ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 890

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1012/2005)

 

18 Νοεμβρίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NEBOJSA MICOVIC,

 

Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ  ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο λόγω των ταραχών στη χώρα του, την, τότε, Γιουγκοσλαβία, στις 14.7.1998. Σε κάποιο στάδιο εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία, ύστερα από κάποιες παρατάσεις, έληξε στις 10.4.2005.

 

Διαμένει στη Λεμεσό, μαζί με τη γυναίκα του και τις δύο του θυγατέρες, ηλικίας τώρα 9 και 13 χρόνων, σε ιδιόκτητη κατοικία που αγόρασε ύστερα από σχετική έγκριση του Επάρχου Λεμεσού. Απασχολείται ως λιθογράφος σε εταιρεία στη Λεμεσό. Τα δύο του παιδιά, που μιλούν απταίστως την ελληνική, φοιτούν σε δημοτικό σχολείο.

 

Η Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια»), μετά την απόρριψη της αίτησής του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας, εξέδωσε στις 27.8.2005 διάταγμα κράτησης και απέλασής του. Την ίδια ημέρα ο αιτητής συνελήφθη και  έκτοτε κρατείται.

 

Με την παρούσα προσφυγή αξιώνει ακύρωση της απόφασης για απέλασή του, καθώς επίσης και του διατάγματος κράτησης. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί, από τη μια, στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, ενώ από την άλλη, υπάρχει παραβίαση νομοθετικών προνοιών. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ξεκαθάρισε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ότι η αναφορά του στην παραβίαση νομοθετικών προνοιών, ουσιαστικά περιορίζεται σε  ισχυρισμό για κατάχρηση εξουσίας, αφού η Διευθύντρια παρέλειψε να εφαρμόσει την Οδηγία 2003/109/ΕΚ.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση, απαντώντας στα επιχειρήματα του αιτητή, προβάλλουν, από τη μια, το δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής αλλοδαπών στην Kύπρο, γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και από την άλλη, το γεγονός ότι η πιο πάνω οδηγία δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο.

 

Η Οδηγία 2003/109/ΕΚ, η οποία αφορά το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες σε χώρα μέλος της ΄Ενωσης, τέθηκε σε ισχύ την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, στις 23.1.2004. Για ενσωμάτωσή της στην έννομη τάξη των κρατών μελών, δόθηκε προθεσμία δύο ετών. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ακόμα συμμορφωθεί.

 

Σκοπός της Οδηγίας είναι όπως σε άτομα που έχουν νόμιμη διαμονή σε κράτος μέλος για περίοδο πέντε ετών, θα πρέπει να χορηγείται σύνολο δικαιωμάτων, κατά το δυνατό, παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των υπηκόων των μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Οι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να απολάβουν ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση και η προστασία αυτή βασίζεται σε κριτήρια που αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 16 του προοιμίου της Οδηγίας).

 

Η Οδηγία προνοεί και για την ανάκληση ή απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, αλλά και την προστασία από απέλαση, η οποία επιτρέπεται αποκλειστικά όταν αυτή συνιστά ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας (άρθρο 12(1) της Οδηγίας). Σύμφωνα με το άρθρο 12(3), πριν ληφθεί απόφαση απέλασης επί μακρόν διαμένοντος, το κράτος μέλος λαμβάνει υπ΄ όψιν τη διάρκεια της διαμονής του, την ηλικία του, τις επιπτώσεις γι΄αυτόν και τα μέλη της οικογένειάς του και τέλος τους δεσμούς με τη χώρα διαμονής ή την απουσία δεσμών με τη χώρα καταγωγής του.

 

΄Οπως είδαμε, η Οδηγία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα στο εθνικό μας δίκαιο και συνεπώς δεν έχει ακόμα τυπική ισχύ. Χρήζει όμως εξέτασης αν και σε ποιό βαθμό, οι πρόνοιές της επηρεάζουν την παρούσα υπόθεση.

 

Το κράτος δεν υπέχει υποχρέωση να επιτρέψει την είσοδο ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του. Αντίθετα, έχει δικαίωμα να απελαύνει οποιονδήποτε αλλοδαπό (Tabalo v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 2353). Η ευρεία εξουσία του κράτους για απέλαση αλλοδαπών συνάδει με την κυριαρχία του κράτους. Η εξουσία αυτή δεν είναι απόλυτη. Πρέπει να ασκείται με καλή πίστη. Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση (Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo and Another v. The Republic and Others (1988) 3 C.L.R. 976 και Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301).

 

Οι Οδηγίες εκδίδονται προς υλοποίηση των σκοπών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Είναι δεσμευτικές ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, άνκαι, αφήνουν στις αρχές του κράτους μέλους την επιλογή του τύπου και των μεθόδων (΄Αρθρο 249 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης).

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη πλήρες μέλος της ΄Ενωσης  από την 1.5.2004. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου 35(ΙΙΙ) του 2003, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης.

 

Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), φαίνεται να ενθαρρύνει την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα των Οδηγιών, άνκαι αρνήθηκε να επιτρέψει την άμεση οριζόντια επιβολή τους. Παροτρύνοντας τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο με τρόπο συνάδοντα με τις Οδηγίες, το ΔΕΚ αποπειράθηκε να εξασφαλίσει ότι παρά την απουσία κανονικής ενσωμάτωσης σε εθνικό επίπεδο, οι Οδηγίες θα πρέπει να  έχουν κάποια αποτελεσματικότητα (βλέπε Paul Graig και Grainne de Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, Second Edition, Oxford University Press, 1998, σελ. 198).

 

Στην υπόθεση 14/83, Von Colson and Kamann v. Land Nordrhein-Westfalen [1984] ECR 1891, [1986] 2 CMLR 430, αναφέρεται ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου και ιδιαίτερα των προνοιών του που εισήχθηκαν ειδικά, με σκοπό την υλοποίηση συγκεκριμένης Οδηγίας, θα πρέπει να γίνεται υπό το φως της διατύπωσης και του σκοπού της, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 189 της Συνθήκης.

 

Το ΔΕΚ ρητά αναγνωρίζει τα εθνικά δικαστήρια ως όργανα του κράτους τα οποία είναι υπεύθυνα για την τήρηση των κοινοτικών υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, καλούνται τα δικαστήρια να συμπληρώνουν το έργο του εθνικού νομοθέτη με το να ερμηνεύουν την εσωτερική νομοθεσία κατά τρόπο συμβατό με τις απαιτήσεις της Οδηγίας.

 

Στην απόφαση 80/86, Criminal proceedings against Kolpinghuis Nijmegen BV [1987] ECR 3969, [1989] 2 CMLR 18,  το δικαστήριο απαντώντας το ερώτημα κατά πόσο οι πρόνοιες μη ενσωματωθείσας Οδηγίας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το κράτος εναντίον των υπηκόων του και κατά πόσο το εθνικό δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ή του επιτρεπόταν να ερμηνεύσει τον υφιστάμενο εθνικό νόμο υπό το φως της Οδηγίας, αφού επανέλαβε την απόφαση του στην υπόθεση Von Colson, ανωτέρω, κατέληξε ότι κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας το δικαστήριο κράτους μέλους, καλείται να ερμηνεύσει τη νομοθεσία αυτή μέσα στο πνεύμα της διατύπωσης και του σκοπού της Οδηγίας, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα της τρίτης παραγράφου του ΄Αρθρου 189 της Συνθήκης, αλλά μια Οδηγία δεν μπορεί από μόνη της και ανεξάρτητα από νόμο που υιοθετήθηκε με σκοπό την υλοποίησή της, να έχει ισχύ να καθορίζει ή να επιδεινώνει την ποινική ευθύνη προσώπων που ενήργησαν κατά παράβαση των προνοιών της Οδηγίας αυτής.

 

Από την υπόθεση C-106/89, Marleasing SA v. La Comercial Internacionale de Alimentacion SA [1990] ECR 1-4135, [1992] 1 CMLR 305 προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία, είτε αυτή είναι προγενέστερη, είτε μεταγενέστερη Οδηγίας, κατά το δυνατόν, υπό το φως της διατύπωσης και του σκοπού της Οδηγίας, με στόχο την επίτευξη του αποτελέσματος που η Οδηγία επιδιώκει. Σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα Van Gerven στην ίδια υπόθεση, (βλέπε Ν.69, 4146) η υποχρέωση ερμηνείας μιας πρόνοιας του εθνικού δικαίου με τρόπο συνάδοντα με την Οδηγία, προκύπτει οποτεδήποτε η συγκεκριμένη πρόνοια είναι σε κάποιο βαθμό ανοικτή προς ερμηνεία. Υπό τις περιστάσεις αυτές το εθνικό δικαστήριο, θα πρέπει, εφαρμόζοντας τις συνήθεις μεθόδους ερμηνείας του δικού του νομικού συστήματος, να παρέχει προτεραιότητα στη μέθοδο η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την εθνική πρόνοια, με τρόπο συνάδοντα με την Οδηγία.

 

Η πιο πάνω υπόθεση επιβεβαίωσε πρώτα ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί, κατά την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, σε υπόθεση μεταξύ ιδιωτών, να βασιστεί σε μη ενσωματωθείσα ακόμα οδηγία και δεύτερο, ότι αυτό γίνεται ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η εθνική νομοθεσία προηγείται χρονολογικά της Οδηγίας. Η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα εισηγείται ότι, άνκαι αυτό ουσιαστικά είναι ένα θέμα του εθνικού δικαίου και των εθνικών αρχών ερμηνείας, η πηγάζουσα από τη Συνθήκη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να λαμβάνουν όλα τα δυνατά μέτρα προς συμμόρφωση με το Κοινοτικό Δίκαιο, περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια, που, άλλως, θα είχαν κάτω από την εθνική νομοθεσία μόνο.

 

Με ένα παρόμοιο θέμα ασχολήθηκε το ΔΕΚ και στην υπόθεση C-129/96, Inter-Environnement Wallonie ASBL ν. Région wallonne, απόφαση ημερ. 18.12.1997, όπου αποφασίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος. Στην ίδια απόφαση υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος, συνιστά επιτακτική υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από το ΄Αρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης. Την εν λόγω υποχρέωση λήψης κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου υπέχουν όλες οι αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (αποφάσεις της 13ης   Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Μarleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8).

 

Στην παρούσα υπόθεση οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν την απέλαση του αιτητή με την αιτιολογία ότι είχε ήδη συμπληρώσει τέσσερα χρόνια διαμονής στην Κύπρο, που, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι η μέγιστη περίοδος παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο. Κατ΄ αρχάς δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία κατά τους ισχυρισμούς των καθ΄ ων η αίτηση, περιορίζει το χρόνο παραμονής. Δεν παρέχεται ούτε η ημερομηνία, ούτε ο αριθμός της απόφασης, ούτως ώστε να μπορεί να ελεγχθεί το περιεχόμενο της και κατ΄ επέκταση η εγκυρότητα της αιτιολογίας. Ακόμα, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής αιτιολογία της ληφθείσας απόφασης.

 

Περαιτέρω, εν όψει της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως προσπάθησα να εκθέσω πιο πάνω, οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπ΄ όψιν και να προβούν σε δέουσα έρευνα των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, μέσα στο πνεύμα της Οδηγίας 203/109/ΕΚ. Ο αιτητής φαίνεται να ανήκει στην κατηγορία των ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επί μακρόν διαμένοντες.

 

Παρ΄ όλον ότι, όπως είδαμε, η Οδηγία δεν έχει, ακόμα, ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο, εν τούτοις, προκύπτει ότι οι Οδηγίες διαθέτουν κάποιας μορφής αποτελεσματικότητα, ακόμα και πριν τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσής τους. Είμαι της γνώμης ότι η Διευθύντρια είχε την υποχρέωση να ερμηνεύσει την υφιστάμενη νομοθεσία μέσα στο πνεύμα της διατύπωσης και του σκοπού της Οδηγίας. Μια τέτοια έρευνα δεν έγινε από τη Διευθύντρια η οποία δεν φαίνεται να απασχολήθηκε καθόλου με αυτή την πτυχή (βλέπε και Dejic v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 371/2005, ημερ. 26.7.2005).

 

΄Ετσι, καταλήγω ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και λόγω παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας.

 

H προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο