ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση αρ. 799/2004)

 

7 Οκτωβρίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 28, 144, 146 ΚΑΙ 169 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

PAVLOS  PHANI  VARELLAS  TRADING  CO.  LIMITED,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,  ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Ε. Μυριανθέας, για τους Αιτητές.

 

Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Οι αιτητές είναι εμπορική εταιρεία και ασχολούνται με την εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Στις 23.6.2004 κατέθεσαν στις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές συμπληρωμένο εντύπο ΙΜ4 με επισυνημμένα όλα τα απαραίτητα έγγραφα για τον εκτελωνισμό ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου τύπου ΝISSAN PRIMERA , με αριθμό πλαισίου ΤP 12-014669 και αριθμό μηχανής QR 20111784 κυβισμού 1998 cc με δηλωμένη τιμολογιακή αξία ΛΚ 981.00.

 

Την ίδια ημέρα (23.6.2004), οι καθ' ων επέβαλαν φόρο καταναλώσεως ΛΚ4336,00.για το πιο πάνω αναφερόμενο όχημα βασιζόμενοι στον κυβισμό του οχήματος. 

 

Οι αιτητές κατέβαλαν τον επιβληθέντα φόρο κατανάλωσης υπό διαμαρτυρία και καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία αμφισβητούν την επιβληθείσα φορολογία.

 

Στα πλαίσια της γραπτής τους αγόρευσης, οι καθ΄ ων προβάλλουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την προσβαλλόμενη πράξη, καθότι σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό τους είχαν οι ίδιοι επιλέξει την μέθοδο υπολογισμού των δασμών και φόρων κατανάλωσης για την εισαγωγή του αυτοκινήτου . Με βάση λοιπόν τη θέση τους αυτή, επιχειρηματολογούν ότι η «επιφύλαξη » που είχαν σημειώσει στη διασάφηση δεν μπορεί να έχει τη νομική σημασία της «διαμαρτυρίας » δεδομένου ότι αυτή στρέφεται εναντίον της ίδιας της δικής τους επιλογής.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα και ανεπιφύλακτα τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος να την προσβάλει με προσφυγή. Στην προκείμενη περίπτωση η καταβολή του οφειλόμενου φόρου δεν έγινε ανεπιφύλακτα αλλά κάτω από διαμαρτυρία. Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Σιούτη "Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως" 1998, σ. 207 και 208:

 

«Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή, να προκύπτει δηλ. από σχετική δήλωση του αιτούντος, είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλ. από πράξεις ή ενέργειές του, που την υποδηλώνουν. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, αλλά και οικειοθελής. Πρέπει δηλ. να αποτελεί προϊόν ελεύθερης εκδήλωσης της σχετικής βουλήσεως του αιτούντος. Ειδικότερα, πρέπει να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση ή πραγματική ανάγκη, οικονομική ή άλλη, να μην αποτελεί προϊόν βίας ή απειλής και να μην δόθηκε διότι η παράλειψή της θα είχε δυσμενείς για τον αιτούντα συνέπειες. Επιπλέον πρέπει η αποδοχή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις. Τέλος, η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν συνεπάγεται αποδοχή της πράξης.»

 

Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι η αιτήτρια εταιρεία δεν αποδέχθηκε την προσβαλλόμενη απόφαση και κατ' επέκταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απώλεσε το έννομο της συμφέρον να προσβάλει την εγκυρότητα της επιβληθείσας φορολογίας.

 

΄Οσον αφορά την ουσία της προσφυγής, εισηγούνται οι αιτητές ότι το Τμήμα Τελωνείων λανθασμένα εφάρμοσε τις πρόνοιες του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο (Τροποποιητικό)(Αρ.8) Νόμο του 2003, Ν.175(Ι)/2003 και του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 2004, Ν.200(Ι)/2003, για τον προσδιορισμό της αξίας του αυτοκινήτου για σκοπούς πληρωμής φόρων και δασμού.

 

Είναι η θέση των αιτητών ότι εν προκειμένω έπρεπε να είχε τύχει εφαρμογής ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 1989 (Νόμος 98/1989) με τον οποίο υιοθετείται, ως εσωτερική νομοθεσία, η Συμφωνία για την Εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, γνωστής ως GATT σύμφωνα με την οποία, η αξία παντός εισαγομένου εμπορεύματος καθορίζεται με βάση την τιμή που πράγματι πληρώθηκε για το εμπόρευμα. Το άρθρο 1 της εν λόγω συμφωνίας προνοεί ότι:

 

«Η τελωνειακή αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πραγματική πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής.»

 

 

Καταλήγουν ότι οι πρόνοιες του Νόμου 200(Ι)/2003 που αφορούν στον τρόπο υπολογισμού και καθορισμού των φόρων κατανάλωσης για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα με βάση τον κυβισμό αντί τη τιμολογιακή τους αξία προσκρούει και αντίκειται στα άρθρα 24(1) και 24(4) καθώς και 28(1) του Συντάγματος  καθότι:

 

     (α)   Ο φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται με βάση τον κυβισμό του οχήματος είναι ταυτόσημος με το φόρο που επιβάλλεται και στα καινούργια οχήματα, με μια μείωση της τάξης 15%-20% αναλόγως της ηλικίας του μεταχειρισμένου οχήματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γενική κατάσταση του οχήματος και άλλα επιμέρους στοιχεία ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που αναπόφευκτα επηρεάζουν την τιμή του.

 

      (β)    Δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση στο φόρο κατανάλωσης μεταξύ καινούργιου και μεταχειρισμένου, οι τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων έχουν σημειώσει σημαντική αύξηση και σχεδόν εξίσωση με αυτές των καινούργιων με αποτέλεσμα η αγορά ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου να καθίσταται απαγορευτική για τους ασθενέστερα οικονομικά πολίτες που τα αγόραζαν και καταστρεπτική για τους εισαγωγείς τέτοιων οχημάτων.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το νομικό καθεστώς που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο, καθορίζεται στον Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο (Ν.200(1)/2003).

Οι εισαγωγικοί δασμοί καθορίζονται στα άρθρα 3(1)(α) και 5 του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου Ν.200(1)/2003 και οι συντελεστές δασμού καθορίζονται στο Δεύτερο Πίνακα του ιδίου Νόμου. Το εν λόγω αυτοκίνητο είναι μεταχειρισμένο και με προέλευση από χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις του εν λόγω Νόμου βαρύνεται με δασμούς «αd valorem» με συντελεστή 10%. Ο εισαγωγικός δασμός που έχει επιβληθεί στο εν λόγω όχημα με συντελεστή 10% δεν αμφισβητείται από τους αιτητές και δεν αποτελεί επίδικο θέμα.

 

Οι φόροι κατανάλωσης οι οποίοι εισπράττονται και καταβάλλονται προς όφελος των γενικών προσόδων της Δημοκρατίας προνοούνται στο άρθρο 8 και καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του Ν.200(1)/2003. 

 

Με την προσφυγή τους οι αιτητές αμφισβητούν τη συνταγματικότητα επιβολής φόρου κατανάλωσης για τα μεταχειρισμένα οχήματα με βάση τον κυβισμό της μηχανής τους  αντί με βάση τη δασμολογητέα τους  αξία.

 

H Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε, στις 24 Νοεμβρίου 2003, τον περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικό) Νόμο [Αρ. Νόμου 175(Ι) του 2003].  Αποτέλεσμα του Τροποποιητικού αυτού Νόμου ήταν η αναδόμηση του συστήματος επιβολής φόρων κατανάλωσης στα μηχανοκίνητα οχήματα και συγκεκριμένα στα αυτοκίνητα τύπου σαλούν, παντός εδάφους, διπλοκάμπινων και βαν, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά επιβατών παρά για τη μεταφορά φορτίου, καθώς και η υιοθέτηση νέου κριτηρίου που αφορά στον κυβισμό της μηχανής των μηχανοκίνητων οχημάτων ως βάση για την επιβολή φόρου κατανάλωσης, αντί της δασμολογητέας αξίας, που ίσχυε μέχρι τότε.

 

Στον Ν 200(Ι)/2003 περιλήφθηκε διάταξη με βάση την οποία παρέχεται η ευχέρεια όπως στα μεταχειρισμένα οχήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης του νόμου 175(Ι)/2003 με τον οποίο αναδομείται το σύστημα επιβολής φόρων κατανάλωσης, βρίσκονταν εν πλω και εισήχθησαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, ο φόρος κατανάλωσης να υπολογίζεται με βάση τις τελωνειακές διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του σχετικού νόμου, δηλαδή μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 2003, ή με βάση τις διατάξεις του Ν 200(Ι)/2003 να καταβάλλεται το μικρότερο ποσό φόρου που προκύπτει.

 

Το εν λόγω αυτοκίνητο αφίχθηκε στην Κύπρο στις 16.1.2004 και επομένως τύχαινε εφαρμογής ο Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος 200(Ι)/2003.  Κατά συνέπεια ορθά ο φόρος κατανάλωσης υπολογίστηκε στη βάση του κυβισμού του κινητήρα του. Στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου 200(Ι)/2003 αναφέρεται ότι ο συντελεστής κατανάλωσης για μηχανοκίνητα οχήματα των δασμολογικών κλάσεων 870321-870390 του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου των οποίων ο κυβισμός υπερβαίνει τα 1650 κυβ. εκατοστά αλλά δεν υπερβαίνει τα 2050 κυβ. εκατοστά, είναι 2.70 ανά κυβικό εκατοστό.

 

Οι αιτητές δεν αμφισβητούν τον τρόπο υπολογισμού της επιβληθείσας φορολογίας και γίνεται αποδεκτό ότι «εκ πρώτης όψεως οι καθ΄ ων η αίτηση φαίνεται να ενήργησαν νομότυπα εφαρμόζοντας την υφισταμένη Νομοθεσία και ειδικά το Νόμο 200(Ι)/2003». Οι ισχυρισμοί τους εστιάζονται στην αντισυνταγματικότητα της προσβαλλόμενης πράξης, γιατί σύμφωνα με τη θέση τους , παραβιάζει τα άρθρα 24(1), 24(5) και 28(1) του Συντάγματος, προβλέποντας υπέρμετρα ψηλό φόρο κατανάλωσης για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.

 

Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς υποστήριξη των πιο πάνω εισηγήσεων δεν ευσταθεί. Οι σχετικοί δασμοί δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης, καθότι παρά το γεγονός ότι ο φόρος επιβάλλεται με βάση τον κυβισμό του οχήματος και δεν λαμβάνει υπόψη τη γενική κατάσταση του οχήματος, εντούτοις λαμβάνει υπόψη την ηλικία παρέχοντας έκπτωση στο φόρο της τάξης του 15%-20% (Δέστε:  σελ. 2901, ΕΕ Παρ. Ι(ι), Αρ. 3792, 31.12.2003). Πέραν όμως αυτής της διαφοράς στον επιβαλλόμενο φόρο κατανάλωσης είναι εύλογο ότι υπάρχει επίσης διαφορά μεταξύ της αρχικής τιμής (πριν την επιβολή της φορολογίας) ενός καινούργιου αυτοκινήτου και εκείνης ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου. Στην περίπτωση του επίδικου μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, όπου η αρχική τιμολογιακή αξία ήταν ΛΚ 981.00, είναι εύλογο η τιμή του ίδιου τύπου αλλά καινούργιου αυτοκινήτου να είναι μεγαλύτερη. Έτσι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ο τρόπος επιβολής της φορολογίας έχει οδηγήσει «σχεδόν στην εξίσωση των τιμών των (μεταχειρισμένων) με την τιμή των καινούργιων» δεν ευσταθεί. Έστω όμως και αν αυτό το επιχείρημα ήταν βάσιμο, η αύξηση των τιμών των μεταχειρισμένων δεν αποδεικνύεται απαγορευτική ούτε για τους καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα, γιατί με την αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος μειώθηκαν ταυτόχρονα σημαντικά οι φόροι κατανάλωσης των καινούργιων αυτοκινήτων, ιδιαίτερα εκείνων με χαμηλό κυβισμό, αλλά ούτε και για τους ίδιους τους εισαγωγείς μεταχειρισμένων οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να εισάγουν καινούργια αυτοκίνητα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ελευθεροποίηση της αγοράς λόγω ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Οι αιτητές είχαν το βάρος να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την αντισυνταγματικότητα των συγκεκριμένων διατάξεων του Νόμου, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν. (Δέστε: Hara Hotels v. Republic (1987) 3 CLR 618 και Δημοκρατία ν. Χ" Ιωάννου (1994) 3 ΑΑΔ 401).  Η επιβολή της φορολογίας έγινε με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και δεν έχει αποδειχθεί αντισυνταγματικότητα των προνοιών αυτών.

 

Παρόμοιο θέμα συνταγματικότητας εξέτασε πρόσφατα και ο αδελφός Δικαστής Φωτίου στην Προσφυγή αρ. 505/2004, μεταξύ των ιδίων διαδίκων (απόφαση ημερ. 30.9.2005).  Υιοθετώ την προσέγγιση του και τη νομολογία που παραθέτει.

 

 Εν όψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

 

 

 

                                                      

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο