ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 827

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 932/2003, 1131/2003)

 

 

20 Οκτωβρίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

(Υπόθεση Αρ. 932/2003)

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

                  2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1131/2003)

 

ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

                  2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

­­­­­­­­­­­­­­__________________________

 

Γ. Καραπατάκης,  για τον Αιτητή στην Υπόθ. Αρ. 932/2003.

 

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή στην Υπόθ. Αρ. 1131/2003.

 

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές που έχουν συνενωθεί κατόπιν σχετικού διατάγματος, ο Ιωάννης Φιλίππου και ο Τάσος Γιαννή (αιτητές) αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και του Αρχηγού Αστυνομίας (καθ'ων η αίτηση) με την οποία προήχθη αριθμός μελών της Αστυνομικής Δύναμης στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου (επίδικη θέση).

 

(α) Τα γεγονότα.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13Α(Ι) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Στην παρούσα περίπτωση υιοθετήθηκε η προαγωγική διαδικασία, η οποία διέπεται από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89). Ειδικότερα συστήθηκε Επιτροπή Αξιολόγησης (όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 5) η οποία αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων, τους αξιολόγησε με βάση τα διοικητικά τους προσόντα, τη νοημοσύνη, την κρίση και την ευθυκρισία, το αίσθημα πειθαρχίας, την απόδοση, την ενεργητικότητα, το προσωπικό κύρος και την προσωπικότητα. Στη συνέχεια, αφού συμβουλεύθηκε τον υπεύθυνο Αξιωματικό ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο αξιολογούμενος υποψήφιος, η Επιτροπή Αξιολόγησης συνέταξε έκθεση αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο στο ειδικό έντυπο που καθορίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Ακολούθως ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής Μονάδας, ανάλογα με την περίπτωση, κατάρτισε κατάλογο των προσοντούχων, ο οποίος υποβλήθηκε μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως. Το Συμβούλιο Κρίσεως το οποίο συγκροτήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7, κάλεσε τους υποψηφίους σε προφορική συνέντευξη για να εξακριβώσει το επίπεδο γνώσεων τους στα θέματα που καθορίζει η παράγραφος 2 του Κανονισμού 8. Με βάση το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και το αποτέλεσμα της συνέντευξης, το Συμβούλιο Κρίσεως αξιολόγησε και βαθμολόγησε κάθε υποψήφιο στο αναθεωρημένο ειδικό έντυπο που καθορίστηκε από τον Αρχηγό και εγκρίθηκε από τον Υπουργό. Ακολούθως ετοίμασε τον πίνακα των συστηνομένων για προαγωγή κατ' αλφαβητική σειρά, τον οποίο υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 42 υποψήφιοι μεταξύ των οποίων όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής Ιωάννης Φιλίππου. Αντίθετα, ο αιτητής Τάσος Γιαννή δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο που είχε καταρτίσει το Συμβούλιο Κρίσεως. Ο Αρχηγός με βάση τον κατάλογο αυτό και κατά κύριο λόγο τη βαθμολογηθείσα αξιολόγηση των υποψηφίων, προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη και άλλους επτά αξιωματικούς στην επίδικη θέση. Οι προαγωγές εγκρίθηκαν στη συνέχεια από τον Υπουργό.

 

(β) Παράνομη σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως.

Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης προβάλλοντας προς τούτο διάφορους συγκεκριμένους λόγους, μεταξύ των οποίων και ισχυρισμό εκ μέρους του αιτητή Ιωάννη Φιλίππου στην Προσφυγή 932/2003, ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως πάσχει. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε εκ μέρους του πιο πάνω αιτητή ότι κατά την αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους Οικονόμου, η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν παράνομη γιατί συμμετείχε και στα δύο αυτά όργανα ο Ανώτερος Αστυνόμος Θεόδωρος Θεοδωρίδης που συνδέεται με συγγένεια τέταρτου βαθμού (πρώτος εξάδελφος) με το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο αιτητής υπέβαλε ότι η παρουσία του Θεοδωρίδη ως μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης και στη συνέχεια ο διορισμός του στο Συμβούλιο Κρίσεως αντίκειται στη δεύτερη επιφύλαξη του Κανονισμού 7, ο οποίος καθιστά σαφές ότι τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης "δεν δύνανται να ορισθούν ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως" και ότι η εμπλοκή του πιο πάνω αξιωματικού στη διαδικασία αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή από την Επιτροπή Αξιολόγησης, υπό την ιδιότητα του Διοικητή Μονάδας των αξιολογουμένων, έπληξε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και κλόνισε το τεκμήριο της αμεροληψίας της κρίσης των πιο πάνω συλλογικών οργάνων.

 

Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση αμφισβήτησε τη συμμετοχή του Θεόδωρου Θεοδωρίδη ως μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης, υποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για συνωνυμία και ότι ως μέλος της Επιτροπής είχε διοριστεί ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Νίκος Θεοδωρίδης. Δεν αμφισβήτησε όμως τη συμμετοχή του Θεόδωρου Θεοδωρίδη στο Συμβούλιο Κρίσεως και τελικά δέχθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων την ύπαρξη του συγγενικού δεσμού που έθεσε ο αιτητής. Εισηγήθηκε όμως ότι σύμφωνα με την απόφαση Kallouris v. The Republic (1964) C.L.R. 313, η ενδεχόμενη ακυρότητα δεν επεκτείνεται και στις προαγωγές των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων μερών, οι οποίες αποτελούν ανεξάρτητες ατομικές διοικητικές πράξεις. Η συμμετοχή του Ανώτερου Αστυνόμου Θεόδωρου Θεοδώρου στο Συμβούλιο Κρίσεως επιβεβαιώνεται από τη σχετική επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στον Αρχηγό Αστυνομίας, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

     "Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 7 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, μετά από διαβουλεύσεις που είχαμε, ορίζω τους πιο κάτω Ανώτερους Αξιωματικούς ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως, για την κρίση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στην Αστυνομία και Πυροσβεστική, στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου.

 

1.      Γεώργιος Βούτουνος, Βοηθός Αρχηγός, Πρόεδρος

2.      Νίκος Στέλικος, Ανώτερος Αστυνόμος, Μέλος

3.      Θεόδωρος Θεοδωρίδης, Ανώτερος Αστυνόμος, Μέλος."

 

 

Η συμμετοχή του Ανώτερου Αστυνόμου Θεόδωρου Θεοδωρίδη στο Συμβούλιο Κρίσεως, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακύρωση του συνόλου των επίδικων προαγωγών.

 

Η αρχή ότι τα μέλη διοικητικών οργάνων πρέπει να είναι αμερόληπτα, διασφαλίζεται νομοθετικά με το άρθρο 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προνοεί ότι,

"42.-(Ι) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

     (2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.

 

     (3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία."

 

 

Από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί φαίνεται ότι ο Ανώτερος Αστυνόμος Θ. Θεοδωρίδης υπέγραψε τις εκθέσεις αξιολόγησης και τις βαθμολογίες όλων των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους Οικονόμου με τον οποίον, όπως είναι παραδεκτό, συνδεόταν με συγγενικό δεσμό, όπως επίσης και τον κατάλογο των συνιστωμένων του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Έχει νομολογικά καθιερωθεί ότι δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε διοικητικά όργανα προσώπων των οποίων, λόγω της σχέσης τους με πρόσωπα ή πράγματα, η συμμετοχή οδηγεί στη δημιουργία αμφιβολιών ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους. Το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό (και δεν εξετάζεται αν πραγματικά υπήρξε πραγματικός επηρεασμός στη λήψη της σχετικής απόφασης) αλλά αντικειμενικό με την αντίληψη ενός κοινού πολίτη ότι πιθανό να υπήρξε περίπτωση διαβλητής κρίσης. Όπως σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959,

 

"....................... Εν τούτοις το Σ. τ. Ε. δέχεται την αρχήν, καθ' ήν τα όργανα της Διοικήσεως δέον να παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως, οσάκις δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται διά δεσμών ή ιδιαζούσης σχέσεως προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή έχουσι συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργείται τεκμήριον επηρεασμού τούτων, κλονίζον την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως των οργάνων. Η συμμετοχή, όθεν, μέλους παρ' ώ υφίσταται ο κατά τα άνω δεσμός ή σχέσις ή συμφέρον, δημιουργεί κακήν σύνθεσιν του συλλογικού οργάνου επαγομένην ακυρότητα των πράξεων αυτού: 1187 (50) 1451 (54), 165 (55), 748 (56), 305, 1286, 1623 (57), 864 (60) κ.ά. Η νομολογιακή αύτη αρχή δεν ισχύει εις τας περιπτώσεις, καθ' άς ο νόμος προβλέπει ειδικώς περί των κωλυμάτων των μελών του συλλογικού οργάνου, ότε εφαρμόζονται αι διατάξεις αύται του νόμου: 1286 (57). Η συμμετοχή κατά τα άνω κωλυομένου μέλους επάγεται ακυρότητα και αν έτι η εκδοθείσα πράξις του συλλ. οργάνου δεν εξηρτήθη εκ της ψήφου του μέλους τούτου: 1187 (50) ως και αν έτι η δοθείσα υπό τούτου ψήφος δεν ήτο δυσμενής διά τον διοικούμενον, όστις προβάλλει τον λόγον εξαιρέσεως:  351 (56).

 

     Προκειμένου συνεπώς να κριθή το κύρος της ούτω εκδοθείσης πράξεως δεν εξετάζεται εάν αύτη είναι πράγματι μεροληπτική: 305, 1286, 1623 (57)."

 

 

(Βλ. επίσης Kallouris v. The Republic (πιο πάνω) και Πíπης ν. Δημοκρατíας, Προσφυγή αρ. 1201/99 της 21/12/2000).

 

Στην παρούσα περίπτωση η προαγωγή τόσο του ενδιαφερόμενου μέρους Οικονόμου όσο και των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων μερών, θα πρέπει να ακυρωθούν γιατί το ερώτημα δεν είναι αν η συμμετοχή του Θ. Θεοδωρίδη επηρέασε πραγματικά τις αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεως, αλλά κατά πόσο η εντύπωση της αμεροληψίας στα μάτια του κοινού πολίτη έχει πληγεί λόγω της συγγενικής σχέσης του αξιολογούντος μέλους με τον αξιολογούμενο. Σε μια πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατíας (Προσφυγή αρ. 911/2003, της 2/2/2005), ο Κωνσταντινίδης, Δ. ακύρωσε στο σύνολό τους τις προαγωγές πέντε ενδιαφερομένων στο βαθμό του λοχία, αφού αποφάνθηκε ότι η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης ήταν παράνομη λόγω συμμετοχής σε αυτήν του πεθερού υποψηφίας, έστω και αν ο τελευταίος δεν συμμετείχε στην αξιολόγηση της νύφης του. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση,

 

     "Ο πεθερός της Φ. Κοιλιάρη υπογράφει όλες τις εκθέσεις αξιολόγησης για όλους τους υποψήφιους αλλά είναι γεγονός πως είχε αποκαλύψει τη σχέση του μαζί της και, σύμφωνα με το φάκελο, δεν συμμετέσχε στη δική της αξιολόγηση. Δεν χρειάζεται ανάλυση για το ότι σαφώς μια επιτροπή στερείται εξ αντικειμένου των εχέγγυων της αντικειμενικότητας ενόψει τέτοιας σχέσης μέλους της προς υποψήφιο. Οι καθ'ων η αίτηση θεωρούν όμως πως η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να περισωθεί επειδή, όπως αντιλαμβάνονται το θέμα, ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό αφού συμμετέσχε, χωρίς να είχε ενστεί προηγουμένως, στη διαδικασία. Αυτή η αντίληψη δεν έχει                  καν πραγματικό υπόβαθρο ώστε να δικαιολογείται να μας απασχολήσει περαιτέρω. Αβάσιμη είναι και η εναλλακτική θέση των καθ'ων η αίτηση ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης απλώς μετέφερε στην έκθεσή της στοιχεία των φακέλων. Είναι σαφές πως η Επιτροπή Αξιολόγησης είναι οπλισμένη με διακριτική εξουσία και πως η βαθμολογία που έδωσε ήταν το αποτέλεσμα της άσκησής της. Όπως και η εισήγηση ότι με τη μη συμμετοχή του πεθερού στην αξιολόγηση της ίδιας της νύφης, το όποιο ελάττωμα θεραπεύθηκε. Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας που αφορά βεβαίως στο σύνολο της έκθεσης αξιολόγησης αφού εγείρονται ζητήματα συσχετισμών και αυξομειώσεων των βαθμολογιών, αναλόγως. Σημειώνω συναφώς το παράπονο του αιτητή, το οποίο βεβαίως δεν εξετάζεται σ' αυτό το στάδιο ως προς την ουσία του, πως έγιναν χειρισμοί αφορώντες στο σύνολο της έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης που απέληγαν, αδικαιολογήτως, στη δική του συγκριτική μείωση. Ενόψει της στενής συγγενικής σχέσης που υπήρχε, ο πεθερός της Φ. Κοιλιάρη δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στην Επιτροπή Αξιολόγησης και, όσο και αν δεν συμμετέσχε στη βαθμολόγηση της νύφης του, η σύνθεση της Επιτροπής έπασχε εξ αρχής."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση η συμμετοχή του Ανώτερου Υπαστυνόμου Θεόδωρου Θεοδωρίδη μόλυνε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου Κρίσεως και κατέστησε διαβλητές τις βαθμολογίες που είχε δώσει. Για τον πιο πάνω λόγο οι προσφυγές επιτυγχάνουν, αφού οι προσβαλλόμενες προαγωγές βασίστηκαν σε προπαρασκευαστική πράξη οργάνου το οποίο λειτούργησε παράνομα.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

                                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                               Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο