ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 147/2005

 

24 Φεβρουαρίου 2005

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΤΑΛΩ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

Αιτήτρια,

- και -

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθής η αίτηση.

----------------------------------- -------

Μονομερής αίτηση ημερ. 11/2/05 για προσωρινό διάταγμα

Ι. Νικολάου, για την αιτήτρια

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Στις 11/2/05 η αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο υπόθεση με την οποία ζητά διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθής η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 10/1/05 και με την οποία η καθής η αίτηση αποφάσισε τον τερματισμό του Αναπληρωματικού διορισμού της στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και το διορισμό του ε.μ. Σπύρου Κόκκινου ως Αναπληρωτή Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

Την ίδια μέρα η αιτήτρια καταχώρησε και την παρούσα μονομερή αίτηση με την οποία ζητά την αναστολή της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της κυρίως υπόθεσης.

Η αίτηση στηρίζεται σε διάφορες νομοθετικές διατάξεις μεταξύ των οποίων και στον Καν. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 που ουσιαστικά είναι ο κανονισμός που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσης.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή αρκούμαι να αναφερθώ σε δυο μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, Α.Ε. 3090 ημερ. 1/3/01 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στις σελ. 2-3 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»

 

Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ. 1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:

«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)

Από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας φαίνεται ότι η αίτηση της βασίζεται ουσιαστικά στην πρώτη από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, δηλαδή την έκδηλη παρανομία. Ούτε στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, αλλ' ούτε και στη σχετική ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την αίτηση προβάλλεται ισχυρισμός για ανεπανόρθωτη ζημιά. Επομένως περιορίζομαι να εξετάσω την παρούσα αίτηση με το κριτήριο της έκδηλης παρανομίας.

Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει επίσης ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έκανε αναφορά και ο συνήγορος της αιτήτριας. Περιορίζομαι να αναφερθώ στην υπόθεση 1354/2000 Γεώργιος Ιορδάνους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 13/11/00, σελ. 9 όπου ο Καλλής Δ ανάφερε τα ακόλουθα:

«(β) Έκδηλη παρανομία (βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 A.A.D. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).

Σχετικά με την έκδηλη παρανομία στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης «προφανής παρανομία». Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

«For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,

«Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ....."

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:

For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self evident and immediately identifiable."

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.»

Ήταν ο ισχυρισμός της πλευράς της αιτήτριας ότι η καθής η αίτηση ενήργησε έκδηλα παράνομα όταν αποφάσιζε τον τερματισμό του αναπληρωματικού διορισμού της αιτήτριας καθότι η απόφαση αντίκειται στο άρθρο 42 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 - 2001 και στο άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), αφού δε συνέτρεχαν νόμιμοι λόγοι για να ανακληθεί ο διορισμός της αιτήτριας. Διευκρίνισε ότι αυτό που προσβάλλουν ως παράνομο είναι τον τερματισμό του διορισμού της αιτήτριας ως Αναπληρωτή Εφόρου και Επίσημου Παραλήπτη και όχι τον διορισμό του ε.μ. Σπύρου Κόκκινου ως Αναπληρωτή Εφόρου και Επίσημου Παραλήπτη. Βέβαια σημειώνω ότι τόσο η κυρίως προσφυγή όσο και η παρούσα αίτηση επεκτείνονται και στα δύο.

Μελέτησα τα όσα ανέπτυξε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Στην εξέταση του όλου θέματος έλαβα υπόψη και τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση υπόθ. αρ. 765/02 Σπύρος Κόκκινος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., ημερ. 25/11/04 με την οποία προσβάλλετο ο διορισμός της αιτήτριας στην παρούσα υπόθεση ως Αναπληρωτή Εφόρου και Επίσημου Παραλήπτη που έγινε τον Αύγουστο του 2002. Ο Κρονίδης Δ, μετά από σχετική δήλωση του δικηγόρου του αιτητή ότι εγκαταλείπουν την επιχειρηματολογία με την οποία ο αιτητής διεκδικούσε αναπληρωματικό διορισμό, αφού πρώτα ασχολήθηκε με το θέμα του εννόμου συμφέροντος, κατέληξε ως ακολούθως:

«Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος.

Η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε βλάβη στο συμφέρον του αιτητή είναι ορθή. Η ΕΔΥ, με την ανάθεση στο Ε/Ν πρόσθετων καθηκόντων πέραν της θέσης που κατείχε, δεν εξέτασε την αξία οποιουδήποτε υπαλλήλου που κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, ούτε και το γεγονός αυτό θα έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις κατά την πλήρωση της θέσης. Τούτο τονίζεται ιδιαίτερα στην επίδικη απόφαση της ΕΔΥ αποτελεί εξάλλου και δόγμα της νομολογίας μας.

Παρατηρώ επίσης ότι τυχόν επιτυχία της προσφυγής του αιτητή δεν έχει να ωφεληθεί οτιδήποτε. Οι αναπληρωματικοί διορισμοί δεν γίνονται στη βάση διαδικασίας επιλογής μεταξύ υποψηφίων και ως εκ τούτου ο αιτητής δεν έχει κανένα κεκτημένο ή νόμιμο δικαίωμα να διοριστεί ως αναπληρωτής ή να ασκήσει καθήκοντα ανώτερης θέσης. Σύμφωνα με τη νομολογία ο υπάλληλος έχει δικαίωμα στην άσκηση των καθηκόντων της θέσης του. Δεν έχει όμως δικαίωμα στην άσκηση καθηκόντων ανώτερης θέσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για αναπληρωματικό διορισμό είναι η σχετική σύσταση της αρμοδίας αρχής για συγκεκριμένο υπάλληλο. Ο αιτητής δεν είχε τέτοια σύσταση.

Έχω καταλήξει ότι η προδικαστική ένσταση του Ε/Μ ευσταθεί. Ο αιτητής δεν υπέστη οποιαδήποτε βλάβη από την επίδικη πράξη, ούτε επίσης θα έχει οποιαδήποτε ωφέλεια από τυχόν ακύρωση της. Με τα δεδομένα αυτά ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής του.»

Εξέτασα την επίπτωση της πιο πάνω απόφασης (με την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε ότι συμφωνεί πλήρως αλλά υπέβαλε ότι διαφοροποιείται) στη δική μας περίπτωση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε ότι δεν προσβάλλουν το διορισμό απευθείας του κ. Κόκκινου ως Αναπληρωτή Εφόρου και Επίσημου Παραλήπτη αλλά την πράξη τερματισμού του διορισμού της αιτήτριας ως Αναπληρωτή Εφόρου και Επίσημου Παραλήπτη, καταλήγω ότι η περίπτωση είναι τέτοια που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι ικανοποιεί το κριτήριο της έκδηλης παρανομίας. Το κατά πόσο η ανάκληση είναι νόμιμη ή όχι, είναι θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί στην κυρίως προσφυγή, όταν θα ακουστεί και η άλλη πλευρά, αφού τούτο είναι και το κύριο, αν όχι το μοναδικό, θέμα της όλης υπόθεσης. Έγκριση της παρούσας αίτησης ισοδυναμεί με απόφαση της ουσίας της προσφυγής από αυτό το στάδιο και χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά. Στην έκταση που υπάρχει ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε το άρθρο 42 του Ν. 1/90 κρίνω, πάντοτε εκ πρώτης όψης, ότι τούτο θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση αφού η θέση είναι κενή. Ο αναπληρωτικός διορισμός της αιτήτριας που υπήρχε μέχρι την ανάκληση του, δεν ισοδυναμούσε με κανονική πλήρωση της θέσης. Μένει λοιπόν για εξέταση μόνο το κατά πόσο μπορούσε νομικά να τερματιστεί ο αναπληρωτικός διορισμός της αιτήτριας, κάτι όμως που όπως ήδη ανέφερα, είναι θέμα της κυρίως υπόθεσης. Ακόμη και αν κατέληγα ότι εκ πρώτης όψης είναι παράνομος ο τερματισμός αυτού του αναπληρωτικού διορισμού της αιτήτριας, με όσα ανέφερα πιο πάνω, η απλή παρανομία δεν αποτελεί έκδηλη παρανομία που απαιτείται για σκοπούς της παρούσας αίτησης.

Ως αποτέλεσμα η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο