ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 497/2005)

 

21 Νοεμβρίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΔΡΥΑΔΗΣ,

Αιτητής,

 

ν. 

 

1. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

            2. ΔΙΟΙΚΟΥΣΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ε.Τ.Ε.Κ.,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 8/7/2005

 

Γ. Γιωργαλλής, εκ μέρους του Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

 

Κ. Κενεβέζος, εκ μέρους Τ. Παπαδόπουλος & Σία, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής καταχώρισε στις 6/5/2005 την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας την εγκυρότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση της 28/3/2005 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για την εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου στον κλάδο της Ηλεκτρολογικής Μηχανικής.

 

Τόσο η προσφυγή όσο και μια αίτηση ημερομηνίας 2/6/2005, που καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή (για τη διαγραφή της εμφάνισης του δικηγορικού γραφείου "Τάσσος Παπαδόπουλος & Σία" γιατί ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν έχει ανανεώσει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος, δεν εμφανίζεται στα Δικαστήρια και δεν ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα και αφού αυτός διορίζει τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν θα μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος), είχαν οριστεί για οδηγίες στις 4/7/2005, στις 8.45 π.μ. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία είχε εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, χωρίς οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους του αιτητή. Το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

"4 Ιουλίου 2005

 

Αίτηση ημερομηνίας 22/6/2005

 

Για τον Αιτητή:  Ουδεμία εμφάνιση.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: δ. Τ. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλος & Σία.

-----------------------------

 

Δικαστήριο: Είχε φωναχθεί ο δικηγόρος του αιτητή στις 9.05 π.μ. και δεν ήταν παρών. Ανέβαλα την εξέταση της αίτησης για αργότερο στάδιο. Η ώρα τώρα είναι 9.27 π.μ. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους του αιτητή. Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Προσφυγή 497/05

 

Δικαστήριο: Η προσφυγή είχε οριστεί σήμερα στις 8.45 π.μ. Ο δικηγόρος του αιτητή είχε φωναχθεί στις 9.05 π.μ. και δεν ήταν παρών. Η ώρα τώρα είναι 9.27 π.μ.

 

δ. Κουντουρή: Παρακαλώ να απορριφθεί η προσφυγή με έξοδα.

 

Δικαστήριο: Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ."

 

 

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την επαναφορά της προσφυγής. Προς υποστήριξη της αίτησης επισυνάφθηκε ένορκη δήλωση της δικηγορίνας Σπυρούλας Ιάσονος, η οποία θα εμφανιζόταν εκ μέρους του αιτητή, στην οποία επεξηγούνται οι λόγοι της μη παρουσίας της στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 4/7/2005. Πιο συγκεκριμένα η πιο πάνω δικηγορίνα αναφέρει ότι το πρωϊ της 4/7/2005 είχε μεταβεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για να εμφανιστεί στην υπ' αρ. 3675/2005 αγωγή, στην οποία θα δηλωνόταν στις 8.15 π.μ. εξώδικος συμβιβασμός. Όμως λόγω της καθυστέρησης προσέλευσης του αντίδικου δικηγόρου, καθυστέρησε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της παρούσας προσφυγής. Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμέλεια ή παράλειψη εκ μέρους της και ότι η μη προσέλευση της στο Ανώτατο Δικαστήριο οφειλόταν στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη διαδικασία της πολιτικής αγωγής 3675/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προσθέτοντας ότι είχε την εντύπωση "ότι έστω και στην απουσία του δικηγόρου του αιτητή το Σεβαστό Δικαστήριο θα έδινε οδηγίες στους καθ'ων η αίτηση όπως καταχωρήσουν ένσταση, πρακτική η οποία συνηθίζεται".

 

Οι καθ'ων η αίτηση ενίστανται στην αποδοχή της αίτησης ισχυριζόμενοι μεταξύ άλλων ότι ο αιτητής επέδειξε αδιαφορία στην προώθηση της προσφυγής του, ότι με την ένορκη δήλωση δεν αποδεικνύεται σοβαρό ενδεχόμενο επιτυχίας της προσφυγής και ότι υπερέχει η ανάγκη για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση απέσυρε την ένστασή του, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν είχε οποιαδήποτε ένσταση για την επαναφορά της προσφυγής.

 

(β) Η νομική πλευρά.

Η αίτηση για την επαναφορά της προσφυγής βασίζεται στο άρθρο 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Διαδικαστικός Κανονισμός του 1975) το οποίο προνοεί ότι,

 

"Ο κατά την ημέραν της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού ισχύων εν τη Δημοκρατία περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός θα εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και εφ' όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός εάν το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει."

 

 

Οι αντίστοιχες πρόνοιες των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας περιέχονται στη Διαταγή 26, θεσμός 14, η οποία προνοεί ότι,

 

"Any judgment by default, whether under this order or under any order of these rules, may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as to costs or otherwise as the Court may think fit."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

 

"Οποιαδήποτε απόφαση κατόπιν παράλειψης είτε σύμφωνα με αυτή τη διάταξη ή κάτω από οποιαδήποτε άλλη των κανονισμών αυτών, μπορεί σε κατάλληλη περίπτωση να παραμεριστεί από το Δικαστήριο κάτω από τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα, ή όπως κρίνει το Δικαστήριο."

 

 

Οι αρχές οι οποίες καθορίζουν την αποδοχή επαναφοράς μιας απορριφθείσας προσφυγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, συνδέονται άμεσα με τις αρχές οι οποίες καθορίζουν την αποδοχή επαναφοράς μιας απορριφθείσας έφεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 35, θεσμός 13.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 35, θεσμός 13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών,

 

"If when the appeal is called on for hearing the respondent appears and the applicant does not, the appeal may, on the application of the respondent, be dismissed or otherwise dealt with as the Court of Appeal may think right."

 

 

 

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

 

"Αν κατά το χρόνο που είναι ορισμένη η ακρόαση ο εφεσίβλητος εμφανίζεται και ο εφεσείων όχι, η έφεση μπορεί, κατόπιν αίτησης του εφεσιβλήτου να απορριφθεί ή το Εφετείο μπορεί να την χειριστεί όπως ήθελε θεωρήσει δίκαιο."

 

 

Ο πιο πάνω θεσμός έχει τροποποιηθεί στις 27/11/98 με την προσθήκη πρόβλεψης για επαναφορά έφεσης που έχει απορριφθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι η μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται "σε λόγο πέραν των δυνάμεων του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί".

 

Οι νομολογιακές αρχές που καθορίζουν τις προεκτάσεις επαναφοράς μιας δικαστικής διαδικασίας εφαρμόζονται τόσο στις περιπτώσεις απορριφθεισών προσφυγών όσο και εφέσεων.

 

Τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αίτηση παραμερισμού μιας δικαστικής απόφασης οριοθετήθηκαν στην υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:

 

"In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice: The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments. If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Megaw L.J. in Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d)).

 

The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment."

 

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

 

"Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφάλισης ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη. Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ' όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία. Αν επιτραπεί σε ένα διάδικο εύκολα να επανανοίγει την υπόθεσή του η σφραγίδα της τελεσιδικίας με όλες τις συνέπειες που επιφέρει, και η βεβαιότητα που ενέχει στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων, θα εξαφανισθούν με σοβαρές συνέπειες στην απονομή της δικαιοσύνης. (Βλ. παρατηρήσεις του Λόρδου Δικαστή Megaw L.J. στην Lambert v. Mainland Market (1977) 2 All E.R. 826, 833).

 

Το αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει σπουδή να αποστερήσει διάδικο να τύχει ακρόασης στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση αν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το Δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης."

 

 

Τα Δικαστήρια όταν εξετάζουν αιτήσεις επαναφοράς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη εξισορρόπησης αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί και αφετέρου την ανάγκη για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Μούγης ν. Σπανούδη (1996) 1 ΑΑΔ 997,

 

"Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988)."

 

 

Οι παραλείψεις του δικηγόρου ή μελών του δικηγορικού του γραφείου, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψη μιας έφεσης, δεν συνιστούν λόγο που θα δικαιολογούσε την επαναφορά μιας απορριφθείσας έφεσης. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας ((2001) 3 Α.Α.Δ. 1134) η αίτηση επαναφοράς της έφεσης βασίστηκε στο ότι "για την ετοιμασία περιγράμματος ήταν αναγκαία η διαβούλευση και/ή συνεννόηση με τον εφεσείοντα-αιτητή. Λόγω όμως του γεγονότος ότι ο εφεσείων διαμένει από κάποιο χρόνο μόνιμα στο εξωτερικό, δεν κατέστη δυνατό να γίνει η αναγκαία συνάντηση και/ή διαβούλευση και έτσι ο χρόνος για καταχώριση περιγράμματος παρήλθε εκ παραδρομής και/ή λάθους του γραφείου μας". Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "σφάλματα ή παραλείψεις του δικηγόρου ή του προσωπικού του γραφείου του δεν είναι δυνατό να ταξινομηθούν ως λόγοι «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα» ώστε να δικαιολογείται η επαναφορά έφεσης", αποφάνθηκε ότι η αίτηση για επαναφορά έπρεπε να απορριφθεί.

 

Στην υπόθεση Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας ((2000) 3 Α.Α.Δ. 191) οι εφέσεις απορρίφθηκαν λόγω παράλειψης καταχώρισης εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας της γραπτής της αγόρευσης. Στην αίτηση για επαναφορά της έφεσης υποβλήθηκε με την επισυναφθείσα ένορκη δήλωση ότι,

 

     "Δυστυχώς λόγω κάποιου εσωτερικού λάθους και/ή ασυνεννοησίας και/ή από παραδρομή δεν σημειώθηκε η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσης της πλευράς μας και ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίφθηκε."

 

 

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το λάθος που παρατηρήθηκε δεν μπορούσε με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση να δικαιολογήσει την επαναφορά της έφεσης, τονίζοντας ότι "μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού" και υποδεικνύοντας ότι η φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα" στην επιφύλαξη του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, Κανονισμού 13(ε) δεν μπορεί παρά να σημαίνει, "εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο εκτός ελέγχου".

 

Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο συνιστά μια σοβαρή ευθύνη που σχετίζεται άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Δημητρíου ν. Υπουργεíου Οικονομικών (Προσφυγή αρ. 979/92 της 29/11/2002),

 

"Παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία δεν είναι θέμα απλής τυπικότητας, αλλά θέμα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης."

 

 

Όμως όταν η μη εμφάνιση του δικηγόρου οφείλεται σε απρόβλεπτο ατύχημα, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επαναφέρει την έφεση. Στην υπόθεση Επí τοις αφορώσι την αíτηση της εταιρεíας DEUX L DESIGNS LTD για την έκδοση Certiorari (Π.Ε. 10814 της 16/1/2002) η έφεση απορρίφθηκε λόγω παράλειψης της εφεσείουσας να εμφανιστεί κατά την ακρόαση της έφεσης που ήταν ορισμένη στις 9.30 π.μ. Στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης, με ένορκη δήλωση της δικηγορίνας που θα εμφανιζόταν, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι καθοδόν προς το Δικαστήριο, γύρω στις 9.00 π.μ., εξερράγη το ελαστικό του μπροστινού δεξιού τροχού με αποτέλεσμα το όχημα της δικηγορίνας να ακινητοποιηθεί. Η ίδια κατέβαλε προσπάθειες να επικοινωνήσει με άλλο μέλος του δικηγορικού της γραφείου, χωρίς επιτυχία. Η έλλειψη γνώσεων σχετικά με την αλλαγή του τροχού την ανάγκασε να ζητήσει τη βοήθεια τρίτου προσώπου για την αντικατάσταση του ελαστικού. Η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε χρονοβόρα με άμεσο αποτέλεσμα όταν είχε φθάσει στο Δικαστήριο, γύρω στις 10.40 π.μ., να πληροφορηθεί ότι η έφεση είχε ήδη απορριφθεί. Οι καθ'ων η αίτηση έφεραν ένσταση για την επαναφορά της έφεσης, χωρίς να αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, προβάλλοντας όμως τον ισχυρισμό ότι η δικηγορίνα θα μπορούσε να είχε γνωστοποιήσει την αδυναμία προσέλευσής της στο Πρωτοκολλητείο. Το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "το κώλυμα πρέπει να είναι υπαρκτό και εξ αντικειμένου να θεμελιώνει την προκύπτουσα αδυναμία προσέλευσης στο δικαστήριο", αποφάνθηκε ότι το συμβάν "συνιστούσε ατύχημα το οποίο την άφησε στη σκηνή για απρόβλεπτους λόγους, παρεμβάλλοντας εμπόδια στην εμφάνιση της στο Δικαστήριο. Το ότι ήταν θεωρητικά ενδεχόμενο να επινοήσει και άλλους τρόπους γνωστοποίησης της αδυναμίας της να εμφανιστεί στο δικαστήριο δεν αποκαλύπτει αδιαφορία για την εμφάνιση της", αφού "χαρακτηριστικό της ταραχής είναι η αμηχανία που πολλές φορές καθηλώνει σε αδράνεια".

 

Όταν ο δικηγόρος αποσύρει μια προσφυγή λόγω λάθους δεν μπορεί αργότερα να επικαλεσθεί το λάθος για την επαναφορά της προσφυγής. Στην προσφυγή Δημητριάδου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 337/2001 της 30/4/2002) ο δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε ότι "Ζητώ άδεια να αποσύρω την προσφυγή χωρίς έξοδα".  Δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους των δικηγόρων των καθ'ων η αίτηση και το Δικαστήριο σημείωσε ότι "Η προσφυγή αποσυρθείσα απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα". Εικοσιδύο μέρες αργότερα ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε με σχετική αίτηση την επαναφορά της προσφυγής γιατί η επιθυμία της αιτήτριας ήταν να αποσυρθεί η προσφυγή εναντίον μόνο ενός ενδιαφερόμενου μέρους και εκ παραδρομής δηλώθηκε ότι η προσφυγή "αποσύρεται εξ ολοκλήρου". Το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "το λάθος, η αμέλεια και η παράλειψη του δικηγόρου δεν μπορεί να αποτελέσει για το διάδικο λόγο για την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών" και αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί του θέματος (βλ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 402, Τουβλοποιεία Παλαικύθρου «Γίγας» Λτδ ν. Ουστά (αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 109, Κραμβής ν. Δημοκρατίας (1989)            3 Α.Α.Δ. 100, Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151) αποφάνθηκε ότι δεν εδικαιολογείτο η επαναφορά της προσφυγής.

 

Στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (πιο πάνω),  η έφεση απορρίφθηκε λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε εμφάνισης εκ μέρους του εφεσείοντος. Στη σχετική αίτηση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή για την επαναφορά της έφεσης η έλλειψη εμφάνισης αποδόθηκε "σε λάθος ή παρεξήγηση" του δικηγόρου, χωρίς οποιαδήποτε άλλη επεξήγηση. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "η παρεξήγηση ή το λάθος του δικηγόρου, που καλά καλά δεν μας εξηγήθηκε, δεν αποτελεί εδώ πειστικό λόγο ότι είναι «πρέπον» να διατάξουμε επαναφορά της αίτησης", απέρριψε την αίτηση.

 

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι η έλλειψη εμφάνισης εκ μέρους του αιτητή οφειλόταν σε κακό προγραμματισμό των δικαστικών υποχρεώσεων του δικηγορικού γραφείου του αιτητή. Η επιλογή της δικηγορίνας του αιτητή να παρουσιαστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο σε άλλη υπόθεση και η παράλειψή της να εμφανιστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο από τις 8.45 π.μ. μέχρι τις                 9.27 π.μ., ήταν ο λόγος που οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής. Η πιο πάνω επιλογή της δικηγορίνας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρισκόταν πέραν των δυνάμεων του αιτητή ή των δικηγόρων του, σε βαθμό που θα δικαιολογούσε επαναφορά της αίτησης. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221,

 

"Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα" που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στη συνήθη ανθρώπινη λειτουργία."

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όπως έχει επίσης τονισθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698,

 

"Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της."

 

 

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η αίτηση απορρίπτεται. Έχοντας υπόψη ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση δεν έφερε ένσταση στην επαναφορά της προσφυγής, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο