ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LEFKI NICOLAOU ν. REPUBLIC (COMMANDER OF POLICE) (1969) 3 CLR 520
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1130/2003)
20 Ιανουαρίου, 2005
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗ
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Σ. Νικολάου για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ Ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 22.9.2003 ο Αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας απεφάσισε τον αναπληρωματικό διορισμό των έξι Ενδιαφερομένων Μερών και πέντε άλλων επίσης Υπαστυνόμων σε Αναπληρωτή Ανώτερο Υπαστυνόμο. Ο διορισμός έγινε στη βάση του Κανονισμού 14 του περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 51/89), ο οποίος προνοεί:
"14. Όταν κενώνεται θέση για οποιοδήποτε λόγο ή όταν ο κάτοχος θέσης απουσιάζει με άδεια ή τελεί σε ανικανότητα, ο Αρχηγός μπορεί να διορίσει για περιορισμένη χρονική περίοδο, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο χρόνια, άλλο μέλος της Δύναμης για να ενεργεί αναπληρωματικά στη θέση αυτή.
Νοείται ότι διορισμός σε θέση Ανώτερου Αξιωματικού διενεργείται με την έγκριση του Υπουργού."
Ο Αιτητής, επίσης Υπαστυνόμος, προσβάλλει την εν λόγω απόφαση ως πάσχουσα από απόψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η Δημοκρατία έχει ως βασική θέση ότι η απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη καθ΄όσον δεν συνιστά προαγωγή και αλλαγή της οργανικής υπηρεσιακής θέσης του διοριζόμενου παρά μόνο εσωτερικό διοικητικό μέτρο, που θα μπορούσε να στηριχθεί και στα άρθρα 9 και 10 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφάλαιο 285, προς ικανοποίηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής ανάγκης. Το θέμα αυτό εξετάστηκε και σε προηγούμενες υποθέσεις τις οποίες αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία. Στη Συμεού ν. Δημοκρατίας, Π. 1393/2000, 23.10.2001, ο Νικήτας, Δ., είπε τα ακόλουθα επ΄αυτού (σελίδες 2-3):
"Δεν συζητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά η φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Ομολογώ πως είχα κάποιο προβληματισμό, αλλά αποκλίνω υπέρ της άποψης ότι ο αναπληρωματικός διορισμός είναι πράξη εκτελεστού χαρακτήρα. Παρεμπιπτόντως, πέρα από την ανάληψη βαρύτερων ευθυνών, ο διορισμός συνεπάγεται και μικρής έκτασης οικονομικό ωφέλημα υπό μορφή μηνιαίου επιδόματος. Στην υπόθεση Andreas Michael & Others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1364 (1380) ο Λ. Λοΐζου, Δ. άφησε το θέμα ανοικτό. Προηγουμένως, στην υπόθεση Lefki Nicolaou v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 520 ο Τριανταφυλλίδης, Δ. (όπως ήταν τότε) ακύρωσε τέτοιο διορισμό εκλαμβάνοντας ότι ήταν εκτελεστή πράξη: βλ. για σκοπούς σύγκρισης την υπόθεση Andreas Apeitos v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1147."
Ακολούθησε η Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, Π. 312/2001, 17.9.2002, στην οποία το θέμα ετέθη ευθέως, όπως τίθεται και στην προκειμένη περίπτωση, από τη Δημοκρατία υπό μορφή προδικαστικής ένστασης. Ο Νικολαΐδης, Δ., αναφερόμενος στη Συμεού, το απεφάσισε με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας τα ακόλουθα στη σ. 4:
"Αποκλίνω και εγώ υπέρ της άποψης ότι ο αναπληρωματικός διορισμός είναι εκτελεστή πράξη. Εκτός του επιδόματος στο μισθό, για το οποίο, ας σημειωθεί, δεν έχει σημασία από που πληρώνεται, ο αναπληρωματικός διορισμός δεν παύει να αποτελεί για τον επιλεγόμενο ηθική αναγνώριση, ενώ του προσδίδει κύρος και προοπτικές για το μέλλον. Διαμορφώνει επίσης υπεροχή του διοριζομένου στα καθήκοντα και τις ευθύνες έναντι των λοιπών μελών της Δύναμης."
Στις αποφάσεις αυτές προσθέτω και τη δική μου συγκλίνουσα άποψη υιοθετώντας το σκεπτικό τους και αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Επί της ουσίας, ο Αιτητής, όπως ανάφερα, βασίζει την υπόθεση του σε εισηγήσεις για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να υπήρξε άνιση και δυσμενής μεταχείριση του Αιτητή ως εκ της επιλογής των Ενδιαφερομένων Μερών. Επ΄αυτού όμως προκύπτει ότι ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος καθ΄όσον στο Αιτητικό της προσφυγής ζητά απλώς όπως η απόφαση για διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών κηρυχθεί παράνομη και δεν παραπονείται ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη διορίσθησαν αντί αυτού.
Η μόνη άλλη εισήγηση του Αιτητή είναι ότι ο κανονισμός 14 είναι αντισυνταγματικός ως αντιστρατευόμενος την αρχή της ισότητας κατά το ότι επιτρέπει τη δημιουργία προϋποθέσεων άνισης μεταχείρισης κατά παράβαση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, δίδοντας υπέρμετρη εξουσία για αναπληρωματικούς διορισμούς χωρίς σαφή κριτήρια. Και αν, ως προς τούτο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Αιτητής έχει έννομο συμφέρον, η εισήγηση, πλην της διατύπωσής της, δεν τεκμηριώνεται νομολογιακά και δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Να παρατηρήσω μάλιστα μόνο ότι, με δεδομένη τη θέση ότι ο αναπληρωματικός διορισμός συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ο έλεγχος της, σε περίπτωση που το θέμα ήθελε εγερθεί δεόντως, εξυπακούει την εφαρμογή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως προκύπτει από τη Συμεού αλλά και από τη Ζαβρού, στο βαθμό βεβαίως που αρμόζει στη φύση του πράγματος, ώστε η εφαρμογή του Κανονισμού 14 σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές να διασφαλίζεται.
Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Λαμβάνεται όμως υπ΄όψη ότι η προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας απερρίφθη, η δε προσφυγή αποτυγχάνει σε βάση άλλη από εκείνη την οποία υποστήριξε η Δημοκρατία επί της ουσίας, και δεν θα εκδοθεί διαταγή για έξοδα.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π