ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 704
6 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EGNATIA FINANCIAL SERVICES (CYPRUS) LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 47/2003)
Διοικητική Πράξη ― Σύνθετη διοικητική ενέργεια ― Πριν από την περάτωσή της κάθε μίας από τις πράξεις που την αποτελούν διατηρεί τον εκτελεστό της χαρακτήρα και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ― Νομολογία και θεωρία ― Η περίπτωση των σταδίων διαδικασίας προσφορών με διαπραγμάτευση πριν ολοκληρωθεί οποιαδήποτε κατακύρωση.
Προσφορές ― Διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προκήρυξη, δυνάμει των Καν. 30(1)(δ) και 30(1)(ζ) των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99) ― Περιστάσεις εφαρμογής της στην κριθείσα περίπτωση.
Έννομο Συμφέρον ― Υποψήφιου προσφοροδότη σε διαδικασία με διαπραγμάτευση (Καν. 30 της Κ.Δ.Π. 104/99) να προσβάλει την μη συμπερίληψή του στον κατάλογο των προεπιλεγέντων.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έννομο συμφέρον ― Αυτεπάγγελτη εξέταση της ύπαρξης του από το Δικαστήριο ως θέματος δημόσιας τάξης.
Οι αιτητές προσέβαλαν την μη συμπερίληψή τους στον κατάλογο προεπιλεγέντων οίκων με τους οποίους θα διεξαγόταν διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί προκήρυξη, για την κατακύρωση προσφοράς πρόσληψης ειδικών εμπειρογνωμόνων για διεξαγωγή πλειστηριασμού για τη χορήγηση νέων αδειών κινητής τηλεφωνίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύνθετη διοικητική πράξη αποτελείται από περισσότερες των δύο πράξεις, οι οποίες, μετά την έκδοση της τελικής, χάνουν την αυτοτέλειά τους. Πριν όμως την περάτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, κάθε μια από αυτές τις πράξεις που την αποτελούν, διατηρεί το εκτελεστό του χαρακτήρα της και μπορεί να προσβληθεί χωριστά.
Η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράγματι εκτελεστή διοικητική πράξη.
2. Οι καθ' ων η αίτηση απέσυραν στο στάδιο των διευκρινίσεων την προδικαστική ένστασή τους ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος. Παρ' όλα αυτά, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως το θέμα γιατί πρόκειται περί θέματος δημόσιας τάξης. Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η προσφυγή τους θα πρέπει να απορριφθεί. Το Άρθρο 2 του Ν.102(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.45(Ι)/99, ορίζει ότι «διαδικασία με διαπραγμάτευση» σημαίνει διαδικασία που οδηγεί στην κατακύρωση σύμβασης δημοσίου κατά την οποία το δημόσιο απευθύνεται κατά καθορισμένο τρόπο σε πιθανούς προμηθευτές ή εργολάβους της επιλογής του και διαπραγματεύεται τους όρους της σύμβασης δημοσίου με έναν ή περισσότερους από αυτούς, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού.
Ο νομοθέτης ήθελε να δώσει κατ΄εξαίρεση τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτών και εργολάβων, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Βεβαίως, η επιλογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά υπό τις προϋποθέσεις, που τίθενται στον Κανονισμό 30 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 104/99. Έτσι έγινε και στην παρούσα περίπτωση.
Αφού ακριβώς κρίθηκε από την αρμόδια υπηρεσία, δηλαδή το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Προσφορών, ότι η διαδικασία που θα ακολουθείτο στην παρούσα περίπτωση θα ήταν κατ' εξαίρεση, η διαδικασία διαπραγμάτευσης, εφαρμόστηκαν τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα και δεν δημοσιεύτηκε η προκήρυξη διαγωνισμού. Αυτό σημαίνει πως δεν υπήρχε ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προσφοράς, όπως συμβαίνει στις συνήθεις προσφορές, όπου κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να συμμετάσχει.
Έτσι, προκύπτει ότι αφού οι αιτητές δεν επιλέγηκαν, δεν έχουν και έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση να μην συμπεριληφθούν στο σχετικό κατάλογο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,
Republic v. K.M.C. Motors Ltd (1986) 3 C.L.R. 1899.
Προσφυγή.
Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Ευγ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων με επιστολή του ημερ. 8.8.2002 προς το Γενικό Λογιστή, Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ζήτησε έγκριση για εφαρμογή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, δυνάμει των Κανονισμών 30(1)(δ) και 30(1)(ζ) των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 104/99, για πρόσληψη ειδικών εμπειρογνωμόνων για διεξαγωγή πλειστηριασμού για τη χορήγηση νέων αδειών κινητής τηλεφωνίας.
Στην επιστολή αναφερόταν και αριθμός οίκων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Μετά την απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών να αναβάλει την περαιτέρω εξέταση του θέματος για να γίνει προσπάθεια εξεύρεσης και άλλων οίκων οι οποίοι αναμενόταν ότι τηρούσαν τις προϋποθέσεις, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ζήτησε, στις 27.11.2002, από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, έγκριση για εφαρμογή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης με δώδεκα οίκους, οι οποίοι κατόπιν διερεύνησης, φαινόταν να έχουν τη δυνατότητα να συμβληθούν με κατάλληλα εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες για την παροχή των απαιτουμένων υπηρεσιών.
Κατά τη συζήτηση του θέματος στις 4.12.2002 τέθηκε υπ' όψιν του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (στο εξής «το Συμβούλιο»), ότι οι αιτητές, με επιστολή τους ημερ. 3.12.2002, ζητούσαν όπως συμπεριληφθούν στον κατάλογο των πιθανών προσφοροδοτών.
Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η επιστολή των αιτητών ήταν εκτός διαδικασίας και θα έπρεπε να μη ληφθεί υπ' όψιν. Στη συνέχεια, προχώρησε και ενέκρινε την εισήγηση όπως για την πρόσληψη ειδικών εμπειρογνωμόνων για διεξαγωγή πλειστηριασμού για τη χορήγηση νέων αδειών τηλεφωνίας κληθούν να υποβάλουν προσφορά, με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, οι δώδεκα οίκοι που καταγράφονταν στο παράρτημα της επιστολής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ημερ. 27.11.2002.
Στις 9.1.2003 το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων πληροφόρησε τους αιτητές σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός τους. Οι αιτητές απάντησαν με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Με απασχόλησε κατ' αρχάς κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη ή όχι. Οι συνήγοροι και των δύο πλευρών, που αγόρευσαν χωριστά επί του θέματος, συμφώνησαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όντως εκτελεστή διοικητική πράξη.
Από το Άρθρο 2 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997, Ν.102(Ι)/97 και του Κανονισμού 30 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 104/99, προκύπτει ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης ολοκληρώνεται με την κατακύρωση σύμβασης δημοσίου.
Στην παρούσα περίπτωση η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε αφού δεν είχε, μέχρι και την καταχώρηση της προσφυγής, γίνει η κατακύρωση σύμβασης του δημοσίου, που είναι και η τελική πράξη. Συμπληρώθηκαν απλώς κάποια στάδια.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύνθετη διοικητική πράξη αποτελείται από περισσότερες των δύο πράξεις, οι οποίες, μετά την έκδοση της τελικής, χάνουν την αυτοτέλειά τους. Στην υπόθεση Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, 68, κρίθηκε ότι προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης, ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης, έστω και αν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο. Η τελική πράξη απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία, τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους. Πριν όμως την περάτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, κάθε μια από αυτές τις πράξεις που την αποτελούν, διατηρεί το εκτελεστό του χαρακτήρα της και μπορεί να προσβληθεί χωριστά (βλέπε επίσης Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, 896-897).
Ο Θ. Τσάτσος στο σύγγραμμα «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση, σελ. 151, 152, ρητά αναφέρει ότι «προ της περατώσεως της συνθέτου διοικητικής ενεργείας εκάστη εκ των βαθμιαίως συναρμολογουμένων πράξεων διατηρεί τον εκτελεστόν αυτής χαρακτήρα και είναι προσβλητή κεχωρισμένως. Αφ' ης όμως η σύνθετος διοικητική ενέργεια περατωθεί, αποβαίνει απαράδεκτος η προσβολή δι' αιτήσεως ακυρώσεως της αρχικής ή μεμονωμένης των ενδιαμέσων πράξεων, αίτινες αποβάλλουσι πλέον τον αυτοτελώς εκτελεστόν αυτών χαρακτήρα».
Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράγματι εκτελεστή διοικητική πράξη και γι' αυτό θα προχωρήσω στην εξέτασή της.
Οι καθ' ων η αίτηση απέσυραν στο στάδιο των διευκρινίσεων την προδικαστική ένστασή τους ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος. Παρ' όλα αυτά, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως το θέμα γιατί πρόκειται περί θέματος δημόσιας τάξης, (Republic v. K.M.C. Motors Ltd (1986) 3 C.L.R. 1899). Έχω καταλήξει ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η προσφυγή τους θα πρέπει να απορριφθεί. Το Άρθρο 2 του Ν.102(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.45(Ι)/99, ορίζει ότι «διαδικασία με διαπραγμάτευση» σημαίνει διαδικασία που οδηγεί στην κατακύρωση σύμβασης δημοσίου κατά την οποία το δημόσιο απευθύνεται κατά καθορισμένο τρόπο σε πιθανούς προμηθευτές ή εργολάβους της επιλογής του και διαπραγματεύεται τους όρους της σύμβασης δημοσίου με έναν ή περισσότερους από αυτούς, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού.
Επισημαίνεται η εξουσία που παρέχεται από το νόμο στο Δημόσιο να απευθύνεται σε προμηθευτές της επιλογής του, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Ο νομοθέτης ήθελε να δώσει κατ' εξαίρεση τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτών και εργολάβων, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού. Βεβαίως, η επιλογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά υπό τις προϋποθέσεις, που τίθενται στον Κανονισμό 30 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 104/99. Έτσι έγινε και στην παρούσα περίπτωση.
Αφού ακριβώς κρίθηκε από την αρμόδια υπηρεσία, δηλαδή το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Προσφορών, ότι η διαδικασία που θα ακολουθείτο στην παρούσα περίπτωση θα ήταν κατ' εξαίρεση, η διαδικασία διαπραγμάτευσης, εφαρμόστηκαν τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα και δεν δημοσιεύτηκε η προκήρυξη διαγωνισμού. Αυτό σημαίνει πως δεν υπήρχε ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προσφοράς, όπως συμβαίνει στις συνήθεις προσφορές, όπου κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να συμμετάσχει.
Έτσι, προκύπτει ότι αφού οι αιτητές δεν επιλέγηκαν, δεν έχουν και έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση να μην συμπεριληφθούν στο σχετικό κατάλογο.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.