general, for the purpose of offering the programme under evaluation, KES College operates more like a centre for vocational training than a school of tertiary education."
Ούτε η παράλειψη επισύναψης στην ένσταση της μελέτης της έκθεσης αυτοαξιολόγησης - αυτοπαρουσίασης, η οποία αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη από το Σ.ΕΚ.A.Π., επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης. Υπήρχε δυνατότητα στο Δικαστήριο να ζητήσει την παρουσίασή της. Δεν κρίθηκε αναγκαίο, δεδομένης της αναφοράς η οποία γίνεται στην έκθεση αξιολόγησης της Ομάδας Αξιολόγησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.