ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 807

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                     

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 975/2003)

 

20 Οκτωβρίου, 2005

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΡΙΣΤΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

           1.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ  ΚΑΙ  ΕΡΓΩΝ,

                      ΤΜΗΜΑ  ΟΔΙΚΩΝ  ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

           2.  ΑΡΧΗΣ  ΑΔΕΙΩΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι:-

 

"... η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η Αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση με ημερομηνία 21.7.2003, η οποία παραδόθηκε προσωπικά στον αιτητή κατά ή περί την 1.9.2003, και με την οποία τερματίστηκε η ισχύς και/ή ανακλήθηκε η επαγγελματική άδεια οδηγού του αιτητή, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

 

 

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εκτίθενται στην ένσταση και δεν αμφισβητούνται, ο αιτητής, κάτοχος Επαγγελματικής ΄Αδειας Οδηγού, (η «άδεια»), από το 1995 και κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγός ταξί, εξασφάλισε, στις 16/5/2001, πιστοποιητικό φυσικής ικανότητας και, στις 21/5/2001, πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με σκοπό την ανανέωση της άδειάς του, η οποία και ανανεώθηκε από 22/5/2001 μέχρι 3/6/2004.  Ακολούθως, στις 21/7/2003, ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, (ο «Διευθυντής»), ανακάλεσε την ισχύ της, για το λόγο ότι ακυρώθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας το πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου του, ως αποτέλεσμα καταδίκης του για το αδίκημα της άρνησης παροχής δείγματος εκπνοής για έλεγχο.

 

Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει διάφορους νομικούς λόγους.  Επικαλείται παραβίαση του Νόμου και των Κανονισμών, υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, έλλειψη δέουσας ή επαρκούς έρευνας, παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης και, τέλος, ισχυρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει τα ΄Αρθρα 25 και 28 του Συντάγματος.

 

Ήταν η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι εσφαλμένα οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν σε ανάκληση της άδειας του αιτητή, χωρίς προηγουμένως να του δοθεί η ευκαιρία να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του.  Οι πρόνοιες, εισηγείται, του ΄Αρθρου 8(3) των περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμων του 1989 μέχρι 2001, (Ν. 225/89 και 148(Ι)/2001), (ο «Νόμος»), έρχονται σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και/ή παραβιάζουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.  Τα αδικήματα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας και της άρνησης παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για έλεγχο, δε δικαιολογούσαν την ακύρωση του πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου του.  Η ανάκληση της άδειάς του, χωρίς προηγουμένως να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, συνιστά, επίσης, περιορισμό του δικαιώματος εργασίας, αφού το λευκό ποινικό μητρώο δεν αποτελεί επαγγελματικό προσόν αλλά μόνο αποδεικτικό στοιχείο σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και δεν μπορεί να συνδέεται με την ικανότητα ή την κατάρτιση του αιτητή να ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα.

 

Οι καθ' ων  η αίτηση, με αναφορά στους περί της Επαγγελματικής ΄Αδειας Οδηγού Κανονισμούς του 1991 μέχρι 2001, (Κ.Δ.Π. 53/1991 και Κ.Δ.Π. 445/2001), (οι «Κανονισμοί»), εισηγήθηκαν ότι το αδίκημα, για το οποίο καταδικάστηκε ο αιτητής - (άρνηση παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής) - δικαιολογούσε την απόφαση του Διευθυντή, ενόψει της πρόνοιας του ΄Αρθρου 8(3) του Νόμου.  Δεν ετίθετο ζήτημα άσκησης διακριτικής εξουσίας, για να χρειάζεται να ακούσει τον αιτητή.  

 

Το ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί, δεν είναι άλλο από το κατά πόσο ο αιτητής, ο οποίος είναι παραδεκτό ότι έχει καταδικασθεί από το Δικαστήριο για το αδίκημα των ΄Αρθρων 2, 5, 7(1)(4)(5), 8 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986, (Ν. 174/86), έπρεπε να κληθεί και να ακουστεί από το Διευθυντή, προτού αυτός του ανακαλέσει την άδεια σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 8(3)(β) του Νόμου.

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του ερωτήματος, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τις νομοθετικές διατάξεις, στη βάση των οποίων λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.  Πρόκειται για τα ΄Αρθρα 6(2)(γ) και 8(1)(2)(3)(α)(β) του Νόμου και τον Κ. 5(3)(γ)(ι)(ιι) των Κανονισμών.

 

΄Αρθρο 6(2)(γ) του Νόμου:-

«6. (2) Η άδεια χορηγείται εφόσον η Αρχή Αδειών ικανοποιηθεί, με βάση τα υποβαλλόμενα μαζί με την αίτηση στοιχεία και πιστοποιητικά, ότι ο αιτητής:

 

.............................................................................................................

 

(γ) είναι λευκού ποινικού μητρώου αν η αίτηση αφορά στη χορήγηση επαγγελματικής άδειας* για τις κατηγορίες 'Λ1', 'Λ2' και 'Τ', όπως τεκμαίρεται από σχετικό πιστοποιητικό χορηγούμενο από τον Αρχηγό Αστυνομίας:

 

Νοείται ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας υπέχει καθήκον, μετά την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου πιστοποιητικού, να ελέγχει τακτικά και να προβαίνει σε ακύρωση αυτού αν επισυμβεί οποιαδήποτε καταδίκη προσώπου λόγω της οποίας δε θα είχε το δικαίωμα να εκδώσει το εν λόγω πιστοποιητικό, ενημερώνοντας σχετικά την αρμόδια αρχή

 

........................................................................................................»

 

 

΄Αρθρο 8(1)(2)(3)(α)(β) του Νόμου:-

«8. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Αρχή Αδειών μπορεί να ανακαλεί ή αναστέλλει τη δυνάμει του άρθρου 6 χορηγούμενη άδεια για ένα οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

.................................................................................................................

 

 (2) Καμιά άδεια δεν ανακαλείται ή αναστέλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), εκτός αν δοθεί στον αδειούχο προειδοποίηση δύο εβδομάδων για τη σκοπούμενη ανάκληση ή αναστολή, στην οποία να αναφέρονται λεπτομερώς οι λόγοι της ανάκλησης ή αναστολής, και παρασχεθεί σ' αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει γραπτώς λόγους αντικρούοντες την ενέργεια αυτή.

 

(3) Η ισχύς της επαγγελματικής άδειας οδηγού ανακαλείται ή αναστέλλεται  αυτόματα* και στην ίδια έκταση αν και εφ' όσον ο κάτοχος αυτής ήθελε στερηθεί με οποιοδήποτε τρόπο -

 

(α) του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης, ή

 

(β) του πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου με βάση το οποίο του χορηγήθηκε η επαγγελματική άδεια.

 

................................................................................................................»

 

Κ. 5(3)(γ)(ι)(ιι) των Κανονισμών:-

 

«5. - (3) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (2)(δ) πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου εκδίδεται από τον Αρχηγό Αστυνομίας στο έντυπο 'Β' του Πρώτου Παραρτήματος των παρόντων Κανονισμών, αφού καταβληθεί το σχετικό τέλος που καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας και εφόσον ο αιτούμενος αυτός δεν έχει καταδικαστεί -

 

...............................................................................................................

 

 

(γ)  κατά τα τελευταία επτά χρόνια για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω έλλειψης προφύλαξης ή από απροσεξία κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα ή για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αδικήματα:

 

(i)   οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης κατά παράβαση των άρθρων 5, 6 ή 7 των περί Οδικής Ασφάλειας Νόμων του 1986 μέχρι 2000· ή

 

(ii) οδήγηση κατά παράβαση των άρθρων 7 ή 9 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 μέχρι 2001·

 

.......................................................................................................»

 

 

 

Βάση για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί η ακύρωση από τον Αρχηγό Αστυνομίας του λευκού ποινικού μητρώου του αιτητή, λόγω της καταδίκης του για το αδίκημα του ΄Αρθρου 7(1)(4)(5) του Ν. 174/86, το οποίο ρητά προβλέπεται μεταξύ των αδικημάτων που εμποδίζουν την έκδοση ή ισχύ του λευκού ποινικού μητρώου, για σκοπούς εξασφάλισης επαγγελματικής άδειας οδηγού.

 

Έχει νομολογηθεί ότι το δικαίωμα του διοικουμένου να ακούγεται πριν από την έκδοση μιας διοικητικής πράξης που τον αφορά υπάρχει στις περιπτώσεις που το προβλέπει ο Νόμος, ή όταν η επίδικη διοικητική πράξη αποτελεί, στην ουσία, επιβολή ποινής ή κυρώσεως, ή είναι τιμωρητικής ή πειθαρχικής φύσεως - (βλ. Παντελούρης ν. Υπ. Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78, 91 και Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361).

 

Στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", Τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 289, σε σχέση με το δικαίωμα του διοικουμένου να ακουστεί όταν αυτό δεν προβλέπεται από το νόμο, αναφέρονται τα εξής:-

 

«Από τα ανωτέρω προκύπτουν, επίσης, τρεις τουλάχιστον                    π ρ ο ϋ π ο θ έ σ ε ι ς  της υποχρεώσεως της προηγούμενης ακροάσεως του ενδιαφερομένου, σε περίπτωση σιωπής του νόμου.

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η διοικητική ενέργεια ή το διοικητικό μέτρο είναι  ε π ι β α ρ υ ν τ ι κ ό  για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του ιδιώτη και μάλιστα επιφέρει θετική βλάβη στα υπάρχοντα δικαιώματα ή συμφέροντά του.

 

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η βλάβη  π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι   α π ό   τ ο    ί δ ι ο  τ ο  δ ι ο ι κ η τ ι κ ό  μ έ τ ρ ο  και είναι αποτέλεσμα ασκήσεως   δ ι α κ ρ ι τ ι κ ή ς  ε υ χ έ ρ ε ι α ς  της διοικήσεως.  Αν προέρχεται απ' ευθείας από τον νόμο ως «αυτόματη» έννομη συνέπειά του, ενώ στην διοίκηση δεν απομένουν παρά «δέσμιες» ενέργειες, η προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται, γιατί είναι άσκοπη, αφού δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση της διοικήσεως*.

 

Η τρίτη προϋπόθεση είναι ότι ο ενδιαφερόμενος  δ ε ν  ε ί χ ε  ή δ η      τ η ν  ε υ κ α ι ρ ί α  να εκθέσει στην διοίκηση τις απόψεις του. ...»

 

Στην παρούσα περίπτωση, δικαίωμα να ακουστεί δεν παρέχεται από το Νόμο, ούτε είναι η προσβαλλόμενη απόφαση της φύσης που αναφέρει η νομολογία.  Αντίθετα, από το λεκτικό του ΄Αρθρου 8(3) του Νόμου, προκύπτει ότι η απόφαση του Διευθυντή προέρχεται απ' ευθείας από το Νόμο.  Ο Διευθυντής δεν είχε πεδίο άσκησης διακριτικής ευχέρειας, ώστε να εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό να ακούσει τον αιτητή.  Η ενέργειά του, μετά την καταδίκη του αιτητή και τη διαφοροποίηση της κατάστασης, σε σχέση με το ποινικό του μητρώο, ήταν δέσμια.

 

Δεν ευσταθεί, συνεπώς, ο λόγος ακυρότητας σε σχέση με παράλειψη να ακουστεί, που επικαλείται ο αιτητής.

 

Η εισήγηση ότι η ανάκληση της άδειας, ουσιαστικά, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εργασίας - (ο αιτητής ασκεί το επάγγελμα του οδηγού ταξί) - καθότι το πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου δεν αποτελεί επαγγελματικό προσόν, παρεξηγεί, πιστεύω, τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Δεν τίθεται εδώ θέμα επαγγελματικού προσόντος.  Απλά, ο αιτητής έπαυσε να πληροί βασική προϋπόθεση για κατοχή της άδειας.

 

Για τους λόγους που έχω παραθέσει, καταλήγω ότι οι λόγοι ακυρότητας που προβλήθηκαν δεν ευσταθούν.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



* Υπογράμμιση δική μου.

* Υπογράμμιση δική μου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο