ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 859/2003)
13 Οκτωβρίου, 2005
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CYPRUS COLLEGE,
Αιτητές,
- KAI -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (στο εξής αναφερόμενη ως "η σχολή"). Ενεγράφησαν στο μητρώο των εγγεγραμμένων ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις 16.10.1991 με βάση τον περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμο του 1987, (Ν.1/87).
Στις 17.11.1992 η σχολή υπέβαλε αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών που πρόσφερε, με βάση το άρθρο 30 του Νόμου και, στη συνέχεια, στις 28.5.1993, υπέβαλε την έκθεση αυτοπαρουσίασης-αυτοαξιολόγησης στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, καταβάλλοντας την 1.3.1994 τα σχετικά τέλη ύψους £10.000.
Μετά την αξιολόγηση ο Γενικός Διευθυντής, με επιστολές του ημερ. 19.5.1994, 3.6.1994 και 13.6.1994, απέστειλε στη σχολή τις εκθέσεις των Ομάδων Αξιολόγησης. Ύστερα από σχετική αλληλογραφία ο Γενικός Διευθυντής, στις 24.2.1995, πληροφόρησε τη σχολή ότι, βάσει του κανονισμού 97 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992, (Κ.Δ.Π. 201/92), η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού επικύρωσε την εισήγηση του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης για απόρριψη της αίτησης.
Η απόφαση της 24.2.1995 προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την Προσφυγή 266/95 Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd και άλλων ν. Δημοκρατίας, στην οποία, στις 29.3.1995, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση είχε ληφθεί με βάση κανονισμούς οι οποίοι, ορισμένοι τουλάχιστον, είχαν θεσπισθεί καθ΄ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires). Συγκεκριμένα, κηρύχθηκαν ως ultra vires οι Κανονισμοί 69, 95, 96 και 97.
Στη συνέχεια, η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολή της ημερ. 7.4.1995, πληροφόρησε τη σχολή ότι οι διοικητικές αποφάσεις που περιείχοντο στην επιστολή της 24.2.1995 ανακλήθηκαν με αναδρομική ισχύ, έτσι που να θεωρούνται ως μηδέποτε γενόμενες.
Ακολούθως, ζητήθηκε, επανειλημμένα, από τους ιδιοκτήτες της σχολής η αξιολόγηση της σχολής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 1/87. Συγκεκριμένα, στις 5.4.1995, οι ιδιοκτήτες της σχολής, μέσω του δικηγόρου τους, απέστειλαν στην Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού επιστολή με την οποία αξίωναν την αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους, θεωρώντας υπεύθυνο το Υπουργείο για τη σημειωθείσα καθυστέρηση και επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι η διοίκηση όφειλε να ενεργήσει τάχιστα προς άρση των συνεπειών και προς ενεργό συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην προσφυγή 266/95. Με άλλα λόγια, το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες της σχολής, εφόσον παρέλειψε να διορίσει επιτροπή για να προχωρήσει κατά νόμο στην αξιολόγηση, παρέλειψε συγκεκριμένη εκ του νόμου (του άρθρου 30 του Νόμου 1/87), οφειλόμενη ενέργεια.
Επειδή η αξίωση δεν εισακούστηκε, οι ιδιοκτήτες της σχολής προσέβαλαν την παράλειψη με την υπ΄ αρ. 725/95 προσφυγή, η οποία και πέτυχε. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οτιδήποτε είχε παραληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για διορισμό επιτροπής αξιολόγησης θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση έχει ως εξής:
"Στην παρούσα υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί σε διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος. Έτσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν."
(Βλ. Προσφυγή Αρ. 725/95, Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd v. Δημοκρατίας, 9.5.1997).
Το Υπουργικό Συμβούλιο εφεσίβαλε την απόφαση με την ΑΕ2454, πλην, όμως, ανεπιτυχώς. (Βλ. ΑΕ2453 & 2454, Δημοκρατία ν. Philips College κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ, 723).
Στις 17.1.2002 το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό δεδικασμένο, προχώρησε στον αναδρομικό διορισμό του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν ταυτόσημη με την προϋπάρχουσα. Στη συνέχεια, ο Υπουργός Παιδείας απέστειλε επιστολές στα μέλη του Συμβουλίου κοινοποιώντας τους την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να τους διορίσει ξανά και αναδρομικά προς το σκοπό επανεξέτασης του αιτήματος της σχολής. (Βλ. σελ. 106, 107, 108, 109, 110, 111 και 112 στο φάκελο Τεκμ. 1). Ακολούθησαν επιστολές με τις οποίες προτάθηκαν ημερομηνίες συνεδριάσεων του Συμβουλίου (Βλ. σελ. 124, 125, 126, 127, 128, 129 και 130 στο φάκελο Τεκμ. 1). Οι απαντήσεις των μελών είναι στις σελ. 131 και 132 του ίδιου φακέλου. Η αντιπρόταση του Υπουργείου για συνεδρίαση στις 6.4.2002 είναι στις σελ. 156, 157, 158, 159, 160 και 161 του ίδιου φακέλου. Ένα από τα μέλη έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα πληροφορώντας ότι αδυνατούσε να παρευρεθεί γιατί βρισκόταν στην Αμερική. (Βλ. σελ. 161α στο Τεκμ. 1). Άλλο μέλος, όπως σημειώνεται στις επιστολές του Υπουργείου, ειδοποίησε τηλεφωνικά ότι δε θα παρίστατο επειδή βρισκόταν στην Αμερική. Ακολούθως, στις 6.4.2002, το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης προέβη σε έλεγχο των Ομάδων Αξιολόγησης που είχε διορίσει προηγουμένως. Διαπίστωσε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για το διορισμό της κάθε Ομάδας Αξιολόγησης δεν έπασχε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και, ως εκ τούτου, επαναβεβαίωσε με αναδρομική ισχύ το διορισμό της κάθε ομάδας με την ίδια σύνθεση και αποδέχθηκε τις εκθέσεις που η κάθε Ομάδα Αξιολόγησης είχε υποβάλει κατά τον ουσιώδη χρόνο σε σχέση με τα υπό αξιολόγηση εκπαιδευτικά προγράμματα. Ακολούθως, εφαρμόζοντας τώρα τις διαδικασίες της Κ.Δ.Π.201/92 (πλην των Κανονισμών 95, 96 και 97), κατάληξε στα συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται στις εισηγήσεις του (Παράρτημα 5 στην Ένσταση). Τις εισηγήσεις αυτές ενέκρινε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού σύμφωνα με το άρθρο 30(3) του Ν.1/87. (Παράρτημα 6 στην Ένσταση, σημ. 1, ημ. 3.9.2002).
Στις 7.7.2003 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού απηύθυνε προς του αιτητές την ακόλουθη επιστολή (Παράρτημα 8 στην Ένσταση):
"Θέμα: Καταβολή της δαπάνης αναφορικά με την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών για τους οποίους υποβλήθηκε σχετική αίτηση στις 17 Νοεμβρίου 1992.
Το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης, σε συνέχεια της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 266/95 με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1995, της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 2453 και 2454 με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2001 που αφορούσαν τις προσφυγές 119/96 και 725/95, της ανακλητικής απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού με Αρ. Φακ. Υ.Π.ΙΣΤΕ 3/Θ και με ημερομηνία 7 Απριλίου 1995, και της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 54.904 και ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2002, με την οποία αποφασίστηκε ο αναδρομικός διορισμός του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης με σύνθεση ταυτόσημη με εκείνη που είχε κατά την περίοδο 1993-95, συνήλθε και επανεξέτασε αναδρομικά τις αρμοδιότητες που άσκησε και τις αποφάσεις που έλαβε, σε σχέση με την αίτηση αξιολόγησης-πιστοποίησης της σχολής σας για τα προγράμματα που είχατε υποβάλει σχετική αίτηση, καθ΄ όλον τον ουσιώδη χρόνο που αφορά στις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις. Ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού μετά την υποβολή των εκθέσεων από το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης έλαβε τις σχετικές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν1/87 ο οποίος ίσχυε κατά την υπό εξέταση περίοδο.
Δυνάμει του κανονισμού 104 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση - Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 201/92, εξαιρουμένων των κανονισμών που είχαν κηρυχθεί άκυροι, δεν οφείλετε οποιοδήποτε ποσό γιατί έχετε αποπληρώσει το οφειλόμενο ποσό των £10000, ως δαπάνη αναφορικά με την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών, για τους οποίους υποβλήθηκε σχετική αίτηση για αξιολόγηση-πιστοποίηση στις 17 Νοεμβρίου 1992. Οι επωνυμίες των κλάδων που αξιολογήθηκαν φαίνονται στο επισυνημμένο παράρτημα."
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία στάληκε στους αιτητές με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 7/7/2003 και με την οποία τους πληροφόρησαν ότι κατόπιν δήθεν «επανεξέτασης» μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (266/95, 729/95 και ΑΕ2454) αντί να επιλύσουν την ουσία του αιτήματος έκριναν μόνο για την οφειλόμενη ή μη δαπάνη για την αξιολόγηση άρα εξακολουθούν να οφείλουν επανεξέταση.
Β. Παρά τις ακυρωτικές αποφάσεις ο καθ΄ου παρέλειψε άκυρα, ως όφειλε κατά το Σύνταγμα και τη Νομολογία να επανεξετάσει την ουσία του αιτήματος μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις και άρα ότι παρέλειψε και θα πρέπει να διαταχθεί να το διενεργήσει."
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι το Συμβούλιο Αξιολόγησης δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο καθότι δεν είχε συγκληθεί δεόντως από το Υπουργείο. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που παρέθεσα, το Υπουργείο συγκάλεσε νόμιμα το Συμβούλιο. Δύο μέλη του δεν παρέστησαν λόγω απουσίας τους στην Αμερική. Όλα τα άλλα παρέστησαν. Υπήρχε, επομένως, νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου και, βέβαια, απαρτία, ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην εργασία του.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι οι καθ΄ων η αίτηση, στα πλαίσια της επανεξετάσης, παρέλειψαν να εξετάσουν την ουσία του αιτήματος της Σχολής. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Συμβούλιο, νόμιμα συγκροτημένο, εξέτασε το διορισμό των Ομάδων Αξιολόγησης οι οποίες είχαν διοριστεί παλαιότερα, διαπίστωσε ότι η τότε διαδικασία διορισμού τους δεν έπασχε από οιοδήποτε νομικό ελάττωμα και τις επαναδιόρισε. Τα στοιχεία τα οποία είχαν παραχθεί τότε, δηλαδή οι εκθέσεις αξιολόγησης των Ομάδων Αξιολόγησης, ήταν πραγματικά στοιχεία με αναφορά στον ουσιώδη χρόνο και μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και γίνουν αποδεκτά, όπως και έγιναν, στην ολότητά τους. (Βλ. σχετικά και ΑΗΚ ν. Ευσταθιάδη (2002) 3 ΑΑΔ 436).
Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι οι καθ΄ων η αίτηση συμμορφώθηκαν πλήρως με το ακυρωτικό δεδικασμένο στην Προσφυγή 725/95, κατά δε την επανεξέταση επιλήφθηκαν και της ουσίας του αιτήματος της σχολής την οποία και αποφάσισαν. Πληροφόρησαν δε συναφώς τους αιτητές με την επιστολή τους της 7.7.2003 (πιο πάνω).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ