ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 593
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 982/2003)
29 Ιουλίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 25, 26, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
C. ATALIOTIS NICHE ADVERTASING LTD,
Αιτητές,
v.
ΔΗΜΟΥ ΕΓΚΩΜΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Γ. Τριανταφυλλίδης με Χρ. Μαυρονικόλα (κα.), για τους Αιτητές.
Σ. Δράκος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την 13 Ιουνίου 2003 τέθηκε σε ισχύ ο Περί Οδικής Ασφάλειας (Τροποποιητικός Νόμος ) του 2003, Ν.50(1)/2003.
Στις 8.9.2003, ο Δημοτικός Γραμματέας του Δήμου ΄Εγκωμης απέστειλε την πιο κάτω επιστολή στην αιτήτρια εταιρεία:
«Κύριοι,
Διαφημιστικές Πινακίδες εντός κατοικημένης περιοχής (πεζοδρόμια,ανοιχτούς χώρους και πασσάλους)
Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και συγκεκριμένα σε ότι αφορά τις διαφημιστικές σας πινακίδες που βρίσκονται τοποθετημένες
1) Δημόσιος χώρος γωνία Γρίβα Διγενή και 28 ης Οκτωβρίου
2) Δημόσιος χώρος οδός 28 ης Οκτωβρίου
3) Λεωφόρος Μακαρίου Αθλητικού Κέντρου
4) Γωνία Γρ. Διγενή και οδού Ν. Κρανιδιώτη
5) Δημόσιος χώρος προς Ενιαίο Λύκειο Κύκκου
Με τον Νόμο 50(1)/2003 που τροποποιεί τον Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμο έχουν καθοριστεί κριτήρια βάσει των οποίων θα εγκρίνεται ή δεν θα εγκρίνεται η τοποθέτηση πινακίδων επί πεζοδρομίων, ανοιχτών χώρων και πασάλων.
Επειδή οι πιο πάνω αναφερόμενες πινακίδες βρίσκονται σε χώρο όπου η τοποθέτηση πινακίδων αποκλείεται παντελώς σας δίδεται προθεσμία μέχρι την 1η Οκτωβρίου για την αφαίρεση τους .
Περαιτέρω πληροφορείστε ότι ο Νόμος παρέχει την εξουσία στην αρμόδια αρχή, μετά την πιο κάτω ημερομηνία να προβεί στην κατεδάφιση ή απομάκρυνση ή μετακίνηση του διαφημιστικού κατασκευάσματος και να απαιτήσει την καταβολή εκ μέρους όλων των εξόδων κατεδάφισης ή απομάκρυνσης ή μετακίνησης.
Παρακαλούμε όπως συμμορφωθείτε με την εν λόγω Νομοθεσία προς αποφυγή λήψεως δικαστικών μέτρων εναντίον σας.
Σε περίπτωση που υπάρχουν οποιεσδήποτε αμφιβολίες είμαστε στην διάθεση σας για επεξηγήσεις / διευκρινήσεις και μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους αρμόδιους λειτουργούς στα γραφεία του Δήμου, τηλέφωνα ......».
Εναντίον της πιο πάνω επιστολής και του περιεχομένου της η αιτήτρια εταιρεία καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας εταιρείας προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης όπως αναρμοδιότητα του οργάνου, παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αντισυνταγματικότητα του νόμου 50(Ι)/2003 καθότι καταστρατηγεί τα Άρθρα 23, 25, 26(1), 33, 12 του Συντάγματος, παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας από τις υφιστάμενες διατάξεις διοικητικής-αστικής φύσεως, παρερμηνεία του άρθρου 18ΙΓ(2) του Ν.50(Ι)/03, παραβίαση των άρθρων 18ΙΓ(1),18Δ,18 Ε, 18 ΣΤ, και 18Θ του Νόμου καθώς επίσης παραβίαση διατάξεων των Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου .
Με τη γραπτή τους ένσταση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του καθ΄ ου η αίτηση Δήμου ΄Εγκωμης προτάσσουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων .
Κατά τις προδικαστικές ενστάσεις,
· η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που θα μπορούσε να ήταν το αντικείμενο προσφυγής καθότι αποτελεί πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.
· η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 καθότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
· οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος
· με την προσφυγή προσβάλλονται περισσότερες από μια διοικητική πράξη.
Στο σημείο αυτό προέχει η εξέταση του θέματος της εκτελεστότητας.
Η θέση του Δήμου είναι ότι η προσβαλλόμενη επιστολή δεν είναι εκτελεστή καθότι έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η επιστολή ημερ. 8.9.2003, περιείχε πληροφορίες προς την αιτήτρια εταιρεία, κατόχου των διαφημιστικών πινακίδων , για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις της και τις ενδεχόμενες συνέπειες, σε περίπτωση που δεν αφαιρέσει τις πινακίδες της, μέχρι τη συγκεκριμένη προθεσμία 1 Οκτωβρίου 2003.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας εταιρείας αντιτάσσουν ότι το περιεχόμενο της επιστολής δεν ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα αλλά διατύπωνε τη βούληση του διοικητικού οργάνου.
Αφού γίνεται γενική αναφορά στη νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της εκτελεστότητας, εισηγούνται ότι από τη στιγμή που ο Δήμος ΄Εγκωμης άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και αποφάσισε ότι οι αιτητές παρανομούν και περαιτέρω αποφάσισε να επιδώσει την επίδικη επιστολή που ισοδυναμεί , σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό των αιτητών, με γραπτή ειδοποίηση προς τους αιτητές για την αφαίρεση των πινακίδων, δημιουργούνται έννομα αποτελέσματα που επηρεάζουν τους αιτητές.
Βάση για την εισήγηση των αιτητών συνιστά ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 2003 (Ν. 50(Ι)/2003) και συγκεκριμένα τα άρθρα 18(1) και (3) τα οποία ορίζουν:
"18Θ.-(1) Σε περίπτωση ανέγερσης ή τοποθέτησης διαφημιστικού κατασκευάσματος κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 18Δ, 18Ε και 18ΣΤ του παρόντος Μέρους, ή σε περίπτωση τοποθέτησης αντικειμένου κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 18Ζ του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιδώσει στον ιδιοκτήτη του γραπτή ειδοποίηση με την οποία να τον καλεί να κατεδαφίσει ή να μετακινήσει ή να απομακρύνει το διαφημιστικό κατασκεύασμα ή το αντικείμενο μέσα σε εύλογη προθεσμία η οποία καθορίζεται ανάλογα με το είδος της κατασκευής και η οποία δεν μπορεί να είναι μακρότερη των 30 ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης.
.................................. .................................................. ...............................
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο προς το οποίο έχει επιδοθεί ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) αρνείται ή αμελεί ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο της ειδοποίησης μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται σ΄αυτή, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε κατεδάφιση ή απομάκρυνση ή μετακίνηση του διαφημιστικού κατασκευάσματος ή του αντικειμένου, ανάλογα με την περίπτωση, και να απαιτήσει από το εν λόγω πρόσωπο την καταβολή όλων των εξόδων τα οποία συνεπάγεται η κατεδάφιση ή απομάκρυνση ή μετακίνηση.»
Οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες επιχειρηματολογούν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, δεν επέβαλλαν την επίδοση της επίδικης ειδοποίησης . Ο καθ΄ ου η αίτηση Δήμος ωστόσο , ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια που του παρέχεται με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, επέλεξε να επιδώσει την επίδικη ειδοποίηση στους αιτητές αφού πρώτα κατέληξε στο ότι η περίπτωση των αιτητών ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 18(θ)(1). Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η επίδικη ειδοποίηση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. (Παρενθετικά σημειώνεται ότι το άρθρο 18Θ(3) απλώς δίδει στη διοίκηση το δικαίωμα να μετακινήσει τη διαφήμιση εφόσον πρώτα αποστείλει ειδοποίηση όπως προβλέπει το άρθρο 18(Θ)(1), πάντοτε υπό την αίρεση ότι υφίστατο παρανομία).
Στις διευκρινήσεις κρίθηκε σκόπιμο από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών κ. Τριανταφυλλίδη να τεθούν σε γνώση του Δικαστηρίου οι πρόσφατες πρωτόδικες αποφάσεις στην Προσφυγή 1189/2003, Rolandοs Enterprises Ltd κ..α V Δημοκρατίας, ημερ.14.6.2004 και οι Συνεκδικαζόμενες προσφυγές 1100/2003 κ.α Super Brd Ads Ltd V Δημοκρατίας, ημερ. 15.6.2004.
Ενόψει του αποτελέσματος των δύο αυτών πρωτόδικων αποφάσεων όπου κρίθηκε ότι οι ειδοποιήσεις που είχαν σταλεί σύμφωνα με το άρθρο 18Θ του Νόμου δεν αποτελούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών επιχείρησε τη διαφοροποίηση της προκείμενης υπόθεσης από τις εν λόγω υποθέσεις.
Σημειώνει ότι οι πινακίδες των αιτητών τοποθετήθηκαν πριν τις 13.6.2003 που αποτελεί την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.50 (Ι)/2003.
Σύμφωνα με το άρθρο 181Γ (2) του Ν.50 (Ι)/2003 «παρέχεται χρονικό διάστημα μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2003 για την κατεδάφιση, απομάκρυνση ή μετακίνηση διαφημιστικών κατασκευασμάτων τα οποία είχαν ανεγερθεί ή τοποθετηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου και κατά παράβαση των διατάξεων του».
Στις 6.11.2003 ψηφίστηκε ο τροποποιητικός Νόμος 173(Ι)/2003 , ο οποίος ουσιαστικά εκείνο το οποίο έκαμε ήταν να καταστήσει αδίκημα και τη μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 18ΙΓ (2) (τη μη δηλαδή μετακίνηση των πινακίδων που ανεγέρθηκαν πριν την 13.6.2003 και δεν αφαιρέθηκαν μέχρι την 1.10.2003).
Επιχειρηματολογεί λοιπόν ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ότι στις 8.9.2003 όταν στάληκε η επίδικη επιστολή δεν ήταν αδίκημα η μη μετακίνηση των διαφημιστικών πινακίδων που είχαν τοποθετηθεί πριν τις 13.6.2003. Είναι λοιπόν στο σημείο αυτό που έγκειται κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών η διαφοροποίηση των δύο πιο πάνω πρωτόδικων αποφάσεων από την εξεταζόμενη. Οπότε, με ανύπαρκτη πρόνοια στο Νόμο για επίδοση γραπτής ειδοποίησης για την αφαίρεση των διαφημιστικών πινακίδων που τοποθετήθηκαν από τους αιτητές πριν τον Ιούνιο του 2003 και συνεπώς με ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα, η ειδοποίηση σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό των αιτητών στην επίδικη επιστολή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα.
Το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής έχει παρατεθεί πιο πάνω.
Θεωρώ ότι συνάγεται από το περιεχόμενο της επιστολής αυτής, ότι ο Δήμος ΄Εγκωμης ήθελε να πληροφορήσει την αιτήτρια εταιρεία ότι ψηφίστηκε ο Ν 50 (Ι)/2003 που επηρέαζε τις 5 πινακίδες της. Με την επιστολή αυτή πληροφορούσε επίσης την αιτήτρια εταιρεία ότι της διδόταν η προθεσμία μέχρι 1η Οκτωβρίου 2003 για να τις αφαιρέσει και περαιτέρω την πληροφορούσε ότι ο νόμος παρείχε την εξουσία στην αρμόδια αρχή, μετά την προθεσμία αυτή, να προχωρήσει στην απομάκρυνση ή κατεδάφιση των εν λόγω διαφημιστικών πινακίδων.
Βασικό συστατικό στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η άμεση παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων τα οποία συνεπιφέρουν τη δημιουργία ή τροποποίηση ή κατάλυση υφιστάμενης νομικής κατάστασης δηλαδή, δικαίωμα/υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου. ( Δέστε: Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 AAΔ 26 όπου το κριτήριο για την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης έχει καθοριστεί με σαφήνεια.).
Στην απόφαση της Ολομέλειας , Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ V Δημοκρατίας (1999) (Αρ.1) 3 ΑΑΔ 496, σε σχέση με την εκτελεστότητα επιστολής που είχε σταλεί από το Υπουργείο Οικονομικών στην εφεσείουσα με την οποία πληροφορείτο ότι η κυκλοφορία ξυστού λαχείου αντίκειτο στις πρόνοιες του Περί Λαχείων Νόμου Κεφ. 74 , κρίθηκε ότι η επιστολή εκείνη δεν αποκάλυπτε εκτελεστή διοικητική απόφαση καθότι είχε πληροφοριακό και σιγουρευτικό χαρακτήρα, αποκαλυπτικό της θεώρησης από τις Αρχές των σχετικών νομικών διατάξεων και της εφαρμογής τους, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τις συνέπειες που θα ενείχε για την εφεσείουσα η οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου.
Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητας. (Δέστε , μεταξύ άλλων, Υπ. Οικονομικών κ.α. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478, Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198 και Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 539).
Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη επιστολή δεν παράγει έννομα αποτελέσματα εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη στόχευε στην πληροφόρηση των αιτητών για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις τους καθώς επίσης και στην πληροφόρηση τους σχετικά με την εξουσία της διοίκησης και τις ενδεχόμενες ενέργειές της, σε περίπτωση άρνησης των αιτητών να αφαιρέσουν τις πινακίδες εντός της προθεσμίας, μέχρι δηλαδή την 1η Οκτωβρίου 2003.
Περαιτέρω σημειώνω , ότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής ότι αυτή αποτελεί ειδοποίηση με βάση το άρθρο 18(θ) του Νόμου και ότι αυτή εκδίδεται υπό το δεδομένο της αντίληψης της αρμόδιας αρχής πως υφίστατο παρανομία .
Εν πάση περιπτώσει, η ενέργεια της διοίκησης στα πλαίσια του άρθρου 18Θ(1) και 18(3) δεν ανήκει καν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και επομένως δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Επί του προκείμενου, δέστε σχετικές πρωτόδικες προσφυγές, Υπόθεση Αρ.1232/2003, PC INFOMEDIA PUBLICATION LTD ν. Δήμου Λευκωσίας, ημερ.11.11.2004 και Υπόθεση Αρ. 1189/2003, Rolandos Enterprises Ltd κ.α ν. Δημοκρατίας, ημερ 14.6.2004).
Καταλήγω ότι η επίδικη επιστολή είναι πληροφοριακού περιεχομένου και συναφώς στερείται εκτελεστότητας. Επομένως δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλες προδικαστικές ενστάσεις καθότι η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.