ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 49
31 Ιανουαρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΑΡΜΟΔΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΡΧΗ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΟΥ
ΛΕΜΕΣΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΓΡΟΣ ΚΑΙ/Η,
3. ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 768/2003)
――――――――――――-
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Συνάφεια ― Κατά πόσο υφίστατο συνάφεια μεταξύ των αιτουμένων στην προσφυγή θεραπειών στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική ή πληροφοριακού περιεχομένου απόφαση ― Κατά πόσο είχε εκτελεστό χαρακτήρα η προσβαλλόμενη απόφαση στην κριθείσα περίπτωση.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
P. M. Tseriotis Ltd v. Δήμου Λατσιών (2000) 4 Α.Α.Δ. 339,
Σάββα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/98, ημερ. 18.9.2000,
Δήμος Αραδίππου ν. Θεοδούλου (2001) 3 Α.Α.Δ. 778,
Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485.
Προσφυγή.
Γ. Σεραφείμ ,για τον Aιτητή.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση 1 και 2.
A. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης διόροφης οικίας στον Αγρό. Η ενδιαφερόμενη είναι η ιδιοκτήτρια όμορης ισόγειας οικίας. Στο πλαίσιο αίτησης της ενδιαφερόμενης για πολεοδομική άδεια προς ανέγερση ανωγείου απασχόλησε το γεγονός πως δυο παράθυρα της οικίας του αιτητή θα έκλειαν. Προσκομίστηκαν βεβαιώσεις από τις δυο πλευρές αναφορικά με την κατασκευή των παραθύρων και η πολεοδομική αρχή, στις 11.4.01, ενέκρινε την αίτηση.
Ο αιτητής πληροφορήθηκε από τότε την έκδοση πολεοδομικής άδειας αλλά δεν την προσέβαλε. Περιορίστηκε σε επιστολή του αρχιτέκτονά του, προς τον Έπαρχο Λεμεσού, με την οποία ζητούσε να μην εκδοθεί άδεια οικοδομής και επανεξέταση. Το αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή του Επάρχου ημερομηνίας 10.10.02 και στις 12.12.02 εκδόθηκε άδεια οικοδομής.
Ο αιτητής επανήλθε με επιστολή των δικηγόρων του, ημερομηνίας 26.5.03. Κατά την άποψή του παρανόμως είχε εκδοθεί η πολεοδομική άδεια αφού κατά ελλιπή έρευνα και πλάνη κρίθηκε πως τα δυο παράθυρα της οικοδομής του, η οποία είναι διατηρητέα, είχαν διανοιγεί αυθαίρετα μετά το 1986. Στην πραγματικότητα, όπως έδειχναν 35 νέες, όπως χαρακτηρίζονταν, βεβαιώσεις που επισυνάφθηκαν, "υφίστανται τουλάχιστον πέραν των 30 (τριάντα) ετών". Επομένως, ζήτησε ανάκληση της πολεοδομικής άδειας και της άδειας οικοδομής αν αυτή είχε εκδοθεί, θέμα για το οποίο ζήτησε ενημέρωση.
Η απάντηση, με ημερομηνία 5.6.03, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής:
"..... Η Πολεοδομική Αρχή θεωρεί κατ' αρχήν ότι τα δεδομένα που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη στο γειτονικό με την ιδιοκτησία σας τεμ. αρ. 797 δεν έχουν διαφοροποιηθεί σε βαθμό που να δικαιολογούν την ενεργοποίηση του άρθρου 36 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου με σκοπό την ανάκληση της χορηγηθείσας Πολεοδομικής Άδειας αρ. ΛΕΜ/1420/99. Εν πάση όμως περιπτώσει έχω διαβιβάσει με σχετική επιστολή μου προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα στοιχεία που περιγράφουν την πιο πάνω ανάπτυξη καθώς και αντίγραφο της δικής σας επιστολής με σκοπό την εξασφάλιση γνωμάτευσης με βάση την οποία η Πολεοδομική Αρχή θα τροχιοδρομήσει τυχόν αναγκαίες παραπέρα ενέργειες της. ........".
Ο αιτητής διατυπώνει δυο αιτήματα, ένα για την κάθε άδεια. Το πρώτο, κατά της απόφασης με την οποία "ο Καθ' ου η αίτηση 1... απόρριψε το αίτημα του Αιτητή για ανάκληση της χορηγηθείσας Πολεοδομικής Άδειας". Το δεύτερο, για τη χορήγηση της άδειας οικοδομής.
Οι καθ' ων η αίτηση προτείνουν προδικαστικές ενστάσεις, με πρώτη την αναφερόμενη στη φύση της πράξης όπως την ενσωματώνει η επιστολή της 5.6.03. Θεωρούν πως είναι πληροφοριακή και όχι τελική. Εναλλακτικά πως, και τελική να ήταν, δεν είναι εκτελεστή. Το θέμα της νομιμότητας της Πολεοδομικής Άδειας θα μπορούσε να ελεγχθεί μόνο με επί τούτου προσφυγή που θα ασκείτο εμπροθέσμως το 2001. Η προσφυγή δε κατά της άδειας οικοδομής είναι εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμη αφού ήταν ευθύνη του αιτητή, μετά την επιστολή ημερομηνίας 10.10.02 προς τον αρχιτέκτονά του, να αναζητήσει την ευλόγως προσιτή γνώση για το γεγονός της έκδοσής της μήνες προηγουμένως και, τελικά, ούτως ή άλλως, οι δυο προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι συναφείς ώστε να είναι επιτρεπτή η συμπερίληψή τους στο ίδιο δικόγραφο.
Για την ορθή προσέγγιση των θεμάτων τα πιο κάτω είναι καθοριστικά. Το θέμα της ηλικίας των παραθύρων που απασχόλησε κατά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και που αποτελεί την αιτία του αιτήματος για ανάκληση, δεν συναρτάται προς την έκδοση της άδειας οικοδομής. Ό,τι μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί για τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης είναι πως ο Έπαρχος, εξετάζοντας την αίτηση για άδεια οικοδομής, δεν είχε καθήκον δικής του έρευνας και επί τούτου απόφανσης ως προς την ηλικία των παραθύρων. Αυτό είχε ήδη κριθεί από την Πολεοδομική Αρχή και, με δοσμένη την πολεοδομική άδεια, η δική του διακριτική εξουσία δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τέτοιο παράγοντα. [Βλ. συναφώς P.M. Tseriotis Ltd v. Δήμου Λατσιών (2000) 4 Α.Α.Δ. 339, Ανδριανή Λεωνίδα Σάββα ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 936/98 ημερομηνίας 18.9.00, και Δήμος Αραδίππου ν. Έλλης Θεοδούλου (2001) 3 Α.Α.Δ. 778. Επομένως, το θέμα της νομιμότητας της άδειας οικοδομής διέρχεται από την ύπαρξη ή μη πολεοδομικής άδειας. Σημειώνω πως και ο αιτητής δεν πρότεινε λόγο ακυρότητας της άδειας οικοδομής διαφορετικό από τον αναφερόμενο στα δυο παράθυρα.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ενώ κατά τη νομολογία αιτήματα αναφερόμενα στην έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής είναι συναφή αφού, αν μη τι άλλο, η πρώτη είναι προϋπόθεση της δεύτερης [βλ. Αντρούλα Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 485], πράγματι θα προέκυπτε ζήτημα συνάφειας αφού εδώ δεν προσβάλλεται η ίδια η έκδοση της πολεοδομικής άδειας αλλά η μη ανάκληση της που φέρεται να συντελέστηκε μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής και δεν είναι δυνατό να αναχθεί, αυτή καθ' εαυτή, στο καθεστώς του ουσιώδους γι' αυτή χρόνου. Ποιά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να ήταν η ενέργεια της διοίκησης αν επερχόταν ανάκληση της πολεοδομικής άδειας, χωρίς την οποία δεν νοείται άδεια οικοδομής, είναι άλλο θέμα. Εδώ η δεύτερη θεραπεία δεν αφορά στη μη ανάκληση αλλά στην ίδια την έκδοση, έκτοτε, της άδειας οικοδομής.
Και με ελαστικότερη όμως προσέγγιση δεν θα βελτιωνόταν η θέση του αιτητή σε σχέση με τη δεύτερη θεραπεία αφού ως μόνος λόγος ακυρότητας της άδειας οικοδομής προτείνονται τα αναφερόμενα στα δυο παράθυρα τα οποία, όπως έχω σημειώσει, δεν μπορούσε να ήταν θέμα της απόφασης της αρμόδιας αρχής για έκδοση της άδειας οικοδομής. Όπως δεν θα βελτιωνόταν και με την υπέρ του λύση του ζητήματος της προθεσμίας αφού, ούτως ή άλλως, χωρίς πράγματι ανάκληση της πολεοδομικής άδειας δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί λόγος ακυρότητας ως προς την άδεια οικοδομής.
Με την πρώτη θεραπεία, συνεπώς, επιδιώκεται θεμελίωση του υπόβαθρου αφού, έστω με το αίτημα ως προς τη θεωρούμενη ως απόρριψη του αιτήματος για ανάκληση της πολεοδομικής άδειας, επιχειρείται εν τέλει εξαφάνισή της. Θα αποτελούσε, βέβαια, θέμα για συζήτηση το κατά πόσο τέτοια απορριπτική απόφαση θα ήταν ή δεν θα ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, ανάλογα με το αν οι επισυναφθείσες βεβαιώσεις, όπως εισηγείται ο αιτητής, θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν ως νέα στοιχεία. Σαφώς, όμως, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, η επιστολή της 5.6.03 δεν συνιστά τέτοια απορριπτική απόφαση.
Το πρώτο της σκέλος, το αναφερόμενο στο άρθρο 36 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72 όπως τροποποιήθηκε) δεν είναι σχετικό προς το αίτημα που ο αιτητής υπέβαλε. Παρέχει δυνατότητα ανάκλησης, εννοείται νομίμως εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας, υπό τις ειδικές προϋποθέσεις και τη διαδικασία που καθορίζει. Μάλιστα διαφυλασσομένων των όσων οικοδομικών εργασιών ήδη συντελέστηκαν δυνάμει της. Ενώ εν προκειμένω ο αιτητής έθεσε θέμα ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας ως παρανόμως εκδοθείσας για τους λόγους που προσδιόρισε. Ό,τι μπορεί να συσχετισθεί προς το αίτημα για ανάκληση είναι το δεύτερο σκέλος της επιστολής και αυτή δεν περιλαμβάνει αρνητική απόφαση. Παραπέμπει σε αναμενόμενη γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, από την οποία και εξαρτά τις τυχόν αναγκαίες περαιτέρω ενέργειες. Το έχουμε δε πως, αφού στη συνέχεια ο αιτητής υπέβαλε και έκθεση εμπειρογνώμονα σε σχέση με τα παράθυρα, του στάληκε νέα επιστολή ημερομηνίας 3.6.04 σε σχέση με την πολεοδομική άδεια και στις 20.8.04 επιστολή από τον Έπαρχο σε σχέση με την άδεια οικοδομής. Σύμφωνα με την πρώτη "τα δεδομένα που χαρακτηρίζουν την υπόθεση εξακολουθούν να μη δικαιολογούν την ανάκληση της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας...". Και σύμφωνα με τη δεύτερη, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα για ανάκληση της άδειας οικοδομής "εν πάση περιπτώσει αν δεν προηγηθεί ανάκληση της πολεοδομικής άδειας". Ο αιτητής, προφανώς υπό την αντίληψη πως, ενόψει αυτών των επιστολών προέκυπτε πράξη εκτελεστή επί των θεμάτων τους, άσκησε άλλη προσφυγή η οποία εκκρεμεί. Ενώ ενώπιόν μου εισηγήθηκε πως η επιστολή ημερομηνίας 3.6.04 αφού αναφέρεται σε δεδομένα που εξακολουθούν να μη δικαιολογούν την ανάκληση, υποδηλώνει πως είναι βεβαιωτική και πως η προσβαλλόμενη ήταν πράγματι έκτοτε απορριπτική του αιτήματός του.
Δεν θα επεκταθώ σε ζητήματα που εντάσσονται στο αντικείμενο της νέας προσφυγής. Η φύση της προσβαλλόμενης πράξης προσδιορίζεται από τα αντικειμενικά δεδομένα και δεν περιλαμβάνεται σ' αυτά η όποια εκ των υστέρων άποψη ή διατύπωση, έστω προερχόμενη από τη διοίκηση.
Με τη διαπίστωση πως η πρώτη θεραπεία στρέφεται κατά απόφασης ανύπαρκτης, αυτή απολήγει απαράδεκτη και, συνακολούθως, ακόμα και υπό την ευνοϊκότερη για τον αιτητή λύση των θεμάτων των προδικαστικών ενστάσεων, η δεύτερη θεραπεία για την άδεια οικοδομής, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, είναι απορριπτέα. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.