ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 36/2003)
22 Ιουλίου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΑΚΗ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Ευτυχίου, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με κατά πλειοψηφία απόφαση, ημερ. 5 Οκτωβρίου 1992, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Υγείας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κατερίνα Πολεμίτου-Πέτσα. Μέτρησε υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου όχι μόνο η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση την οποία διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. αλλά και η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερτερούσε σε προσόντα. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1995 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση. Έκρινε εσφαλμένη την άποψη της Ε.Δ.Υ. σε ό,τι αφορούσε τα προσόντα: βλ. πρωτοδίκως Μαρία Μαυράκη ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1944 και κατ΄ έφεση Δημοκρατία ν. Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817.
Μέχρι την επανεξέταση η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. άλλαξε. Γι΄ αυτό δεν λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που είχε διεξαχθεί προηγουμένως. Επιπλέον, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε πως έπρεπε να ζητήσει νέα σύσταση από τον Διευθυντή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ ο προηγούμενος Διευθυντής είχε συστήσει και τις δύο, ο νέος σύστησε μόνο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η Ε.Δ.Υ., με απόφαση ημερ. 4 Φεβρουαρίου 2000, επαναπροήγαγε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση η οποία, στις 11 Μαρτίου 2002, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κρίθηκε ότι η πρώτη σύσταση παρέμενε νόμιμη και ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείτο εκείνη αντί άλλης νέας.
Κατά τη δεύτερη επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να διεξαγάγει νέα προφορική εξέταση. Επικαλέστηκε ως προς αυτό την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037, η οποία αφορούσε σε διαδικασία πρώτου διορισμού, βάσει του άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 όπως τροποποιήθηκε). Κρίθηκε εκεί ότι το εδάφιο (10) του άρθρου 33 επέβαλλε σε κάθε περίπτωση τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία δεν ήταν μόνο πρώτου διορισμού αλλά πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 34(8) του Νόμου, δεν ήταν απαραίτητη η προφορική εξέταση. Πρόσθεσε όμως πως κατά πάγια πρακτική διεξήγαγε και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις προφορική εξέταση επειδή, καθώς εξήγησε:
«στις πλείστες των περιπτώσεων, πέραν των δημοσίων υπαλλήλων, υπάρχουν και εξωτερικοί υποψήφιοι και κυρίως γιατί συνήθως οι θέσεις αυτές βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία και, όπως έχει νομολογηθεί κατ΄ επανάληψη, η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση στις περιπτώσεις αυτές αποκτά ιδιαίτερη σημασία και είναι καθοριστική στη διαμόρφωση γνώμης σ΄ ό,τι αφορά τη συνολική εικόνα ενός υποψηφίου σε σχέση με τις απαιτήσεις της θέσης.»
Συνέχισε ως εξής:
«Συμπερασματικά, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς και το γεγονός ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τους σκοπούς της επιλογής που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο είναι πολύ περιορισμένα και ουσιαστικά εντοπίζονται στο περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων και των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψήφιων που ήταν όλες δημόσιοι υπάλληλοι, αποφάσισε ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης είναι απαραίτητη ή ακόμα και επιβεβλημένη, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης.»
Από τις τέσσερεις υποψήφιες προσήλθαν στην προφορική εξέταση μόνο η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η αιτήτρια κρίθηκε «πολύ καλή» και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο «πάρα πολύ καλή». Αυτή η διαφορά απέβη κρίσιμη. Ως αποτέλεσμα, με απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 19 Σεπτεμβρίου 2002, προτιμήθηκε και πάλι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Το ουσιώδες μέρος της αιτιολογίας συνίστατο στα εξής:
«Συνοπτικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι η ΠΕΤΣΑ-ΠΟΛΕΜΙΤΟΥ Κατερίνα υπερέχει γενικά της άλλης υποψήφιας, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Υγείας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, αναδρομικά από 1.12.92.
Επιλέγοντας την Πέτσα-Πολεμίτου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή διαθέτει τη σύσταση του Διευθυντή, όπως και η Μαυράκη, έχει τα ίδια περίπου με αυτήν προσόντα και αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δηλαδή σε ψηλότερο επίπεδο από την Μαυράκη, η οποία αξιολογήθηκε ως πολύ καλή. Έχει επίσης την ίδια περίπου αξία με την ανθυποψήφιά της, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Από πλευράς αρχαιότητας, η επιλεγείσα υστερεί έναντι της ανθυποψήφιάς της κατά ενάμιση χρόνο στην παρούσα τους θέση, ωστόσο η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο της αρχαιότητας από μόνο του δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ειδικά για τη συγκεκριμένη πλήρωση της θέσης αυτή θεωρήθηκε ως Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα επιλογής του καταλληλότερου από ένα ευρύτερο σύνολο υποψηφίων πέρα από τα περιορισμένα κριτήρια που θέτει ο Νόμος για τις θέσεις προαγωγής.»
Αναφορικά με την εξήγηση την οποία η Ε.Δ.Υ. έδωσε για τη διεξαγωγή της νέας προφορικής εξέτασης, επισημαίνω τα εξής. Πρώτο, δεν υπήρχαν εν προκειμένω εξωτερικοί υποψήφιοι. Τη διεκδικούσαν δημόσιοι υπάλληλοι ως θέση προαγωγής. Δεύτερο, η θέση για την οποία γίνεται λόγος, θέση στην κλίμακα Α9, δεν μπορεί να θεωρείται ότι βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία σε βαθμό που ίσως να καθιστούσε ιδιαίτερα σημαντικό το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. Και, τρίτο, επρόκειτο για δεύτερη επανεξέταση, δέκα χρόνια μετά την αρχική εξέταση με, ενδεχομένως, συνακόλουθη αλλαγή στις αντίστοιχες δυνατότητες των υποψηφίων. Οπόταν, εφόσον δεν απαιτείτο από το νόμο, καλύτερα θα ήταν να μη γινόταν. Υπάρχει και κάτι άλλο. Στην προηγούμενη επανεξέταση δεν διεξήχθη προφορική εξέταση. Η μεταβολή δημιουργεί ερωτηματικό αλλά δεν τέθηκε με την παρούσα προσφυγή ζήτημα αναφορικά με τη δυνατότητα προσθήκης αυτού του στοιχείου κρίσης κατά τη δεύτερη επανεξέταση. Επομένως δεν θα το συζητήσω.
Πάντως η αναζήτηση πρόσθετου εναλλακτικού στοιχείου κρίσης, όταν η δεύτερη σύσταση κρίθηκε παράνομη, προκαλεί ανησυχία για απροθυμία της Ε.Δ.Υ. - με την τότε σύνθεση της - να στηριχτεί στα ήδη αποκρυσταλλωθέντα στοιχεία κρίσης, ανάμεσα στα οποία ήταν και η αρχαιότητα της αιτήτριας. Η αιτήτρια είχε προβάδισμα δεκταοκτώ μηνών στην κατεχόμενη θέση και πέραν των επτά ετών στην προηγούμενη. Αυτή η αρχαιότητα είχε εδώ τη σημασία της αφού επρόκειτο περί σύγκρισης υποψηφίων που διεκδικούσαν τη θέση με προαγωγή. Σε βαθμολογημένη αξία η αιτήτρια κατά τα τελευταία έξι χρόνια υπερτερούσε, με 59 εξαίρετα έναντι 44 του ενδιαφερόμενου προσώπου, όσο και αν για τα προηγούμενα δύο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε καλύτερη βαθμολογία. Μεγαλύτερη όμως σημασία έχουν τα τελευταία χρόνια. Σε προσόντα, διαπιστώθηκε στην πρώτη δικαστική διαδικασία η μεταξύ τους ουσιαστική ισοδυναμία. Το ερώτημα λοιπόν είναι το κατά πόσο μπορούσε εν προκειμένω να υπερισχύσει η μικρή διαφορά στην απόδοση τους στην προφορική εξέταση, η οποία διεξήχθη δέκα χρόνια μετά τον ουσιώδη χρόνο όταν ο νόμος δεν την απαιτούσε. Αντικρίζω τη στάθμιση στην οποία προέβη η Ε.Δ.Υ. καθοδηγούμενος ιδιαίτερα από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.α. ν. Αντωνίου κ.α. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921. Κατά την άποψη μου η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. για επιλογή ενδιαφερόμενου προσώπου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ