ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 464
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 442/2002)
30 Μαΐου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Ε. Μαρκίδου, για τον Αιτητή.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την πέμπτη κατά σειρά απόφαση του Κ.Ο.Τ., ημερ. 6 Νοεμβρίου 2001, με την οποία επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ορέστης Ρωσσίδης και Ανδρέας Σακκάς για προαγωγή στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α΄, αναδρομικά από 16 Ιουλίου 1990.
Οι θέσεις αρχικά ήταν τρεις. Με τις προηγούμενες αποφάσεις επιλέγοντο πάντοτε αυτά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μαζί με άλλο τρίτο πρόσωπο, η προαγωγή του οποίου εν τέλει επικυρώθηκε στην προσφυγή αρ. 218/98 που αφορούσε την τέταρτη απόφαση του Κ.Ο.Τ. Το μέχρι τότε ιστορικό εκτίθεται στην εκεί δικαστική απόφαση, ημερ. 19 Ιανουαρίου 2001. Συνοψίζω ότι η πρώτη απόφαση του Κ.Ο.Τ. ακυρώθηκε διότι λήφθηκε από όργανο μη συνταγματικά συγκροτημένο• η δεύτερη διότι οι συστάσεις είχαν γίνει από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων στις κατεχόμενες θέσεις αντί από τους Προϊσταμένους στα Τμήματα στα οποία ανήκαν οι υπό πλήρωση θέσεις και διότι, επιπλέον, οι συστάσεις δόθηκαν σε αντισυνταγματικά συγκροτημένο όργανο• η τρίτη διότι δεν είχε γίνει κατανομή των θέσεων σε Τμήματα, όπως όριζαν οι Κανονισμοί• και η τέταρτη, σε σχέση με μόνο τις δύο από τις τρεις θέσεις, διότι αυτές κατανεμήθηκαν γενικά στα Γραφεία Τουρισμού αντί σε συγκεκριμένο Τμήμα, όπως προέβλεπαν οι Κανονισμοί, και αυτό αντανακλούσε στο ποιός Προϊστάμενος θα προέβαινε σε σύσταση.
Κατά την τελευταία επανεξέταση το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. κατένειμε τις δύο θέσεις στο Τμήμα Προβολής. Εν συνεχεία προβληματίστηκε αναφορικά με το πώς θα προχωρούσε στο ζήτημα των συστάσεων. Κατά την πρώτη εξέταση συστάσεις είχαν δοθεί από τον τότε Προϊστάμενο του Τμήματος Προβολής κ. Μιχαηλίδη αλλά, καθώς προανέφερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε πλημμέλεια για δύο λόγους, ένας από τους οποίους ήταν ότι αυτές είχαν δοθεί προς αντισυνταγματικά συγκροτημένο όργανο και ως εκ τούτου είχαν πέσει στο κενό. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι, ως ζήτημα αρχής, συστάσεις θα ήταν επιτρεπτές μόνο αν προέρχοντο από τον τότε Προϊστάμενο αλλά ότι αυτό δεν ήταν εν προκειμένω εφικτό διότι, αφότου απεχώρησε από τον Κ.Ο.Τ., παρήλθε πολύς χρόνος για να μπορεί πια να δώσει αντικειμενικές και αξιόπιστες συστάσεις.
Την άποψη του Συμβουλίου ότι συστάσεις επιτρέποντο μόνο εφόσον προέρχοντο από τον τότε Προϊστάμενο αντί από τον νυν, ο αιτητής δεν την έχει θέσει υπό εξέταση. Επομένως δεν μπορεί αυτό το ζήτημα να με απασχολήσει. Εκείνο που ο αιτητής λέγει είναι ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιούντο οι αρχικές συστάσεις τις οποίες ο εν λόγω Προϊστάμενος είχε δώσει. Εισηγείται συγκεκριμένα ότι «μπορούσαν και ήσαν υπόχρεοι να λάβουν υπόψη τις συστάσεις του ιδίου του Προϊσταμένου κατά τον χρόνο της έκδοσης της πράξης, που ακυρώθηκε και της οποίας εγίνετο επανεξέταση από το Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. στις 6 Νοεμβρίου 2001». Αυτό όμως δεν ήταν δυνατόν δεδομένου ότι, καθώς κρίθηκε με τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση - βλ. Κυπριανίδης κ.α. ν. Κ.Ο.Τ. (1993) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2486 (Κωνσταντινίδης, Δ.) - οι εν λόγω συστάσεις δεν ήταν νόμιμες αφού δόθηκαν σε αντισυνταγματικά συγκροτημένο όργανο. Τέτοιο ζήτημα εξέτασε και η Ολομέλεια στην Α.Η.Κ. ν. Ευσταθιάδη, Α.Ε. 2989, ημερ. 5 Ιουνίου 2002. Εκεί, αφού προηγουμένως αναφερθήκαμε και γενικότερα στο ζήτημα των συστάσεων σε επανεξέταση, είπαμε τα εξής:
«Ο τέως Γενικός Διευθυντής είχε κληθεί από αναρμοδίους, εμφανίστηκε ενώπιον αναρμοδίων και τα όσα ανέφερε, προορίζοντάς τα ως σύσταση βάσει του Καν. 23(3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), τα ανέφερε σε αναρμοδίους. Οι οποίοι όπως τόνισε ο συνάδελφός μας δεν είχαν, ενόψει των περιστάσεων, ούτε δυνατότητα να ζητούσαν διευκρινίσεις. Τα όσα αναφέρθηκαν στην εμφανιζόμενη ως Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και στο εμφανιζόμενο ως Διοικητικό Συμβούλιο, που δεν τελούσαν υπό νόμιμη συγκρότηση, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν σύσταση όπως το ίδιο δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν σύσταση αν απευθύνονταν σε οποιουσδήποτε άλλους αναρμόδιους τρίτους. Με την κήρυξη της δεύτερης απόφασης της Α.Η.Κ. ως άκυρης λόγω αναρμοδιότητας, κατέρρευσε από κάθε άποψη η διαδικασία στην έκταση την οποία κάλυπτε η αναρμοδιότητα περιλαμβανομένης και της δυνατότητας νόμιμα να λαμβανόταν σύσταση.»
Το Συμβούλιο, προχωρώντας λοιπόν χωρίς σύσταση, ανέφερε ότι προέβη σε διεξοδική μελέτη των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων και μελέτησε σε βάθος όλα τα στοιχεία συμπεριλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών και άλλων προσόντων των υποψηφίων. Επέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ομόφωνα αφού, καθώς πρόσθεσε, έλαβε υπόψη την αξία όπως προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα και την αρχαιότητα.
Ο αιτητής προβάλλει ότι το Συμβούλιο δεν διενήργησε δέουσα και επαρκή έρευνα, ότι δεν στηρίχθηκε στα κατά τον ουσιώδη χρόνο στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, ότι «δεν ενήργησε στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά περιορίσθηκε να επιλέξει ακριβώς τα πρόσωπα χωρίς να διερευνήσει την καταλληλότητα των υποψηφίων ως όφειλε και όχι να αναπαραγάγει επακριβώς ότι του υπεβλήθη αναρμοδίως και αντικανονικώς κατά παράβαση του δεδικασμένου και αναιτιολογήτως». Ισχυρίζεται δε ότι αυτός είναι αρχαιότερος του κ. Ρωσσίδη και ότι διαθέτει ένα επιπλέον ακαδημαϊκό προσόν έναντι και των δύο ενδιαφερομένων προσώπων. Ως προς την αξία, διατείνεται ότι υπερέχει καταφανώς του κ. Ρωσσίδη και ότι είναι ίσος με τον κ. Σακκά.
Στην πραγματικότητα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν και τα δύο προβάδισμα σε αρχαιότητα. Στην κατεχόμενη (μόνιμη) θέση ο κ. Ρωσσίδης βρισκόταν από 2 Ιανουαρίου 1981, ο κ. Σακκάς από 1 Ιουνίου 1982 και ο αιτητής από 16 Απριλίου 1984. Ως προς τα προσόντα, ο αιτητής αναφέρθηκε σε μεταπτυχιακό (doctorat) το οποίο κατέχει και ένεκα του οποίου του δόθηκε προσαύξηση μισθού. Ωστόσο, τέτοια προσαύξηση δεν επηρεάζει τη σειρά αρχαιότητας: βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 333, όπως και το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) το οποίο εφαρμόζεται βάσει του Κανονισμού 12 των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1970 (Κ.Δ.Π. 829/70 όπως τροποποιήθηκε) και το οποίο δεν διαφοροποιεί την επί του ζητήματος γενική αρχή.
Ως προς την αξία, οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τη σχετική περίοδο και πιο συγκεκριμένα για τα έτη 1986-1989, κατά τα οποία υπήρχαν εκθέσεις για όλους, δείχνουν ότι η εικόνα που ο αιτητής είχε υπόψη δεν είναι ακριβής. Στην πραγματικότητα υπερείχε κατά πολύ ο κ. Ρωσσίδης και σημαντικά ο κ. Σακκάς, με 31 «Εξαίρετος» - 17 «Λίαν Καλώς» ο πρώτος, 16 «Εξαίρετος» - 32 «Λίαν Καλώς» ο δεύτερος και με μόνο 1 «Εξαίρετος» - 48 «Λίαν Καλώς» ο αιτητής. Αυτή δε η μεγάλη διαφορά μεταξύ τους δεν θα μπορούσε λογικά να αντισταθμιστεί εν πάση περιπτώσει από το πρόσθετο, μη προβλεπόμενο προσόν του αιτητή.
Δεν διαπιστώνω, σε σχέση με ό,τι ο αιτητής έχει θέσει για εξέταση, οποιαδήποτε πλημμέλεια που να δικαιολογεί ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προσθέτω ειδικότερα, για το ζήτημα αιτιολογίας, ότι ενώ αυτή δεν εκτείνεται σε εξειδικεύσεις, συμπληρώνεται εντούτοις από τα στοιχεία των φακέλων τα οποία καθιστούσαν την απόφαση αναπόφευκτη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ