ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 456/2003)
25 Φεβρουαρίου, 2005
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΛΥΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α. Ποιητής, για τον Αιτητή.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Γιαννάκης Λυσιώτης (αιτητής) ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) της 17/3/2003 σύμφωνα με την οποία οι φορολογικές υποχρεώσεις του αιτητή καθορίσθηκαν σε £49.085,82 είναι άκυρη.
(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής, που είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) ασχολείται με αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων φορτηγών οχημάτων και εκσκαφέων στη Λάρνακα. Ως αποτέλεσμα ελέγχου από υπαλλήλους του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι
"(α) ο αιτητής παρέλειψε να δηλώσει διάφορες πωλήσεις οχημάτων συνολικής αξίας £815.458,00·
(β) από διάφορες πωλήσεις που πραγματοποίησε ο αιτητής, αποδόθηκε φόρος εκροών επί αξίας μικρότερης από την τιμή της κάθε πώλησης, με αποτέλεσμα να προκύψει υπόλοιπο οφειλόμενου φόρου συνολικού ύψους £39.648,18· και
(γ) διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ του φόρου εκροών που δηλώθηκε στις φορολογικές δηλώσεις του αιτητή και του φόρου εκροών που είχε καταχωρηθεί στα βιβλία του·
(δ) ο αιτητής διεκδίκησε διάφορες πιστώσεις φόρου (ύψους £2.866) τις οποίες δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει με βάση το άρθρο 25(4) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου·
(ε) ο αιτητής διεκδίκησε ως φόρο εκροών ποσό κατά £2.085 μικρότερο από το ποσό που ανέφερε στις φορολογικές του δηλώσεις· και
(στ) ο αιτητής προέβη σε διορθώσεις στο λογαριασμό ΦΠΑ που τηρούσε με αποτέλεσμα να έχει προς πίστωση ποσό £2.650,14."
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο Έφορος προχώρησε και καθόρισε τον οφειλόμενο φόρο για την περίοδο 1/7/1992 - 30/9/1995 σε £49.471,90. Κατόπιν αμφισβήτησης του αιτητή το ποσό μειώθηκε σε £47.523,90. Ο αιτητής, που αμφισβήτησε την ορθότητα και της πιο πάνω απόφασης, καταχώρισε την υπ' αρ. 1002/97 προσφυγή, η οποία οδήγησε στις 17/12/1999 στην ακύρωση της πιο πάνω απόφασης λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την αναθεωρητική έφεση Δημοκρατία ν. Λυσιώτη (Α.Ε. 2804 της 29/6/2001).
Λίγους μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 10/12/2001 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για την ακύρωση της εγγραφής του στο Μητρώο Φ.Π.Α. Εν τω μεταξύ μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Έφορος προέβη σε νέα έρευνα ζητώντας από δύο τραπεζικούς οργανισμούς στοιχεία για αγοραπωλησίες οχημάτων μέσω χρηματοδοτήσεων που αφορούσαν τον αιτητή και τη συνδεόμενη με αυτόν εταιρεία G.S.Y. Commercial Vehicles Ltd για την περίοδο 1/7/1992 - 30/5/2002. Ο έλεγχος των φορολογικών δηλώσεων αποκάλυψε ότι οι δηλώσεις του αιτητή ήταν ελλιπείς και/ή ανακριβείς. Έτσι ο Έφορος ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) και (2) του Νόμου 246/90 προέβη στη δική του εκτίμηση και στις 17/3/2003 ο αιτητής ειδοποιήθηκε ότι θα έπρεπε να καταβάλει το ποσό των £49.085,82.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και γιατί συνιστά αποτέλεσμα πλάνης.
(β) Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί το νόμο.
Αναφορικά με την έλλειψη δέουσας έρευνας ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά την επανεξέταση δεν υποβλήθηκαν ούτε εξετάστηκαν νέα στοιχεία και ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη της αρχικής απόφασης του Εφόρου. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι υπήρξε διπλή λανθασμένη φορολόγηση 20 αυτοκινήτων κατά παράβαση των άρθρων 6(2), (12) και 22 του Νόμου 246/90 και τούτο γιατί, κατά την εισήγηση του αιτητή, σε περιπτώσεις καθυστερημένων δόσεων η τράπεζα "επαναχρηματοδοτεί" το ίδιο όχημα χωρίς ουσιαστική αντίδραση από τον πελάτη.
Η πιο πάνω εισήγηση θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια των προνοιών των άρθρων 6(3) και 22 του Νόμου 246/90.
Το άρθρο 22 του Νόμου, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοούσε ότι
"22.-(1) Ο φόρος για κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών ή εισαγωγή αγαθών, επιβάλλεται με φορολογικό συντελεστή πέντε τοις εκατόν.
(2) Ο υπολογισμός του φόρου γίνεται -
(α) Στην περίπτωση παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με βάση την αξία της όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23· και
(β) στην περίπτωση εισαγωγής αγαθών, με βάση την αξία τους όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24."
Είναι η θέση του αιτητή ότι με την επαναχρηματοδότηση δεν μπορεί να υπάρξει δεύτερη φορολογητέα παράδοση αγαθών αφού το ίδιο αντικείμενο βρισκόταν ήδη στην κατοχή του αγοραστή.
Οι εισηγήσεις του αιτητή δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ενοικιαγοράς με χρηματοδότηση αποτελούν φορολογητέες παραδόσεις αγαθών σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(3)(α) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι
"(3) (α) Η μεταβίβαση -
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι πωλήσεις των οχημάτων μέσω χρηματοδότησης με την προοπτική της μελλοντικής μεταβίβασης της κυριότητας του από το χρηματοδοτικό οργανισμό στον αγοραστή, συνιστά παράδοση αγαθών η οποία υπόκειται σε φορολογία.
Ο ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1002/97 το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Διοίκηση κατά την επανεξέταση της υπόθεσης θα έπρεπε να προβεί στην αναγκαία έρευνα για τη σωστή διακρίβωση των γεγονότων και να αιτιολογήσει την απόφασή της με τρόπο που δεν θα υπήρχαν αμφιβολίες για την εγκυρότητά της. Από μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ο Έφορος εξέτασε όλα εκείνα τα επιπρόσθετα στοιχεία (όπως π.χ. τα συμβόλαια ενοικιαγοράς και τις σχετικές καταστάσεις οχημάτων που είχαν αγοραστεί μέσω χρηματοδότησης, από δύο τραπεζικούς λογαριασμούς), η απουσία των οποίων είχε οδηγήσει στην πρώτη ακύρωση. Η έρευνα που διάρκεσε γύρω στους έξι μήνες, ήταν ενδελεχής και πλήρεις λεπτομέρειες εμφανίζονται στην Έκθεση Ελέγχου.
Η θέση του αιτητή ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα αφού η ακύρωση της εγγραφής του στο Μητρώο Φ.Π.Α. έγινε στις 22/10/99 και δεν μπορούσε να έχει πιστωτικό υπόλοιπο στις 26/11/2001 ύψους £6.12 είναι ανεδαφική. Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για τη διαγραφή του από την 1/11/2001 από το Μητρώο Φ.Π.Α. με σχετική αίτηση ημερομηνίας 10/12/2001. Η εξέταση της αίτησής του έδειξε ότι είχε πωλήσει τέσσερα οχήματα την 21/10/99 παρά το ότι δήλωνε μηδέν εκροές από την 1/7/98 μέχρι το 2001. Με βάση τα στοιχεία αυτά ο Έφορος αποφάσισε τη διαγραφή του από την επομένη των πωλήσεων των τεσσάρων οχημάτων, δηλαδή από τις 22/10/99, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 17(2) του Νόμου 246/90 και το ποσό της πίστωσης των £6.12 ήταν υπόλοιπο εκ μεταφοράς μέχρι 10/10/2001.
Ανεδαφική κρίνεται και η εισήγηση ότι ο ΄Εφορος υιοθέτησε λανθασμένη μεθοδολογία στον καθορισμό του πληρωτέου φόρου. Έχει νομολογικά καθιερωθεί ότι η μέθοδος υπολογισμού του πληρωτέου φόρου και οι λογιστικές διεργασίες που υιοθετούνται δεν μπορούν να αποτελέσουν θέμα ελέγχου από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κρίση του οργάνου με τη δική του κρίση. Η επέμβαση του Δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο όταν η απόφαση του Εφόρου δεν ήταν εύλογη κάτω από τις περιστάσεις. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Goodtones Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 707
"Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις της φύσεως αυτής η εξουσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός εάν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 793, ημερ. 16/10/90 και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346)."
Ο φορολογούμενος πρέπει να τηρεί και να παρουσιάζει στον Έφορο όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον καθορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση ο Έφορος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δική του έρευνα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21
"Έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά ενεργοποιήθηκε το άρθρο 34(1) του νόμου που δίδει την εξουσία στον Έφορο να προβεί σε βεβαίωση του φόρου. Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης συνάγεται το συμπέρασμα ότι η βεβαίωση είναι πράξη προσδιορισμού του οφειλόμενου φόρου. Δεν καθορίζεται στη νομοθεσία τρόπος ή μέθοδος υπολογισμού του φόρου. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του.
Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του" μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες: Van Boeckel (πιο πάνω) και Argosy v. Inland Revenue Commissioner (1971) 1 W.L.R. 514.
Σύμφωνα με την Van Boeckel "αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Έφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Έφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του"."
Στην παρούσα περίπτωση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 34(1) από τον Έφορο και από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο καθορισμός της σχετικής φορολογίας, ο οποίος ήταν το αποτέλεσμα της διεξαγωγής δέουσας έρευνας, ήταν εύλογα επιτρεπτός. Η εισήγηση για την εμφιλοχώρηση νομικής πλάνης δεν έχει αποδειχθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ