ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 908
25 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΡΙΑΙΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΛΙΜΙΤΕΔ
Αιτητές
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 787/2002)
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως τροποποιήθηκε) ― Παράγραφος 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ του Καν. 63 ― Η διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική, ως πλήττουσα τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 25 ― Επαγγελματική ελευθερία ― Η παράγραφος 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ του Καν. 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως τροποποιήθηκε) κρίθηκε ότι αντίκειται στο Άρθρο 25 του Συντάγματος.
Οι αιτητές προσέβαλαν την σε βάρος τους επιβολή προστίμου Λ.Κ. 4.000 για παράβαση της παραγράφου 3 (στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ του Καν. 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως τροποποιήθηκε).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Οι αιτητές ήγειραν μεταξύ άλλων θέμα που αφορά στη συνταγματικότητα της εφαρμοσθείσας ρύθμισης, στην περίπτωση βεβαίως που θα εθεωρείτο πως αυτή καλύπτει την περίπτωση και, ορθά εφαρμοζόμενη, δικαιολογεί την επιβολή της κύρωσης. Επικαλούνται τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος και στηρίζονται στις αποφάσεις του Εφετείου στη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και της Ολομέλειας στην Δημήτρης Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7.
Η υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd v. Aστυνομίας, (ανωτέρω) και Δημήτρης Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αφορούσαν σε διαφορετικό ζήτημα. Και στις δύο όμως υποθέσεις οι σχετικές διατάξεις κρίθηκαν ως πλήττουσες τον πυρήνα του δικαιώματος για άσκηση επαγγέλματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος, υπό σκεπτικό που σαφώς καθορίζει και το αποτέλεσμα της παρούσας.
Ο περιορισμός που επιβάλλεται με την επίμαχη διάταξη στην παρούσα υπόθεση δεν διαφέρει ποιοτικά. Είναι του ίδιου χαρακτήρα, αφορά βεβαίως σε όλο το ενεργητικό οργανισμών και επιβάλλει ενέργειες προς διαχρονική επίτευξη στόχου, όταν επέρχεται η υπέρβαση ή όταν προγραμματίζεται περαιτέρω επένδυση, ανεξάρτητα από το τότε οικονομικό αποτέλεσμά τους, όπως θα το εκτιμούσαν οι ίδιοι οργανισμοί κατά την προώθηση του νόμιμου σκοπού τους για πραγματοποίηση κέρδους και, πολύ λιγότερο, για την αποφυγή ζημιάς. Και ενώ είναι ορθό πως με τη συζητούμενη πρόνοια παραμένουν ελεύθερες οι επιλογές των κινητών αξιών στις οποίες θα επενδύεται το ενεργητικό, επιβάλλεται αυτό να μη επενδύεται σε κινητές αξίες, ενδεχομένως ή και οφθαλμοφανώς προτιμητέες, πέραν του καθορισμένου ποσοστού. Αυτός ο περιορισμός διατρέχει δραστικά τις δραστηριότητες των οργανισμών και, όπως και στις πιο πάνω δύο αποφάσεις, πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος.
�Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,
Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,
Police v. Hondrou a.o. 3 R.S.C.C. 82,
Laser Investment Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 389/03, ημερ. 7.7.2004.
Προσφυγή.
Μ. Ιωαννίδης, για τους Aιτητές.
Κ. Καντούνας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.�
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η παράγραφος 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ του Κανονισμού 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 214/95 όπως τροποποιήθηκαν), κατά το σχετικό της μέρος, δεν επιτρέπει σε επενδυτικό οργανισμό "να επενδύει ποσοστό πέραν του δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη".
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την επιστολή της ημερομηνίας 19.4.02, κάλεσε την αιτήτρια εταιρεία σε απολογία επειδή, κατά τα ενώπιόν της στοιχεία, πιθανώς παρέβη την πιο πάνω παράγραφο αφού στις 31.12.01 είχε επενδυμένο ποσοστό 13.37% του ενεργητικού της σε κινητές αξίες (μετοχές και χρεόγραφα) της Sharelink Financial Services Ltd. H αιτήτρια δεν αρνήθηκε το γεγονός, με την επιστολή της όμως ημερομηνίας 10.5.02 το εξήγησε ως ακολούθως:
"Στις 31 Δεκεμβρίου 2001 το επενδυμένο ποσοστό σε τίτλους της εταιρείας Sharelink Financial Services Limited ήταν 13,37% λόγω της μεγάλης πτώσης στο Γενικό Δείκτη Τιμών. Αυτό φαίνεται και από τα ποσοστά στις προηγούμενες καταστάσεις που έχετε.
Μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2001 το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σημαντικά. Τον Φεβρουάριο του 2002 το ποσοστό αυτό ήταν 9,65% και σήμερα βρίσκεται γύρο στο 10%.
Πιστεύουμε ότι θα ήταν λάθος να προβούμε σε οποιεσδήποτε ρευστοποιήσεις με τις σημερινές συνθήκες της χρηματαγοράς και τις τιμές που διαπραγματεύονται οι τίτλοι.
Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι το απόλυτο ποσό της υπέρβασης είναι μόνο £198.000. Άρα ο επενδυτικός κίνδυνος στο χαρτοφυλάκιο μας από την αυξημένη συμμετοχή μας στην SFS είναι πολύ περιορισμένος, αλλά μία ρευστοποίηση με τα σημερινά δεδομένα ίσως να είχε χειρότερα αποτελέσματα για την Εταιρεία μας.
Ως εκ τούτου πιστεύουμε ότι έχουμε πράξει το καλύτερο για τους μετόχους μας καθώς επίσης και για την χρηματαγορά γενικότερα".
Στις 17.6.02 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού, όπως σημειώνει, έλαβε υπόψη τις θέσεις της αιτήτριας εταιρείας, διαπίστωσε παράβαση ως ανωτέρω και επέβαλε πρόστιμο £4.000. Με την παρούσα αμφισβητείται το κύρος της απόφασης.
Περιλαμβάνεται στις αγορεύσεις της αιτήτριας και η άποψη πως η Επιτροπή δεν ερεύνησε ως όφειλε προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων αλλά είναι σαφές πως δεν είχε κατά τη λήψη της απόφασης αμφισβητηθεί από την Επιτροπή πως η υπέρβαση του ποσοστού επήλθε κατά τον τρόπο που η ίδια η αιτήτρια περιγράφει στην επιστολή της. Εξ ου και η τοποθέτησή της ενώπιόν μου σε σχέση με το πρώτο από τα νομικά επιχειρήματα της αιτήτριας. Η αιτήτρια, επικαλούμενη πλάνη περί το Νόμο, εισηγείται πως η υπέρβαση του καθοριζομένου ποσοστού, εξ αιτίας των διακυμάνσεων των τιμών, δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της παραγράφου 3(στ) αφού, κατά το ορθό νόημά της, εκείνο που δεν επιτρέπεται είναι η απευθείας επένδυση ποσοστού πέραν του καθοριζομένου. Η αντίδραση των καθ' ων η αίτηση δεν αφορούσε στην αιτία της σημειωθείσας υπέρβασης αλλά στη δική τους διαφορετική αντίληψη περί την έννοια της πρόνοιας. Κατά την εισήγησή τους, σκοπός της είναι η διασπορά του κινδύνου από ενδεχόμενη πτώση στις τιμές και, όπως προτείνουν, εκείνο που μετρά είναι η ανά πάσα στιγμή κατάσταση των επενδύσεων.
Και το επόμενο από τα επιχειρήματα της αιτήτριας αφορά στην κατά τους Κανονισμούς δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου στην περίπτωση. Θεωρούν ότι ήταν πρόωρη η κλήση τους σε απολογία. Έπρεπε προηγουμένως να είχαν προειδοποιηθεί εγγράφως και να τους είχε ταχθεί προθεσμία προς συμμόρφωση. Αυτό, ενόψει του Κανονισμού 63(5) τον οποίο και παραθέτω:
"Επενδυτικοί οργανισμοί οι οποίοι κατά τον έλεγχο που διεξάγεται από την Επιτροπή ανευρίσκεται ότι δεν πληρούν οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις τους οι οποίες απορρέουν από τις διατάξεις του Παραρτήματος Β του Μέρους ΙΙ του Κανονισμού 63, έχουν υποχρέωση για πλήρη συμμόρφωση μέσα σε τακτή προθεσμία ενός μηνός, η οποία τάσσεται από την Επιτροπή, διαφορετικά υπόκεινται σε αναστολή εμπορίας ή/και σε διαγραφή των κινητών αξιών τους από το Χρηματιστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 29 και 30 αντίστοιχα."
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και αυτή την προσέγγιση. Επισημαίνουν τη σύνδεση της παραγράφου 5 με το επαπειλούμενο αποτέλεσμα της αναστολής εμπορίας ή/και διαγραφής των κινητών αξιών. Και επικαλούνται ως ευθέως προβλέπουσα την επιβολή διοικητικού προστίμου την αμέσως επόμενη πρόνοια, της παραγράφου 6 του ίδιου Κανονισμού. Παραθέτω και αυτή την παράγραφο:
"Η Επιτροπή, δύναται σε περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης από τους επενδυτικούς οργανισμούς οι οποίοι έχουν τίτλους τους εισηγμένους στο Χρηματιστήριο, με τις υποχρεώσεις που προνοούνται στα πιο πάνω εδάφια ή σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων υποχρεώσεων που απορρέουν από το Παράρτημα Β Μέρος ΙΙ του Κανονισμού 63, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι είκοσι χιλιάδες λίρες ή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης."
Το τελευταίο θέμα αφορά στη συνταγματικότητα της ρύθμισης, στην περίπτωση βεβαίως που θα εθεωρείτο πως αυτή καλύπτει την περίπτωση και, ορθά εφαρμοζόμενη, δικαιολογεί την επιβολή της κύρωσης. Η αιτήτρια επικαλείται τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος και στηρίζεται στις αποφάσεις του Εφετείου στη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και της Ολομέλειας στην Δημήτρης Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7. Συνοψίζω την εισήγησή της.
Η επιβολή υποχρέωσης για ανά πάσα ορισμένη στιγμή αναδιάταξη των επενδύσεων, προφανώς επαγόμενη πωλήσεις οι οποίες δυνητικά και, πάντως εν προκειμένω επιτυχημένες, αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση που πλήττει τον πυρήνα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα εμποδίζουσα την κατά την εκτίμηση του οργανισμού καλύτερη διαχείριση του δικού του ενεργητικού προς επίτευξη του νόμιμου στόχου του για πραγματοποίηση κέρδους. Υποβάλλεται και ο παράλληλος ισχυρισμός πως η πρόνοια είναι ultra vires ως προς τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο (Ν. 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε αλλά αυτό δεν αναδεικνύεται ως ζήτημα που χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης. Όπως συζητήθηκε, με αναφορά στην Police v. Hondrou and Another 3 RSCC 82, τελεί ακριβώς υπό την προϋπόθεση της διαπίστωσης πως τέτοια ρύθμιση περιορίζει συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα τα οποία, όπως υποστηρίζεται, μόνο ρητή πρόνοια του ίδιου του νόμου θα μπορούσε να περιορίσει.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν αρνούνται, το αυτονόητο άλλωστε, πως η ρύθμιση αποβλέπει στον υποχρεωτικό καθορισμό του τρόπου διαχείρισης του ενεργητικού των οργανισμών. Θεωρούν όμως πως είναι συνταγματικώς παραδεκτή ως αποβλέπουσα στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος με τη μείωση του κινδύνου από ενδεχόμενη καταστροφική ζημιά στην περίπτωση που μειωθεί η αξία μετοχών για τις οποίες αφιερώθηκε μεγάλο μέρος του ενεργητικού. Όπως χαρακτηριστικά το θέτουν, στόχος της πρόνοιας είναι να επενδυθεί ορθά το ενεργητικό και αυτό, όπως προτείνουν, δεν υπεισέρχεται στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων των οργανισμών, στους οποίους αφήνει ατέλειωτες επιλογές επενδύσεων, δεν επιβάλλει ενέργειες αντίθετες προς τα συμφέροντα των οργανισμών και, κατά διάκριση προς τη νομολογία που επικαλέστηκε η αιτήτρια, δεν πλήττει συνταγματικά δικαιώματα, ιδιαιτέρως εκείνο του Άρθρου 25.
Θεωρώ πως εγείρεται για εξέταση το συνταγματικό ζήτημα ως ευθέως αφορούν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτό, εφόσον, όπως οι καθ' ων η αίτηση ορθά εισηγούνται, η περίπτωση πράγματι εμπίπτει στην εμβέλεια της ρύθμισης και δεν απαιτείτο για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης η αποστολή προειδοποίησης. Η ρύθμιση απαγορεύει γενικά την επένδυση και το ρήμα "επενδύουν" δεν μπορεί λογικά να ερμηνευθεί ως αναφερόμενο σε απευθείας, δι' αγοράς, απόκτηση κινητών αξιών και όχι σε κατάσταση διαμορφούμενη και κατά την πορεία των πραγμάτων. (Βλ. συναφώς την απόφαση του δικαστή Φωτίου στην Laser Investment Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 389/03, ημερομηνίας 7 Ιουλίου 2004). Τέτοια ερμηνεία θα αναιρούσε δυνητικά τον προφανή στόχο της ρύθμισης αφού θα επέτρεπε την υπέρβαση του ορίου ακόμα και με απευθείας επένδυση που ενώ, αυτή καθ' εαυτήν δεν θα υπερέβαινε το καθορισμένο ποσοστό, θα οδηγούσε σε τέτοια υπέρβαση προστιθέμενη σε προηγούμενη, διαμορφωθείσα άλλως. Η ρύθμιση, ορθά ερμηνευόμενη, επιβάλλει ορισμένη διασπορά, ως διαχρονική κατάσταση. Επομένως και αναδιάταξη όταν, ανεξάρτητα από την αιτία, η προβλεπόμενη αναλογία ανατρέπεται.
Περαιτέρω, εφόσον κατά τον Κανονισμό 63(5), η προειδοποίηση συναρτάται προς την επίπτωση της αναστολής ή της διαγραφής κινητών αξιών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η παράβαση συναρτάται με την υπέρβαση του ορίου και δεν τελεί υπό την επιπρόσθετη προϋπόθεση της μη συμμόρφωσης σε σχετική προειδοποίηση. Τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση ευχέρειας παράβασης υποχρέωσης, που θα διαρκούσε για όλο το διάστημα μέχρι την εκπνοή της προειδοποίησης, χωρίς επιπτώσεις όταν στο τέλος επέρχεται συμμόρφωση. Η κύρωση δεν προνοείται εν προκειμένω ως συνέπεια της μη συμμόρφωσης σε προειδοποίηση αλλά αυτοτελώς, όπως προνοεί ο Κανονισμός 63(6), για τη μη συμμόρφωση προς συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ρητά προσδιοριζόμενες.
Η υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd v. Aστυνομίας (ανωτέρω) και Δημήτρης Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αφορούσαν σε διαφορετικό ζήτημα. Η πρώτη σε παράλειψη υποβολής αίτησης για "εισαγωγή" των τίτλων εταιρείας στο Χρηματιστήριο και η δεύτερη σε παράλειψη επένδυσης τουλάχιστον του 80% των κεφαλαίων οργανισμού στο Χρηματιστήριο και μη διατήρησης ποσοστού πέραν του 20% σε ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια. Και στις δυο όμως υποθέσεις οι σχετικές διατάξεις κρίθηκαν ως πλήττουσες τον πυρήνα του δικαιώματος για άσκηση επαγγέλματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος υπό σκεπτικό που σαφώς καθορίζει και το αποτέλεσμα της παρούσας. Περιλαμβάνει και στις δυο υποθέσεις εκτεταμένη ανάλυση των σχετικών παραμέτρων αλλά είναι αρκετή η παράθεση των αποσπασμάτων που ακολουθούν. Από την Lapertas:
"Έχουμε την άποψη πως η πράξη υποβολής αίτησης για εισαγωγή μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο και η επιλογή του χρόνου για υποβολή της αίτησης αποτελούν δραστηριότητες που έχουν ως μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της εταιρείας και των μελών της. Το ποιός είναι ο κατάλληλος χρόνος για υποβολή της αίτησης, πρέπει να αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα που εμπίπτει εντός των αποκλειστικών εξουσιών των προσώπων ή οργάνων που σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας και τους σχετικούς Νόμους έχουν την ευθύνη της διαχείρισης των οικονομικών της εταιρείας. Ο κ. Χριστοφή υπέβαλε, και δεν έχει αντικρουσθεί, ότι τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της είναι συνδεδεμένα με το χρόνο υποβολής της αίτησης. Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφή το επίμαχο Άρθρο 3(1) εξαναγκάζει τους εφεσείοντες να υποβάλουν την αίτηση "σε προκαθορισμένο χρόνο ακόμα και αν αυτό θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα της εταιρείας." Δεν υπήρξε αντίλογος σ' αυτή την εισήγηση. Θεωρούμε, επομένως, ότι το επίμαχο άρθρο στην ουσία εξαναγκάζει τους εφεσείοντες δυνητικά να ενεργούν εν γνώσει τους εναντίον των οικονομικών τους συμφερόντων και εκείνων των μελών της εταιρείας. Και αυτό άσχετα με το μέγεθος επηρεασμού τέτοιων συμφερόντων.
Το επίμαχο άρθρο επιβάλλει υποχρέωση στους εφεσείοντες να λάβουν μέτρα για την εισαγωγή των τίτλων της εταιρείας εντός συγκεκριμένης προθεσμίας - εντός 8 μηνών από τις 7.4.2000 - ανεξάρτητα από τις οικονομικές επιπτώσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος και ανεξάρτητα από το κατά πόσο η εισαγωγή θα αποβεί επιζήμια ή καταστροφική για τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Στερεί από τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να ενεργούν με τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Αγνοεί παντελώς και παραγνωρίζει τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και το δικαίωμά της να ασκεί επικερδή εργασία. Αγνοεί, επίσης, τη δυνατότητα των εφεσειόντων να προσαρμοστούν προς τους προβλεπόμενους περιορισμούς. Αδιαφορεί για τις τυχόν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε περίπτωση συμμόρφωσης. Ποινικοποιεί, και μάλιστα με ποινή φυλάκισης 2 ετών ή με πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδων λιρών ή και με τις δυο αυτές ποινές, την ελευθερία των εφεσειόντων να ρυθμίζουν τις οικονομικές τους σχέσεις και την ελεύθερη οικονομική λειτουργία της επιχείρησης τους ώστε να μπορεί να εργάζεται επικερδώς. Εισέρχεται ουσιωδώς στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας ώστε να καθιστά αδύνατη ή να θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας οι οποίοι - σκοποί - δεν είναι άλλοι από την πραγματοποίηση του ψηλότερου δυνατού κέρδους. Η επίδικη υποχρέωση είναι τέτοιας έκτασης ώστε να προκαλεί ουσιαστική αδυναμία άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.
Οι παραπονούμενοι επενδυτές έχουν συμβληθεί ελεύθερα και οικειοθελώς με τους εφεσείοντες. Η Κυπριακή έννομη τάξη περιέχει πρόνοιες προστατευτικές των δικαιωμάτων των επενδυτών. Για την τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων τους, που πηγάζουν από τη σχέση που έχουν δημιουργήσει με τους εφεσείοντες, μπορούν προστρέξουν στις θεραπείες που προσφέρονται από το Αστικό Δίκαιο."
Και από την Πιτσιλλίδης:
«Μια από τις υποχρεώσεις των επενδυτικών οργανισμών είναι η διανομή μερισμάτων προς τους "μετόχους ή μεριδιούχους του επενδυτικού οργανισμού" (βλ. παραγ. 2(η)(ι) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β). Είναι αυτονόητο ότι η διανομή μερισμάτων προϋποθέτει την πραγματοποίηση κερδών. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η πραγματοποίηση κερδών προκύπτει από επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ένας επενδυτικός οργανισμός με βάση οικονομικούς όρους και με βάση την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως του. Ένας επενδυτής πρέπει να έχει ελευθερία επιλογής του είδους των επενδύσεων και του χρόνου των επενδύσεων όταν προβαίνει σε επενδύσεις. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η υποχρέωση που επιβάλλει ο επίδικος νόμος στους επενδυτικούς οργανισμούς ήτοι ότι «εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους ο σταθμικός μέσος όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ... δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού τους" αφαιρεί από τους Οργανισμούς αυτούς τη δυνατότητα να προβαίνουν σε επενδύσεις σύμφωνα "με την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως των". Η υποχρέωση για επένδυση του 80% των κεφαλαίων των επενδυτικών οργανισμών εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης στους επενδυτικούς οργανισμούς να επενδύουν ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τί υπαγορεύει η γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως. Αν λοιπόν η γνώση και εμπειρία των μελών της διοικήσεως υπαγορεύει πως επένδυση οποιουδήποτε ποσού κατά τον κρίσιμο χρόνο θα αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των οργανισμών και κατ' επέκταση των μελών τους, αυτό σημαίνει πως οι επίδικοι περιορισμοί εισέρχονται τόσον ουσιωδώς στον κύκλο των συναλλαγών των αιτητριών ώστε πράγματι να καθίσταται αδύνατη ή να τίθεται υπό άμεσο κίνδυνο η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτητριών εκ των οποίων εξαρτάται η επιβίωση των ως οικονομικών μονάδων. Τονίζουμε ότι οι θεμιτοί σκοποί των αιτητριών αποτελούνται από την πραγματοποίηση κέρδους και τη διανομή μερισμάτων στους μετόχους. Έχουμε επομένως, την άποψη πως ρύθμιση η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών των αιτητριών προκαλεί ουσιαστική αδυναμία στη διεξαγωγή της εργασίας τους. Πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το αρ. 25.1. του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται. Κρίνουμε, κατά συνέπεια, ότι η επίδικη ρύθμιση παραβιάζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, το άρ. 25.1 του Συντάγματος.»
Ο περιορισμός που επιβάλλεται με την επίμαχη διάταξη στην παρούσα υπόθεση δεν διαφέρει ποιοτικά. Είναι του ίδιου χαρακτήρα, αφορά βεβαίως σε όλο το ενεργητικό οργανισμών και επιβάλλει ενέργειες προς διαχρονική επίτευξη στόχου, όταν επέρχεται η υπέρβαση ή όταν προγραμματίζεται περαιτέρω επένδυση, ανεξάρτητα από το τότε οικονομικό αποτέλεσμά τους, όπως θα το εκτιμούσαν οι ίδιοι οργανισμοί κατά την προώθηση του νόμιμου σκοπού τους για πραγματοποίηση κέρδους και, πολύ λιγότερο, για την αποφυγή ζημιάς. Και ενώ είναι ορθό πως με τη συζητούμενη πρόνοια παραμένουν ελεύθερες οι επιλογές των κινητών αξιών στις οποίες θα επενδύεται το ενεργητικό, επιβάλλεται αυτό να μη επενδύεται σε κινητές αξίες, ενδεχομένως ή και οφθαλμοφανώς προτιμητέες, πέραν του καθορισμένου ποσοστού. Αυτός ο περιορισμός διατρέχει δραστικά τις δραστηριότητες των οργανισμών και, όπως και στις δυο αποφάσεις που αναφέρθηκα, πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος.
Με αυτή την κατάληξη δεν χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα και από άλλη σκοπιά και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.