ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 143

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Προσφυγή αρ. 861/2003

18 Φεβρουαρίου 2005

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΟΥ

Αιτήτρια,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

------------------

Λ. Γεωργίου,, για την αιτήτρια

Μ. Στυλιανού (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 8/7/03 με την οποία απέρριψαν την αίτηση της με αρ. ΛΕΥ/0708/2003 για πολεοδομική άδεια για ανέγερση κατοικίας με περίφραξη στο ακίνητο της αιτήτριας με αρ. τεμ. 1417 του Φ/Σχ ΧΧΙ.58 στο χωριό Παλαιομέτοχο είναι παράνομη και άκυρη.

Η αιτήτρια στις 3/4/03 υπέβαλε αίτηση για ανέγερση διόροφης κατοικίας. Οι καθών η αίτηση (και συγκεκριμένα ο Επαρχιακός Λειτουργός Λευκωσίας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως) στις 8/7/03 απέρριψαν την αίτηση της για το λόγο ότι «το υπό ανάπτυξη τεμάχιο εμπίπτει στην περιοχή μελέτης του νέου νοτίου παρακαμπτηρίου αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας ο οποίος στο παρόν στάδιο βρίσκεται υπό μελέτη και αναμένεται να οριστικοποιηθεί μέχρι το Σεπτέμβριο.»

Με την παρούσα αίτηση της η αιτήτρια προβάλλει διάφορους νομικούς λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, οι οποίοι ουσιαστικά μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τα άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος καθώς επίσης και με τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς, (β) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και/ή τα πράγματα και με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και/ή ενάντια σε κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας και/ή ενάντια των αρχών της χρηστής διοίκησης, (γ) η απόφαση και/ή οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια πάσχουν από έλλειψη της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Με την ένσταση τους οι καθών η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη αφού στρέφεται εναντίον μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης υποστηρίζουν τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης.

Στις γραπτές τους αγορεύσεις οι συνήγοροι και των δυο πλευρών επανέλαβαν και ανέπτυξαν τους πιο πάνω νομικούς λόγους αναφερόμενοι τώρα και σε σχετική νομολογία.

Αρχίζοντας από την προδικαστική ένσταση η πλευρά των καθών η αίτηση αναφέρει ότι όφειλε η αιτήτρια να καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72 ως έχει τροποποιηθεί) και όπως πληροφορείτο η αιτήτρια ότι μπορούσε να πράξει, αν θεωρούσε ότι παραβλάπτοντο τα συμφέροντα της από την απόφαση, με τη σχετική ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΝΗΣΕΩΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ, μέσα σε 30 μέρες από της κοινοποίησης της απόφασης. Επικαλέστηκε η συνήγορος μεταξύ άλλων και το ελληνικό σύγγραμμα «EΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» Τόμος 1, Πέμπτη έκδοση, του Επαμ. Σπηλιωτοπούλου σελ. 241-243 όπου διαλαμβάνεται ότι, εκεί που με βάση το νόμο προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, η υποβολή της είναι αναγκαία προϋποθέση για το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως που μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της ιεραρχικής προσφυγής.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός των καθών η αίτηση ότι, και αν ακόμη η υποβολή ιεραρχικής προσφυγής δεν ήταν εδώ αναγκαία προϋπόθεση, η απόφαση που προσβάλλει η αιτήτρια δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αφού με την εν λόγω απόφαση, όπως φαίνεται και στο σκεπτικό αυτής Παραρτήματα Β και Γ στην ένσταση, οι καθών η αίτηση θέτουν απλώς προσωρινό περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και όχι αποστέρησή του. Πληροφορείτο η αιτήτρια ότι η άρνηση ήταν προσωρινή και ότι η αίτηση της μπορούσε να επανεξεταστεί περί το τέλος του 2003, χωροθετώντας την κατοικία της στο νοτιοανατολικό σύνορο του τεμαχίου.

Ξεκινώ από την προδικαστική ένσταση. Έλαβα υπόψη τις αυθεντίες που παρέθεσε η δικηγόρος των καθών η αίτηση, η οποία ουσιαστικά στηρίζεται στα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν ελληνικό σύγγραμμα και άλλες νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα. Έλαβα περαιτέρω υπόψη και σχετική νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου από την οποία φαίνεται ότι το όλο θέμα εξαρτάται από τη διαπίστωση της σχετικής νομοθετικής διάταξης που προνοεί για τέτοια ιεραρχική προσφυγή. Υπάρχουν νομοθεσίες που κρίθηκε ότι καθιστούν τέτοια προσφυγή ως αναγκαία προϋπόθεση και άλλες όπου μια τέτοια προσφυγή είναι απλώς ως δυνητική.

Σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του κ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» (2η έκδοση, Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη) Λευκωσία 2004 σελ. 177 όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«Όταν ο νόμος προβλέπει για δυνατότητα υποβολής ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής εναντίον μιας πράξης ενώπιον του ιδίου οργάνου που εξέδωσε την πράξη ή άλλου ιεραρχικά ανώτερου ή ανεξάρτητου οργάνου, τούτο δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να προσβάλει απευθείας την πράξη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς πρώτα να κάνει χρήση της διαδικασίας της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν τα μέτρα αυτά θεωρούνται από το σχετικό νόμο απαραίτητα για τη συμπλήρωση της διοικητικής διαδικασίας.

Περίπτωση ένστασης που ο νόμος θεωρεί ως απαραίτητη συμπλήρωση της διοικητικής διαδικασίας έτσι που η υποβολή της να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή Προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι η ένσταση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου για αναθεώρηση της επιβληθείσας φορολογίας. Επίσης, η ένσταση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για υποβολή, αντί Προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, ιεραρχικής προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 20Α του πιο πάνω Νόμου. Για την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής, ένσταση θα πρέπει να υποβληθεί εμπρόθεσμα, να μην επέλθει συμφωνία με το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και ο τελευταίος να προχωρήσει στο καθορισμό του ποσού του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 20 του προαναφερθέντος Νόμου.»

Το πιο πάνω απόσπασμα υποστηρίζεται και από σχετική νομολογία την οποία παραθέτει ο συγγραφέας. Γίνεται αναφορά στην Pelides v. Republic 3 RSCC 13, 17, The Cyprus Transport Co. Ltd. v. Republic (1966) 3 C.L.R. 617, Petrolian Ltd. v. The Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420 at p. 424, Rotsides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2386, 2390, Α.Ε. 1922 Δημήτρης Κουππάρης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15/6/98 και προσφ. 402/97 Παναγιώτα Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10/7/98.

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Παναγιώτα Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Κωνσταντινίδης Δ) αποφασίστηκε ότι η μη υποβολή ένστασης κατά της απόρριψης αίτησης για εγγραφή στους πίνακες διοριστέων, δεν ήταν εμπόδιο για καταχώρηση προσφυγής αφού τέτοια ένσταση, με βάση τη σχετική νομοθεσία, δεν αποτελούσε προϋπόθεση για άσκηση προσφυγής.

Στη δική μας περίπτωση η όλη διατύπωση του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72 ως έχει τροποποιηθεί) είναι τέτοια που η ιεραρχική προσφυγή είναι απλώς δυνητική και όχι αναγκαία προϋπόθεση για καταχώρηση προσφυγής. Επομένως η αιτήτρια είχε το δικαίωμα να προσβάλει απευθείας την άρνηση των καθών η αίτηση να εγκρίνουν την αίτηση της. Έτσι, στην έκταση που η προδικαστική ένσταση αφορά την παράλειψη της αιτήτριας να καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή, απορρίπτεται.

Μέσα στο πλαίσιο της προδικαστικής ένστασης προωθήθηκε και η θέση ότι η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αφού οι καθών η αίτηση είχαν πληροφορήσει την αιτήτρια ότι θα επανεξετάζετο η αίτηση της. Έγινε αναφορά στις υποθέσεις Ανθή Δημητριάδου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, προσφ. αρ. 1029/85 κ.α. ημερ. 12/3/86 και Δήμος Στροβόλου ν. Μάρως Γιασεμίδου κ.α., Α.Ε. 1481 ημερ. 27/2/98. Μελέτησα τις εν λόγω υποθέσεις που σημειώνω είναι τώρα δημοσιευμένες η πρώτη στο (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και η δεύτερη στο (1998) 3 Α.Α.Δ. 223, αλλά κρίνω ότι δε βοηθούν τη θέση των καθών η αίτηση.

Στην παρούσα υπόθεση με βάση τις αυθεντίες που επικαλείται η πλευρά της αιτήτριας (βλ. μεταξύ άλλων Ευαγγελία Κυριακίδη ν. Δήμου Λευκωσίας (1976) 3 C.L.R 183, Ευφροσύνη Παρπαρίνου κ.α. ν. Δήμος Λάρνακας προσφ. αρ. 664/01, ημερ. 20/5/02 στην οποία γίνεται αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία) αλλά και με βάση τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 655, καταλήγω ότι η άρνηση των καθών η αίτηση να εγκρίνουν την αίτηση της αιτήτριας με βάση την αιτιολογία που έχει δοθεί, ότι δηλαδή «το υπό ανάπτυξη τεμάχιο εμπίπτει στην περιοχή μελέτης του νέου νοτιου παρακαμπτήριου αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας ο οποίος στο παρόν στάδιο βρίσκεται υπό μελέτη και αναμένεται να οριστικοποιηθεί μέχρι το Σεπτέμβριο», είναι παράνομη.

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.α. σελ. 660 αναφέρθηκαν από τον Ηλιάδη Δ τα εξής:

«Στη σχετική προσφυγή που καταχωρήθηκε εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απάντησης οι αιτητές ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι για την περιοχή μέσα στην οποία βρισκόταν η ακίνητη ιδιοκτησία τους, δεν υπήρχε δημοσιευμένο σχέδιο ρυμοτομίας και ως εκ τούτου η Αρχή δεν μπορούσε να επιβάλει τον όρο 503 που προνοούσε για την παραχώρηση μέρους της ακίνητης περιουσίας τους για εγγραφή του ως δημόσιου δρόμου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μη ύπαρξη ρυμοτομικού σχεδίου καθιστούσε την επίδικη πράξη παράνομη και άκυρη. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου 90/72 η Δήλωση Πολιτικής συμπεριλαμβάνει και την έννοια του όρου «σχέδιο ανάπτυξης». Εφόσον δε δεν υπήρξε εκπόνηση και δημοσίευση ρυμοτομικής μελέτης με όλες τις σχετικές λεπτομέρειες που θα επέτρεπαν στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν ενστάσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου (Ίδε Αυγουστής και άλλοι ν. Δημοκρατίας, 497/74 της 22/2/95), η σχετική απόφαση της 25/11/93 ήταν παράνομη και άκυρη.»

Στις σελ. 661, 662 της ίδιας υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σε περιπτώσεις όπου με την υιοθέτηση σχεδίων ανάπτυξης επηρεάζονται τα δικαιώματα ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας, η διοίκηση θα πρέπει να συμπληρώνει την ολοκλήρωση των αναγκαίων εκείνων συγκεκριμένων σχεδίων για να δίνεται η ευχέρεια σε ένα επηρεαζόμενο να προβάλει τις τυχόν ενστάσεις του.

Στην υπόθεση Χριστοδούλου και άλλη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η άρνηση του Επάρχου για τη χορήγηση άδειας οικοδομής οικίας στο Τσέρι σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 8 και 9 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, γιατί το τεμάχιο επηρεαζόταν από τη διεύρυνση του υφιστάμενου οδικού δικτύου, ήταν αποτέλεσμα πλάνης και θα έπρεπε να ακυρωθεί γιατί δεν είχε ετοιμαστεί σχέδιο ρυμοτομίας ή μελέτη για τη διεύρυνση του οδικού δικτύου της περιοχής.»

Πιο κάτω στη σελ. 663 διαβάζουμε τα εξής:

«Η ανάγκη ετοιμασίας και δημοσίευσης ρυμοτομικού σχεδίου σε περιπτώσεις όπου προβλέπεται η διεύρυνση δρόμου ή αναβάθμιση υφιστάμενου οδικού δικτύου (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 96), υιοθετήθηκε πρόσφατα από την πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δήμος Στροβόλου ν. Μάρως Γιασεμίδου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 223, όπου τονίστηκε ότι η ετοιμασία ενός τέτοιου σχεδίου είναι αναγκαία γιατί παρέχει στους ιδιοκτήτες που επηρεάζονται τη δυνατότητα υποβολής ένστασης πριν από την τελική έγκριση του σχεδίου.»

Στη δική μας περίπτωση προκύπτει και από την αγόρευση της πλευράς των καθων η αίτηση, ότι κατά το χρόνο που λαμβάνετο η επίδικη απόφαση, δεν υπήρχαν ολοκληρωμένα και δημοσιευμένα σχέδια σχετικά με την πορεία του εν λόγω παρακαμπτήριου αυτοκινητόδρομου, αλλά το όλο θέμα ήταν ακόμη υπό μελέτη. Τα γεγονότα ήσαν τέτοια που δεν ήταν δυνατό για την αιτήτρια να αμφισβητήσει τα εν λόγω σχέδια με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Ν. 90/72. Ο ισχυρισμός της δικηγόρου των καθών η αίτηση ήταν ότι θα μπορούσε να το πράξει αν περίμενε η αιτήτρια τα τελικά σχέδια. Όμως το θέμα εξετάζεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση και όχι με βάση τυχόν μελλοντικές εξελίξεις.

Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι, όπως είχαν τότε τα γεγονότα και η νομική κατάσταση, η άρνηση των καθών η αίτηση με βάση την αιτιολογία που είχε δοθεί ήταν παράνομη.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β). Τα έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, να πληρωθούν από τους καθών η αίτηση.

 

Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο