ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 1005
30 Νοεμβρίου, 2004
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 28 ΚΑΙ 29
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΤΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 747/2003)
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Περιεχόμενο ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε αναιτιολόγητη η επίδικη απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.
Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή του, την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός του για αναπροσαρμογή του μισθού του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι ατομικές διοικητικές πράξεις χρήζουν αιτιολογίας. Η αιτιολογία, γενικά, πρέπει να περιέχει εκείνα τα στοιχεία, τα οποία παρέχουν στο δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί πώς κατέληξε στην απόφαση της η διοίκηση.
Δεν προκύπτει εν προκειμένω ο,τιδήποτε, από το οποίο να μπορεί να γίνει αντιληπτό τι έλαβε υπόψη η Ε.Ε.Υ., για να καταλήξει στην απόφασή της, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Τα όσα ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, εκ των υστέρων, προώθησε, δεν μπορούν να ενταχθούν με κανένα τρόπο στην απόφαση και να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Papadopoulos ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,
Pissas ν. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 476,
Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 270.
Προσφυγή.
Νικολάου για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή, ζητείται από το Δικαστήριο η πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της ΕΕΥ η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή της ημερομηνίας 4/6/2003 με την οποία απερρίφθη η αίτηση του Αιτητή ημερ. 2/10/2002 για αναπροσαρμογή του μισθού του, μετά την αναγνώριση του συνόλου της εκπαιδευτικής υπηρεσίας του, είναι λανθασμένη, άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ό,τι παρελήφθη δέον όπως διενεργηθεί.»
Προβάλλονται για ακύρωση λόγοι, που αφορούν τη δέουσα έρευνα και την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης.
Ο αιτητής, Καθηγητής Πληροφορικής στη Μέση Εκπαίδευση από το Σεπτέμβριο του 1994, υπέβαλε, στις 2/10/2002, αίτημα στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.), για αναγνώριση της υπηρεσίας του στην ιδιωτική εκπαίδευση, σύμφωνα με τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97), (όπως τροποποιήθηκαν). Την περίοδο 1/10/1988 μέχρι 14/2/1991 εργαζόταν καθηγητής στο Cyprus College, Τμήμα Computer Science and Mathematics, ενώ την περίοδο 15/2/1991 μέχρι 1/9/1994 ήταν υπάλληλος στο Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου.
Η Ε.Ε.Υ. σε συνεδρίασή της, ημερομηνίας 29/5/2003, κατέγραφε στο πρακτικό της και ειδοποιούσε, ανάλογα, τον αιτητή, τα εξής:-
«Η Επιτροπή, εξετάζοντας το αίτημά του με βάση τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 249/2002 και λαμβάνοντας υπόψη τις βεβαιώσεις που προσκόμισε καθώς και τα άλλα στοιχεία που υπάρχουν στον ατομικό του φάκελο, αποφασίζει να του αναγνωρίσει από 1.11.2002 την πιο πάνω προϋπηρεσία του στο Cyprus College. Με βάση την αναγνώριση αυτή το σύνολο της εκπαιδευτικής υπηρεσίας του ανέρχεται μέχρι τις 31.10.2002, σε 10 χρόνια, 6 μήνες και 14 ημέρες.
...............................................................................................................
Σημειώνεται ότι για την εν λόγω αναγνώριση δεν θα γίνει αναπροσαρμογή του μισθού του επειδή κατά τον καθορισμό του μισθού του κατά το μόνιμο διορισμό του στη θέση Καθηγητή έτυχε μεταφοράς του μισθού που λάμβανε στην προηγούμενη μόνιμη θέση που κατείχε ως Λειτουργός Παραγωγικότητας, στο Κέντρο Παραγωγικότητας.»
Ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση στερείται νόμιμης αιτιολογίας και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Παρέπεμψε στον Κανονισμό 4 της Κ.Δ.Π 382/97, ο οποίος προβλέπει τα εξής -
«4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Κανονισμών αυτών, η μισθοδοσία εκπαιδευτικού λειτουργού που διορίζεται καθηγητής με προϋπηρεσία δασκάλου ή καθηγητή σε χαμηλότερη κλίμακα καθορίζεται με την παραχώρηση σε αυτόν ποσού που αντιστοιχεί στα χρόνια της προϋπηρεσίας του και στο ύψος της προσαύξησης της μισθοδοτικής κλίμακας της εν λόγω προηγούμενης θέσης του.»
για να υποστηρίξει ότι, χωρίς αιτιολογία, παρά την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του, δεν του έχουν παραχωρηθεί οι προσαυξήσεις.
Η θέση του συνηγόρου των καθ' ων είναι ότι η μισθοδοσία στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία καθορίζεται στον Προϋπολογισμό και η περίπτωση του αιτητή ρυθμίζεται με απόλυτο τρόπο στον περί Προϋπολογισμού Νόμο. Η εξουσία της Ε.Ε.Υ. ήταν, υπό τις περιστάσεις, δέσμια και, συνεπώς, δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), δε χρήζει αιτιολογίας.
Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι ατομικές διοικητικές πράξεις χρήζουν αιτιολογίας - (Papadopoulos ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079). Η αιτιολογία, γενικά, πρέπει να περιέχει εκείνα τα στοιχεία, τα οποία παρέχουν στο δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί πώς κατέληξε στην απόφασή της η διοίκηση.
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι, είναι ζήτημα των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών - (βλ. Ioannis N. Pissas ν. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 476 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 270). Η αιτιολογία δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς. Αιτιολογία αόριστη, που δεν εκθέτει τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η διοίκηση, δεν μπορεί να κριθεί ως επαρκής.
Δεν προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία ο,τιδήποτε, από το οποίο θα μπορούσα να αντιληφθώ τι έλαβε υπόψη η Ε.Ε.Υ., για να καταλήξει στην απόφασή της, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Δεν εξηγείται ποια στοιχεία έχουν επενεργήσει στη λήψη της απόφασης, με την οποία απορρίπτεται το αίτημα αναπροσαρμογής του μισθού του αιτητή, παρά την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του ως υπηρεσίας. Η αναφορά στην απόφαση ότι «... κατά τον καθορισμό του μισθού του κατά το μόνιμο διορισμό του στη θέση Καθηγητή έτυχε μεταφοράς του μισθού που λάμβανε στην προηγούμενη μόνιμη θέση που κατείχε» αποτελεί προσπάθεια αιτιολόγησης, η οποία όμως υπολείπεται σημαντικά της αναγκαίας επάρκειας της αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων. Η θέση του συνηγόρου των καθ' ων - ότι, απ' ό,τι φαίνεται, η υπηρεσία του αιτητή στο Κέντρο Παραγωγικότητας μαζί με τα χρόνια υπηρεσίας του στη Δημόσια Εκπαίδευση, μισθολογικά οδηγούν στο ανώτατο όριο που επιτρέπεται στη μισθολογική κλίμακα της θέσης καθηγητή που κατείχε - με κανένα τρόπο δεν προκύπτει από την απόφαση. Αυτά αποτελούν συλλογισμούς εκ των υστέρων, δεν προκύπτουν από το φάκελο και δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συμπληρώνουν την αιτιολογία. Τα όσα ο συνήγορος, εκ των υστέρων, προώθησε, δεν μπορούν να ενταχθούν με κανένα τρόπο στην απόφαση και να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι ελλείπει η αναγκαία αιτιολογία της απόφασης και για το λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.