ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 607
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 787/2003)
2 Αυγούστου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΤΖΙΑ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ν. Λοΐζου, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 5 Ιουλίου 2002, η ακόλουθη Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, Α.Δ.Π. Αρ. 648, η οποία επηρέαζε 23 τεμάχια:
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως Απαλλοτριούσα Αρχή, γνωστοποιεί ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα που παρατίθεται πιο κάτω είναι αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλ. για την κατασκευή, δημιουργία, βελτίωση και ανάπτυξη των δημόσιων δρόμων στη Δημοκρατία και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλ. για τη διεύρυνση/ευθυγράμμιση του κύριου δρόμου Τσερίου-Αναλυόντα (εντός του χωριού Τσέρι).
Κάθε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι έχει οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον πάνω στην ιδιοκτησία που αναφέρεται πιο κάτω και φέρει ένσταση στη σκοπούμενη απαλλοτρίωσή της, καλείται, μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω του Επάρχου Λευκωσίας, μαζί με λεπτομερή στοιχεία και αποδείξεις για το δικαίωμα ή συμφέρον του, καθώς και τους λόγους της ένστασής του.»
Η αιτήτρια πληροφορήθηκε περί της Γνωστοποίησης και με επιστολή, ημερ. 10 Ιουλίου 2002. Υπέβαλε εμπρόθεσμα ένσταση η οποία αφορούσε όχι στο μέρος του κτήματος της που εφάπτετο του κύριου δρόμου αλλά στην επέκταση, για μεγέθυνση της παρόδου κοντά στη συμβολή των δύο δρόμων. Εξήγησε τους λόγους ως εξής:
«Ενίσταμαι στην πιο πάνω απαλλοτρίωση από την οδό Χρ. Σαλίδη και μέρος από την οδό Θ. Πιερίδη, δηλ. στην νότια πλευρά της οικίας μου και όχι στην ανατολική πλευρά, για τους εξής λόγους:
1. Στο σημείο που απαλλοτριώνετε υπάρχει τοίχος αντιστηρίξεως παράλληλος προς τη Θ. Πιερίδη ύψους περίπου τεσσάρων μέτρων, πράγμα που θα δημιουργήσει στην πλευρά αυτής της οικίας μου ανυπέρβλητα εμπόδια προσπελάσεως, διότι για να σκαφτεί τόσο υψόμετρο θα κλείσει την είσοδο του γκαράζ του αυτοκινήτου μου.
2. Κάτω από την κατοικία μου λειτουργούν καταστήματα και όπως φαίνεται στο σχέδιο, η απαλλοτρίωση επηρεάζει το ένα κατάστημα και την υπαίθρια βεράντα που είναι πάνω απ΄ αυτό.
3. Στο ίδιο σημείο λειτουργούν τα κοινά αποχωρητήρια των καταστημάτων, τα οποία είναι εγκεκριμένα από την αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση κατεδαφίσεως τους αχρηστεύονται όλα τα καταστήματα.
4. Απαλλοτριώνοντας το μέρος στη Χρ. Σαλίδη, ο δρόμος σχεδόν θ΄ αγγίσει τα δύο υπνοδωμάτια του σπιτιού, τα οποία έτσι θα είναι πολύ δύσκολο να χρησιμοποιούνται ως υπνοδωμάτια.
5. Η οδός Χρ. Σαλίδη όπως φαίνεται και στο σχέδιο είναι μικρής σημασίας οδική αρτηρία και δεν παρακωλύεται η λιγοστή κυκλοφορία της ούτε και τώρα.»
Η ένσταση της αιτήτριας - το ίδιο όπως και οι ενστάσεις άλλων ιδιοκτήτων - εξετάστηκε και, στις 3 Φεβρουαρίου 2003, απορρίφθηκε από Υπουργική Επιτροπή στην οποία το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκχωρήσει τις σχετικές του εξουσίες, βάσει του άρθρου 3(1) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62). Η Υπουργική Επιτροπή ανέφερε ότι:
«έλαβε υπόψη της τους λόγους που προβάλλονται σ΄ αυτές τις παρατηρήσεις και υποδείξεις του αρμόδιου Υπουργείου και όλα γενικά τα γεγονότα και περιστατικά».
Οι αναφερθείσες παρατηρήσεις και υποδείξεις, που λήφθηκαν υπόψη, προέρχονταν από τον Έπαρχο ο οποίος τις διαβίβασε στο Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή ημερ. 7 Οκτωβρίου 2002. Παραθέτω εκείνες που αφορούσαν στο κτήμα της αιτήτριας:
«Ένσταση Ειρήνης Αντώνη Καρατζά. Είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 351, Φ/Σχ. 30/1225VO μέρος του οποίου επηρεάζεται από την απαλλοτρίωση. Ισχυρίζεται ότι η απαλλοτρίωση επηρεάζει σοβαρά το τεμάχιο της, διότι θα κατεδαφιστούν κοινά αποχωρητήρια των καταστημάτων που λειτουργούν στο ισόγειο, ενώ επηρεάζεται και ένα από τα καταστήματα, καθώς επίσης και βεράντα.
Από την απαλλοτρίωση πράγματι θα επηρεαστούν υποστατικά που βρίσκονται στο ισόγειο, όμως επειδή προέχει η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τυχόν τροποποίηση των σχεδίων συνεπάγεται χρονοβόρα διαδικασία, συστήνεται απόρριψη της ένστασης.»
Ακολούθως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 13 Ιουνίου 2003, Διάταγμα απαλλοτρίωσης (Α.Δ.Π. Αρ. 553/03) σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62 όπως τροποποιήθηκε)• και, εν συνεχεία, Διάταγμα Επίταξης (Α.Δ.Π. Αρ. 559/03) σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου (Ν. 21/62 όπως τροποποιήθηκε).
Με την προσφυγή η αιτήτρια ζητά:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση με αριθμό 16.5.7.15.1 ημερομηνίας 23/6/2003 για απόρριψη της ένστασης της κατά της απαλλοτρίωσης μέρους του τεμαχίου της με αριθμό 351 Φ/Σ 30/37 Χωρ. στο Τσέρι, που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα (Μέρος ΙΙ) της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5/7/2002, Γνωστοποίηση αρ. 648, είναι άκυρη και ή παράνομη και ή αντισυνταγματική και ή εστερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα Επιτάξεως και το Διάταγμα Απαλλοτριώσεως που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 3772 ημερομηνίας 13/6/2003, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, δυνάμει Διοικητικών Πράξεων με αριθμός 559 και 553 αντίστοιχα, με τα οποία επιτάσσεται και απαλλοτριώνεται μέρος του τεμαχίου της Αιτήτριας με αριθμό 351 Φ/Σ 30/37 χωρ. στο Τσέρι, είναι άκυρα και ή παράνομα και ή αντισυνταγματικά και εστερημένα οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Επισημαίνω, σε σχέση με την πρώτη παράγραφο, πως η απόρριψη της ένστασης δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση: βλ. την Σταυρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, στις σελ. 314-316. Έπειτα παρατηρώ, σε σχέση με τη δεύτερη παράγραφο, πως ζητούνται δύο θεραπείες: μια για το διάταγμα επίταξης και άλλη για το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Εγείρεται λοιπόν το κατά πόσο επιτρέπεται η συμπροσβολή τους. Αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο οι δύο πράξεις είναι συναφείς. Στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 η Πλήρης Ολομέλεια επικρότησε τους κανόνες που αποτυπώθηκαν στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959. Συζητήθηκαν από την Ολομέλεια και πιο πρόσφατα στη Χριστοφίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 766. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, από τη σελ. 274 των Πορισμάτων Νομολογίας:
«Συγχωρείται η διά του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις διά του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδια διοικητική διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56).
Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53).»
Το ζητούμενο είναι λοιπόν η συνάφεια. Τα όσα προστίθενται δεν είναι παρά μόνο επεξηγηματικά και ενδεικτικά. Το κατά πόσο υπάρχει συνάφεια μεταξύ διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος επίταξης ηγέρθη στη Σταυρίδης αλλά δεν χρειάστηκε να αποφασιστεί αφού, καθώς διαπιστώθηκε, η προσφυγή ήταν ως προς το δεύτερο εκπρόθεσμη. Στη Ρωξάνη Κουδουνάρη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 883/95, ημερ. 14 Νοεμβρίου 1997, παρατήρησα ότι δεν διέκρινα μεταξύ των δύο διαταγμάτων την αναγκαία συνάφεια. Έχω όμως την άποψη ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η συνάφεια δεν κρίνεται ως θέμα γενικό με αναφορά μόνο στη φύση των δύο διαταγμάτων αλλά και με αναφορά στο πώς το ένα μπορεί να συνδέεται και να λειτουργεί με το άλλο. Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα επίταξης ήταν αλληλένδετο με το διάταγμα απαλλοτρίωσης και προοριζόταν ως επείγον μέτρο1 που θα καθιστούσε ευχερέστερη την πραγμάτωση ακριβώς του σκοπού για τον οποίο ταυτόχρονα εκδόθηκε και το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Υπό αυτή την έννοια το διάταγμα απαλλοτρίωσης αποτελούσε προϋπόθεση για το διάταγμα επίταξης το οποίο εν προκειμένω δεν θα είχε λόγο ύπαρξης χωρίς το πρώτο. Θεωρώ δε πως αυτός ο συλλογισμός δεν αναιρείται από το ότι δεν απαιτούνται πάντοτε και τα δύο διατάγματα ως μέρος του ίδιου μηχανισμού, όπως λ.χ. στην περίπτωση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, όπου η Ολομέλεια πρόσφατα δέχθηκε ότι υπήρχε συνάφεια2. Θα προχωρήσω λοιπόν σε έλεγχο της νομιμότητας και των δύο διαταγμάτων.
Αρχίζω με το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο αποτελεί τη βάση. Στην ουσία η αιτήτρια παραπονείται - με ταξινομήσεις κάτω από διάφορα κεφάλαια - ότι το διάταγμα δεν περιορίζεται στο μέρος του ακινήτου της που εφάπτεται του κύριου δρόμου αλλά επεκτείνεται και σε μέρος που εφάπτεται της παρόδου και ότι η επέκταση την επηρεάζει σοβαρά. Προβάλλει συναφώς ότι διάταγμα το οποίο εκδίδεται με βάση τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο δεν μπορεί να περιλαμβάνει ιδιοκτησία η οποία βρίσκεται σε χώρο εντός των κοινοτικών ορίων, όπως εν προκειμένω η πάροδος, διότι για τέτοιες περιπτώσεις αρμοδιότητα έχει μόνο το Κοινοτικό Συμβούλιο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99). Παρέπεμψε προς υποστήριξη και στην απόφαση μου στη Μανέντζου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου κ.α., υπόθ. αρ. 944/2001, ημερ. 13 Ιανουαρίου 2003.
Η αιτήτρια παρερμηνεύει το σχετικό νόμο, το ίδιο όπως και την απόφαση στη Μανέντζου. Είναι νομίζω προφανές ότι το άρθρο 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου ρυθμίζει τις περιπτώσεις όπου απαλλοτριούσα αρχή είναι Κοινοτικό Συμβούλιο. Δεν περιορίζει την απαλλοτρίωση από τη Δημοκρατία, βάσει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας όπου και αν αυτή βρίσκεται.
Η αιτήτρια παραπονείται επιπλέον για έλλειψη δέουσας έρευνας όπως και για έλλειψη αιτιολογίας, σε σχέση πάντοτε με το μέρος της απαλλοτρίωσης που εκτείνεται στην πάροδο. Στο τοπογραφικό σχέδιο η επέκταση της απαλλοτρίωσης στην πάροδο απεικονίζεται ως λειτουργικά συνδεδεμένη με τη διεύρυνση και ευθυγράμμιση του κύριου δρόμου. Ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει όμως ο,τιδήποτε που να δείχνει ότι διεξήχθη έρευνα με σκοπό τη διακρίβωση της επί τόπου κατάστασης, δηλαδή την έκταση και σοβαρότητα του επηρεασμού, ώστε να σταθμίζονταν οι δυσχέρειες και τα προβλήματα που προκαλούσε η απαλλοτρίωση και να γίνονταν σκέψεις με σκοπό την όσο το δυνατόν λιγότερο επαχθή λύση. Το ότι δεν υπήρξε τέτοιου είδους διερεύνηση επιβεβαιώνεται και από το λόγο που δόθηκε για την απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας αφού αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιας καλύτερης για την αιτήτρια λύσης για την οποία ωστόσο δεν υπήρχε πια χρόνος διότι «συνεπάγεται χρονοβόρα διαδικασία». Διαπιστώνω κενό έρευνας. Το δε κενό αφήνει το διάταγμα απαλλοτρίωσης χωρίς την αναγκαία αιτιολογία. Η κατάληξη αυτή επιδρά, κατά την ίδια έκταση, και επί του διατάγματος επίταξης, το έρεισμα του οποίου συνακόλουθα καταρρέει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης ακυρώνεται ως προς το μέρος του που εκτείνεται πέρα από τον κύριο δρόμο. Ακυρώνεται, ως προς το ίδιο μέρος, και το προσβαλλόμενο διάταγμα επίταξης. Έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ
1 Βλ. Evrydiki Aspri and The Republic (Council of Ministers) 4 R.S.C.C. 57 όπου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παρατήρησε τα εξής: «It may, of course, not be always lawful to publish an order or requisition simultaneously with a notice of acquisition, in respect of the same property, especially if it is not necessary at the material time to commence putting into effect at once the purpose of public benefit common to both, but such an issue does not have to be decided, because it does not appear to arise in the present Case.»
2 Βλ. Αντρούλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3035 κ.α., ημερ. 16 Ιουλίου 2002.