ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Xριστοφόρου Θεοδώρα Θεοδώρου ν. Eλένης Θεοδώρου Xριστοφόρου (1998) 1 ΑΑΔ 1551
Τσαγγάρη Ανδρέας Ι. ν. Μακεδονίας Γαβριηλίδου και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 472
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 4 ΑΑΔ 874
15 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YOLANDE VATCHE KALBIAN, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ VATCHE KALBIAN,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 434/2003)
Φορολογία ― Φορολογία Κληρονομιάς ― Η προσέγγιση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα φορολογικής απόφασης ― Πτυχές της νόμιμης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου στην κριθείσα περίπτωση ― Η επίδικη απόφαση κρίθηκε εύλογα εφικτή, προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογημένη ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών, που της επέβαλε φόρο κληρονομιάς ύψους Λ.Κ.57.543.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η αιτήτρια υποστηρίζει, ότι η θέση του Εφόρου ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την ύπαρξη καταπιστεύματος δεν ευσταθεί.
Όμως ο ισχυρισμός του Εφόρου ότι κανένα στοιχείο ή έγγραφο που να δικαιολογεί την ύπαρξη καταπιστεύματος δεν παρουσιάστηκε, είναι εύλογος υπό τις περιστάσεις.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα μιας φορολογικής απόφασης, είναι η ίδια όπως σε οποιανδήποτε άλλη διοικητική απόφαση. Το Δικαστήριο δεν ασκεί διοίκηση και δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που είχε ενώπιόν του. Και η απόφαση του Εφόρου με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του στην παρούσα περίπτωση, ήταν λογικά εφικτή.
2. Ούτε ο ισχυρισμός ότι επειδή ο Έφορος δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στα έγγραφα που προσκομίστηκαν εκ μέρους της αιτήτριας, αποδεικνύεται ότι προτού καταλήξει στην απόφασή του δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ή μελέτη των σχετικών εγγράφων, ευσταθεί.
Ο φάκελος βρίθει αλληλογραφίας και η έλλειψη αναφοράς στα έγγραφα δεν αποδεικνύει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έλλειψη έρευνας. Δεν ενισχύει ούτε και τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Εφόρου δεν είναι αιτιολογημένη.
3. Ως προς τις 44 μετοχές που ο αποβιώσας κατείχε στην ιδιωτική εταιρεία Milford Holdings Ltd, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της αξίας τους σε £71.625 ήταν υπερβολική και έγινε χωρίς τη δέουσα έρευνα και χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 23(4) των περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμων του 1962-1997, όταν το εκτιμηθησόμενο περιουσιακό στοιχείο σύγκειται εκ μετοχών εταιρείας εγγεγγραμμένης στη Δημοκρατία, κατά τον καθορισμό της αξίας των μετοχών λαμβάνεται υπ' όψιν, μεταξύ άλλων παραγόντων και η κατά το χρόνο του θανάτου αγοραία αξία του ενεργητικού της εταιρείας.
Από τα στοιχεία του φακέλου φαίνεται ότι η απόφαση του Εφόρου ως προς τη Milford Holdings Ltd, είναι εύλογη, αφού προηγήθηκε εμπεριστατωμένη έρευνα.
4. Τέλος, υποβάλλεται παράπονο γιατί δεν ελήφθη υπ' όψιν κατά τον υπολογισμό της επιβληθείσας φορολογίας το ποσό των £1.000, που παρουσιάστηκε από την αιτήτρια ως απόδειξη της δωρεάς του ποσού αυτού στην Αρμενική Εκκλησία. Η αιτιολογία που δόθηκε για το μη συνυπολογισμό της δωρεάς αυτής ήταν ότι η απόδειξη ήταν διατυπωμένη στην αρμενική γλώσσα.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο κ. Λαζάρου ανάλαβε όπως ο Έφορος αναθεωρήσει τη φορολογία και λάβει υπ' όψιν το ποσό των £1.000, το οποίο η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι συνιστούσε δωρεά στην Αρμενική Εκκλησία.
Είναι όμως καθήκον του προσώπου που διεκδικεί μια φορολογική έκπτωση να την αποδεικνύει. Η απόδειξη στην αρμενική γλώσσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δέουσα απόδειξη, ούτε είχε ο Έφορος υποχρέωση να την μεταφράσει στα ελληνικά.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 521,
Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551,
Τσαγκάρης ν. Γαβριηλίδου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 472,
Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376.
Προσφυγή.
Α. Γ. Μιχαηλίδης, για Μιχαηλίδη και Μιχαηλίδη, για τους Αιτητές.
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια που είναι διαχειρίστρια της περιουσίας του Vatche Kalbian, αποβιώσαντος, αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών (στο εξής «ο Έφορος»), ημερ. 7.3.2003, με την οποία απορρίφθηκε ένστασή της κατά της επιβολής φόρου κληρονομίας επί της περιουσίας του ρηθέντος αποβιώσαντος, ύψους £57.543.
Η Elda Kalbian κάτοικος Αγγλίας και θυγατέρα του Vatche Kalbian, με έγγραφο ημερ. 15.4.1980 διόρισε τον πατέρα της ως γενικό της πληρεξούσιο. Στις 11.5.1987 ο πατέρας της της μεταβίβασε το 1/3 ενός κτήματος στο χωρίο Μενεού, το οποίο στη συνέχεια πωλήθηκε από όλους τους ιδιοκτήτες του κτήματος στις 22.11.1989. Το πωλητήριο υπέγραψε εκ μέρους της Elda ο πατέρας της.
Το μερίδιο της Elda από την πώληση του κτήματος, όπως και των άλλων συνιδιοκτητών, εξασφαλίστηκε με εγγυημένες συναλλαγματικές από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. Οι πέντε συναλλαγματικές προς όφελος της Elda προεξοφλήθηκαν στις 2.3.1990 από την τράπεζα Lombard Natwest Bank Ltd, η οποία εξέδωσε δύο επιταγές για £137.623,75 εκάστη και μία για £3.456. Τα χρήματα κατατέθηκαν σε λογαριασμούς του πατέρα και της μητέρας της.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι επειδή ήταν μόνιμη κάτοικος Αγγλίας τα χρήματά της δεν μπορούσαν να κατατεθούν σε λογαριασμό της ίδιας στην Κύπρο και γι' αυτό κατατέθηκαν προσωρινά στους λογαριασμούς των γονιών της. Σκοπός ήταν όπως τα χρήματα αυτά χρησιμοποιηθούν για αγορά Κρατικών Χρεωγράφων Αναπτύξεως στο όνομά της. Όμως, επειδή η Κεντρική Τράπεζα δεν αποδεχόταν αγορά χρεωγράφων στο όνομα φυσικού προσώπου ως εμπιστευματοδόχου άλλου φυσικού προσώπου, τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά κατά ή περί το Μάρτιο του 1990 Χρεωγράφων Αναπτύξεως στο όνομα της μητέρας και του πατέρα της.
Ο Vatche Kalbian απεβίωσε στις 25.7.1992 και στις 15.9.1992, ύστερα από αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, χορηγήθηκαν έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας του στη σύζυγό του Yolande.
Mε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας ημερ. 15.12.1999 ο Έφορος εκτίμησε την καθαρή αξία της περιουσίας και επέβαλε τον αντίστοιχο φόρο κληρονομίας. Στην αξία της περιουσίας περιέλαβε το ποσό των £137.500 σε Χρεώγραφα Αναπτύξεως τα οποία βρίσκονταν εγγεγραμμένα στο όνομα του αποβιώσαντος.
Στις 3.1.2000 η διαχειρίστρια της περιουσίας υπέβαλε ένσταση η οποία, μεταξύ άλλων, αφορούσε και τα Χρεώγραφα Αναπτύξεως. Η ένσταση αφορούσε ακόμα την αξία μετοχών που ο αποβιώσας κατείχε στην ιδιωτική εταιρεία Milford Holdings Ltd, καθώς και κρατικά ομόλογα στον κομιστή, αξίας £25.000 τα οποία ανήκαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, στην Elda και προέρχονταν από καταθέσεις τόκων που εισπράχθηκαν από τα Χρεώγραφα Αναπτύξεως της, που είχαν κατατεθεί σε κοινό λογαριασμό του αποβιώσαντος και της συζύγου του. Ο Έφορος στις 7.3.2003 απέρριψε την ένσταση και επαναβεβαίωσε την αρχική του φορολογία με την αιτιολογία ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο ή έγγραφο που να δικαιολογεί την ύπαρξη καταπιστεύματος, όπως ήταν ο ισχυρισμός της αιτήτριας.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι τα Χρεώγραφα Αναπτύξεως αξίας £137.500 τα οποία βρέθηκαν γραμμένα επ' ονόματι του αποβιώσαντος, ανήκαν στην ουσία στη θυγατέρα του Elda και αποτελούσαν το μερίδιό της από την πώληση του κτήματος στο Μενεού και τα οποία ο αποβιώσας κατείχε ως καταπιστευματοδόχος για λογαριασμό της. Στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια υποστηρίκτηκε η παρά την ανυπαρξία εγγράφου δυνατότητα δημιουργίας εμπιστεύματος (βλέπε Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 521, 530, Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551, 1563-1564 και Τσαγκάρης ν. Γαβριηλίδου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 472).
Η αναφορά στις αυθεντίες αυτές κρίνεται ως εντελώς αχρείαστη γιατί η δυνατότητα δημιουργίας εμπιστεύματος χωρίς έγγραφο, δεν αμφισβητείται και εν πάση περιπτώσει δεν συνιστά και επίδικο θέμα.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η θέση του Εφόρου ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την ύπαρξη καταπιστεύματος δεν ευσταθεί. Ως τέτοια στοιχεία αναφέρει το πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο ο αποβιώσας διορίστηκε ως αντιπρόσωπος της θυγατέρας του, το πωλητήριο έγγραφο για το κτήμα στο Μενεού, την εγγυητική επιστολή της Λαϊκής Τράπεζας ημερ. 29.11.1989 στο όνομα της Elda για το ποσό που της ανήκε από την πώληση του μεριδίου της, την προεξόφληση από τη Lombard NatWest Bank Ltd του ποσού των πέντε συναλλαγματικών και τις επιστολές που ανταλλάγηκαν μεταξύ του λογιστή Ν. Γ. Ιωνίδη, φορολογικού συμβούλου της οικογένειας και της Κεντρικής Τράπεζας για αγορά Κρατικών Χρεωγράφων Αναπτύξεως, στο όνομα της Elda.
Τα τέσσερα πρώτα δεν νομίζω ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη καταπιστεύματος. Εκείνο το οποίο αποδεικνύεται είναι η πώληση του κτήματος στο Μενεού και η είσπραξη των χρημάτων. Δεν αποτελεί αυταπόδεικτο γεγονός ότι τα χρήματα κατέχονταν από τον αποβιώσαντα για λογαριασμό της θυγατέρας του. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πολλούς λόγους για τους οποίους τα χρήματα αυτά βρίσκονταν στο λογαριασμό του αποβιώσαντος. Τα έγγραφα αυτά δεν αποδεικνύουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη εμπιστεύματος, αλλά μόνο την πώληση του κτήματος και την είσπραξη του συγκεκριμένου ποσού.
Όσον αφορά τις επιστολές που ανταλλάγησαν μεταξύ του κ. Ιωνίδη και της Κεντρικής Τράπεζας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σ' αυτές δεν γίνεται καμιά απολύτως αναφορά στο όνομα της Elda ή στο όνομα του αποβιώσαντος. Η διατύπωση είναι γενική και διερευνάται, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε εξειδικευμένα γεγονότα, κατά πόσο η Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να εγκρίνει την κατοχή από ένα φυσικό πρόσωπο Κρατικών Χρεωγράφων, υπό μορφή εμπιστεύματος για άλλο. Όμως και αλλιώς να είχαν τα πράγματα και στις επιστολές να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην Elda και πάλιν δεν αποδεικνύεται το γεγονός της κατοχής των Χρεογράφων επί καταπιστεύματι.
Έτσι, θεωρώ ότι ο ισχυρισμός του Εφόρου ότι κανένα στοιχείο ή έγγραφο που να δικαιολογεί την ύπαρξη καταπιστεύματος δεν παρουσιάστηκε, είναι εύλογος υπό τις περιστάσεις.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα μιας φορολογικής απόφασης είναι η ίδια όπως σε οποιανδήποτε άλλη διοικητική απόφαση. Το Δικαστήριο δεν ασκεί διοίκηση και δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που είχε ενώπιόν του (Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376). Και η απόφαση του Εφόρου με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του στην παρούσα περίπτωση, ήταν λογικά εφικτή.
Ούτε ο ισχυρισμός ότι επειδή ο Έφορος δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στα έγγραφα που προσκομίστηκαν εκ μέρους της αιτήτριας, αποδεικνύεται ότι προτού καταλήξει στην απόφασή του δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ή μελέτη των σχετικών εγγράφων, ευσταθεί.
Ο φάκελος βρίθει αλληλογραφίας και η έλλειψη αναφοράς στα έγγραφα δεν αποδεικνύει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έλλειψη έρευνας. Δεν ενισχύει ούτε και τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Εφόρου δεν είναι αιτιολογημένη.
Ως προς τις 44 μετοχές που ο αποβιώσας κατείχε στην ιδιωτική εταιρεία Milford Holdings Ltd, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της αξίας τους σε £71.625 ήταν υπερβολική και έγινε χωρίς τη δέουσα έρευνα και χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 23(4) των περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμων του 1962-1997, όταν το εκτιμηθησόμενο περιουσιακό στοιχείο σύγκειται εκ μετοχών εταιρείας εγγεγγραμμένης στη Δημοκρατία, κατά τον καθορισμό της αξίας των μετοχών λαμβάνεται υπ' όψιν, μεταξύ άλλων παραγόντων και η κατά το χρόνο του θανάτου αγοραία αξία του ενεργητικού της εταιρείας.
Από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται ότι κατά τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ενεργητικού της εταιρείας λήφθηκε υπ΄ όψιν και το συμφέρον που αυτή είχε σε τέσσερις άλλες εταιρείες, οι υποχρεώσεις των εταιρειών αυτών και το καθαρό ενεργητικό της κάθε μιας.
Από τα ενώπιόν μου στοιχεία φαίνεται ότι η απόφαση του Εφόρου ως προς τη Milford Holdings Ltd, είναι εύλογη, αφού προηγήθηκε εμπεριστατωμένη έρευνα. Μάλιστα στις 25.10.2000 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του Νίκου Ιωνίδη και λειτουργού του Γραφείου Φόρου Κληρονομιών, κατά την οποία συζητήθηκε η όλη υπόθεση και ταυτόχρονα δόθηκαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην εκτίμηση των μετοχών του αποβιώσαντα.
Τέλος, υποβάλλεται παράπονο γιατί δεν ελήφθη υπ' όψιν κατά τον υπολογισμό της επιβληθείσας φορολογίας το ποσό των £1.000, που παρουσιάστηκε από την αιτήτρια ως απόδειξη της δωρεάς του ποσού αυτού στην Αρμενική Εκκλησία. Η αιτιολογία που δόθηκε για το μη συνυπολογισμό της δωρεάς αυτής ήταν ότι η απόδειξη ήταν διατυπωμένη στην αρμενική γλώσσα.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο κ. Λαζάρου ανάλαβε όπως ο Έφορος αναθεωρήσει τη φορολογία και λάβει υπ' όψιν το ποσό των £1.000, το οποίο η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι συνιστούσε δωρεά στην Αρμενική Εκκλησία.
Εν πάση περιπτώσει θεωρώ ότι είναι καθήκον του προσώπου που διεκδικεί μια φορολογική έκπτωση να την αποδεικνύει. Η απόδειξη στην αρμενική γλώσσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δέουσα απόδειξη, ούτε είχε ο Έφορος υποχρέωση να την μεταφράσει στα ελληνικά. Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.