ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 647
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 158/2005)
18 Αυγούστου, 2005
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Α,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, με Στ. Αγγελίδη (κα), για τους Αιτητές.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, ήταν μεταξύ των προαχθέντων επ' ανδραγαθία με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με ημερομηνίες 16 και 24/11/2004, από 1/1/2005. Για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, θα αναφερθώ πιο κάτω.
Στις 3/2/2005, το Υπουργικό Συμβούλιο, επειδή διαπιστώθηκε ότι ορισμένα από τα μέλη προήχθησαν εκ παραδρομής και αντίθετα με το πνεύμα του Νόμου, στη βάση του οποίου έγιναν οι προαγωγές, ανακάλεσε την πράξη προαγωγής των αιτητών, για το λόγο ότι αυτοί, κατά το χρόνο του πραξικοπήματος, δεν ήταν μέλη του Αστυνομικού Σώματος.
Την απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου οι αιτητές την προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή. Συγκεκριμένα, ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση ... ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση 1, ημερ. 10.2.2005 (παράρτημα Α) με την οποία κατόπιν σχετικής απόφασης του καθ' ου η αίτηση 2, γνωστοποίησε ομαδικά, κατά τρόπο όμως αντιφατικό με ότι προηγήθηκε σε σχέση με τις προαγωγές των αιτητών που προήχθηκαν επ' ανδραγαθία από 1.1.2005, την ανάκληση των εν λόγω προαγωγών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Ισχυρίζονται ότι η απόφαση, ημερομηνίας 10/2/2005, λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, έγινε άνισα, ήταν αναιτιολόγητη και παράνομη, αφού εισήγαγε λόγο ή προϋπόθεση για την προαγωγή άνισο και μη προβλεπόμενο από το Νόμο. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της απόφασης, αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις προαγωγής, δηλαδή δεν ήταν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Ως προς την ουσία, προβάλλουν ότι η απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη.
Τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητούνται, έχουν, με όση συντομία πιστεύω επιτρέπεται, ως εξής:-
Με την ψήφιση του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000 (Ν. 24(Ι)/2001), (ο «Νόμος»), καθιδρύθηκε Επιτροπή Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Μαχητών της Αντίστασης, (η «Επιτροπή»). Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου:-
«'Μαχητές της Αντίστασης' ή 'αντιστασιακοί' σημαίνει τους πολεμιστές, τους αγωνιστές και τα θύματα του πραξικοπήματος και όσους αγωνίστηκαν για τη δημοκρατία εναντίον του πραξικοπήματος.»
Το ΄Αρθρο 12 του Νόμου προβλέπει ότι στους μαχητές της αντίστασης, που είναι καταχωρημένοι στο Μητρώο, απονέμονται ηθικές αμοιβές από την Κυπριακή Πολιτεία, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής. Οι ηθικές αμοιβές, που δυνατό να απονεμηθούν, είναι:-
«(α) Μετάλλια ή διπλώματα ή και τα δύο.
(β) μεταθανάτιες προαγωγές σε πεσόντες δημόσιους υπαλλήλους ή αστυνομικούς ή υπαλλήλους Ημικρατικών Οργανισμών.
(γ) προαγωγές επ' ανδραγαθία.»
Η Επιτροπή, με επιστολή του Προέδρου της, ημερομηνίας 11/11/2004, εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, προαγωγές ως ακολούθως:-
«(1) Μεταθανάτιος Προαγωγή των Πεσόντων Μελών της Αστυνομίας και Ειδικών Αστυφυλάκων (μετά ή άνευ απολαβών) με την Ανάλογη οικονομική ρύθμιση από την ημερομηνία του θανάτου τους.
(2) Προαγωγή επ' ανδραγαθία των Αστυφυλάκων και Αναπληρωτών Λοχιών που βρίσκονται στην υπηρεσία ή έχουν αφυπηρετήσει, σε Λοχίες.
(3) Προαγωγή επ' ανδραγαθία των Λοχιών και Αναπληρωτών Υπαστυνόμων που βρίσκονται στην υπηρεσία ή έχουν αφυπηρετήσει, σε Υπαστυνόμους.
(4) Προαγωγή (ή διορισμός) επ' ανδραγαθία των Ειδικών Αστυφυλάκων που βρίσκονται στην υπηρεσία ή έχουν αφυπηρετήσει, σε Κανονικούς Αστυφύλακες.»
Επισύναψε καταλόγους των μελών της Αστυνομίας που χαρακτηρίζονται ως «ΕΝΟΠΛΩΣ αντισταθέντες κατά της παρανομίας της ΕΟΚΑ Β και του πραξικοπήματος». Η εισήγηση έγινε δεκτή.
Ακολούθως, ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού εξασφάλισε την κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ειδοποίησε, ανάλογα, τους προαχθέντες για όλους τους βαθμούς, μεταξύ των οποίων και τους αιτητές. Διαπιστώθηκε αργότερα ότι αριθμός μελών της Αστυνομικής Δύναμης προήχθησαν, ενώ, κατά τον «ουσιώδη χρόνο» - δηλαδή την περίοδο πριν, κατά και μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και μέχρι την 7η Δεκεμβρίου 1974, ημερομηνία επιστροφής στην Κύπρο του εκλελεγμένου Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου - δεν ήταν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και η προαγωγή τους ανακλήθηκε.
Οι συνήγοροι, με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, υποστήριξαν τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους.
Ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη, εκ μέρους των αιτητών, ότι η προαγωγή τους ήταν καθ' όλα νόμιμη και σύμφωνη με το Νόμο, ώστε δεν εδικαιολογείτο ανάκλησή της. Το αιτιολογικό της ανάκλησης, υπέβαλε, είναι εκτός του γράμματος και του πνεύματος του Νόμου, αφού δεν αποτελεί προϋπόθεση, για την προαγωγή των μαχητών της αντίστασης, αυτοί να ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ουσιαστικά, ενήργησε αναρμόδια.
Αντίθετη ήταν η θέση των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι υποστήριξαν τη νομιμότητα της απόφασης της ανάκλησης, λόγω του παράνομου της προαγωγής. Οι αιτητές, ήταν η εισήγησή τους, προήχθησαν σε αντίθεση με το πνεύμα του Νόμου, επειδή θεωρήθηκαν ως μαχητές της αντίστασης ή αντιστασιακοί, σύμφωνα με τον ορισμό του ΄Αρθρου 2 του Νόμου. Προς υποστήριξη των πιο πάνω, επικαλέσθηκαν ότι η προαγωγή επ' ανδραγαθία απαντάται μόνο στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89. Περαιτέρω, η αναφορά στην επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής, με την οποία υπέβαλε τις εισηγήσεις του, δηλαδή ότι «... ετοιμάσθηκαν Κατάλογοι των μελών της Αστυνομίας, που χαρακτηρίζονται ως ΕΝΟΠΛΩΣ αντισταθέντες κατά της παρανομίας της ΕΟΚΑ Β και του πραξικοπήματος.», καταδείκνυε ότι η προαγωγή τους οφείλετο στο γεγονός ότι θεωρήθηκαν μέλη της Δύναμης κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το μόνο ζήτημα, το οποίο έχει συζητηθεί και θα εξετασθεί, είναι το ζήτημα της νομιμότητας της ανάκλησης των προαγωγών-τοποθετήσεων, παρά το γεγονός ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε δημιουργεί ερωτηματικά, τα οποία, όμως, δεν είναι του παρόντος και δε θα απασχολήσουν.
Σ' ό,τι αφορά την προδικαστική ένσταση, αυτή δε βρίσκω να ευσταθεί. Οι αιτητές περιλαμβάνονταν μεταξύ πολλών άλλων μελών της Αστυνομικής Δύναμης, στα οποία προσφέρθηκε προαγωγή επ' ανδραγαθία. Η ανάκληση της προαγωγής τους επηρέασε άμεσα την υπηρεσιακή τους κατάσταση και ο επηρεασμός αυτός τους παρέχει το νενομισμένο συμφέρον να προσφύγουν στο δικαστήριο και να αξιώσουν αναθεώρηση της απόφασης.
Ως προς την ουσία της αίτησης, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσο, μέλος της Αστυνομικής Δύναμης - μαχητής της αντίστασης πρέπει να ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης και κατά την περίοδο του πραξικοπήματος, για να δικαιούται την ηθική αμοιβή της προαγωγής επ' ανδραγαθία - (΄Αρθρο 12(2)(γ) του Νόμου). Από την απάντηση εξαρτάται και το νόμιμο ή μη της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι αιτητές περιλαμβάνονται στο Μητρώο των Μαχητών της Αντίστασης, το οποίο, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 6 του Νόμου, καταρτίζει και τηρεί η Επιτροπή. Η συμπερίληψή τους σ' αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Υποστηρίχθηκε, όμως, ότι ορθά ανεκλήθη η προαγωγή ως παράνομη.
Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Πέμπτη ΄Εκδοση, Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτοπούλου, (σελ. 173):-
«177. Καταρχήν, επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παράνομων ή πλημμελών διοικητικών πράξεων (και αν ακόμη χαρακτηρίζονται από τις σχετικές διατάξεις ως οριστικές ή ανέκκλητες, ΣΕ 312/1983, 1405/1984), ανεξάρτητα από το εάν από τις πράξεις αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικουμένων, κατά την προαναφερόμενη έννοια, εφόσον η ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (ΣΕ 598/1987).»
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 394, σε σχέση με την επ' ανδραγαθία προαγωγή, αναφέρεται:-
«Διά την επ' ανδραγαθία προαγωγήν κατ' α. ν. 2646]40 δεν αρκεί να εξετέθη εις κίνδυνον η ζωή του στρατιωτικού, αλλ' απαιτείται όπως η δι' ην η ηθική αμοιβή πράξις θεωρηθή, κατά την ανέλεγκτον περί τούτου, κατ' αρχήν, κρίσιν της Διοικήσεως, ως 'ηρωϊκή' και ως 'αποτελούσα ανδραγάθημα' : 2076 (53). Της επ' ανδραγαθία προαγωγής αποτελούσης μέτρον εξαιρετικόν, μόνον η απονομή χρήζει ειδικωτέρας αιτιολογίας, ουχί δε και η άρνησις της παροχής αυτής, της αιτιολογίας εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει δυναμένης να συνάγηται και εκ των στοιχείων του φακέλλου : 1068 (52), 2076 (53). ΄Ανισος μεταχείρησις δεν χωρεί εν τη επ' ανδραγαθία προαγωγή αξιωματικών της χωροφυλακής, οσάκις δεν υφίσταται ταυτότης όρων και προϋποθέσεων : 2156 (53).
Η αναδρομική προαγωγή επιβάλλεται να ενεργήται αμέσως και επί του πεδίου μάχης. Οποτεδήποτε, όθεν, πραγματοποιουμένη, ανατρέχει εις τον χρόνον τελέσεως της πράξεως, του προαγωμένου θεωρουμένου πλασματικώς ως φέροντος έκτοτε τον βαθμόν και δικαιουμένου να λάβη τους βαθμούς, ους θα ελάμβανεν, αν είχε προαχθή εγκαίρως, και τούτο ανεξαρτήτως αν προήχθησαν ή μη νεώτεροί του εν τη νέα σειρά αρχαιότητός του : 1070 (50), 1480 (52).»
Ανάλογα αναφέρονται και στην υπόθεση Λοχίας Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. & Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, όπου η πράξη της ανδραγαθίας τοποθετείται σε επίπεδο πέραν από την πιστή και μετά ζήλου εκτέλεση του καθήκοντος του Αστυνομικού.
΄Εχω διεξέλθει τις πρόνοιες του Νόμου, στις οποίες οι συνήγοροι αναφέρθηκαν, αλλά και ολόκληρο το κείμενό του. Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε σ' αυτό, το οποίο ρητά να προβλέπει όπως μέλος της Δύναμης, προαγόμενο επ' ανδραγαθία, πρέπει και κατά το χρόνο του πραξικοπήματος να ήταν μέλος της Δύναμης.
Με απασχόλησε εάν το είδος της προαγωγής, γνωστής μόνο στα σώματα του Στρατού και της Αστυνομίας - και περί τούτου δεν υπήρξε από πλευράς αιτητών αντίθετη άποψη - εξυπονοεί την ιδιότητα του μέλους των πιο πάνω Σωμάτων κατά το χρόνο του πραξικοπήματος. Κρίνω πως όχι. Δεν πρόκειται για αναδρομική προαγωγή, ώστε η ιδιότητα του μέλους της Δύναμης κατά το χρόνο του πραξικοπήματος να έχει σημασία. Η ιδιότητα του μέλους της Δύναμης θα μπορούσε να εξυπονοηθεί, εάν η προαγωγή επ' ανδραγαθία ήταν αναδρομική, όπως είναι συνήθως, κάτι, όμως, που δε συμβαίνει εδώ. Πρόκειται για αμοιβή χρονικά πολύ μεταγενέστερη του χρόνου τέλεσης των πράξεων και ο ορισμός των «Μαχητών της Αντίστασης», όπως δίδεται στο ΄Αρθρο 2 του Νόμου, δεν εξυπονοεί ό,τι εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση. Ούτε το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση - δηλαδή η αναφορά στην επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής σε καταλόγους μελών της Αστυνομίας που χαρακτηρίζονται ως ενόπλως αντισταθέντες - βοηθά τη θέση τους. Στην ίδια επιστολή, ο Πρόεδρος αναφέρεται όχι μόνο σε μέλη της Δύναμης που εξοπλίσθηκαν αλλά και σε αριθμό απλών πολιτών. Αναφέρει συγκεκριμένα:-
«Στις 15 Ιουλίου 1974, αλλά και στις αμέσως επόμενες μέρες, οι ελαφρά οπλισμένοι άνδρες και στελέχη της Αστυνομίας καθώς και σημαντικός αριθμός πολιτών που εξοπλίσθηκαν εν τω μεταξύ, αντιπαρατάχθηκαν[1] και αντιστάθηκαν στις υπέρτερες, σε σύγχρονο ατομικό οπλισμό και άρματα μάχης, δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ. Η δράση τους αυτή, δηλαδή η αντίστασή τους σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, σε ένα αγώνα η έκβαση του οποίου ήταν σ' όλους γνωστή, εμπεριέχει το στοιχείο της αυτοθυσίας και του ηρωισμού στην πιο γνήσια έκφρασή του.»
Καταλήγω ότι ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός του Νόμου εξυπονοούν την ερμηνεία που εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση.
Η ηθική αμοιβή του ΄Αρθρου 12(1)(γ) του Νόμου δεν προϋποθέτει ο αμειβόμενος να ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης και κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή κατά το χρόνο του πραξικοπήματος. Ως αποτέλεσμα, η ανάκληση της προαγωγής των αιτητών, για τον λόγο που έγινε, δε δικαιολογείται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ