ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 971

16 Νοεμβρίου, 2004

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 610/2003)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει την διοικητική πράξη, με την οποία ικανοποιείται αίτημά του.

Διοικητική πράξη ― Η υποχρέωση εξέτασης αιτημάτων από τη διοίκηση εντός ευλόγου χρόνου ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης ― Προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου ― Δεν υφίστατο υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης, η οποία έκανε δεκτή την αίτησή του για πρόωρη εθελοντική αφυπηρέτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι, επειδή παρήλθε μεγάλο διάστημα χωρίς να λάβει απάντηση στην αίτησή του, συνέχισε να εργάζεται, πιστεύοντας ότι η όποια συνεννόηση υπήρξε για την αφυπηρέτησή του έπαυσε.  Η θέση αυτή δεν έχει έρεισμα.  Ο λόγος, που παρέμεινε στην εργασία του, ήταν γιατί είχε υποχρέωση να παραμείνει και να εργάζεται μέχρι να εξεταστεί το αίτημά του, το οποίο χρονικά δεν περιόρισε.  Στην επιστολή του, ημερομηνίας 21/11/2001, δεν έθεσε χρονικό πλαίσιο για το οποίο θα ίσχυε η πρότασή του, ώστε να μπορεί να ισχυριστεί ότι, με την πάροδο του ταχθέντος χρόνου και τη μη αποδοχή της, αυτή δεν ισχύει πλέον.  Στην προκείμενη περίπτωση, υπέβαλε αίτημα, το οποίο εξάρτησε από ένα και μόνο όρο - την καταβολή συγκεκριμένου ποσού αποζημίωσης - και το οποίο ικανοποιήθηκε.  Ό,τι ζητούσε από τους καθ' ων το έλαβε και, συνεπώς, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση. 

2.  Το ερώτημα είναι εάν το διάστημα των 18 μηνών, που παρήλθε από την υποβολή του αιτήματος μέχρι την αποδοχή του, μπορεί να θεωρηθεί εύλογο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. 

Ο αιτητής συνέχισε να εργάζεται, με μειωμένα καθήκοντα από 1/1/2002.  Παρά την πάροδο του χρόνου, που ο ίδιος προβάλλει ότι του δημιούργησε την πεποίθηση ότι η αίτησή του έπαυσε να ισχύει, ούτε αντέδρασε, ούτε διεκδίκησε τα καθήκοντα της θέσης του.  Αυτό σε ένα μόνο μπορεί να αποδοθεί - στο ότι θεωρούσε το αίτημά του ζωντανό και ανέμενε την έγκρισή του.

Ο αιτητής θα μπορούσε, εάν πίστευε ότι οι καθ' ων καθυστερούσαν να εξετάσουν το αίτημά του, να το ζητήσει, δεδομένης και της προθεσμίας του Άρθρου 29 του Συντάγματος, και, εάν δεν του έδιδαν απάντηση, να προσφύγει στο Δικαστήριο.

3.  Το ζήτημα ότι δε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί δεν έχει έρεισμα.  Δεν είναι η περίπτωση από εκείνες, που οι καθ' ων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του Άρθρου 53(4) του Ν. 1/90, είχαν καθήκον να ακούσουν τον υπάλληλο προηγουμένως. Εδώ ικανοποίησαν το αίτημά του.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Georghiades ν. The Republic of Cyprus through The District Officer Limassol (1966) 3 C.L.R. 153,

Loiziana Hotels Ltd. v. The Municipality of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 466

Προσφυγή.

Σ. Αγγελίδης για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Κυθραιώτη για Κ. Μιχαηλίδη, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, όταν απέστελλε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Κεντρικού Σφαγείου, στις 21/11/2001, επιστολή, εκφράζοντας τη βούλησή του για πρόωρη εθελοντική αφυπηρέτηση, υπηρετούσε στη θέση Μηχανολόγου.  Έθετε ως όρο για την αφυπηρέτησή του την καταβολή συνολικής αποζημίωσης ύψους £50.000,00. Το αίτημά του ικανοποιήθηκε στις 21/4/2003.  Παραπονείται, όμως, με την προσφυγή, και ζητά δήλωση ότι η απόφαση, με την οποία οι καθ' ων αποδέχτηκαν την πρόωρη αφυπηρέτησή του από 21/4/2003, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Για ακύρωση της απόφασης, ο αιτητής έθεσε διάφορους λόγους, τους οποίους και συνοψίζω:  Η απόφαση:-

(α)   Λήφθηκε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, χωρίς πραγματική βάση, ή χωρίς να ληφθεί υπόψη ο μεγάλος χρόνος που διέρρευσε από την υποβολή του αιτήματος, ο οποίος και του δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι η όποια συνεννόηση είχε προηγηθεί έπαυσε να υπάρχει.

(β)   Είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, ενάντια των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. 

(γ)   Λήφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, ώστε δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ή το συμφέρον της Υπηρεσίας, παραβιάζει το δικαίωμα του αιτητή για δίκαιη μεταχείριση και αποτελεί έμμεση τιμωρία.

(δ)   Λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και στερείται της δέουσας αιτιολογίας.

(ε) Τέλος, είναι αποτέλεσμα καταδίωξης του αιτητή, αντίθετη σε κάθε αρχή της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης.

Τα πιο κάτω γεγονότα δίδονται με την προσφυγή και βεβαιώνονται από την ένσταση, τα τεκμήρια και τους φακέλους:-

Ο αιτητής, από το 1986, εργαζόταν στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου, με καθήκοντα μηχανολόγου, ως μόνιμος υπάλληλος.  Στις 25/5/2001, η συντεχνία του αιτητή, ΣΕΚ, απέστειλε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Κεντρικού Σφαγείου την πιο κάτω επιστολή:-

«Θέμα:      Πρόωρη αφυπηρέτηση Ντίνου Νικολαΐδη - Μηχανολόγου Κ.Σ.Κ.:-

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορούμε ότι είμαστε εξουσιοδοτημένοι από τον συν. Ντίνο Νικολαΐδη - Μηχανολόγο στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου, να σας μεταφέρουμε την πρόθεσή του να αφυπηρετήσει πρόωρα από τον Οργανισμό, εφόσον διευθετηθεί το ποσό της αποζημίωσης που θα πάρει.

Ως εκ τούτου πιστεύουμε πως μια ολιγόλεπτη συνάντηση μαζί σας θα επίλυε την εκκρεμότητα αυτή προς αμοιβαίο όφελος.

Βέβαιοι για τη θετική σας ανταπόκριση.»

Ακολούθησε επιστολή από τον ίδιο τον αιτητή στις 21/11/2001:-

«Θέμα:  Πρόωρη εθελοντική αφυπηρέτηση

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροφορώ ότι έχω ενημερωθεί σχετικά από την Συντεχνία μου, και με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες σήμερα στον Οργανισμό, είμαι έτοιμος να αποδεχθώ πρόωρη εθελοντική αφυπηρέτηση, νοουμένου ότι θα τύχω συνολικής αποζημίωσης της τάξης των Λ.Κ.50.000.- συμπεριλαμβανομένων όλων των δικαιωμάτων και ωφελημάτων που προβλέπουν οι σχετικοί Κανονισμοί και η Συλλογική Σύμβαση εργασίας.

Αναμένοντας την απάντησή σας.»

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τα πρακτικά της Συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 27/12/2001:-

«Α.  Οικειοθελής παραίτηση / πρόωρη εθελοντική αφυπηρέτηση του Μηχανολόγου, κ. Ντίνου Νικολαΐδη

Σχετικά η Διεύθυνση του Οργανισμού ανέφερε ότι έχει συμφωνηθεί με την Συντεχνία, να καταβληθεί στον κάτοχο της θέσης, μέλος της Συντεχνίας, αποζημίωση ύψους 50 χιλ ΛΚ προς πλήρη ικανοποίηση των ωφελημάτων του, τα οποία συνάδουν κατ' αναλογία με ισχύοντα Σχέδια Πρόωρης Αφυπηρέτησης σε Ημικρατικούς Οργανισμούς.  Σημειώνεται ότι ως εκ της κατάργησης της θέσης, θα προκύψει οικονομικό όφελος για τον Οργανισμό ποσό της τάξης των 20 χιλ ΛΚ ετησίως.  Τα καθήκοντα της θέσης θα αναλάβει ο Διευθυντής Παραγωγής.

Ο Προϋπολογισμός 2002 που θα υποβληθεί στο αρμόδιο Υπουργείο και εγκρίθηκε στην παρούσα συνεδρία του Συμβουλίου περιλαμβάνει αυτή την τροποποίηση.

...............................................................................................................

Ο Πρόεδρος ακολούθως ανέφερε ότι με σκοπό να επισπεύσει την έγκριση αυτής της απόφασης ο Οργανισμός πρέπει να αποταθεί στο Αρμόδιο Υπουργείο ώστε να ενεργήσει ανάλογα στην συγκεκριμένη περίπτωση.  Μετά από συζήτηση μεταξύ των μελών κατά πόσο θα ήταν αναγκαία η προσφυγή στο Υπουργείο ο Πρόεδρος συνόψισε τις αποφάσεις ως εξής:

i.     Το Συμβούλιο παίρνει κατ' αρχή απόφαση για αποδοχή της παραίτησης προς όφελος του Οργανισμού υπό την αίρεση της έγκρισης του Υπουργείου.

ii.    Η απόφαση αυτή δεν θα κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο παρά μόνο μετά την έγκριση του Υπουργού.

iii    Παράλληλα ο Οργανισμός να αποταθεί στο Αρμόδιο Υπουργείο για επίσπευση της διαδικασίας έγκρισης.

Οι αποφάσεις εγκρίθηκαν ομόφωνα.»

Στις 23/4/2003, κοινοποιήθηκε στον αιτητή επιστολή των καθ' ων, με την οποία τον πληροφορούσαν ότι το αίτημά του εγκρίθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και τον καλούσαν για διευθέτηση του όλου θέματος. 

Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και εστάλη νέα επιστολή, στην οποία επαναλαμβάνονταν οι ενέργειες που έγιναν από τους καθ' ων για έγκριση του αιτήματός του.

Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 5/5/2003, εξέφρασε την επιθυμία του να συνεχίσει την εργοδότησή του στον Οργανισμό και, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:-

«1.  Επειδή έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που άρχισαν οι διαβουλεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση (25 Μαΐου, 2001), θεώρησα ότι το αίτημά μου δεν θα ικανοποιείτο, γι' αυτό και συνέχισα κανονικά την εργασία μου.

2.     Εξ άλλου είναι γι' αυτό το λόγο που υπέβαλα αίτηση για διεκδίκηση της θέσης του Γενικού Διευθυντή.

     ...................................................................................................

4.  Τότε  που  άρχισαν  οι  διαβουλεύσεις για το θέμα αυτό είχε λεχθεί ότι δεν θα χρειαζόταν παραπάνω από 2-3 μήνες για να δοθεί σχετική απάντηση.»

Οι καθ' ων επέμεναν και ο αιτητής αποχώρησε από την Υπηρεσία, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

Ο αιτητής, για να υποστηρίξει ότι η αποδοχή του αιτήματός του ήταν αποτέλεσμα καταδίωξής του, σημειώνει ότι οι καθ' ων κινήθηκαν για να εξασφαλίσουν την έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών, μόνον όταν αυτός υπέβαλε αίτηση για τη θέση Γενικού Διευθυντή, τον Φεβρουάριο του 2003.  Τον ισχυρισμό αυτό οι καθ' ων τον απορρίπτουν ως αναληθή και άσχετο, προσθέτοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, η θέση του Γενικού Διευθυντή δεν έχει πληρωθεί.  Το ζήτημα αυτό, πέραν του γενικού τρόπου με τον οποίο τέθηκε, δε βρίσκω να είναι σχετικό και να επιδρά, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στην απόφαση.

Έχω μελετήσει τις θέσεις και τις αυθεντίες, που η κάθε πλευρά επικαλέστηκε.

Ο συνήγορος των καθ' ων παρέπεμψε σε ελλαδική νομοθεσία και συγγράμματα, για να εισηγηθεί ότι ο αιτητής δεν έχει ανακαλέσει το αίτημά του για αφυπηρέτηση, το οποίο οι καθ' ων αμέσως αποδέχθηκαν, ανέμεναν, όμως, την έγκριση του Υπουργείου για το ποσό των £50.000,00.

Τα όσα προωθήθηκαν από το συνήγορο των καθ' ων και αφορούν το ζήτημα της παραίτησης - ανάκλησης είναι βασισμένα σε πρόνοιες του Ελλαδικού Υπαλληλικού Κώδικα, όπου προβλέπεται δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης και καθορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου μπορεί να γίνει η ανάκληση.  Επίσης, στο Ελλαδικό Δίκαιο, η διοίκηση δεσμεύεται να αποδεχθεί εντός ευλόγου χρόνου την παραίτηση, με ανώτατο κατά νόμο όριο το τρίμηνο.  Εάν παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών και δεν υπάρξει αποδοχή, τότε τεκμαίρεται η αποδοχή της - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 370).  Δεν υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις στην Κύπρο. 

Η αφυπηρέτηση υπαλλήλων του Κεντρικού Σφαγείου διέπεται από την Κ.Δ.Π. 88/89, όπου προβλέπεται ότι η αφυπηρέτηση υπαλλήλων «... διενεργείται υπό του Συμβουλίου και διέπεται υπό των αυτών σχετικών διατάξεων αίτινες ισχύουν εκάστοτε διά την αφυπηρέτησιν δημοσίων υπαλλήλων εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας.». 

Σύμφωνα με το Άρθρο 52(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), υπάλληλος, ο οποίος παραιτείται από τη θέση του χωρίς προηγούμενη άδεια, θεωρείται απών από το καθήκον του και υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη.

Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι, επειδή παρήλθε μεγάλο διάστημα χωρίς να λάβει απάντηση στην αίτησή του, συνέχισε να εργάζεται, πιστεύοντας ότι η όποια συνεννόηση υπήρξε για την αφυπηρέτησή του έπαυσε.  Η θέση αυτή δεν έχει έρεισμα.  Ο λόγος, που παρέμεινε στην εργασία του, ήταν γιατί είχε υποχρέωση να παραμείνει και να εργάζεται μέχρι να εξεταστεί το αίτημά του, το οποίο χρονικά δεν περιόρισε.  Στην επιστολή του, ημερομηνίας 21/11/2001, δεν έθεσε χρονικό πλαίσιο για το οποίο θα ίσχυε η πρότασή του, ώστε να μπορεί να ισχυριστεί ότι, με την πάροδο του ταχθέντος χρόνου και τη μη αποδοχή της, αυτή δεν ισχύει πλέον.  Στην προκείμενη περίπτωση, υπέβαλε αίτημα, το οποίο εξάρτησε από ένα και μόνο όρο - την καταβολή συγκεκριμένου ποσού αποζημίωσης - και το οποίο ικανοποιήθηκε.  Ό,τι ζητούσε από τους καθ' ων το έλαβε και, συνεπώς, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση.  Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται:- (σελ. 260)

«Κατά μείζονα λόγον εθεωρήθη απαράδεκτος αίτησις στρεφομένη κατά πράξεως ωφελούσης ή ικανοποιούσης τον αιτούντα.»

Ανεξάρτητα, όμως, από την κατάληξη ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, επειδή παραπονείται και για άλλες πτυχές της διαδικασίας, θα προχωρήσω να τις εξετάσω.  Είναι το ζήτημα της υποχρέωσης της διοίκησης να δρα «εντός ευλόγου χρόνου» και με χρηστότητα συμπεριφοράς, όπως και το ζήτημα ότι δε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί.

Το εύλογο του χρόνου για εξέταση αιτημάτων από τη διοίκηση βρίσκεται θεσμοθετημένο στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), Άρθρα 10 και 51 και είναι πάγια νομολογημένο - (βλ. Yiannakis Georghiades and The Republic of Cyprus through The District Officer Limassol (1966) 3 C.L.R. 153, 169. Loiziana Hotels Ltd. v. The Municipality of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 466). 

Στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Παπαχατζή - «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Α και Β, Έκτη έκδοση, σελ. 645, αναφέρεται:-

«Η δημόσια διοίκηση πρέπει να δρα 'εντός χρόνου ευλόγου'.  Η επιστήμη και οι θεωρητικοί δεν είναι σε θέση να διατυπώσουν κανόνες απόλυτους και με σαφή περιγράμματα, είτε ως προς την κάθε φορά διάρκεια του εύλογου χρόνου, είτε ως προς τις επί μέρους περιπτώσεις, που η παρέλευση μακροχρόνιου διαστήματος δημιουργεί δεσμεύσεις για τη δημόσια διοίκηση.  Και τα δύο αυτά θέματα απόκεινται στην ουσιαστική κρίση του ακυρωτικού δικαστού.  Αυτός είναι που εκτιμά 'όλες τις περιστάσεις' στην κάθε μια ένδικη περίπτωση.  Τη νομολογία την κατευθύνει η κεντρική σκέψη, ότι μια δημόσια διοίκηση χρηστή και που λειτουργεί με εύρυθμες 'διαδικασίες' δεν είναι νόμιμο να 'αιφνιδιάζει' τους πολίτες, όταν οι τελευταίοι με καλή πίστη και με λογική στηρίχθηκαν - στη διάρκεια μεγάλων χρονικών διαστημάτων - στη σταθερότητα δημιουργημένων καταστάσεων».

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν το διάστημα των 18 μηνών, που παρήλθε από την υποβολή του αιτήματος μέχρι την αποδοχή του, μπορεί να θεωρηθεί εύλογο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. 

Από τα ενώπιόν μου έγγραφα, προκύπτει ότι οι καθ' ων, αμέσως μετά την υποβολή του αιτήματος, συνεδρίασαν, το αποδέχτηκαν, αλλά δεν το κοινοποίησαν, μέχρι την εξασφάλιση έγκρισης σε σχέση με το ποσό της αποζημίωσης.  Χωρίς καθυστέρηση, τροχιοδρόμησαν διαδικασίες για εξασφάλιση της έγκρισης.  Αφαίρεσαν από 1/1/2002 καθήκοντα από τον αιτητή και τα ανέθεσαν στο Διευθυντή Παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ασκούσε καθήκοντα υποδεέστερα της θέσης του.  Στα Δελτία Δαπανών του 2002 έγινε πρόνοια για κατάργηση της θέσης του αιτητή.  Πληροφορήθηκαν, όμως, στις 27/3/02 ότι θέματα προσωπικού, όπως ήταν της κατάργησης της θέσης του αιτητή, θα εξετάζονταν από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. 

Παρά το γεγονός ότι ο τρόπος, με τον οποίο οι καθ' ων επέλεξαν να προωθήσουν το όλο ζήτημα, δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, συνέχιζαν, όπως προκύπτει από το Παράρτημα 4 της ένστασης, με επιστολές προς το Υπουργείο και προφορικά, να επιδιώκουν έγκριση του αιτήματος.

Ο αιτητής συνέχισε να εργάζεται, με μειωμένα καθήκοντα από 1/1/2002.  Παρά την πάροδο του χρόνου, που ο ίδιος προβάλλει ότι του δημιούργησε την πεποίθηση ότι η αίτησή του έπαυσε να ισχύει, ούτε αντέδρασε, ούτε διεκδίκησε τα καθήκοντα της θέσης του.  Αυτό σε ένα μόνο μπορεί να αποδοθεί - στο ότι θεωρούσε το αίτημά του ζωντανό και ανέμενε την έγκρισή του.

Ο αιτητής θα μπορούσε, εάν πίστευε ότι οι καθ' ων καθυστερούσαν να εξετάσουν το αίτημά του, να το ζητήσει, δεδομένης και της προθεσμίας του Άρθρου 29 του Συντάγματος, και, εάν δεν του έδιδαν απάντηση, να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Η εισήγηση - ότι η αίτηση υποβλήθηκε στη βάση άλλων δεδομένων αλλά έγινε δεκτή για διαφορετικούς λόγους - δεν ευσταθεί.  Ο αιτητής ελεύθερα υπέβαλε το αίτημα.  Δεν εξειδίκευσε ποτέ ποιες ήταν οι «υπάρχουσες συνθήκες ... στον Οργανισμό», όταν υπέβαλλε το αίτημά του.  Οι συνθήκες δίδονται από τους καθ' ων στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 27/12/2001 και είναι ίδιες με αυτές για τις οποίες εγκρίθηκε το αίτημα.

Το ζήτημα - ότι δε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί - δε βρίσκω να έχει έρεισμα.  Δεν είναι η περίπτωση από εκείνες, που οι καθ' ων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του Άρθρου 53(4) του Ν. 1/90, είχαν καθήκον να ακούσουν τον υπάλληλο προηγουμένως.  Εδώ ικανοποίησαν το αίτημά του.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο