ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 341/2004, 423/2004, 549/2004, 604/2004 και 611/2004)

 

27 Απριλίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 341/2004)

ΠΑΙΔΙΚΟ ΚΑΝΑΛΙ ΤΟ ΕΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

(Υπόθεση Αρ. 423/2004)

FRED TV LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

(Υπόθεση Αρ. 549/2004)

GUSSI HOLDINGS LTD,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

(Υπόθεση Αρ. 604/2004)

TOUCH HOME SHOP TV LTD,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

(Υπόθεση Αρ. 611/2004)

K.K. NEW EXTRA LTD,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

Χρ. Χριστοφίδης με Α. Θεοφίλου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση 341/2004.

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές στην Υπόθεση 423/2004.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Υπόθεση 549/2004.

Α. Μυλωνάς με Γ. Γεωργιάδη, για τους Αιτητές στην Υπόθεση 604/2004.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Αιτητές στην Υπόθεση 611/2004.

Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Γ. Μυλωνάς με Τ. Άνιφτου (κα.), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστάθηκε από τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο (Ν. 7(1) του 1998). Είναι ανεξάρτητο όργανο και ασκεί καθορισμένες αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης.

Με τις πιο πάνω προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλεται η απόφαση της καθ'ης η αίτηση να χορηγήσει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας στο ενδιαφερόμενο μέρος, εταιρεία DESTE DIGITAL SERVICES LTD (ΠΡ. 341/04, 423/94, 549/04) και η απόφαση απόρριψης της αίτησης των αιτητών για χορήγηση άδειας στους ίδιους (Πρ. 604 και 611/04).

Την 12.9.2003 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το τελικό Αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Συχνοτήτων Ραδιοφώνου στη Ζώνη Συχνοτήτων VHF και Τηλεόρασης στη Ζώνη Συχνοτήτων UHF (με σχετική διόρθωση που επίσης δημοσιεύτηκε στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.9.2003), στο οποίο συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων μια συχνότητα για λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας (7ο Παγκύπριο Αναλογικό Κανάλι).

Στις 23.3.2003 , η καθής η αίτηση Αρχή με ανακοίνωση της που δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο ανακοίνωσε ότι δέχεται αιτήσεις για την ίδρυση, εγκατάσταση, και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ένα παγκύπριο τηλεοπτικό αναλογικό κανάλι. Οι ενδιαφερόμενοι θα έπρεπε να υποβάλουν στα γραφεία της Αρχής συμπληρωμένα έντυπα των σχετικών αιτήσεων και να καταβάλουν το ανάλογο τέλος εξέτασης, ήτοι για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό ΛΚ5000 και για τοπικό σταθμό ΛΚ 2000.

Με την ίδια ανακοίνωση τονιζόταν ότι οι ενδιαφερόμενοι, που είχαν ήδη υποβάλει συμπληρωμένες αιτήσεις για τις κατηγορίες σταθμών που αναφέρονταν στην ανακοίνωση (οι οποίες εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν από την Αρχή αλλά δεν κατέστη δυνατή η χορήγηση άδειας) και οι οποίοι εξακολουθούσαν να διατηρούν το ενδιαφέρον τους για επανεξέταση της αίτησης τους με βάση τα δεδομένα όπως διαμορφώνονταν με τη δημοσίευση του πιο πάνω αναφερομένου Σχεδίου., θα μπορούσαν να το δηλώσουν γραπτώς με επιστολή προς την Αρχή μέχρι την 21.11.2003, ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να υποβληθούν όλες οι αιτήσεις.

Σε περίπτωση που οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι, θα ήθελαν να υποβάλουν νέες συμπληρωμένες αιτήσεις με ανανεωμένα στοιχεία, θα μπορούσαν να το πράξουν , πάντοτε μέσα στα πλαίσια της προαναφερθείσας προκαθορισμένης χρονικής περιόδου αφού καταβάλουν εκ νέου το ανάλογο τέλος εξέτασης.

Η ενδιαφερόμενη εταιρεία Deste Digital Services Limited Ltd βασιζόμενη στην ανακοίνωση της Αρχής δήλωσε εγγράφως, με επιστολή ημερομηνίας 2.10.2003, ότι εξακολουθεί να διατηρεί ενδιαφέρον για επανεξέταση της αίτησης της. Συγκεκριμένα στην επιστολή εκείνη αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Η εταιρεία μας Deste Digital Services Limited Ltd η οποία έχει υποβάλει αίτηση ημερ. 16 Ιουλίου 2001,για χορήγηση άδειας ιδιωτικού τηλεοπτικού αναλογικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης, εξακολουθεί να διατηρεί το ενδιαφέρον της για επανεξέταση της αίτησης με βάση τα νέα δεδομένα»

Οι αιτητές στην Προσφυγή 604/2004 «Touch Homeshop T.V. Ltd», στην Προσφυγή 611/2004 «K.K.New Extra Ltd» και στην Προσφυγή 423/2004 «Fred TV Ltd» δήλωσαν επίσης εγγράφως στις 17.10.2003, 21.11.2003 και 4.11.2003 αντίστοιχα, ότι εξακολουθούν να διατηρούν το ενδιαφέρον τους για επανεξέταση/αξιολόγηση των αιτήσεων τους.

Η εταιρεία «K.K.New Extra Ltd» μαζί με τη δήλωση ενδιαφέροντος της υπέβαλε και το τελευταίο της πρόγραμμα συνοδευόμενο από τη φιλοσοφία του σταθμού και τα ποσοστά τηλεθέασης τονίζοντας ωστόσο ότι «ουδεμία αλλαγή έχει γίνει σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στην υπό αναφορά αίτηση μας»

Σημειώνεται ότι οι αιτητές K.K.New Extra Ltd είναι κάτοχοι άδειας τηλεοπτικού σταθμού τοπικής κάλυψης για την επαρχία Λεμεσού που εκδόθηκε στις 31.8.2001 και οι αιτητές Fred TV είναι κάτοχοι άδειας τηλεοπτικού σταθμού τοπικής κάλυψης για την επαρχία Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 24.7.2001.

Επιπλέον, και με βάση την πιο πάνω ανακοίνωση της Αρχής, στις 21.11.2003 υπέβαλαν στην Αρχή αιτήσεις για άδεια ίδρυσης εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης τρεις νέοι ενδιαφερόμενοι, οι αιτητές στην προσφυγή 549/2004 «Gussi Holdings Ltd»,οι αιτητές στην προσφυγή 341/2004 «Παιδικό Κανάλι το ΕΝΑ Λτδ» και η «Marios Phaedonos Ltd».

Σε συνεδριάσεις της Αρχής ημερομηνιών 10.3.04 και 15.3.04 συζητήθηκε το ζήτημα.

Η Αρχή στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 15.3.2004 αφού μελέτησε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν καθώς και τα συμπληρωματικά που ζητήθηκαν, τις εισηγήσεις ειδικών εμπειρογνωμόνων (νομικών, οικονομολόγων-λογιστών, τεχνικών και επικοινωνιολόγων) τους οποίους διόρισε η ίδια με βάση το άρθρο 3(4) του Ν.7(Ι)/98, τις απόψεις του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων για τα θέματα που σχετίζονταν με τις αρμοδιότητές του και τις εκθέσεις Λειτουργών της και το τελικό αναθεωρημένο σχέδιο., προέβη σε αξιολόγηση των αιτήσεων των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους, Deste Digital Services Ltd.

Κατάταξε στην πρώτη θέση την αίτηση της ενδιαφερόμενης εταιρείας Deste Digital Services Ltd, η οποία είχε συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία και απεφάσισε να της χορηγήσει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας.

 

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ 423/04, 604/04 και 611/04.

Στην Προσφυγή 604/04 οι αιτητές ζητούν συγκεκριμένα:

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή τους ημερ. 19.3.2004 να απορρίψουν την αίτηση τους για χορήγηση άδειας ίδρυσης τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης με το διακριτικό όνομα «Homeshop TV» είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι οτιδήποτε παραλείφθηκε εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, παρανόμως παραλείφθηκε και θα πρέπει να διενεργηθεί.

Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράνομη εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση απόρριψη της αίτησης τους οδηγεί σε ακυρότητα της παραχωρηθείσας άδειας προς την εταιρεία Deste Digital Services Ltd.

Δ. Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη υπό τις περιστάσεις.

Ε. ΄Εξοδα»

 

Στην Προσφυγή 611/2004, οι αιτητές ζητούν:

«Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ'ης η αίτηση Αρχής, με την οποία απερρίφθη η αίτηση των αιτητών για χορήγηση άδειας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας κάλυψης και που γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ.19.3.04, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

Εγείρεται προδικαστική ένσταση στην 604/2004 και στην 611/2004, ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση των προσφυγών.

Ειδικότερα, οι καθών η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτήτριες εταιρείες στην 604/2004 και 611/2004 στερούνται εννόμου συμφέροντος γιατί στο αιτητικό των προσφυγών προσβάλλεται μόνο η απόφαση μη χορήγησης άδειας στις ίδιες, χωρίς να ζητείται συνάμα η ακύρωση της απόφασης χορήγησης άδειας στην ενδιαφερόμενη εταιρεία.

Για αυτό το λόγο, ισχυρίζονται ότι το αιτητικό είναι ελλιπές και δεν προσδιορίζει το έννομο συμφέρον των αιτητριών. Σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο ισχυρισμό τους, τυχόν επιτυχία δεν θα επέφερε όφελος στα συμφέροντα των αιτητριών, αφού δεν θα επέφερε ακύρωση της τελικής και μόνης εκτελεστής απόφασης για χορήγηση άδειας στην ενδιαφερόμενη εταιρεία.

Από την άλλη, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον άσκησης της αίτησης ακύρωσης, προβάλλοντας ότι η έννοια του συμφέροντος όπως έχει νομολογηθεί είναι αρκετά ευρεία και σε αυτή εμπίπτει ξεκάθαρα η περίπτωση των αιτητών.

Είναι θεμελιωμένο πως είναι απαράδεκτη μια προσφυγή αν η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελούσε τους αιτητές καθότι θα υπήρχε αδυναμία ικανοποίησης του αιτήματος τους (Δέστε: Προσφυγή Αρ. 1309/99 Πετούση ν. Επιτροπής Κρατικών Υποτροφιών, 27.11.2000, υιοθετώντας την Α.Ε. 2300 Δημοκρατία v. Χρυσοστόμου και Υπόθεση αρ. 352/2002, Plasimia Services V Aρχής Ραδιοτηλεόρασης, 28 Σεπτεμβρίου, 2004).

Η προαναφερόμενη αρχή δεν επηρεάζει την προκείμενη περίπτωση.

Είναι ξεκάθαρο από τα γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στις αντίστοιχες προσφυγές, ότι εκείνο που ουσιαστικά προσβάλλεται σ' αυτές είναι η χορήγηση της άδειας ίδρυσης τηλεοπτικού σταθμού στην ενδιαφερόμενη εταιρεία αντί στους ιδίους και ότι πρόκειται μόνο περί ανεπαρκούς λεκτικής διατύπωσης της ζητούμενης θεραπείας στο αιτητικό των προσφυγών.

Παρόλο που οι αιτητές με τον τρόπο διατύπωσης της αιτούμενης θεραπείας, δεν προσδιορίζουν σαφώς την προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή την ακύρωση της παραχώρησης της συγκεκριμένης άδειας στην ενδιαφερόμενη εταιρεία, η ζητούμενη θεραπεία διαφαίνεται στους λόγους ακύρωσης των αντιστοίχων προσφυγών καθώς και στα συνοδευτικά αντίγραφα  των αναφερομένων σε αυτές εγγράφων.

Στο σύγγραμμα «Αίτησις Ακυρώσεως» , Θ Τσάτσου, 3η ¨Έκδοση, κάτω από τον τίτλο «Η Προδικασία», στην παράγραφο 173 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο της Επικρατείας δύναται να ερμηνεύσει το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως ως προς την προσβαλλόμενη πράξη και αφού διαπιστώσει, να παραμερίσει πάσαν έκδηλον παραδρομή. Ούτως εάν εκ του περιεχομένου της αιτήσεως προκύπτει μετά βεβαιότητος, ποία ή όντως προσβαλλομένη πράξις, παραμερίζεται η ασάφεια ή και η παραδρομή εν τω προσδιορισμώ ταύτης εν τη επικεφαλίδι»

Ενόψει λοιπόν τα πιο πάνω, η προαναφερόμενη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται..

Δεύτερη προδικαστική ένσταση αναφέρεται στο αιτητικό «Β» της Προσφυγής 604/2004 (παρατίθεται στη σελίδα 7 της παρούσας απόφασης).

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να προσβάλλεται σε μία προσφυγή ταυτόχρονα και «απόφαση» του διοικητικού οργάνου αλλά και «παράλειψη» του. Οι δύο θεραπείες σύμφωνα με τη θέση τους είναι αντιφατικές και καθιστούν απαράδεκτη την προσφυγή.

Αποτελεί καλά θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή ότι, η «παράλειψη», για να είναι αντικείμενο προσφυγής, πρέπει ν΄ αφορά σε απόφαση που η διοίκηση αν και νομικά υποχρεωμένη να λάβει, παραλείπει να το πράξει (Δέστε: Ασιήκαλη ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 428/96/7.9.99, Ανδρέα Χ΄΄ Εφραίμ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 379/96/27.6.1997 και Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παραγ. 518, 519, 520).

Εφόσον η Αρχή έχει λάβει κάποια απόφαση επί του ζητήματος, (κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας), δεν είναι ορθό το δικαστήριο να θεωρήσει ότι υπήρξε παράλειψη εκ μέρους της Αρχής.

Η αξιολόγηση των αιτήσεων , η λήψη και η κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αίρει την ισχυριζόμενη παράλειψη (Δέστε: Republic v. Gava (1968) 3 C.L.R. 322, 325 και Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου, Α.Ε. 1431/26.4.96).

Συνεπώς η δεύτερη προδικαστική ένσταση στην προσφυγή 604/04 γίνεται αποδεκτή και το αιτητικό Β της προσφυγής δέν θα εξεταστεί.

Τρίτη προδικαστική ένσταση αναφέρεται στο αιτητικό «Γ» της προσφυγής 604/04.

Η τρίτη αιτούμενη θεραπεία είναι απαράδεκτη καθότι σύμφωνα με τη θέση των καθών, η απόφαση χορήγησης της άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος δέν μπορεί να ακυρωθεί ως παράπλευρη συνέπεια της ακύρωσης της απόφασης.

Θεωρώ ότι η προσβολή της απόφασης των καθ΄ ων να μην παραχωρήσουν άδεια στους αιτητές δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα και προσβολή της εγκυρότητας της απόφασης των καθ΄ ων για χορήγηση άδειας στην ενδιαφερόμενη εταιρεία.

Ωστόσο, για τους ίδιους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω αναφορικά με τη φραστική ανεπάρκεια στη διατύπωση της αιτούμενης θεραπείας στο αιτητικό «Α» της προσφυγής και η τρίτη αυτή προδικαστική ένσταση απορρίπτεται .

Eπιπρόσθετα από τις προδικαστικές ενστάσεις για μη νομιμοποίηση των αιτητών να καταχωρήσουν τις προσφυγές 604/04 και 611/04 , υποβάλλεται ότι οι αιτητές στις αντίστοιχες προσφυγές στερούνται εννόμου συμφέροντος και για περαιτέρω λόγους .

Στην προσφυγή με αρ. 604/04, ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενδιαφερόμενης εταιρείας, εισηγείται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος καθότι ζητούν άδεια τηλεοπτικού σταθμού για μετάδοση προγραμμάτων τηλεμπορίας και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, υποστηρίζει ότι, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει άδεια για λειτουργία θεματικού σταθμού για μετάδοση προγραμμάτων τηλεμπορίας.

Οι αιτητές ζήτησαν άδεια για ίδρυση θεματικού τηλεοπτικού σταθμού, που σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του νόμου, σημαίνει σταθμό που προσφέρει καθορισμένου είδους πρόγραμμα. Σύμφωνα με το άρθρο 14(4) του ιδίου Νόμου, οι θεματικοί σταθμοί περιορίζονται στα θέματα για τα οποία τους παρέχεται άδεια.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η μετάδοση προγραμμάτων τηλεμπορίας είναι από τα θέματα για τα οποία μπορεί να δώσει άδεια η Αρχή.

Οι πρόνοιες του Νόμου στις οποίες αναφέρεται ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενδιαφερόμενης εταιρείας δεν υποδηλώνουν ότι η Αρχή δεν δύναται να χορηγήσει άδεια για σταθμούς τηλεμπορίας.

Συγκεκριμένα στο άρθρο 34A(1) του Νόμου όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Νόμο 23(1)/2000 και ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο , αναφέρεται ( Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

«οι χρονοθυρίδες ή τηλεμπορικά παράθυρα που αφιερώνονται σε εκπομπές τηλεμπορίας, σταθμού που δεν είναι αποκλειστικά αφιερωμένος σε τηλεμπορία έχουν ελάχιστη αδιάλειπτη διάρκεια δεκαπέντε λεπτών.»

Περαιτέρω στο άρθρο 34Β προνοείται (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

«Οι διατάξεις των άρθρων 2, 26A, 29, 32, 33, 34, 35 και 44 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεμπορία. Η διαφήμιση στους σταθμούς αυτούς επιτρέπεται εντός των ημερησίων ορίων που ορίζονται στο άρθρο 34(1).Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου το εδάφιο (2) του άρθρου 34 δεν εφαρμόζεται.»

 

Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των αιτητών στην 604/04, απορρίπτεται.

Περαιτέρω εγείρεται ένσταση ότι οι αιτητές Fred TV (Πρ. 423/04) και KK New Extra (Πρ. 611/04) στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση της Αρχής, καθότι σύμφωνα με το άρθρο 18 του Νόμου, δεν νομιμοποιούνται στην υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας παγκύπριας εμβέλειας τη στιγμή κατά την οποία κατείχαν αντίστοιχα άδεια τηλεοπτικού σταθμού τοπικής εμβέλειας.

Το άρθρο 18 του Νόμου προνοεί ότι: «Στο ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαγορεύεται να χορηγηθούν περισσότερες από μία άδειες για ραδιοφωνικό σταθμό και στο ίδιο νομικό πρόσωπο απαγορεύεται να χορηγηθούν περισσότερες από μία άδειες για τηλεοπτικό σταθμό».

Προκύπτει λοιπόν από την πιο πάνω απαγορευτική διάταξη του άρθρου 18 ότι δεν θα ήταν δυνατό να χορηγηθεί στους αιτητές άδεια τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας εφόσον ήδη κατείχαν άδεια τηλεοπτικού σταθμού.

Για να μπορεί κάποιος να προσβάλει μια πράξη με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει συμφέρον το οποίο να είναι έννομο. Έννομο είναι το συμφέρον όταν δεν αντίκειται σε μια κατάσταση που αναγνωρίζει ως νόμιμη ο νόμος. Το έννομο αυτό συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς, άμεσο και προσωπικό.

Θα πρέπει λοιπόν οι αιτητές να έχουν συμφέρον στην ακύρωση της πράξης. Είναι απαράδεκτη μια προσφυγή, αν η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει τους αιτητές ή θα τους βλάψει.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στην 611/04 για να αντικρούσει την πιο πάνω προδικαστική ένσταση επικαλείται νομολογία υπέρ της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος ανταγωνιστή. Επειδή οι αιτητές έχουν τηλεοπτικό σταθμό στη Λεμεσό τον οποίο λειτουργούν, υποβάλλει ότι ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο κύκλο συμφερόντων, είναι ανταγωνιστές του αποδέκτη της πράξης και συνεπώς εξειδικεύονται ως μέλη διακριτικού κύκλου συμφερόντων συνδεόμενου με την προσβαλλόμενη πράξη και η ιδιότητα τους αυτή είναι αρκετή για να τους προσδώσει έννομο συμφέρον.

Είναι η θέση του ότι η Προσφυγή 611/04 στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της χορήγησης σε ανταγωνιστή άδειας, ίδρυσης, και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας.

Αναμφισβήτητο είναι ότι τρίτος μπορεί να προσβάλει διοικητική απόφαση η οποία αφορά ανταγωνιστή του με έρεισμα το δυσμενή επηρεασμό του δικού του υλικού συμφέροντος ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 265).

Στην προκείμενη περίπτωση, τα πιο πάνω επιχειρήματα των αιτητών είναι αντιφατικά με το αιτητικό της προσφυγής από το οποίο δεν φαίνεται να καταχωρούν την προσφυγή υπό την ιδιότητα του ανταγωνιστή αλλά υπό την ιδιότητα του αιτητή για χορήγηση άδειας τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας.

Πέραν τούτου δεν έχει καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός των αιτητών ως αποτέλεσμα της χορήγησης άδειας στην ενδιαφερόμενη εταιρεία. Τέτοια δυσμένεια δεν προβάλλεται ούτε αναφέρεται ως ενδεχόμενο στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προσφυγή.

Ενόψει λοιπόν της πιο πάνω απαγορευτικής διάταξης του Νόμου και των όσων έχουν λεχθεί, η ένσταση αναφορικά με την έλλειψη έννομου συμφέροντος των αιτητών στις προσφυγές Αρ. 423/04 και 611/04 γίνεται αποδεκτή. Το γεγονός ότι η καθ΄ ης η αίτηση Αρχή δεν ήγειρε τέτοιο θέμα αλλά προχώρησε στην αξιολόγηση των αντίστοιχων αιτήσεων δεν προσδίδει έννομο συμφέρον στους αιτητές να προσβάλουν την επίδικη απόφαση της Αρχής αλλά ούτε και συνιστά κώλυμα για την Αρχή, να προβάλει το θέμα (της έλλειψης εννόμου συμφέροντος των αιτητών), στην παρούσα διαδικασία. Συνεπώς οι προσφυγές 423/04 και 611/04 απορρίπτονται.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στην Προσφυγή 549/2004, στην απαντητική αγόρευση, έθεσε θέμα που αφορά το άρθρο 11 του Νόμου υποβάλλοντας ότι δυνάμει του άρθρου εκείνου, είναι απαραίτητη η σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής για να συμβουλεύει την Αρχή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Οι καθ΄ ων η αίτηση από την άλλη πλευρά φέρουν ένσταση στην έγερση του ισχυρισμού αυτού καθότι παρατηρούν ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι ισχυρισμοί πρέπει να τίθενται στα δικόγραφα της αίτησης ακύρωσης. Η απαντητική αγόρευση δεν αποτελεί κατάλληλο στάδιο για έγερση νέων ισχυρισμών.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ωστόσο ότι η μη σύσταση της Επιτροπής όπως προϋποθέτει το άρθρο 11(1) του Νόμου συνιστά παρανομία, ζήτημα το οποίο εξετάζεται και αυτεπάγγελτα και ζήτησε συναφώς την αυτεπάγγελτη εξέταση του από το Δικαστήριο.

Σε αίτηση ακύρωσης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπάγγελτα μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα, η Κυπριακή νομολογία έχει, μέχρι τώρα, αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όπως είναι το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, η εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και ζητήματα αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση (Δέστε: Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349).

Συνεπώς η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών περί μη συστάσεως της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως ρητά προϋποθέτει το άρθρο 11(1) του Νόμου, δεν αφορά σε ζήτημα δημόσιας τάξης και δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ 341/04 , 549/2004 και 604/04.

Στο στάδιο αυτό, θα προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακυρότητας που προβάλλονται στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 341/04 , 549/2004 και 604/04.

Αποτελεί κοινό ισχυρισμό των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών στις Προσφυγές 341/04 και 549/2004 ότι οι πράξεις λήφθηκαν από όργανο μη νόμιμα συγκροτημένο καθότι απουσίαζε ο κ. Κακογιάννης μέλος της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση και λήψη της επίδικης απόφασης.

Στο άρθρο 4 του Νόμου 7(1)/98, ορίζεται η σύνθεση της Αρχής:

«4.-(1) Η Αρχή απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και πέντε μέλη, που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.»

Στο άρθρο 7(5) ορίζεται ότι:

«(5) Τέσσερα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία. Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.»

Στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής αναφέρεται ότι ο κ. Κακογιάννης υπέβαλε την παραίτηση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο με επιστολή του ημερ. 1.12.2003, γεγονός που κοινοποιήθηκε στην Αρχή με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 16.1.2004. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 18.2.2004, αρ. απόφασης 59.402  έκανε δεκτή την παραίτηση του κ. Κακογιάννη.

Από την 1.12.03 ημερομηνία κατά την οποία υπεβλήθη η παραίτηση, η θέση κενώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(β) του Νόμου 7(1) του 1998, ανεξαρτήτως της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 7(9) του προαναφερθέντος Νόμου:

«η χηρεία θέσης της Αρχής ή ελάττωμα στο διορισμό μέλους της δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών της»

Προβλέπεται δηλαδή ρητά στο Νόμο ότι οι διαδικασίες συνεχίζονται, έστω και αν παραιτείται μέλος της («λόγω χηρείας μέλους της Αρχής»). Συναφώς η παραίτηση του κ. Κακογιάννη από τη θέση του μέλους δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα την επίδικη απόφαση. Όπως ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της Καθ΄ ης η αίτηση Αρχής, η προκείμενη περίπτωση διαφοροποιείται από την Στεφανίδη ν. Δημοκρατία (1993) 3 ΑΑΔ, 367, που επικαλούνται οι αιτητές, διότι εκεί ετύγχανε εφαρμογής ο Περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Νόμος 1988 (Ν 149/88) στον οποίο δεν περιλαμβάνεται παρόμοια πρόνοια όπως εκείνη του άρθρου 7(9) του Ν 7 (Ι)/98.

Ούτε επίσης τα λεχθέντα στην ΄Ολγα Θεοχάρους ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Συνεκδ. Υποθ. 1611/99 και 8/2000/18.12.2001, στην οποία στηρίζουν τη θέση τους οι καθ΄ ων η αίτηση, τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Η εισήγηση συνεπώς για παράτυπη σύνθεση της Επιτροπής που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτεται.

Αποτελεί επίσης κοινό ισχυρισμό των αιτητών στις Προσφυγές 341/04 , 549/2004 και 604/04

ότι η Αρχή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση τελώντας υπό πλάνη περί το νόμο και /ή τα πράγματα καθότι η ενδιαφερόμενη εταιρεία ουδέποτε υπέβαλε αίτηση ή και νόμιμη αίτηση για χορήγηση άδειας, εγκατάστασης και λειτουργίας παγκύπριου τηλεοπτικού σταθμού.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υποβάλλουν ότι η αίτηση της ενδιαφερόμενης εταιρείας, DESTE DIGITAL SERVICES LTD ήταν ανύπαρκτη αφού κατά την υποβολή της αίτησης δεν υφίστατο νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένη εταιρεία, στον Έφορο Εταιρειών με αυτό το όνομα.

Η εταιρεία DESTE DIGITAL SERVICES LTD εγγράφηκε με αυτό το όνομα στα μητρώα του Εφόρου Εταιρειών την 10.9.2001 πριν την αρχική αξιολόγηση της αίτησης βάσει του Κανονισμού 4(4), την 24.10.2001 (στην 52η Συνεδρία της Αρχής).

Σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό των αιτητών, ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη της εταιρείας στην οποία χορηγείται εν τέλει η άδεια, είναι η υποβολή της αίτησης.

Σημειώνουν επίσης οι αιτητές ότι όταν κατατέθηκε η αίτηση ημερομηνίας 9.7.2001 (η οποία κατατέθηκε με επιστολή ημερ. 16.7.2001) για την εταιρεία «Τ.Ε.Κ. Κυπριακές Τηλεοπτικές Επιχειρήσεις Λτδ», τέτοια εταιρεία δεν υπήρχε . Καταλήγει η εισήγηση τους ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ουδέποτε υπέβαλε νομότυπα αίτηση ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση για εξέταση, παρά την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 12.9.2001, στην οποία ομόφωνα λήφθηκε η ακόλουθη απόφαση:

«΄Οπως η 'DESTE DIGITAL SERVICES LTD' υποβάλει αίτηση ίδρυσης εγκατάστασης και λειτουργίας Τηλεοπτικού Σταθμού.»

 

Οι αιτητές επισημαίνουν επίσης ότι στο φάκελο της εταιρείας, στον ΄Εφορο Εταιρειών, δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή σύνδεση του Ενδιαφερόμενου μέρους με την αίτηση για έγκριση του ονόματος «Τ.Ε.Κ. Κυπριακές Τηλεοπτικές Επιχειρήσεις Λτδ.»

Κατά συνέπεια οι αιτητές καταλήγουν στο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στη χορήγηση προς την ενδιαφερόμενη εταιρεία άδειας για ίδρυση ,εγκατάσταση και λειτουργία παγκύπριου τηλεοπτικού σταθμού.

Από την άλλη πλευρά, οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτουν τις πιο πάνω θέσεις ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν ανάγκη να υπήρχε το νομικό πρόσωπο κατά το στάδιο της υποβολής της αίτησης αλλά ότι ήταν αρκετό αυτό να υπήρχε κατά το στάδιο έγκρισης της αίτησης. Το σύνολο των επιχειρημάτων τους εδράζεται στο ότι η ενδιαφερόμενη εταιρεία ενεγράφη ως εταιρεία προτού η Αρχή προβεί στην αρχική αξιολόγηση της αίτησης. Οποιεσδήποτε ελλείψεις και να υπήρχαν στην αίτηση, εισηγούνται, θα διαφαίνονταν κατά το στάδιο της πρώτης αξιολόγησης την 24.10.01. Η εταιρεία Deste είχε ήδη εγγραφεί ως εταιρεία προτού αξιολογηθεί για πρώτη φορά, όπως λέγουν. Συναφώς υποστηρίζουν ότι οτιδήποτε σημειώθηκε πριν την 24.10.01, ημερομηνία κατά την οποία αξιολογήθηκε για πρώτη φορά η αίτηση τους από την Αρχή, δεν επηρεάζει τη διαδικασία και σε καμία περίπτωση τούτο καθιστά την αρχική αίτηση άκυρη και ανύπαρκτη. Παραπέμπουν επίσης στα άρθρα 12 και 16 (1)(α ) του Νόμου και εισηγούνται ότι η αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους για χορήγηση άδειας υπεβλήθη νόμιμα.

H αίτηση που είχε ενώπιον της η Αρχή και στην οποία στηρίχθηκε για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση , υποβλήθηκε στις 16.7.2001.

Η αίτηση, που φέρει ημερ.9.7.2001, υποβλήθηκε την 16.7.2001 σύμφωνα με το Κανονισμό 3, Παράρτημα Ι (ΚΔΠ 10/2000). Στην παράγραφο 1 της αίτησης αναφέρονται τα ακόλουθα:

«1. Εγγεγραμμένο όνομα εταιρείας: ΤΕΚ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΛΙΜΙΤΕΔ


2 . Αριθμός εγγραφής Εταιρείας: Αναμένεται να δοθεί από τον Έφορο Εταιρειών εντός των ημερών»

 

Υπογράφεται από τον κ. Λουκά Έλληνα για την υπό ίδρυση εταιρεία ΤΕΚ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ με συγκεκριμένους μετόχους που αναφέρονται στην αίτηση ονομαστικά.

Διαπιστώνω ότι δεν έχει αντικρουστεί ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ουδέποτε κατατέθηκε στον Έφορο Εταιρειών οποιοδήποτε έγγραφο για την εγγραφή της εν λόγω εταιρείας .Το μόνο που κατατέθηκε ήταν αίτηση για έγκριση ονόματος στις 2.7.2001 που όμως από μόνο του δεν δημιουργεί οποιαδήποτε νομική οντότητα.

Στο άρθρο 2 του Περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ 113 δίδεται η έννοια της λέξης «εταιρεία » ως ακολούθως :

«'εταιρεία' σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε βάσει του παρόντος Νόμου ή υφιστάμενη Εταιρεία»

Τα άρθρα 14 και 15 του Κεφ. 113 σχετίζονται με την εγγραφή της εταιρείας και τις συνέπειες εγγραφής της.

Το άρθρο 17(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, προβλέπει:

«17.-(1) Το πιστοποιητικό σύστασης που παραχωρείται από τον ΄Έφορο σχετικά με οποιοδήποτε οργανισμό, αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία ότι όλες οι απαιτήσεις του Νόμου αυτού που αφορούν την εγγραφή και τα προηγούμενα με την εγγραφή συναφή θέματα έχουν τηρηθεί, και ότι ο οργανισμός είναι εταιρεία που εγκρίθηκε για να εγγραφεί και εγγράφηκε δεόντως με βάση το Νόμο αυτό.»

Στις 10.9.2001, η Αρχή έλαβε 4 επιστολές σχετικά με τη συμμετοχή της εταιρείας Τηλέτυπος Α.Ε, ως μετόχου της υπό ίδρυση εταιρείας (25% των μετοχών), στις οποίες αναφερόταν συγκεκριμένα ότι η Τηλέτυπος Α.Ε «ουδεμία σχέση ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο συνεργασία είχε ή έχει με την εταιρεία ΤΕΚ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ, αν τέτοια εταιρεία έχει ιδρυθεί» και εκφραζόταν επίσης έλλειψη ενδιαφέροντος για προώθηση της αίτησης. Οι επιστολές τέθηκαν υπόψη του κ. Έλληνα, Διευθύνοντα Συμβούλου της υπό ίδρυση εταιρείας ΤΕΚ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ, ο οποίος απάντησε (με επιστολή ημερ.17.9.2001 και την οποία η Αρχή έλαβε στις 18.9.2001) ότι οι υπόλοιποι μέτοχοι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται και παρακαλούν όπως η εξέταση και προώθηση της αίτησης συνεχισθεί κανονικά και ότι η υπό ίδρυση εταιρεία θα εγγραφεί με το νέο όνομα Deste Digital Services Limited.

Η ενδιαφερόμενη εταιρεία ενεγράφη τελικά στις 10.9.2001.

Είναι λοιπόν σωστή η παρατήρηση των αιτητών ότι όταν στάληκε η πιο πάνω επιστολή του κ. ΄Ελληνα ημερ. 17.9.01, η «εταιρεία» ΤΕΚ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΛΤΔ δεν ήταν εγγεγραμμένη και άρα ανύπαρκτη. Κατά συνέπεια ο κ. ΄Ελληνας υπέγραψε για ανύπαρκτο μέχρι τότε νομικό πρόσωπο.

Εξέτασα με προσοχή το διοικητικό φάκελο της ενδιαφερόμενης εταιρείας. Η αναγκαιότητα καταχώρισης ξεχωριστής αίτησης από την ενδιαφερόμενη εταιρεία επισημάνθηκε από το δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση, κ. Κάκουρα με επιστολή του ημερ. 25.9.2001 (Ερυθρό 94) όπως επίσης και από το Λειτουργό των καθ΄ ων η αίτηση Π.Ι. Καμέρη ο οποίος στο σημείωμα του ημερ. 4.10.2001 προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αρχής, επαναλαμβάνει την εισήγηση του κ. Κάκουρα για υποβολή νέας αίτησης «για άδεια τηλεοπτικού σταθμού παγκύπριας εμβέλειας με το διακριτικό όνομα Mega» από την ενδιαφερόμενη εταιρεία (Δέστε: Eρυθρό 109).

Η ενδιαφερόμενη εταιρεία, ωστόσο, ουδέποτε υπέβαλε νέα αίτηση αλλά στηρίχθηκε στην αίτηση ημερ.16.7.2001 που υποβλήθηκε από ανύπαρκτη εταιρεία. Αυτό αντίκειται στο άρθρο 2 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113 (Δέστε πιο πάνω) και στους Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς (ΚΔΠ 10/2000 ).

Το άρθρο 51(1) του Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98 (όπως τροποποιήθηκε) παρέχει την εξουσία στην Αρχή για έκδοση Κανονισμών για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 51(2) του Νόμου οι Κανονισμοί ρυθμίζουν μεταξύ άλλων τον τύπο της αίτησης που υποβάλλεται για την έκδοση άδειας.

Σύμφωνα με τον κανονισμό 3(1), οι αιτήσεις για άδεια υποβάλλονται στην Αρχή σε δέκα αντίγραφα σε πλήρως συμπληρωμένα έντυπα και αποτελούνται από τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος, περιγράφεται ο αιτητής κατά τον τύπο του Παραρτήματος Ι για τηλεοπτικούς σταθμούς και Παραρτήματος ΙΙ για ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Αναφέρεται συγκεκριμένα στο παράρτημα Ι του Κανονισμού 3, ότι στην αίτηση για άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, θα πρέπει μεταξύ άλλων να σημειώνεται το εγγεγραμμένο όνομα της εταιρείας, ο αριθμός εγγραφής της εταιρείας, τα ονόματα των μετόχων και τα ποσοστά των μετοχών τους καθώς επίσης να κατατεθεί επιβεβαιωμένο αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας.

Είναι πρόδηλο λοιπόν από τα στοιχεία αυτά, που απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση, ότι η εταιρεία θα πρέπει απαραίτητα να υφίσταται, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

Συνεπώς την 24.10.01, η καθ΄ ης η αίτηση, κάτω από πλάνη περί τα πράγματα, προέβηκε σε μία πρώτη αξιολόγηση μίας ανύπαρκτης αίτησης, αφού αυτή δεν είχε υποβληθεί από υφιστάμενη εταιρεία.

Η ενδιαφερόμενη εταιρεία κατόπιν της ανακοίνωσης της Αρχής ημ. 23.3.2003 επέλεξε, αντί να υποβάλει δική της αίτηση, να κάμει χρήση της αίτησης που είχε υποβληθεί την 16.7.2001, από ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, και η Διοίκηση με τη σειρά της, προέβηκε στην αξιολόγηση της αίτησης χωρίς καμιά αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονταν με τη φύση της αίτησης εκείνης ή και οποιαδήποτε μνεία στο παράτυπό της.

Εν όψει λοιπόν των πιο πάνω κρίνεται βάσιμος ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί τα πράγματα εφόσον μόνο η αληθινή εικόνα της πραγματικότητας μπορεί να αποτελέσει στέρεη βάση για μια διοικητική απόφαση.

Η παραπάνω θέση απηχεί την κεντρική ιδέα των αναλύσεων της νομολογίας για την έννοια της πλάνης περί τα πράγματα (Δέστε: Νιόβη Παπαϊωάννου και ΄Αλλοι (αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 723-724 και Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 234-235).

Στην προκείμενη περίπτωση, ήταν υποχρέωση της Αρχής να διεξάγει έρευνα ή να προστρέξει στην ενδιαφερόμενη εταιρεία για διευκρινίσεις ή πρόσθετη πληροφόρηση με σκοπό την επιβεβαίωση των ορθών γεγονότων , πράγμα που δεν έπραξε.

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής, δεν θα υπεισέλθω στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως που εγείρονται στις προσφυγές.

Κατά συνέπεια οι προσφυγές 341/04, 549/04 και 604/04 επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.

 

 

Οι προσφυγές 423/04 και 611/04 αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

 

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο