ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 4 ΑΑΔ 986
24 Νοεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
DELLICO CORPORATION LIMITED,
Αιτητές,
v.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1039/2002)
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Καν. 74 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2003 ― Κατά πόσο η προβλεπόμενη στον Κανονισμό προθεσμία είναι ενδεικτική ή ανατρεπτική.
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Καν. 71(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95) ― Η επιβαλλόμενη από τον Κανονισμό υποχρέωση για υποβολή ενημερωτικού δελτίου ― Ερμηνεία σε συνδυασμό και με τις πρόνοιες των Καν. 72(δ), 68(2) και 78.
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Καν. 61 της Κ.Δ.Π. 214/95 ― Δεν εκπληρώθηκαν στη κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόρριψης της αίτησής τους για εισαγωγή των μετοχών τους προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές επικαλούνται τον Κανονισμό 74 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2003, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις προς εισαγωγή αξιών στο Χρηματιστήριο και να κοινοποιεί την απόφασή του επ' αυτών μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από της υποβολής της αίτησης.
Το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο η προθεσμία που προβλέπεται από τον Κανονισμό 74 είναι ανατρεπτική ή ενδεικτική.
Το επιχείρημα ότι η προθεσμία είναι ανατρεπτική δεν υποστηρίζεται ούτε από τη νομολογία, ούτε και από τη θεωρία.
Στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμα και προθεσμίες που τίθενται από το Σύνταγμα, είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές.
Η προθεσμία που θέτει ο σχετικός κανονισμός είναι ενδεικτική και οι καθ' ων η αίτηση είχαν το δικαίωμα να εκδώσουν την απόφασή τους και μετά την εκπνοή της.
Με την προθεσμία να είναι ενδεικτική είναι φανερό ότι τέσσερις μήνες μετά την αίτηση, όταν δηλαδή άρχισαν οι καθ΄ ων η αίτηση να ζητούν στοιχεία είναι σαφώς εύλογος χρόνος.
2. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι οι συγκεκριμένες εγκύκλιοι, με τις οποίες δεν συμμορφώθηκαν, είναι κανονιστικής φύσης, που τροποποιούν το ισχύον δίκαιο. Έτσι, οι τροποποιήσεις του νόμου που τίθενται με τις εγκυκλίους και αφορούσαν την εμπεριστατωμένη μελέτη, δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητών, λόγω της καθυστέρησης των καθ΄ων η αίτηση στη λήψη απόφασης.
Η υποχρέωση για υποβολή του ενημερωτικού δελτίου δεν πηγάζει από τις εγκυκλίους οι οποίες εκδόθηκαν μεταγενεστέρως της υποβολής της αίτησης. Πηγάζει από τον Κανονισμό 71 (1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 214/95, ο οποίος βέβαια ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης των αιτητών για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο.
3. Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι δεν υπήρχε σαφής νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση κανονισμών υπό μορφή εγκυκλίων και χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία έκδοσης κανονισμών η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 71 του Νόμου.
Και το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Η εγκύκλιος του Χρηματιστηρίου υπ' αρ. 48/01 εκδόθηκε μετά την έκδοση της εγκυκλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερ. 24.8.2001. Κι' αυτό, παρ' όλον ότι η υποβολή της ανεξάρτητης εμπεριστατωμένης μελέτης καλύπτεται, από την εξουσιοδότηση των Κανονισμών 72 (δ), 68 (2) και 78 της Κ.Δ.Π. 214/95, όπως αυτή τροποποιήθηκε. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στον Κανονισμό 72 (δ), σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να αξιώσει την υποβολή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου.
4. Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 61 της Κ.Δ.Π. 214/95. Υποστηρίζουν ότι από τη διατύπωση του Κανονισμού προκύπτει ότι η απόρριψη της αίτησης προς εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο δικαιολογείται τότε μόνο, όταν η αιτήτρια εταιρεία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει ο σχετικός Κανονισμός.
Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Εκτός του ότι στον Κανονισμό 61(1) αναφέρεται ότι δεν γίνεται δεκτή η αίτηση προς εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο εκτός εάν ο εκδότης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που περιέχονται στον Κανονισμό, αλλά και οποιαδήποτε τυχόν άλλη προϋπόθεση που προκύπτει από την κειμένη νομοθεσία, στο εδάφιο (1) (ιβ) του ίδιου Κανονισμού, μία από τις προϋποθέσεις είναι και η υποχρέωσή του να υποβάλει στο Συμβούλιο κάθε έγγραφο, δήλωση ή πληροφορία, που τυχόν του ζητηθεί. Υποχρέωση την οποία οι αιτητές δεν εκπλήρωσαν.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434.
Προσφυγή.
Μιχ. Ο. Ιωαννίδης, για τους Αιτητές.
Αλ. Κουντουρή, για κ.κ. Τάσσο Παπαδόπουλο και Σία, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Στις 17.11.2000 υπέβαλαν αίτηση για εισαγωγή των μετοχών τους προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Η αίτηση απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση στις 22.8.2002 με το αιτιολογικό ότι οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει αναθεωρημένο ενημερωτικό δελτίο και εμπεριστατωμένη μελέτη από ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο, κατά παράβαση των σχετικών εγκυκλίων και οδηγιών. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται ακριβώς η πιο πάνω απόφαση.
Οι αιτητές επικαλούνται τον Κανονισμό 74 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2003, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις προς εισαγωγή αξιών στο Χρηματιστήριο και να κοινοποιεί την απόφασή του επ' αυτών μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από της υποβολής της αίτησης. Υποστηρίζουν ότι αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά πάροδο 2 ετών και 10 μηνών από την υποβολή της αίτησης, εκτός δηλαδή της προθεσμίας, την οποία θεωρούν ανατρεπτική και αποκλειστική, οι καθ' ων η αίτηση δεν κέκτεινται αρμοδιότητας να απορρίψουν την αίτησή τους.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να ασχοληθούμε λίγο με τα γεγονότα της υπόθεσης. Οι αιτητές υπέβαλαν την αίτησή τους στις 17.11.2000. Στους επόμενους λίγους μήνες οι καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν αριθμό ανακοινώσεων και εγκυκλίων με τις οποίες γνωστοποιούσαν στις ενδιαφερόμενες εταιρείες την ανάγκη υποβολής συγκεκριμένων στοιχείων και εγγράφων.
Οι αιτητές με επιστολές ημερ. 31.5.2001 και 4.10.2001, απέστειλαν προς τους καθ' ων η αίτηση αντίγραφα του αναθεωρημένου ενημερωτικού τους δελτίου, όπου είχαν συμπεριληφθεί οι οικονομικές καταστάσεις για το έτος 2000, καθώς και οι εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις για την περίοδο μέχρι 30.6.2001.
Οι καθ' ων η αίτηση τις 14.1.2002 υπέδειξαν στους αιτητές σειρά παρατηρήσεων και παραλείψεων αναφορικά με την αίτηση και το ενημερωτικό τους δελτίο και τους κάλεσαν να προβούν στις απαραίτητες διορθώσεις, καθώς και στην υποβολή κάποιων στοιχείων και πληροφοριών.
Οι αιτητές, με επιστολή ημερ. 28.1.2002, υπέβαλαν το απαντητικό τους σημείωμα, αλλά, στις 30.4.2002, οι καθ' ων η αίτηση τους ζήτησαν όπως, συμμορφούμενοι με τις εγκυκλίους υπ' αρ. 48/2001 και 59/2001, υποβάλουν μέχρι τις 28.6.2002 αναθεωρημένο ενημερωτικό δελτίο και ανεξάρτητη εμπεριστατωμένη μελέτη (due diligence) από ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο και ανεξάρτητο δικηγόρο. Με την ίδια επιστολή οι αιτητές προειδοποιούνταν ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής των πιο πάνω στοιχείων, η αίτησή τους θα ετίθετο ενώπιον του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου για απόρριψη.
Οι δικηγόροι των αιτητών με επιστολή τους ημερ. 20.6.2002, υπέβαλαν αίτηση για παράταση της προθεσμίας υποβολής του αναθεωρημένου ενημερωτικού δελτίου, ενώ, με νέα επιστολή ημερ. 27.6.2002, υπέβαλαν αίτημα για νέα παράταση της προθεσμίας μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, 2002.
Στις 25.7.2002 το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο η χορήγηση παράτασης χρόνου στους αιτητές και τους πληροφόρησε ότι κατά την επόμενη συνεδρία θα ετίθετο θέμα απόρριψης της αίτησής τους.
Οι αιτητές ζήτησαν εκ νέου παράταση χρόνου, αίτημα το οποίο το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 22.8.2002 απέρριψε, απορρίπτοντας συνάμα και την αίτηση των αιτητών για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο.
Το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο η προθεσμία που προβλέπεται από τον Κανονισμό 74 είναι ανατρεπτική ή ενδεικτική. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προθεσμία είναι ανατρεπτική και συνεπώς οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν την αρμοδιότητα να απορρίψουν το αίτημά τους μετά την εκπνοή της και μάλιστα δύο σχεδόν χρόνια μετά την υποβολή της αίτησής τους.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι καθ' ων η αίτηση λίγους μήνες μετά την υποβολή της αίτησης ζήτησαν την υποβολή συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία οι αιτητές παρέλειψαν μέχρι και την ημερομηνία απόρριψης της αίτησής τους να παράσχουν.
Οι αιτητές υπονοούν ότι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής τους δεν απαιτούνταν τα στοιχεία τα οποία τους ζητήθηκαν στη συνέχεια και συνεπώς θα πρέπει να ισχύσει το νομικό καθεστώς που υφίστατο κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Ακόμα κι' αν δεχθούμε ότι η ισχύουσα κατάσταση τροποποιήθηκε μετά την υποβολή της αίτησης από τους αιτητές, είναι νομολογιακά παγειωμένο ότι κρίσιμο νομικό καθεστώς για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσής τους, εκτός αν η διοίκηση δεν ενήργησε μέσα σε εύλογο χρόνο, οπότε ισχύον δίκαιο είναι εκείνο το οποίο επικρατούσε κατά το χρόνο που έπρεπε να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, 444).
Στην παρούσα υπόθεση, οι καθ΄ ων η αίτηση, λίγους μήνες μετά την υποβολή της αίτησης, ζήτησαν από τους αιτητές μέσω των εγκυκλίων που εξέδωσαν, ημερ. 22.3.2001, 20.4.2001, 4.5.2001 κλπ, διάφορα στοιχεία. Η ανεξάρτητη εμπεριστατωμένη μελέτη ζητήθηκε στις 3.9.2001. Οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με καμιά από τις υποδείξεις.
Το επιχείρημα ότι η προθεσμία είναι ανατρεπτική δεν υποστηρίζεται ούτε από τη νομολογία, ούτε και από τη θεωρία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, τέταρτη έκδοση, σελ.157, κατά σταθερή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι προθεσμίες που τάσσονται στην διοίκηση από τους διάφορους διοικητικούς νόμους, έχουν κατά κανόνα απλώς το σκοπό να πιέσουν τα διοικητικά όργανα ώστε να διεκπεραιώσουν γρήγορα ορισμένες ενέργειες. Γι' αυτό το λόγο η σημασία τους είναι, κατά κανόνα, ενδεικτική μόνο, ακόμα και όταν οι προθεσμίες δεν προβλέπονται ρητώς από το νόμο ως ενδεικτικές. Μόνη η έκδοση της διοικητικής πράξης μετά την πάροδο της τασσόμενης προθεσμίας δεν καθιστά την πράξη παράνομη, εκτός αν η διοίκηση έχει υπερβεί ορισμένα εύλογα χρονικά όρια.
Νομίζω ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμα και προθεσμίες που τίθενται από το Σύνταγμα, είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές.
Κρίνω ότι η προθεσμία που θέτει ο σχετικός κανονισμός είναι ενδεικτική και οι καθ' ων η αίτηση είχαν το δικαίωμα να εκδόσουν την απόφασή τους και μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Θα μπορούσε κάποιος δε να σκεφτεί πως αν οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν αρμοδιότητα μετά την πάροδο της προθεσμίας να απορρίψουν την αίτηση, όπως υποστηρίζουν οι αιτητές, τότε δεν θα είχαν αρμοδιότητα ούτε και να την εγκρίνουν.
Με την προθεσμία να είναι ενδεικτική είναι φανερό ότι τέσσερις μήνες μετά την αίτηση, όταν δηλαδή άρχισαν οι καθ΄ ων η αίτηση να ζητούν στοιχεία είναι σαφώς εύλογος χρόνος. Και συνεπώς, οι καθ' ων η αίτηση θα έπρεπε, να εφαρμόσουν το ισχύον κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης νομικό καθεστώς.
Μπορεί στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι οι αιτητές ουδέποτε ήγειραν προς τους καθ' ων η αίτηση τα σημεία αυτά, ούτε και διαμαρτυρήθηκαν για την αξίωση που τους υποβλήθηκε για την υποβολή των διαφόρων στοιχείων. Το μόνο που επανειλημμένα ζητούσαν ήταν η παράταση χρόνου για να μπορέσουν να τα υποβάλουν.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ΄ων η αίτηση έχουν παραβεί τις αρχές της χρηστής διοίκησης και ότι προέβηκαν σε κακή χρήση της διακριτικής τους εξουσίας. Υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση λήψης της απόφασης για δύο και πλέον χρόνια, σε συνάρτηση με τις συνέπειες που επιφέρει στους αιτητές η καθυστέρηση, στοιχειοθετούν παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Κατ' αρχάς δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι η απόφαση καθυστέρησε για δύο και πλέον χρόνια. Εντός τεσσάρων μηνών από της καταχώρησης της αίτησης, οι καθ' ων η αίτηση αξίωσαν την υποβολή στοιχείων, τα οποία οι αιτητές παρέλειψαν να προσκομίσουν.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν επέλεξαν τη λιγότερο επαχθή λύση από τις δύο, μια και μπορούσαν να δεκτούν την παράταση χρόνου που οι αιτητές αξίωναν και να μην απορρίψουν την αίτησή τους.
Αρκεί να λεχθεί ότι η πράξη που προσβάλλεται δεν είναι η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να χορηγήσουν παράταση χρόνου, αλλά η απόφασή τους να απορρίψουν την αίτηση, λόγω μη υποβολής στοιχείων. Συνεπώς, δεν τίθεται καν θέμα επιλογής της λιγότερο επαχθούς λύσης.
Εξ ίσου ανεδαφικοί είναι και οι ισχυρισμοί περί ανελαστικότητας και έλλειψης επιείκειας. Οι καθ' ων η αίτηση αξίωναν τα συγκεκριμένα στοιχεία από τις 3.9.20001 και μια και οι αιτητές δεν ανταποκρίνονταν, κατέληξαν να απορρίψουν την αίτησή τους στις 22.8.2003, έντεκα ολόκληρους μήνες μετά τη γένεση της υποχρέωσης για υποβολή της ανεξάρτητης εμπεριστατωμένης μελέτης.
Οι αιτητές υποστήριξαν ότι οι συγκεκριμένες εγκύκλιοι, με τις οποίες δεν συμμορφώθηκαν, είναι κανονιστικής φύσης, που τροποποιούν το ισχύον δίκαιο. Έτσι, οι τροποποιήσεις του νόμου που τίθενται με τις εγκυκλίους και αφορούσαν την εμπεριστατωμένη μελέτη, δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητών, λόγω της καθυστέρησης των καθ' ων η αίτηση στη λήψη απόφασης.
Η υποχρέωση για υποβολή του ενημερωτικού δελτίου δεν πηγάζει από τις εγκυκλίους οι οποίες εκδόθηκαν μεταγενεστέρως της υποβολής της αίτησης. Πηγάζει από τον Κανονισμό 71 (1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 214/95, ο οποίος βέβαια ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης των αιτητών για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο.
Εξ ίσου ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός για πλάνη. Οι αιτητές δεν υπέβαλαν, παρά την παρέλευση μηνών, από την επιστολή που τους ζητήθηκε το σχετικό δελτίο και συνεπώς, ορθώς οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτησή τους.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι μεταξύ της υποβολής της αίτησης των αιτητών και της εξέτασής της από τους καθ΄ων η αίτηση, επήλθε αλλαγή στο νομικό καθεστώς που διέπει την εξέταση της αίτησης. Κάτι τέτοιο, όπως επισημαίνεται και στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, δεν είναι ορθό. Ζητήθηκε, εκ των υστέρων, η υποβολή κάποιων επιπρόσθετων στοιχείων, τα οποία δεν υποβλήθηκαν.
Εν πάση περιπτώσει, δεν τίθεται θέμα αλλαγής του νομικού καθεστώτος, όπως είδαμε πιο πάνω. Οι αιτητές παρέλειψαν να συμμορφωθούν και να υποβάλουν τα έγγραφα που τους ζητήθηκαν, με αποτέλεσμα η αίτησή τους να απορριφθεί. Δεν έχουν δείξει οι αιτητές ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε συνιστούσε αδικαιολόγητη αργοπορία.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι δεν υπήρχε σαφής νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση κανονισμών υπό μορφή εγκυκλίων και χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία έκδοσης κανονισμών η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 71 του Νόμου.
Και το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Η εγκύκλιος του Χρηματιστηρίου υπ' αρ. 48/01 εκδόθηκε μετά την έκδοση της εγκυκλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερ. 24.8.2001. Κι' αυτό, παρ' όλον ότι η υποβολή της ανεξάρτητης εμπεριστατωμένης μελέτης καλύπτεται, όπως είδαμε, από την εξουσιοδότηση των Κανονισμών 72 (δ), 68 (2) και 78 της Κ.Δ.Π. 214/95, όπως αυτή τροποποιήθηκε. Οι πιο πάνω πρόνοιες εξουσιοδοτούν το Συμβούλιο να απαιτεί κατά την εξέταση των ενημερωτικών δελτίων και γενικά των αιτήσεων για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο, την υποβολή οποιωνδήποτε εγγράφων ή και τον καταρτισμό λογαριασμών με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε κρίνει αυτό σκόπιμο. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στον Κανονισμό 72(δ), σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να αξιώσει την υποβολή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, πλην των αναφερομένων στον ίδιο Κανονισμό, δήλωση ή βεβαίωση που τυχόν θα απαιτήσει το Συμβούλιο, υπό τις περιστάσεις.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 61 της Κ.Δ.Π. 214/95. Υποστηρίζουν ότι από τη διατύπωση του Κανονισμού προκύπτει ότι η απόρριψη της αίτησης προς εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο δικαιολογείται τότε μόνο, όταν η αιτήτρια εταιρεία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει ο σχετικός Κανονισμός. Σε καμιά άλλη διάταξη δεν προβλέπεται η απόρριψη της αίτησης για οποιονδήποτε άλλο λόγο και ειδικότερα για τους λόγους απόρριψης που προέβαλαν οι καθ' ων η αίτηση.
Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Εκτός του ότι στον Κανονισμό 61(1) αναφέρεται ότι δεν γίνεται δεκτή η αίτηση προς εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο εκτός εάν ο εκδότης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που περιέχονται στον Κανονισμό, αλλά και οποιαδήποτε τυχόν άλλη προϋπόθεση που προκύπτει από την κειμένη νομοθεσία, στο εδάφιο (1)(ιβ) του ίδιου Κανονισμού, μια από τις προϋποθέσεις είναι και η υποχρέωσή του να υποβάλει στο Συμβούλιο κάθε έγγραφο, δήλωση ή πληροφορία, που τυχόν του ζητηθεί. Υποχρέωση την οποία οι αιτητές δεν εκπλήρωσαν.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.