ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 82/1967 - Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1967
Ν. 98/1989 - Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1989
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(Υπόθεση Αρ. 502/2004)
17 Οκτωβρίου, 2005
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PAVLOS PH. VARELLA TRADING CO LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Κ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εισαγωγείς και έμποροι μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία εισάγουν από την Ιαπωνία. Στις 16.2.04 εκτελώνισαν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο από την Ιαπωνία με στοιχεία 1501cc-2500cc CN.GH4-1003766 E.N.D. B16A-901065-HONDA HRVKM 32307 (στο εξής το όχημα). Κατά τον τελωνισμό του αυτοκινήτου η δασμολόγηση έγινε με βάση τον κυβισμό της μηχανής του οχήματος.
Το Τμήμα Τελωνείων επέβαλε ως φόρο κατανάλωσης βάσει του άρθρου 8 και του Τρίτου Πίνακα του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου με αρ. 200(1)/03, το ποσό των ΛΚ1823. Οι αιτητές πλήρωσαν αυθημερόν το εν λόγω ποσό «υπό διαμαρτυρία». Η απόφαση επιβολής του συγκεκριμένου φόρου των ΛΚ1823 στη βάση του κυβισμού του οχήματος, προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος γιατί δέχθηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση και αδιαμαρτύρητα πλήρωσαν τον οφειλόμενο φόρο, εγκαταλείφθηκε. Ο βασικός λόγος ακύρωσης είναι ότι ο υπολογισμός της επίδικης φορολογίας έγινε με βάση τον κυβισμό του οχήματος και όχι με βάση την τιμολογιακή του αξία. Οι καθ' ων η αίτηση προβαίνουν σε μια ουσιώδη διάκριση μεταξύ τελωνειακών δασμών και φόρων κατανάλωσης που επιβάλλεται κατά τον τελωνισμό για να καταδείξουν ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής καμιά άλλη μέθοδος υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας του οχήματος εκτός από τη μέθοδο υπολογισμού με βάση τον κυβισμό της μηχανής του αυτοκινήτου που ήταν και η μόνη μέθοδος που προβλεπόταν από την εθνική νομοθεσία. Η διάκριση μεταξύ τελωνειακών δασμών και φόρων κατανάλωσης υπάρχει και στον Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμο (Ν. 200(1)/03) όπου οι τελωνειακοί δασμοί καθορίζονται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ ενώ οι φόροι κατανάλωσης στο ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ του εν λόγω νόμου.
Το άρθρο vii της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (γνωστή ως GATT) και το άρθρο 159 του Περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 1967(Ν.82/67) τα οποία επικαλούνται οι αιτητές δεν σχετίζονται με την επιβολή του εν λόγω φόρου κατανάλωσης. Το άρθρο 159(1) του νόμου 82/67 (όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του νόμου 98/89) προνοεί,
«159.-(1) Διά τους σκοπούς οιασδήποτε εκάστοτε τελούσης εν ισχύι νομοθετικής πράξεως, δυνάμει της οποίας επιβάλλεται δασμός επί εμπορευμάτων κατ΄ εκτίμησιν της αξίας τούτων, η αξία παντός εισαγομένου εμπορεύματος καθορίζεται βάσει των διατάξεων της Συμφωνίας διά την Εφαρμογήν του Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου αυτής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως "η Συμφωνία").»
Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε επιβολή φόρου κατανάλωσης επί του κυβισμού οχήματος και όχι σε δασμό στη βάση της τιμολογιακής του αξίας, οπότε δεν εφαρμόζονταν οι πρόνοιες της GATT. O υπολογισμός του φόρου κατανάλωσης διέπεται από τον περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο (Ν. 200(1)/03) καθότι αφορά σε όχημα που εισήχθη μετά την 31η Δεκεμβρίου του 2003. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση τις πιο κάτω πρόνοιες του νόμου, που είχαν αποκλειστική εφαρμογή κατά τον ουσιώδη χρόνο:
«3.-(1) Εκτός εάν προνοείται διαφορετικά στον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο, επιβάλλονται, εισπράττονται και καταβάλλονται προς όφελος των γενικών προσόδων της Δημοκρατίας, επί όλων των εμπορευμάτων που καθορίζονται ειδικά στο Δεύτερο Πίνακα τα οποία-
(α) Μετά την εισαγωγή τους στη Δημοκρατία, τελωνίζονται για εσωτερική κατανάλωση, ή
(β) αν και αναγράφονται στο δηλωτικό εισαγωγής σκάφους ή αεροσκάφους, δεν προκομίζονται στο λειτουργό, όπως προνοείται στο άρθρο 30 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967 έως (Αρ. 3) του 2003,
οι διάφοροι δασμοί (που στο εξής θα αναφέρονται ως «τελωνειακοί δασμοί») σύμφωνα με τους συντελεστές οι οποίοι εκτίθενται στον πιο πάνω αναφερόμενο Πίνακα απέναντι από καθεμιά κλάση, αντίστοιχα, στη στήλη του ίδιου Πίνακα, ο οποίος με βάση τα άρθρα 4 ή 5, τυγχάνει εφαρμογής γι΄ αυτά τα εμπορεύματα.
(5) Οι συντελεστές των τελωνειακών δασμών, οι οποίοι εκτίθενται στη στήλη του Δεύτερου Πίνακα με ην επιγραφή «Γενικός Δασμός», εφαρμόζονται σε όλα τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε δασμό που δε δικαιούνται δασμολόγηση σύμφωνα με το δασμό προτίμησης.
ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο. |
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΑΣΜΟΥ |
ΜΟΝΑΔΑ ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ | |
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
ΓΕΝΙΚΟΣ | |||
% £ |
% £ | |||
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
8703 |
Επιβατικά αυτοκίνητα και άλλα αυτοκίνητα οχήματα που είναι κατασκευασμένα κυρίως για τη μεταφορά προσώπων άλλα από εκείνα της κλάσης 8702, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα οχήματα τύπου "break" και τα αγωνιστικά οχήματα:
|
|
|
|
87033190 |
Μεταχειρισμένα |
|
10.0 |
μονάδα
|
«ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ
8.-(1) Εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες προνοείται διαφορετικά στον Τρίτο Πίνακα και τηρουμένων των διατάξεων των εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακών νόμων, επιβάλλονται, εισπράττονται και καταβάλλονται προς όφελος των γενικών προσόδων της Δημοκρατίας, Φόροι Κατανάλωσης επί -
(α) Ολων των εισαγόμενων εμπορευμάτων που καθορίζονται ειδικά στον Τρίτο Πίνακα τα οποία-
(i) Μετά την εισαγωγή τους στη Δημοκρατία, τελωνίζονται για εσωτερική κατανάλωση, ή
(ii) αν και αναγράφονται στο δηλωτικό εισαγωγής σκάφους ή αεροσκάφους, δεν προσκομίζονται στο λειτουργό, όπως προνοείται στο άρθρο 30 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967 έως 2002, και
(β) επί των ειδικά καθοριζόμενων εμπορευμάτων, τα οποία αφού κατασκευάστηκαν ή παράχθηκαν στη Δημοκρατία τελωνίζονται προς εσωτερική κατανάλωση ή με άλλο τρόπο υπόκεινται στην καταβολή φόρου κατανάλωσης,
επί αυτών δε των εμπορευμάτων θα εφαρμόζονται οι διάφοροι συντελεστές των φόρων κατανάλωσης (που στο εξής θα αναφέρονται ως «φόροι κατανάλωσης») που εκτίθενται στον εν λόγω Πίνακα απέναντι από την καθεμιά κλάση:»
Στον τρίτο Πίνακα (σελ. 2898 του Νόμου) αναφέρονται τα εξής διαφωτιστικά:
Κλάση ή Είδος Εμπορεύματος
|
Συντελεστής Φόρου |
2.(Α) Μηχανοκίνητα οχήματα των δασμολογικών κλάσεων 870321-870390 του Δεύτερου Πίνακα του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, (εξαιρουμένων των ασθενοφόρων και νεκροφόρων)
|
(α)........................................................................................................................
(β) Επί οχημάτων των οποίων ο κυβισμός υπερβαίνει τα 1450 κυβ. εκατοστά αλλά δεν υπερβαίνει τα 1650 κυβ. εκατοστά: £0,85 ανά κυβ. εκατοστό. |
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι φόροι κατανάλωσης για τα μηχανοκίνητα οχήματα της δασμολογικής κλάσης στην οποία εντασσόταν το όχημα, υπολογίζονται με γνώμονα τον κυβισμό.
Στην παρούσα υπόθεση, εφόσον επρόκειτο για αυτοκίνητο που εισήχθη στη Δημοκρατία μετά την εφαρμογή του Νόμου, οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν διακριτική ευχέρεια αλλά δέσμια αρμοδιότητα βάσει του πλέγματος των διατάξεων που παρατέθηκε πιο πάνω να επιβάλλουν τη συγκεκριμένη φορολογία στη βάση του κυβισμού.
Η απόφαση Peterswald v. Bartley του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, την οποία επικαλούνται οι αιτητές, εκδόθηκε το 1904 κρίνοντας αν η εξουσία επιβολής έμμεσου φόρου για την έκδοση άδειας στους παραγωγούς μπύρας/αλκκολ ανήκε στο state ή στην Κοινοπολιτεία βάσει του τότε Συντάγματος. Τα όσα αναφέρθηκαν εκεί δεν είναι καθοδηγητικά για την παρούσα υπόθεση ώστε να θεωρηθεί ότι ο φόρος κατανάλωσης είναι δασμός, εφόσον επρόκειτο για διαφορετικό νομικό καθεστώς και η δικαστική κρίση αφορούσε στο Liquor Act /No18/1898 και στο τότε ισχύον Σύνταγμα της Αυστραλίας.
Οι αιτητές περαιτέρω υποστηρίζουν ότι ενώ βάσει του αρ.8 του Νόμου το κριτήριο για τον υπολογισμό του φόρου κατανάλωσης στα αυτοκίνητα είναι ο κυβισμός τους, σε άλλα εισαγόμενα εμπορεύματα και σε σχέση με εμπορεύματα επιτόπιας κατασκευής υπολογίζεται με βάση την τιμολογιακή ή δασμολογητέα αξία. Αυτή η διάκριση θεωρούν ότι παραβιάζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος και άρα ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός.
Η αντισυνταγματικότητα νόμου είναι θέμα νομικό το οποίο, πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα. Το βάρος απόδειξης της αντισυνταγματικότητας του νόμου το φέρει ο αιτητής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτητές πρέπει να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 8(2)(α) και (β) αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ότι υπάρχουν "αυθαίρετες διακρίσεις σε όμοιες καταστάσεις". Η νομολογία έχει υποδείξει ότι σε ζητήματα φορολογίας, ο νομοθέτης έχει μεγάλη ευχέρεια στο να καθορίζει κριτήρια τα οποία στην κρίση του είναι λογικά για τη φορολογική πολιτική. Ωστόσο, υποδεικνύεται πως "πρέπει όμως κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεως, να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου ξένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων που παρέχονται από υφιστάμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 2925/83, 2912/80 κ.ά.)." Βλ. Το Σύνταγμα Τριμηνιαία Επιθεώρηση Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξεως, ΕΤΟΣ Ι 1984 / Ιανουάριος - Μάρτιος / Τεύχος 10 σελ. 79. Η εισήγηση των αιτητών δεν ευσταθεί διότι δεν συγκρίνουν όμοια πράγματα. Πρόκειται για διαφορετικά εμπορεύματα που εντάσσονται σε διαφορετικές δασμολογικές κλάσεις για ευνόητους λόγους. Η δασμολογική επιβάρυνση που υφίστανται τα είδη πολυτελείας δεν μπορεί αν είναι η ίδια με άλλα φθηνότερα εμπορεύματα. Η διάκριση στην επιβολή του φόρου κατανάλωσης αναλόγως του εμπορεύματος επίσης είναι εύλογη. Οι αιτητές δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.