ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 686/2003
699/2003
23 Νοεμβρίου, 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Προσφ. αρ. 686/03
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
2. ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ
3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΖΙΟΛΗΣ
Αιτητές,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθών η αίτηση.
------------------
Προσφ. αρ. 699/03
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ
Αιτητής
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
.......................
Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για τους αιτητές στην 686/03
Ε. Χρυσοστομίδου (κα), για τον αιτητή στην 699/03
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
Α. Παναγιώτου, για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με τις παρούσες προσφυγές τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3568 ημερ. 6/6/03 με την οποία προάχθηκε εκ νέου, κατόπιν επανεξέτασης της υπόθεσης, ο Παύλος Α. Οικονομίδης, ενδιαφερόμενο μέρος, (πιο κάτω ε.μ.) στη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών αναδρομικά από 1/5/03, είναι άκυρη και στερημένη νομικού αποτελέσματος.
Γεγονότα
Με σχετική γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22/1/93 προκηρύχθηκε η πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Διευθυντή (Τακτικός Προϋπολογισμός) Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Μεταξύ των υποψηφίων που υπέβαλαν αίτηση ήσαν οι αιτητές και το ε.μ το οποίο και προάχθηκε από 1/5/93. Οι αιτητές στην 686/03 καταχώρησαν τότε την προσφυγή 511/93 την οποία όμως απέσυραν (μαζί με άλλη προσφυγή την 481/03) με έξοδα υπέρ τους μετά από ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο λόγος της ανακλησης αναγόταν στην πάσχουσα αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574. Με νέα απόφαση της η Ε.Δ.Υ. προήγαγε ξανά το ε.μ. από 1/5/93 και οι αιτητές στην 686/03 καταχώρησαν την προσφυγή 741/97, ο δε αιτητής στην 699/03 την 723/97 στις οποίες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 7/1/00. Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα στις 21/4/00 και προήγαγε ξανά το ε.μ. αναδρομικά από 1/5/93 οπότε οι αιτητές στην 686/03 αυτή τη φορά καταχώρησαν την προσφυγή 891/00 ο δε αιτητής στην 699/03 την 804/00. Εκκρεμουσών των εν λόγω προσφυγών, η Ε.Δ.Υ. στις 15/6/01 ανακάλεσε την απόφαση της για προαγωγή του ε.μ. και έτσι οι αιτητές απέσυραν τις προσφυγές τους. Σε νέα επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. επαναπροήγαγε το ε.μ. οπότε οι αιτητές στην 686/03 καταχώρησαν την προσφυγή 57/02 και ο αιτητής στην 699/03 την 1021/01. Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν και το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 21/3/03 δικαίωσε και πάλι τους αιτητές και ακύρωσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ε.μ. Σε νέα επανεξέταση η Ε.Δ.Υ., επιμένοντας στην αρχική της απόφαση, προήγαγε και πάλιν το ε.μ. με αποτέλεσμα την καταχώρηση των παρουσών προσφυγών.
Με τις προσφυγές τους οι αιτητές προβάλλουν διάφορους λόγους ακύρωσης, η ουσία των οποίων έχει ως ακολούθως:
(α) παράβαση των προνοιών του άρθρου 146.5 του Συντάγματος δηλαδή της υποχρέωσης της διοίκησης να συμμορφωθεί με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 1021/01 και 57/02
(β) ότι είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, Κανονισμούς, τη νομολογία, τον Ν. 158(1)/99, την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών
(γ) πλάνη περί το νόμο, τα πραγματικά γεγονότα, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και παράλειψη διεξαγωγής νέας συνέντευξης.
(δ) αναιτιολόγητη απόφαση και αντίθετη με τους διοικητικούς φακέλους σύσταση.
(ε) αποτυχία επιλογής του καλύτερου υποψηφίου αφού οι αιτητές είχαν έκδηλη υπεροχή του ε.μ. και
(στ) σύμφωνα με τον αιτητή στην 699/03 εσφαλμένα έκριναν οι καθών η αίτηση ότι το ε.μ. κατείχε το πλεονέκτημα της παραγ. (2) του σχεδίου υπηρεσίας προσόντος, δηλαδή της «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της κτηνιατρικής επιστήμης».
Προτού προχωρήσω στην εξέταση της υπόθεσης υπό το φως των αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, σημειώνω ότι από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, δικηγόρου δηλαδή των καθών η αίτηση, δηλώθηκε ότι η Δημοκρατία δε θα υποστηρίξει την επίδικη απόφαση και θα αφήσει το θέμα στο δικαστήριο. Έτσι ενώπιον μου έχω μόνο τις αγορεύσεις των αιτητών και του ε.μ.
Εξέταση νομικών λόγων
Εφόσον εγείρεται θέμα παραβίασης του δεδικασμένου των υποθέσεων 1021/01 και 57/02, το θεωρώ ορθό να εξετάσω πρώτα αυτό τον ισχυρισμό.
Στην 1021/01 (προσφυγή του Χριστόδουλου Γρουτίδη, αιτητή στην 699/03 που όπως ήδη ανάφερα συνεκδικάστηκε με την 57/02, των αιτητών στην 686/03), το επίδικο θέμα ήταν ουσιαστικά το κατά πόσον ο αιτητής Γρουτίδης «κατείχε το προσόν της παραγ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας, δηλαδή της 10ετούς τουλάχιστον άσκησης της κτηνιατρικής από την οποία 5ετή τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία, που η Ε.Δ.Υ. είχε κρίνει ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε.
Αφού το δικαστήριο απέρριψε προδικαστική ένσταση των καθών , επί της ουσίας του θέματος αποφάσισε τα εξής:
«Ακολουθεί πως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να απορρίψει τον αιτητή ως μη προσοντούχο, δεν ελήφθη μετά από πλήρη έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων και στερείται αιτιολογίας, που να παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία για εξακρίβωση της νομιμότητας της πράξης.»
Στη νέα της απόφαση (που προσβάλλεται με την προσφ. 699/03) η Ε.Δ.Υ. φαίνεται να έχει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου στην 1021/01 αφού, σε αντίθετη με την προηγούμενη φορά, θεώρησε τώρα προσοντούχο τον αιτητή. Επομένως ο ισχυρισμός του αιτητή Γρουτίδη που προβάλλεται στην αίτηση, αλλά δεν αναπτύχθηκε στην αγόρευσή του, ότι υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου, απορρίπτεται.
Παρόμοιο ισχυρισμό προβάλλουν και οι αιτητές στην 686/03, ότι δηλαδή παραβιάστηκαν τα όσα αποφασίστηκαν στην προσφ. 57/02. Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκαν υπέρ των αιτητών ουσιαστικά τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Εισηγούνται ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν νόμιμη, γιατί δεν σταθμίστηκαν ορθά η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων και ότι εδόθη υπερβολική βαρύτητα στο περιεχόμενο της σύστασης.»
Αφού το δικαστήριο εξετάζει το καθένα από τα πιο πάνω κριτήρια ξεχωριστά, καταλήγει ως ακολούθως:
«Η σύγκριση των υποψηφίων στο σύνολο των πιο πάνω κριτηρίων δεν φαίνεται να δικαιολογεί την κρίση της ΕΔΥ ότι το ενδ. μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων (τουλάχιστον ως προς τους αιτητές αρ. 1, 2 και 3). Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ενδ. μέρος υστερεί έναντι των αιτητών 1, 2 και 3 σε αξία, έναντι των αιτητών αρ. 1 και 2 σε αρχαιότητα καθώς και έναντι του αιτητή αρ. 3 σε προσόντα.
Υπό τις περιστάσεις η σύσταση ήταν το στοιχείο που επέδρασε ουσιωδώς στην λήψη της τελικής απόφασης. Η ΕΔΥ την έλαβε υπόψη ως ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων και ενισχυτικό παράγοντα της αξίας των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι δεν συνάδει με την αντικειμενική αξία των υποψηφίων στις υπηρεσιακές εκθέσεις.
.....................................................................................................................
Ακολουθεί πως η επιλογή του ε.μ. έναντι των αιτητών 1, 2 και 3 έγινε χωρίς δέουσα και πειστική αιτιολογία και υπό καθεστώς πλάνης. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τους αιτητές 1, 2 και 3 πάσχει επειδή δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στη σύσταση ενώ δεν αποτελούσε στοιχείο επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων.»
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή των αιτητών έγινε αποδεκτή, με εξαίρεση τον 4ο αιτητή που ήταν στην εν λόγω υπόθεση (57/02) Ανδρέα Εμμανουήλ του οποίου η προσφυγή απορρίφθηκε. Όμως αυτός δεν είναι αιτητής στην παρούσα υπόθεση.
Κατά την επανεξέταση που έγινε στις 21/5/03 στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. κλήθηκε και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος για σκοπούς νέας σύστασης, η οποία σύσταση έχει ως ακολούθως:
«Έχω κληθεί να κάμω σύσταση για μία θέση, η οποία είναι ουσιαστική υπό την έννοια ότι είναι θέση διευθυντική, που έχει άμεση σχέση, εκτός από τις συνήθεις υποχρεώσεις του διευθυντή ενός τμήματος, και με την υγεία του λαού. Ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών έχει άμεση ευθύνη για την ασφάλεια των ζωϊκής προέλευσης τροφίμων. Έχω μελετήσει διεξοδικά τόσο τους Προσωπικούς και τους Υπηρεσιακούς Φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι όσο και όλα τα στοιχεία που είχα στη διάθεση μου για όλους τους υποψηφίους. Έχω ενδιατρίψει στα διάφορα σημειώματα που υπάρχουν στους Φακέλους και στους Φακέλους αξιολόγησης και σε άλλα έγγραφα τα οποία υπάρχουν στους Φακέλους του Υπουργείου. Έλαβα υπόψη μου την απόφαση του Δικαστηρίου και αναγνωρίζω ότι όσοι υποψήφιοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εξαίρετοι. Προκειμένου όμως να επιλέξω και να συστήσω τον καταλληλότερο με βάση όσα ήδη ανέφερα και έχοντας υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης (διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής σε σχέση με τις αρμοδιότητα του Τμήματος, καθώς επίσης και στη λήψη και εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων), κρίνω ότι ο καταλληλότερος είναι ο Οικονομίδης Παύλος, τον οποίο και συστήνω.
Για να καταλήξω στην πιο πάνω σύσταση σημείωσα και την αρχαιότητα ενός εκάστου των υποψηφίων.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Την πιο πάνω σύσταση έλαβε ξανά υπόψη η Ε.Δ.Υ. μεταξύ των άλλων κριτηρίων για επαναπροαγωγή του ε.μ. Στην απόφαση της αναφέρει τα εξής:
«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ Παύλος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 1.5.93 ημερομηνία που ίσχυε η προαγωγή η οποία ακυρώθηκε.»
Ακολουθούν εξηγήσεις για την πιο πάνω κατάληξη, που δεν το θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω αφού το πιο πάνω απόσπασμα περιέχει την ουσία της απόφασης της Ε.Δ.Υ.
Εξέτασα τον ισχυρισμό του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών στην 686/03 για παραβίαση του δεδικασμένου και έχω καταλήξει, χωρίς κανένα δισταγμό, να συμφωνήσω με το συνήγορο. Τόσο ο Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. έχουν τώρα προβεί σε διαπιστώσεις εντελώς αντίθετες από αυτές του δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1021/01 και 57/02.
Ο Διευθυντής αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την απόφαση του δικαστηρίου ότι «όσοι υποψήφιοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εξαίρετοι». Όμως δεν ήταν έτσι απλά η απόφαση του δικαστηρίου. Η απόφαση ήταν ότι δεν δικαιολογείτο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. «ότι το ε.μ. υπερέχει γενικά όλων των άλλων υποψηφίων» και προχώρησε να πει «ότι αντίθετα υστερεί», στους τομείς που καθόρισε.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι ο λόγος αυτός ευσταθεί και είναι αρκετός για να οδηγήσει σε επιτυχία της προσφυγής όσον αφορά τους αιτητές στην 686/03, χωρίς την ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι νομικοί λόγοι.
Ενόψει του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός για παράβαση του δεδικασμένου που προβάλλει ο αιτητής στην 699/03 έχει απορριφθεί, θα πρέπει να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι.
Με τον πρώτο νομικό λόγο, όπως αυτός διατυπώνεται στη γραπτή του αγόρευση, ο αιτητής διατείνεται ότι το ε.μ. στερείτο ενός από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ότι η περί του αντιθέτου απόφαση της Ε.Δ.Υ., οφείλεται σε παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και σε πραγματική ή πιθανή πραγματική πλάνη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι εσφαλμένα έκρινε η Ε.Δ.Υ. ότι το ε.μ. ικανοποιεί το 2ο από τα απαιτούμενα προσόντα δηλαδή να έχει «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της κτηνιατρικής επιστήμης». Βασίστηκε ο αιτητής στην ίδια την αίτηση του ε.μ. ημερ. 1/2/03. Εκεί το ε.μ. επικαλείται την κατοχή του εν λόγω προσόντος, βασιζόμενος στο ακόλουθο πιστοποιητικό:
«Τhis is to Certify that
PAVLOS ARTEMIOU ECONOMIDES
completed a course of instruction in
BACTERIOLOGY
from January 1966 to October 1966
provided by the Bristish Government as
part of its Technical Assistance Programme
Date: October 1966 Minister of Overseas Development"
Είναι η θέση του αιτητή ότι σύμφωνα με το πιο πάνω πιστοποιητικό αποδεικνύεται ότι το ε.μ. συμπλήρωσε απλώς σειρά μαθημάτων «σε μη επιστημονικό ίδρυμα για 10 μήνες». Γιαυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί κάτοχος του απαιτούμενου προσόντος της παραγρ. (2) του σχεδίου υπηρεσίας. Υποστηρίζουν ότι η φράση «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» θα πρέπει αυτονόητα να προνοεί (α) μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά από επιτυχή δοκιμασία σε εξετάσεις (β) να αποκτήθηκε μετά από κάποιου είδους φοίτηση (γ) ότι η εκπαίδευση έγινε και ο τίτλος αποκτήθηκε από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό πανεπιστημιακό ίδρυμα και όχι σε μη εκπαιδευτικό (δ) ότι η εκπαίδευση ήταν συνεχής και όχι διακοπτόμενη και (ε) η εκπαίδευση να ήταν τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ε.μ. ήταν ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» και όχι «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο αναγνωρισμένο από πανεπιστημιακό ίδρυμα» και ότι η ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας και αξιολόγηση προσόντων είναι έργο της Ε.Δ.Υ.
Ήδη ανάφερα ότι το σχέδιο υπηρεσίας μιλά για «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός ακαδημαϊκού έτους». Συμφωνώ με το συνήγορο του ε.μ. ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας είναι κατ' αρχή στην Ε.Δ.Υ. (βλ. Φιλίππου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Τσιακουρή ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. υποθ. αρ. 966/99, ημερ. 8/12/02).
Στη δική μας όπως περίπτωση δε φαίνεται να έγινε έρευνα κατά πόσο η παρακολούθηση μαθημάτων στη βρετανική κυβέρνηση μέσα στο πλαίσιο προγράμματος παροχής τεχνικής βοήθειας (α) μπορεί να θεωρηθεί ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» και (β) κατά πόσο η περίοδος από το Γενάρη του 1966 ως τον Οκτώβρη του 1966 θεωρείται «ακαδημαϊκό έτος». Συνήθως, το ακαδημαϊκό έτος αρχίζει το Σεπτέμβριο μέχρι το Μάϊο. Με αυτή την παρατήρηση, δεν αποφαίνομαι ότι δεν αποτελούσε η πιο πάνω παρακολούθηση μαθημάτων «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» με την έννοια του σχεδίου υπηρεσίας. Η ουσία της απόφασης μου είναι ότι δε φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε ή η δέουσα έρευνα στο θέμα αυτό.
Άλλος λόγος που προβλήθηκε από τον αιτητή στην 699/03 (και αναπτύσσεται στις παραγρ. 4 και 5 της αγόρευσης του), είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία. Εξηγεί ότι δε φαίνεται να συγκρίθηκε ο ίδιος με το ε.μ.
Αρχίζοντας από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, κρίνω ότι ορθά αυτός δεν ασχολήθηκε με τον αιτητή αφού ο τελευταίος δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Όμως η Ε.Δ.Υ. όφειλε να ασχοληθεί, αφού η επίδικη θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ο αιτητής ήταν υποψήφιος στη θέση αυτή. Στο σχετικό πρακτικό η μόνη αναφορά που γίνεται στον αιτητή, είναι ότι ικανοποιεί τώρα τα απαιτούμενα προσόντα (σε αντίθεση με τη θέση που είχε εκφράσει η Ε.Δ.Υ. στην προηγούμενη διαδικασία που ακυρώθηκε με την προσφυγή 1021/01) και τίποτε άλλο. Γιαυτό και πιο πάνω έκρινα ότι υπάρχει συμμόρφωση με την εν λόγω απόφαση. Τίποτε όμως δεν αναφέρεται για τον αιτητή. Χειρίστηκε το θέμα η Ε.Δ.Υ. ωσάν να ήταν υποψήφιοι μόνο από τη Δημόσια Υπηρεσία κάτω από το σκέλος του σχεδίου υπηρεσίας ότι είναι θέση προαγωγής. Απουσιάζει εντελώς η αιτιολογία γιατί ο αιτητής ο οποίος στην αίτηση του δίνει αρκετά στοιχεία των προσόντων και πείρας του, δε θα μπορούσε να επιλεγεί. Καταλήγω λοιπόν ότι επιτυγχάνει και αυτή η προσφυγή.
Ως αποτέλεσμα οι προσφυγές 686/03 και 699/03 επιτυγχάνουν με έξοδα, τα οποία να καταβληθούν εξίσου από την Κυπριακή Δημοκρατία και το ε.μ. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς