ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 1046
20 Δεκεμβρίου, 2004
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ Α. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1067/2003)
Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή απόφαση ― Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά η επίδραση δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε σχέση με το κύρος άλλων διοικητικών πράξεων ― Δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής κατά της αρνητικής απόφασης ως προς αίτησή του για απάλειψη όρου που είχε τεθεί σε πολεοδομική άδεια που είχε εξασφαλίσει προγενέστερα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής, επικαλούμενος, ουσιαστικά, δικαστική απόφαση που αφορούσε τρίτο πρόσωπο, ζήτησε να μη συμπεριληφθεί ο όρος για παραχώρηση μέρους του κτήματός του για σκοπούς διάνοιξης δημόσιου δρόμου.
Το ερώτημα είναι εάν η δικαστική απόφαση, στην οποία αναφερόταν ο αιτητής, συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο. Η επίδραση των δικαστικών αποφάσεων, που εκδίδονται σε σχέση με το κύρος άλλων διοικητικών πράξεων, εξηγείται στην απόφαση Κληρίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575.
Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης δε διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσης. Και εδώ έγινε επίκληση δικαστικής απόφασης, για να δικαιολογηθεί η νέα αίτηση, έστω κι αν αυτή έγινε με προτροπή των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, κατά την επανεξέταση της αίτησης, είχαν δικαίωμα, αν έτσι έκριναν υπό το φως των δικαστικών αποφάσεων στις οποίες έγινε αναφορά, να ικανοποιήσουν τον αιτητή, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχουν. Κάτι, βέβαια, που δεν έπραξαν. Ούτε η τυχόν ανάγκη εκρίζωσης δέντρων και η κατασκευή τοίχου αντιστήριξης, όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής, αποτελούν νέα στοιχεία.
Η απόφαση της 6/7/1995, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή, ήταν η εκτελεστή απόφαση. Ο αιτητής δεν μπορεί, επειδή είχε απολεσθεί η προθεσμία προσβολής της τότε, να χρησιμοποιεί στοιχεία - που υπήρχαν τότε - ως νέα, για να καταστρατηγήσει την προθεσμία.
Η κοινοποιηθείσα στον αιτητή απόφαση στις 21/10/2003, είναι βεβαιωτική και μη δεκτική προσβολής, έστω και αν υπήρξε υποβολή νέας αίτησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 655,
Κληρίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575,
Μυριανθέας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 480,
Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,
Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.
Προσφυγή.
Αλ. Γαβριηλίδης, για κ. Σκορδή, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή, ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.10.2003 και με την οποία απορρίφθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή του Αιτητή ημερομηνίας 24.7.2002 σε σχέση με την πολεοδομική άδεια με αριθμό ΛΕΥ/0603/2002 που εκδόθηκε στις 10.7.2002 αναφορικά με την ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο του Αιτητή με αριθμό 52, Φ.Σχ.XXVIII.60 και αριθμό εγγραφής 6243 στο χωριό Τεμπριά, είναι άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης:
Ο αιτητής, ιδιοκτήτης τεμαχίου στην οικιστική ζώνη στο χωριό Τεμπριά, εξασφάλισε, στις 6/7/1995, πολεοδομική άδεια για την ανέγερση διώροφης κατοικίας. Μεταξύ των όρων που τέθηκαν στην άδεια, επειδή το τεμάχιο επηρεάζεται από σχέδιο διάνοιξης δρόμου, τέθηκε και όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο ιδιοκτήτης υποχρεούτο να παραχωρήσει τμήμα του ακινήτου του για τη διάνοιξη δημόσιου δρόμου.
Ο αιτητής προχώρησε στην ανέγερση της οικοδομής. Αργότερα, στις 30/11/2000, με επιστολή του στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ζήτησε διαγραφή του όρου. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό, επειδή παρήλθε η προθεσμία των 30 ημερών, εντός της οποίας θα μπορούσε, με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972, (Ν. 90/72) (όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε, ο «Νόμος»), να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή. Με την απόρριψη του αιτήματος, υποδείχθηκε στον αιτητή ότι, για να μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο απάλειψης του εν λόγω όρου, θα πρέπει να υποβάλει νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια.
Στις 20/3/2002, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση, με σκοπό να μην περιληφθεί εκ νέου στην άδεια ο ίδιος όρος. Επικαλέστηκε έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, όπου, για παρόμοια περίπτωση, γινόταν υπόδειξη στην Πολεοδομική Αρχή ότι, σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Δημοκρατία ν. Λάμπρου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 655 - όρος για παραχώρηση μέρους κτήματος είναι παράνομος, εάν δεν υπάρχει δημοσιευμένο σχέδιο οδικού δικτύου. Επίσης, ότι, με την κατασκευή του δρόμου, θα ήταν υποχρεωμένος να ανεγείρει πολυδάπανους τοίχους αντιστήριξης, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, και θα αποκόπτονταν δέντρα, τα οποία δίδουν τοπικό χρώμα στην περιοχή. Εξέταση της αίτησης οδήγησε στη χορήγηση πολεοδομικής άδειας, με τους ίδιους όρους, άλλη, όμως, αρίθμηση, τόσο της άδειας όσο και του υπό αμφισβήτηση όρου.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 31 του Νόμου, όπου, μεταξύ άλλων, ο αιτητής πρόβαλλε ότι ο συγκεκριμένος όρος τέθηκε παράνομα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε έγκυρο ρυμοτομικό σχέδιο, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του σχετικού νόμου και επαναλάμβανε όσα ισχυρίστηκε και στην αίτησή του για πολεοδομική άδεια.
Στις 26/9/2003, σε συνεδρία της, η Υπουργική Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται, αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Συγκεκριμένα, αποφάσισε ότι «... ο επιβληθείς όρος είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής στην οποία βρίσκεται το υπό ανάπτυξη τεμάχιο.».
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 21/10/2003, ως αντίθετη στο Νόμο.
Οι καθ' ων η αίτηση, με προδικαστική ένσταση, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική προγενέστερης και, συνεπώς, δεν είναι δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι εκτελεστή απόφαση είναι η απόφαση της 6/7/1995, η οποία ουδέποτε προσεβλήθη. Είναι η θέση τους ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή από το 1995 έως το 2000, σε σχέση με τον όρο που τέθηκε στην αρχική άδεια - αρ. ΛΕΥ/0286/95 - και στην προσβαλλόμενη - αρ. ΛΕΥ/0603/2002. Η μόνη αλλαγή ήταν η πληροφόρηση του αιτητή για δικαστικές αποφάσεις ως προς τις δυνατότητες περιορισμών ιδιοκτησίας για πολεοδομικούς σκοπούς, γεγονότα, όμως, που δε συνιστούν νέα στοιχεία, ώστε να δικαιολογείται νέα έρευνα. Προς ενίσχυση της εισήγησής τους αυτής, παρέπεμψαν στην υπόθεση Κληρίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575, αλλά και στα όσα έχουν ειπωθεί στη Μυριανθέας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 480.
Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρθηκε στο εκτελεστό της προσβαλλόμενης απόφασης και παρέπεμψε στα όσα έχουν λεχθεί στις αποφάσεις Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474. Υποστήριξε τη διεξαγωγή νέας έρευνας και την ύπαρξη νέων πραγματικών και νομικών στοιχείων. Ως προς την ουσία της αίτησης, επιχειρηματολόγησε για το παράνομο του όρου, ελλείψει δημοσιευμένου οδικού σχεδίου ανάπτυξης.
Προκύπτει για εξέταση, ως πρώτο, το ζήτημα της προδικαστικής ένστασης.
Στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, σε σχέση με βεβαιωτικές πράξεις, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 401-404)
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, 'Αίτησις Ακυρώσεως', Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας).
..................................................................................................
Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)
Το τι αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών', Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:
'Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.
Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'
(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)
Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:
'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.
...................................................................................................
Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'
(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: 'Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν').
Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε 'ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων' αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 A.A.Δ. 1529, 1532).»
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής, επικαλούμενος, ουσιαστικά, δικαστική απόφαση που αφορούσε τρίτο πρόσωπο, ζήτησε να μη συμπεριληφθεί ο όρος για παραχώρηση μέρους του κτήματός του για σκοπούς διάνοιξης δημόσιου δρόμου.
Το ερώτημα είναι εάν η δικαστική απόφαση, στην οποία αναφερόταν ο αιτητής, συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο. Η επίδραση των δικαστικών αποφάσεων, που εκδίδονται σε σχέση με το κύρος άλλων διοικητικών πράξεων, εξηγείται στην απόφαση Κληρίδης ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), ως εξής:- (σελ. 577)
«Η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε, εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερομηνίας 1.6.95, ήταν εκτελεστή. Η νομιμότητά της συνεπώς θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί με προσφυγή που θα ασκείτο μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Αφού δεν προσβλήθηκε παραμένει ισχυρή. Δεν επέδρασαν στο κύρος της οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε σχέση με το κύρος άλλων αποφάσεων και δεν την εξαφάνισαν. Έλεγχος και απόφανση επί της νομιμότητάς της τώρα, θα σήμαινε παράκαμψη της προθεσμίας των 75 ημερών. Ορθά, λοιπόν, αυτή η δυνατότητα εξαρτήθηκε από την ύπαρξη νέου στοιχείου, νομικού στην περίπτωση, που θα συνέθετε νέα εκτελεστή πράξη. Η απόφαση στην Αδάμου και στην Ouzounian δεν συνιστούσε τέτοιο νέο στοιχείο αφού δεν μετέβαλε το δίκαιο, αλλά προσδιόρισε πως αυτό ήταν από την αρχή, όπως υποδείχθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Συνοψίζουμε πως η απόφαση στην Μαρούλα Χριστοδουλίδου βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα κατ' επίκληση απόφασης της Ολομέλειας, που κήρυξε αντισυνταγματική ορισμένη νομοθετική πρόνοια, ενώ δεν είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση που καθόρισε τα δικαιώματά της στη βάση της ίδιας νομοθετικής πρόνοιας, μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Κρίθηκε ότι δεν παράχθηκε νέα εκτελεστή πράξη, αλλά μόνο βεβαιωτική της αρχικής, ακριβώς γιατί η απόφαση της Ολομέλειας δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο το οποίο θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης.»
Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης δε διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσης. Και εδώ έγινε επίκληση δικαστικής απόφασης, για να δικαιολογηθεί η νέα αίτηση, έστω κι αν αυτή έγινε με προτροπή των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, κατά την επανεξέταση της αίτησης, είχαν δικαίωμα, αν έτσι έκριναν υπό το φως των δικαστικών αποφάσεων στις οποίες έγινε αναφορά, να ικανοποιήσουν τον αιτητή, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχουν. Κάτι, βέβαια, που δεν έπραξαν. Ούτε η τυχόν ανάγκη εκρίζωσης δέντρων και η κατασκευή τοίχου αντιστήριξης, όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής, αποτελούν νέα στοιχεία.
Η απόφαση της 6/7/1995, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή, ήταν η εκτελεστή απόφαση. Ο αιτητής δεν μπορεί, επειδή είχε απολεσθεί η προθεσμία προσβολής της τότε, να χρησιμοποιεί στοιχεία - που υπήρχαν τότε - ως νέα, για να καταστρατηγήσει την προθεσμία.
Η κοινοποιηθείσα στον αιτητή απόφαση στις 21/10/2003, κρίνω, είναι βεβαιωτική και μη δεκτική προσβολής, έστω και αν υπήρξε υποβολή νέας αίτησης. Σκοπός της νέας αίτησης ήταν, όπως αναφέρθηκε σε επιστολή της Πολεοδομικής Αρχής, να εξεταστεί το ενδεχόμενο απάλειψης του επίδικου όρου, πράγμα, όμως, το οποίο δεν έγινε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.