ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Parpas K.P. Enterprises Ltd ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2002) 3 ΑΑΔ 325
Medcon Construction Co. Ltd και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 441
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Bραχίμης Xατζηχάννας (2003) 3 ΑΑΔ 554
Tζιονή Xριστόδουλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 609
Aναστασίου Γιάννης ν. Eπιστημονικού Tεχνικού EπιμελητηρίουKύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 616
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ.113/2004
6 Σεπτεμβρίου, 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KRASHIAS FOOTWEAR INDUSTRY LTD.
Αιτητές,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθών η αίτηση
------------------
Μ. Κυπριανού, για τους αιτητές
Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
Καμιά εμφάνιση για την εταιρεία Α. P. S. Advanced Products and Servises Ltd.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία (που πιο κάτω θα αναφέρονται απλώς ως «οι αιτητές») ζητούν από το δικαστήριο να κηρύξει άκυρη την απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 17/12/03 σύμφωνα με την οποία κατακυρώθηκε η προσφορά για προμήθεια αρβύλων στρατιωτικού τύπου στην εταιρεία Α.P.S. Advanced Products and Services Ltd.
Γεγονότα
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις (αίτηση και ένσταση), είναι απλά και έχουν ως ακολούθως:
Το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών (πιο κάτω «το Τμήμα») με προκήρυξή του ζήτησε προσφορές για την προμήθεια αρβύλων στρατιωτικού τύπου (προσφορά αρ. 2003Τ1043). Μεταξύ αυτών που ανταποκρίθηκαν ήταν και οι αιτητές. Το Τμήμα με επιστολή του ημερ. 10/9/03 προς το Γενικό Λογιστή, Πρόεδρο του καθού η αίτηση 1, σχολίασε σχετική επιστολή των αιτητών ημερ. 4/9/03 αναφορικά με (α) την περίοδο ισχύος προσφοράς (β) την πληρωμή και (γ) τον ποιοτικό έλεγχο. Στα σχόλια αυτά απάντησε ο Γενικός Λογιστής με επιστολή του ημερ. 22/9/03 αναφέροντας ότι «οι όροι των εγγράφων της εν λόγω προσφοράς δεν χρήζουν οποιονδήποτε τροποποιήσεων». Το Τμήμα με επιστολή του ημερ. 9/10/03 απέστειλε την έκθεση αξιολόγησης για εξέταση από την Αρμόδια Τεχνική Επιτροπή Υπόδησης με επιστολή της ημερ. 10/11/03 υπέβαλε την έκθεση της προς το Γενικό Λογιστή. Στη συνέχεια το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αρχικά επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία του με ημερ. 20/11/03 οπότε και ανέβαλε τη συζήτηση τούτου για τις 11/12/03 οπότε και λήφθηκε η τελική απόφαση κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ).
Νομικοί Ισχυρισμοί
Στην προσφυγή τους οι αιτητές προβάλλουν 7 λόγους γιατί θα πρέπει να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση οι οποίοι όμως στη γραπτή τους αγόρευση έχουν διατυπωθεί ως ακολούθως:
«1. Η τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 11/12/03, καθώς και οι αποφάσεις ή εισηγήσεις των Επιτροπών Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής Υπόδησης που προηγήθηκαν, είναι αναιτιολόγητες.
2. Η συγκρότηση και/ή σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 20/11/2003 (τα πρακτικά της οποίας έχουν επισυναφθεί ως Τεκμήριο 6 στην Ένσταση των καθών η αίτηση) και κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 11/12/2003 (τα πρακτικά της οποίας έχουν επισυναφθεί ως Τεκμήριο 7 στην Ένσταση των καθ' ων η αίτηση) είναι ελαττωματική.
3. Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του νόμου που αναφέρονται στο άρθρο 6(1) του περί Προσφορών του νόμου.»
Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών
Θεωρώ εδώ κατάλληλο το στάδιο να αναφέρω ότι ο τίτλος της προσφυγής όσον αφορά τον καθού η αίτηση αρ. 2 πρέπει να είναι εσφαλμένος. Γίνεται αναφορά στο Γενικό Ελεγκτή αντί στον Γενικό Λογιστή που προφανώς ήταν η πρόθεση των αιτητών. Ο Γενικός Ελεγκτής δε φαίνεται να πήρε οποιαδήποτε απόφαση. Εν πάση περιπτώσει το λάθος αυτό, εκ μέρους των αιτητών για το οποίο δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία από πλευράς των καθών η αίτηση, δεν επηρεάζει την προώθηση της προσφυγής αφού αυτή στρέφεται εναντίον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών που είναι και το όργανο που πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Γενικός Λογιστής ενεργεί απλώς ως Πρόεδρος του εν λόγω συμβουλίου.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, προτιμώ να αρχίσω από το δεύτερο λόγο, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι η συγκρότηση και/ή σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατά τις δυο συνεδρίες του (20/11/03 και 11/12/03) δεν ήταν σύμφωνα με το νόμο αφού δεν συμμετείχε ο προϊστάμενος ή αντιπρόσωπος του Υπουργείου Άμυνας.
Η απάντηση των καθών η αίτηση είναι ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί για τον ίδιο λόγο που αναφέρουν στην παράγρ. 1.8 της γραπτής τους αγόρευσης. Προβάλλεται δηλαδή, με έμμεσο τρόπο, ο ισχυρισμός ότι ο λόγος αυτός δεν καλύπτεται από το δικόγραφο (αίτηση) των αιτητών. Παραθέτει ο δικηγόρος των καθών και σχετική νομολογία.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό των καθών η αίτηση μπορώ να πω με ευκολία ότι αυτός δεν ευσταθεί. Οι αυθεντίες που παραθέτει αφορούν νομικό ισχυρισμό που δεν ήταν θέμα δημόσιας τάξης. Στη δική μας περίπτωση το εγειρόμενο με τη γραπτή αγόρευση των αιτητών ζήτημα, δηλαδή της κακής σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, είναι θέμα δημόσιας τάξης και μπορεί να εγερθεί ακόμα και αυτεπάγγελτα (βλ. μεταξύ άλλων Τζιονή ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 609 και Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616).
Η πλευρά των καθών η αίτηση προχωρούν και στην ουσία του εν λόγω ισχυρισμού και προβάλλουν τη θέση ότι δεν χρειαζόταν η εκπροσώπηση του Υπουργείου Άμυνας αφού η προσφορά είχε ζητηθεί από το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών.
Το θέμα σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών διέπεται από το άρθρο 11 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(1)/97) το οποίο άρθρο, στην έκταση που μας ενδιαφέρει, έχει ως ακολούθως:
«1.(1) Εγκαθιδρύεται συμβούλιο με την επωνυμία «Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών» το οποίο αποτελείται από -
(α) Το Γενικό Λογιστή ή τον αντιπρόσωπό του ως Πρόεδρο του Συμβουλίου.
(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή τον αντιπρόσωπό του.
(γ) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ή τον αντιπρόσωπό του.
(δ) το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού ή τον αντιπρόσωπο του.
(ε) το Διευθυντή του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών ή τον αντιπρόσωπό του. Και
(στ) τον προϊστάμενο ή τον αντιπρόσωπο του κατά περίπτωση ενδιαφερόμενου υπουργείου, ανεξάρτητου γραφείου ή υπηρεσίας.
..................................................................................................................»
Εξέτασα με προσοχή τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου γεγονότα, προκύπτει με σαφήνεια ότι τα εν λόγω άρβυλα ζητήθηκαν από και/ή προορίζονταν για το Υπουργείο Άμυνας, ούτως ώστε αυτό να καθίσταται το «ενδιαφερόμενο Υπουργείο» με την έννοια του εδ. (στ) του προαναφερθέντος άρθρου 11(1) του Νόμου. Παραπέμπω στο έγγραφο με τίτλο «ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΕΙΔΩΝ ΥΠΟΔΗΣΗΣ ΤΕΥΠ/20.10/96/2 ΑΡΒΥΛΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ» Στη σελ. 2 φαίνεται ότι είναι άρβυλα που προορίζονται για την Εθνική Φρουρά. (βλ. παραγραφ. 1 «Σκοπός» και παράγρ. 2.1.3 «Φόντι (ψίδι)»). Τούτο γίνεται πιο σαφές από την ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ημερ. 9/10/03, όπου διαβάζουμε ότι ο διαγωνισμός «διενεργείται για λογαριασμό του Υπουργείου Άμυνας».
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι ήταν αναγκαία η εκπροσώπηση του εν λόγω Υπουργείου με βάση τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 11(1)(στ). Η εκπροσώπηση του Διευθυντή Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών έγινε με βάση το εδ. (ε) του ιδίου άρθρου. Θα ικανοποιούσε τις πρόνοιες της επιφύλαξης της παραγρ. (στ) αν η ίδια Υπηρεσία, δηλαδή το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών, ήταν το Τμήμα για το οποίο προορίζονταν τα εν λόγω άρβυλα. Δε θα χρειαζόταν δηλαδή διπλή εκπροσώπηση. Με όσα όμως ανάφερα, έπρεπε στην υπό εξέταση περίπτωση να εκπροσωπείται και το Υπουργείο Άμυνας,.
Επί του σημείου αυτού η νομολογία είναι σαφής ότι δηλαδή μια απόφαση που λαμβάνεται από όργανο με κακή σύνθεση/συγκρότηση είναι άκυρη. (Βλ. μεταξύ άλλων Medcon Construction Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 3229 ημερ. 12/6/02, Κ.P. Parpas Enterprises Ltd. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 2965, ημερ. 5/6/02, Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554 και Τζιονή ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 609.)
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθών η αίτηση αρ. 1, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή εναντίον του καθού η αίτηση αρ. 2 (Γενικού Ελεγκτή) απορρίπτεται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς