ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 365/2003)

 

29 Ιουλίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΣΟΛΩΝ  ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ  ΛΤΔ,

2.      ΣΟΛΩΝΑ  ΑΓΓΕΛΙΔΗ,

Αιτητές,

v.

 

1.      ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ  ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ Ή/ΚΑΙ ΤΗΣ

ΕΦΟΡΟΥ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Τζ. Σαββοπούλου (κα.) για Λ. Δημητριάδη  με Γ. Σεραφείμ, για τους Αιτητές.

 

Ε. Ζαχαριάδου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:     Στις 25.11.2002 η πρώτη αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε αίτηση στον ΄Εφορο Συμβουλίου Φαρμακευτικής και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, δηλαδή τους καθ΄ ων η αίτηση 1, με σκοπό την εξασφάλιση άδειας λειτουργίας φαρμακείου.  Στην αίτηση επισυνάφθηκαν τα απαιτούμενα έγγραφα βάσει του σχετικού εντύπου, στοιχεία και πιστοποιητικά για την εξασφάλιση της προαναφερόμενης άδειας λειτουργίας. 

 

Στην προαναφερόμενη αίτηση οι καθ΄ ων η αίτηση 1 πληροφορούνταν ότι το φαρμακείο (για το οποίο υποβαλλόταν αίτηση για άδεια) θα ήταν ιδιοκτησία της πρώτης αιτήτριας εταιρείας, θα βρίσκεται στη Λάρνακα σε συγκεκριμένη διεύθυνση και ο υπεύθυνος φαρμακοποιός θα είναι ο δεύτερος αιτητής κ. Σόλων Αγγελίδης, εγγεγραμμένος φαρμακοποιός.   Στην αίτηση επισυνάφθηκε και γνωμάτευση των δικηγόρων των αιτητών σχετικά με την τροποποίηση του Κεφ. 254 η οποία έγινε με το Νόμο 145(Ι)/2000.  

 

Στη συνέχεια, στις 2.1.2003, ο δεύτερος αιτητής έγραψε επιστολή προς τους καθ΄ ων η αίτηση 1 με την οποία τους έδινε περισσότερα στοιχεία, όπως του είχε ζητηθεί, αναφορικά με την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για δημιουργία νέου φαρμακείου.  Τα στοιχεία αυτά ήταν τα ακόλουθα:

 

(1)    Η πρώτη αιτήτρια εταιρεία έχει σε λειτουργία τρία φαρμακεία.

(2)    Ο δεύτερος αιτητής κατέχει το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης αιτήτριας εταιρείας.

 

Με την επιστολή της 2.1.2003 απεστάλη στους πρώτους καθ΄ ων η αίτηση και αντίγραφο πιστοποιητικού διευθυντών της πρώτης αιτήτριας εταιρείας. 

 

Στις 5.2.2003 ο ΄Εφορος Συμβουλίου Φαρμακευτικής με επιστολή του προς το δεύτερο αιτητή του ανέφερε ότι αναφορικά με την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας, το Συμβούλιο Φαρμακευτικής απεφάσισε να μην εγκρίνει την αίτηση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 10 του Ν 145(Ι)/2000.  Αυτή την απόφαση προσβάλλουν οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.  Οι αιτητές ισχυρίζονται κυρίως πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό πραγματική και νομική πλάνη.  Ισχυρισμός τους για κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση αποσύρθηκε και εν όψει των όσων ακολουθούν καθώς και της κατάληξής μου, δεν προτίθεμαι να τον εξετάσω.

 

Με τροποποίηση που έγινε, οι αιτητές πρόσθεσαν και ζήτημα αντισυνταγματικότητας των άρθρων 6 και 10 του τροποποιητικού Νόμου 145(Ι)/2000.   Αντιλαμβάνομαι ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, δηλαδή της παραβίασης του άρθρου 25.1 του Συντάγματος (σε συνδυασμό με το άρθρο 33 του Συντάγματος) από τα προαναφερόμενα άρθρα 6 και 10 του Νόμου 145(Ι)/2000, τίθεται διαζευκτικά, στην περίπτωση που οι αιτητές αποτύχουν να αποδείξουν τους άλλους λόγους ακυρότητας της προαναφερόμενης απόφασης, τους οποίους προβάλλουν. 

 

Κατά τους αιτητές, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς νομικής και/ή πραγματικής πλάνης. Η πραγματική πλάνη αναφέρεται στο πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση, που είναι δηλαδή η πρώτη αιτήτρια εταιρεία, ενώ, σύμφωνα με τους αιτητές, οι καθ΄ων η αίτηση 1 εξέλαβαν την αίτηση ως προσωπική αίτηση του αιτητή 2.  Η νομική πλάνη συνίσταται σε πεπλανημένη ερμηνεία των προνοιών των άρθρων 6 (άρθρο 15 του βασικού νόμου) και 10 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Τροποποιητικού Νόμου (Ν 145(Ι)/2000).  

Το άρθρο 6 του Ν 145(Ι)/2000 προσθέτει στο άρθρο 15 του βασικού νόμου, μεταξύ άλλων, την εξής πρόνοια:  «Νοείται ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης περισσοτέρων του ενός φαρμακείων ή να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου περισσοτέρων της μιας εταιρειών η οποία διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου».  

 

Το άρθρο 10 του Ν 145(Ι)/2000 περιλαμβάνει μεταβατικές πρόνοιες για τα υφιστάμενα φαρμακεία. 

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση και στην επιχειρηματολογία τους δίνουν έμφαση στο γεγονός της συμμετοχής του αιτητή 2 στην πρώτη αιτήτρια εταιρεία κατά 80% και στο γεγονός ότι κατά την έναρξη της ισχύος του Ν 145(Ι)/2000 ήταν κάτοχος (ο αιτητής 2) τριών φαρμακείων, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση.  Το γεγονός αυτό ήταν εκείνο που επηρέασε, καθοριστικά, το Συμβούλιο Φαρμακευτικής στη συνεδρία του της 22.1.2003 και στη λήψη της  επίδικης απόφασής του.   ΄Οπως οι καθ΄ ων η αίτηση υπογραμμίζουν στην αγόρευση τους, η εταιρεία Σόλων Αγγελίδης Λτδ της οποίας ο κ. Σόλων Αγγελίδης κατέχει πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου και συγκεκριμένα το 80%, ήταν ιδιοκτήτης τριών φαρμακείων κατά την έναρξη της ισχύος του Ν 145(Ι)/2000.  Εν όψει αυτού του γεγονότος και με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 6 και 10 του προαναφερομένου νόμου, το Συμβούλιο Φαρμακευτικής έκρινε ότι δεν θα πρέπει να παραχωρηθεί άδεια και για τέταρτο φαρμακείο, στους αιτητές. 

 

Μελέτησα με προσοχή τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία και τις σχετικές πρόνοιες του προαναφερομένου νόμου.   Τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται.  ΄Οταν υποβλήθηκε η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για άδεια φαρμακείου, η οποία απορρίφθηκε με την επίδικη απόφαση των πρώτων καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.2.2003, η πρώτη αιτήτρια εταιρεία είχε σε λειτουργία τρία φαρμακεία και ο δεύτερος αιτητής κατείχε το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης αιτήτριας εταιρείας.  Το ζήτημα που αναφύεται, κατά πρώτον, είναι το κατά πόσο οι καθ΄  ων η αίτηση 1 πήραν την προαναφερόμενη επίδικη απόφασή τους, τελούντες υπό πραγματική ή/και νομική πλάνη.  

 

Θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1 λήφθηκε πράγματι υπό πραγματική αλλά κυρίως υπό νομική πλάνη.  Η πραγματική πλάνη συνίσταται στο ότι ενώ  αιτήτρια  για άδεια φαρμακείου ήταν αποκλειστικά η πρώτη αιτήτρια εταιρεία, η οποία είχε σε λειτουργία και άλλα τρία φαρμακεία, οι καθ΄ ων η αίτηση 1 συγχύζουν κάπως τα πράγματα και θεωρούν το δεύτερο αιτητή ως αιτητή για άδεια λειτουργίας και τέταρτου φαρμακείου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος προσωπικά δεν λειτουργούσε οποιοδήποτε φαρμακείο.  

 

Η νομική πλάνη, υπό την οποία τελούσαν οι καθ΄  ων η αίτηση 1 όταν έλαβαν την επίδικη απόφαση τους, συνίσταται στην παρερμηνεία της προαναφερόμενης πρόνοιας που προστέθηκε στο άρθρο 15 του βασικού νόμου, με το άρθρο 6 του Ν 145(Ι)/2000.   Εκείνο το οποίο απαγορεύεται, σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, είναι η ιδιοκτησία περισσοτέρων του ενός φαρμακείων από οιονδήποτε πρόσωπο και στον όρο πρόσωπο θα πρέπει να αποδοθεί εδώ η έννοια του φυσικού προσώπου (εφόσον στη συνέχεια γίνεται ρητά λόγος για εταιρείες) και περιπλέον απαγορεύεται οποιοδήποτε (φυσικό) πρόσωπο να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου, σε περισσότερες της μιας εταιρείες οι οποίες διεξάγουν επιχείρηση φαρμακείου. 

 

Κατά την κρίση μου, λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση 1 ερμήνευσαν την προαναφερόμενη πρόνοια ως επηρεάζουσα και μάλιστα καθοριστικά την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για άδεια λειτουργίας φαρμακείου.  Στην προαναφερόμενη πρόνοια δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση για άδεια λειτουργίας περισσοτέρων του ενός φαρμακείου, από εταιρεία.   Η απαγόρευση είναι μόνον για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία:

 

(α)   Δεν μπορούν να είναι ιδιοκτήτες περισσοτέρων του ενός φαρμακείων, και

 

(β)  Δεν μπορούν να είναι κάτοχοι ή δικαιούχοι ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου (όχι σε μια εταιρεία η οποία διεξάγει επιχείρηση πέραν του ενός φαρμακείου) σε περισσότερες της μιας εταιρείες η κάθε μια από τις οποίες διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου.

 

Η ξεχωριστή νομική προσωπικότητα των εταιρειών είναι θεμελιωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα, άρα η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αίτηση του δεύτερου αιτητή.  

 

Το κατά πόσο υπάρχει κενό στην προαναφερόμενη πρόνοια δεν είναι ζήτημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων αλλά του Νομοθέτη και εάν ο Νομοθέτης επιθυμεί την απαγόρευση λειτουργίας περισσοτέρων του ενός φαρμακείων από μιαν εταιρεία στην οποία το ίδιο φυσικό πρόσωπο είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού της κεφαλαίου, θεωρώ ότι θα πρέπει να τροποποιήσει την προαναφερόμενη πρόνοια και ρητά να καλύψει και την προαναφερόμενη περίπτωση. 

 

΄Οπως είναι σήμερα η προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια, δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση για λειτουργία πέραν του ενός φαρμακείου από μιαν εταιρεία στην οποία φυσικό πρόσωπο είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού της κεφαλαίου.   Κατά συνέπεια κρίνω πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό νομική πλάνη εφόσον θεωρήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι η προαναφερόμενη πρόνοια ήταν απαγορευτική και καθοριστική για την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε οποιαδήποτε απαγόρευση, σ΄ αυτήν, που επηρέαζε την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για άδεια λειτουργίας νέου (τέταρτου) φαρμακείου.

 

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε και υπό συνθήκες πραγματικής πλάνης εφόσον η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας συγχύστηκε, κατά κάποιον τρόπο, με αίτηση του δεύτερου αιτητή.

 

Εν όψει των όσων προσπάθησα να εξηγήσω η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί ως ληφθείσα υπό νομική πλάνη και εν μέρει και πραγματική πλάνη και υπό τις περιστάσεις δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω και στην εξέταση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας που ήγειραν οι αιτητές, διαζευκτικά, εφόσον η προσφυγή των αιτητών έχει ήδη κριθεί με βάση τα προαναφερόμενα.

 

Η προσφυγή της πρώτης αιτήτριας εταιρείας πετυχαίνει και η προαναφερόμενη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1, ημερ. 5.2.2003, ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της πρώτης αιτήτριας.   Ο δεύτερος αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον στην προσβολή της επίδικης απόφασης, εφόσον δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση στους καθ΄  ων η αίτηση 1 και επομένως η προσφυγή του απορρίπτεται, υπό τις περιστάσεις όμως δεν δίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αναφορικά με το δεύτερο αιτητή.

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο