ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 677

30 Aυγούστου, 2004

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΤΩΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 293/2003

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κατά πόσο είναι δυνατή η δημοσίευση (προκήρυξη) της θέσης του Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, παρόλο που είναι θέση προαγωγής.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προφορική συνέντευξη ― Κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης σε αυτήν ― Κρίθηκε ότι δεν εφαρμόστηκαν εξωγενή κριτήρια στην κριθείσα περίπτωση.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Πρόσθετα προσόντα ― Κατά πόσο είναι δυνατή η απόδοση μονάδων σε υποψήφιο για πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν προνοούνται στο σχέδιο υπηρεσίας ― Άρθρο 35Β(4)(β) την περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002 ― Ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αύξηση των μονάδων των υποψηφίων από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μετά από την ενώπιόν της προφορική συνέντευξη ― Κατά πόσο πρέπει να συνεκτιμώνται κατά την αύξηση και τα συνολικά υπηρεσιακά δεδομένα των υποψηφίων πέραν της απόδοσης κατά την συνέντευξη ― Ειδικά το ζήτημα της έλλειψης, η μη, αιτιολογίας της τελικής απόφασης της Ε.Ε.Υ. η οποία βασίζεται αποκλειστικά στο ποιος υποψήφιος συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες ― Συνδυασμένη ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, ιδιαίτερα μετά την τροποποίησή του που επέφερε ο Ν.44(Ι)/99, και εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης για την Πληροφορική/Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Στην αγόρευση του ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να προκηρύξει τη θέση κάτι που δεν προβλέπεται από το Άρθρο 26 του Νόμου (οι περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι του 1969-2002) αφού ήταν θέση προαγωγής και έπραξε τούτο χωρίς να δώσει λόγους.  Η αιτιολογία ήταν θέμα χρηστής διοίκησης.

     Όμως με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 25(3), 26(1) και 35Β του Νόμου όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99, φαίνεται ότι ήταν δυνατή και η δημοσίευση.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Άρθρου 35Β(11) του Νόμου.  Εν πάση όμως περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά οι υποψήφιοι ήσαν 3 και ήδη υπηρετούσαν στην υπηρεσία, το γεγονός της δημοσίευσης δεν είχε καμιά δυσμενή επίπτωση για τον αιτητή.  Έτσι αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

2.  Η καθ' ης η αίτηση δεν παραβίασε το Άρθρο 35Β του νόμου με το να αυξήσει τις μονάδες του ε.μ. για τον ισχυριζόμενο λόγο ότι εφάρμοσε εξωγενή κριτήρια.

3.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι κακώς η Σ.Ε. έδωσε στο ε.μ. 3 μονάδες ως κατόχου προσθέτου προσόντος αφού τέτοιο προσόν δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, πράγματι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν γίνεται αναφορά σε πρόσθετα προσόντα.  Το ερώτημα είναι αν καλύπτεται η περίπτωση από τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(4)(β) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99) όπως ισχυρίζονται η καθής η αίτηση και το ε.μ. 

     Εφαρμόζοντας τη γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω πρόνοιας είναι φανερό ότι η εξουσία αυτή της Σ.Ε. είναι ανεξάρτητη από το τι απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Μάλλον ενσωματώνει την αρχή που καθιέρωσε και η νομολογία ότι πρόσθετα προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, μπορεί να έχουν κάποια βαρύτητα υπέρ του υποψηφίου που κατέχει αυτά μέσα στο γενικό κριτήριο του καταλληλότερου υποψηφίου.  Κατά συνέπεια δεν υπάρχει νομικό ή πραγματικό σφάλμα στην απόφαση της Σ.Ε. να δώσει στο ε.μ. τις 3 μονάδες αφού αυτός κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο (Μαστερ) δηλαδή το Maitrise. 

4.  Άλλος λόγος ακυρώσεως ήταν ότι δεν υπάρχει αιτιολογία γιατί ο αιτητής πήρε μόνο μια μονάδα από τη συνέντευξη από την Ε.Ε.Υ. και 2 από τον εκπρόσωπο του Διευθυντή ενώ στο ε.μ η Ε.Ε.Υ. έδωσε 2,50 μονάδες.  Επίσης η Ε.Ε.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο θέμα αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον αιτητή.

     Από τα πρακτικά εν προκειμένω φαίνεται ότι το παράπονο είναι ιδιαίτερα για το πρώτο κριτήριο δηλαδή, την Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, στα οποία ενώ η περιγραφή είναι σχεδόν πανομοιότυπη (απλά για τον αιτητή περιγράφεται ως «σχεδόν καλά» ενώ για το ε.μ. ως «σχεδόν πολύ καλά») καταλήγει η Ε.Ε.Υ. να δώσει 0.20 μονάδες στον αιτητή και 0.50 στο ε.μ. κάτι που μαζί με άλλες βαθμολογίες οδήγησε σε τελική υπεροχή του ε.μ. κατά 0,34 μονάδες γεγονός στο οποίο φαίνεται να έδωσε η Ε.Ε.Υ. πολύ μεγάλη έμφαση για να τον θεωρήσει ως τον πιο κατάλληλο.  Αυτό φαίνεται από το όλο σκεπτικό της απόφασης, όπου η Ε.Ε.Υ. καταλήγει ότι αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στο ε.μ. «που συγκεντρώνει τις περισσότερες μονάδες».

Είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι τουλάχιστον όσον αφορά την Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα από τον χαρακτηρισμό που η Ε.Ε.Υ. προέβη για τον καθένα δεν έπρεπε να έχουν τόση μεγάλη διαφορά αλλά περίπου την ίδια βαθμολογία.  Η διαφοροποίηση είναι τέτοια που δίνει προβάδισμα κατά 0.30 από το τελικό 0.34 στο ε.μ.  Παράπονο διατυπώνεται και για το κριτήριο «κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων» αφού στον αιτητή δόθησαν μόνο 0.10 μονάδες ενώ στο ε.μ. 0.50 μονάδες.  Εδώ η αιτιολόγηση, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του καθενός, είναι τέτοια που δείχνει μια εικόνα που δικαιολογεί καλύτερη βαθμολογία για το ε.μ.  Τώρα αν η διαφορά έπρεπε να ήταν 0.30 για την πρώτη περίπτωση ή 0.40 για τη δεύτερη ή λιγότερη, αυτό είναι θέμα που σύμφωνα με τη νομολογία δεν ελέγχεται από το δικαστήριο.

Με βάση τα πιο πάνω δεν υπήρχε παρανομία στο ότι δόθηκε ένα προβάδισμα σε μονάδες στο ε.μ.  Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απόφαση της Ε.Ε.Υ. που στηρίχτηκε αποκλειστικά στο ότι το ε.μ. είχε συγκεντρώσει περισσότερες μονάδες (δηλαδή 0.34 περισσότερες από τον αιτητή) ήταν εύλογα επιτρεπτή.

     Ο παράγων της συνέντευξης είναι συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και όχι το κύριο στοιχείο.

     Αυτό προβλέπεται και στο Άρθρο 35Β (10)(α) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002.

Με βάση όμως το νέο Άρθρο 35Β(10)(β) (του οποίου η τροποποίηση με το Ν.44(Ι)/99 προφανώς έγινε μετά από τις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είχαν προηγηθεί) για σκοπούς αύξησης των μονάδων από την Ε.Ε.Υ. όπως φαίνονται στον κατάλογο που κατήρτισε η Σ.Ε. με βάση το Άρθρο 35Β(4), τίθενται τώρα κριτήρια και δεν υπάρχει πρόνοια ότι η Ε.Ε.Υ θα πρέπει να συμβουλεύεται ξανά το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο στην τελική της απόφαση η Ε.Ε.Υ. έπρεπε να αναφέρει ξανά ότι για να καταλήξει στην προαγωγή του ε.μ. έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων καθώς και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και γενικά τα προσόντα και πείρα τους, κάτι που δεν αναφέρει στην απόφασή της, ή αν ήταν αρκετό να βασιστεί μόνο στο ότι το ε.μ. συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες (όπως έπραξε) έστω και αν το προβάδισμα ήταν ελάχιστο (0,34 μονάδες).

     Το θέμα αυτό απασχόλησε το Δικαστήριο σε μεγάλο βαθμό.  Αν θα εξετάζετο τούτο  με βάση τη νομολογία που ίσχυε πριν τη θέσπιση του Νόμου 44(1)/99, η απόφαση της καθ' ης η αίτηση που βασίστηκε μόνο στο ότι το ε.μ. «συγκεντρώνει τις περισσότερες μονάδες» χωρίς καμιά απολύτως αναφορά στα προσόντα, πείρα και περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, δεν θα ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Όμως με βάση το λεκτικό του Άρθρου 35Β(10)(β) που καλύπτει την παρούσα περίπτωση (σε αντιδιαστολή με το 35Β(10)(α)), φαίνεται ότι τώρα (μετά δηλαδή το νόμο 44(1)/99) η Ε.Ε.Υ. δεν είναι υπόχρεη να εξετάζει ξανά και να κάμνει ειδική αναφορά στους Προσωπικούς Φακέλους και Φακέλους Υπηρεσιακών Εκθέσεων κάτι όμως που έχει υποχρέωση να πράττει ακόμη όσον αφορά τις περιπτώσεις του Άρθρου 35Β(10)(α).  Το Άρθρο 35Β(10) διέπει τη λήψη της τελικής απόφασης από την Ε.Ε.Υ. σχετικά με την επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων.  Τούτο φαίνεται από το όλο λεκτικό του εν λόγω Άρθρου αλλά και από τον πλαγιότιτλό του.

         Παρόλο που η λόγω ερμηνεία φαίνεται να είναι κάπως παράλογη και σε αντίθεση με τη νομολογία που ίσχυε πριν το νόμο 44(1)/99, εντούτοις το καθήκον του δικαστηρίου είναι όπως, εκεί που η φράση του Νόμου είναι σαφής και όχι διφορούμενη, να εφαρμόσει αυτή ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα είναι παράλογο ή άδικο ή επιζήμιο.  Τώρα αν η διαφοροποίηση του Άρθρου 35Β(10)(α) από το 35Β(10)(β) ήταν σκόπιμη ή όχι δεν είναι θέμα που εξετάζει το δικαστήριο.  Η προαναφερθείσα επιφύλαξη του Άρθρου 35Β(10)(α) δηλαδή «εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας» έπρεπε να ήταν μετά το κείμενο της παραγράφου (β) του Άρθρου 35Β(10) και με τρόπο που να καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις ή στο Άρθρο 35Β(10)(β) να υπήρχαν κριτήρια όπως αυτά του Άρθρου 35Β(10)(α)(ι)(ιι)(ιιι).  Τούτο όμως είναι θέμα της νομοθετικής εξουσίας.

     Με βάση τα πιο πάνω εφόσον η απόφαση της Ε.Ε.Υ. έχει αιτιολογία που στηρίζεται και συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(10)(β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002, δεν έχει αποδειχθεί καλός λόγος για ακύρωσή της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 (Στ) Α.Α.Δ. 4499,

Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1503,

Καψού ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 574,

Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124,

Αντωνίου ν. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 764,

Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,

Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 298,

Πίπη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 1242,

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Ε.Υ. ν. Λοϊζου (2000) 3 Α.Α.Δ. 283,

Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. ν. Πουλλή (2000) 3 Α.Α.Δ. 597,

Kanaris ν. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της καθ' ης η αίτηση (Ε.Ε.Υ.) που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 28/2/03 με την οποία προήγαγε τον Γεώργιο Αντωνίου, ενδιαφερόμενο μέρος (στο εξής ε.μ.) στη μόνιμη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης για την Πληροφορική/Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών αντί του αιτητή ως παράνομη, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Στην αίτηση διατυπώνονται 20 νομικά σημεία που μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α)  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το νόμο, τους κανονισμούς και το Σύνταγμα καθώς και τη νομολογία και αρχές της χρηστής διοίκησης.  Λήφθηκε σε διαδικασία που πάσχει αφού στηρίχθηκε σε γεγονότα και/ή ενέργειες που προήλθαν από άλλα όργανα και με τρόπο που η Ε.Ε.Υ. θεώρησε τον εαυτό της ως δέσμια αντί να ασκήσει διακριτική ευχέρεια.

(β) η Ε.Ε.Υ. ενήργησε κατά προφανή κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, με πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα παραγνωρίζοντας την καταφανή υπεροχή του αιτητή έναντι του ε.μ. σε προσόντα, αρχαιότητα, πείρα και αξία και αποφάσισε την προαγωγή του ε.μ. χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή αιτιολογία υποβάλλοντας έτσι τον αιτητή σε άνιση μεταχείριση. 

Η καθ' ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση με την οποία ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι νόμιμη, ορθή και δεόντως αιτιολογημένη και ότι λήφθηκε μετά από επαρκή έρευνα όλων των σχετικών νομικών και πραγματικών στοιχείων της υπόθεσης.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένσταση.  Ενόψει του ότι στην αίτηση είναι πολύ περιληπτικά, προτιμώ να πάρω τα γεγονότα από την ένσταση τα οποία καλύπτουν και αυτά της αίτησης.  Αυτά έχουν ως εξής:

(1)  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με έγγραφο του με αρ. Φακ. 15.21.03 και ημερ. 25.6.02 διαβίβασε έγκριση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση μεταξύ άλλων θέσεων και μιας θέσης Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την Πληροφορική/Επιστήμη Η.Υ.

(2)  Στις 26/6/02 η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε την προκήρυξη της εν λόγω θέσης που είναι προαγωγής, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδας της Δημοκρατίας.  Για την εν λόγω θέση υποβλήθηκαν 3 αιτήσεις.

(3)  Σύμφωνα με το Άρθρο 35Β των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002 κατάλογος όλων των αιτητών, μαζί με τις αιτήσεις, αντίγραφο της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων των αιτητών διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης ο οποίος είναι ο Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με έγγραφο του με αρ. Φακ. 15.21.22.22 ημερ. 8/8/02 διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) μαζί με τον κατάλογο των υποψηφίων τους οποίους συστήνει ως ακολούθως: 

Π.Μ.Π.         Επώνυμο        Όνομα         Σύνολο Μονάδων

7429            Κτωρίδης        Ιωάννης      182,08 (αιτητής)

8408            Αντωνίου        Γεώργιος    180,92 (ε.μ.)

8407            Μιχαηλίδης     Θεοχάρης   180,92

Για τους Γεώργιο Αντωνίου (ε.μ.) και Μιχαηλίδη Θεοχάρη η Σ.Ε. έκρινε ότι δικαιούντο και 3 μονάδες για κατοχή πρόσθετου προσόντος (maitrise) σύμφωνα με το Άρθρο 35Β (4) του Νόμου όπως τροποποιήθηκε 44(1)/99.

(4)  Επειδή δεν υποβλήθηκε καμιά ένσταση για την έκθεση της Σ.Ε., η Ε.Ε.Υ. στις 25/9/02 προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που υπέβαλε η Σ.Ε. και διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις πρόνοιες του οικείου Σχεδίου υπηρεσίας.  Συγκεκριμένα κατάληξε ότι:

(α)   όλοι έχουν ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία τους δίνουν δικαίωμα διορισμού σε θέση καθηγητή στην κλίμακα Α8-Α10.

(β)   Όλοι έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία 12 τουλάχιστον ετών από τα οποία 5 σε θέση καθηγητή σε δημόσια σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου στην καθορισμένη ειδικότητα.

(5)  Ακολούθως η Ε.Ε.Υ.  κατάρτισε σύμφωνα με το εδ. (8) του Άρθρου 35Β των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-2002 τον τελικό κατάλογο υποψηφίων.  Η Ε.Ε.Υ. στη συνέχεια αποφάσισε σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35Β(9) του πιο πάνω νόμου και κάλεσε τους εν λόγω υποψηφίους σε προφορική συνέντευξη που έγινε στις 23/10/02.  Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων η Ε.Ε.Υ. προκαθόρισε την βαρύτητα η οποία θα δοθεί στα κριτήρια που προβλέπει η νομοθεσία (Άρθρο 35Β(10)(β).  Στη συνέντευξη ήταν παρών και ο κ. Μάριος Βασιλείου, Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης ως εκπρόσωπος του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης ο οποίος και εξέφρασε την κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων δίνοντας 2 μονάδες για τον αιτητή, 2,50 για το ε.μ. και 1 για το Θεοχάρη Μιχαηλίδη.  Η Ε.Ε.Υ. ανάβαλε τη συνεδρία για περαιτέρω συζήτηση στις 1/11/02 και αφού προέβη και η ίδια στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις έδωσε ακόμα μια μονάδα στον αιτητή χαρακτηρίζοντας την απόδοση ως «σχεδόν καλά» και στο ε.μ. 2,50 μονάδες χαρακτηρίζοντας την απόδοση του ως «σχεδόν πολύ καλά».  Ως «σχεδόν καλά» και με 1 μονάδα χαρακτηρίστηκε και ο 3ος υποψήφιος Μιχαηλίδης Θεοχάρης.  Τελικά η Ε.Ε.Υ. πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση (Παράρτημα Ζ στην ένσταση) προσφέροντας προαγωγή στη θέση του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης από 16/12/02 στο ε.μ. Γεώργιο Αντωνίου, ο οποίος συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες, η οποία απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 28/2/03.  Στις 24/3/03 καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση.

Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε με γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινίσεις.

Στην αγόρευση του ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να προκηρύξει τη θέση κάτι που δεν προβλέπεται από το Άρθρο 26 του Νόμου αφού ήταν θέση προαγωγής και έπραξε τούτο χωρίς να δώσει λόγους.  Η αιτιολογία ήταν θέμα χρηστής διοίκησης.

Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις.  Είμαι της άποψης ότι με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 25(3), 26(1) και 35Β του Νόμου όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99, φαίνεται ότι ήταν δυνατή και η δημοσίευση.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Άρθρου 35Β(11) του Νόμου. Εν πάση όμως περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά οι υποψήφιοι ήσαν 3 και ήδη υπηρετούσαν στην υπηρεσία, κρίνω ότι το γεγονός της δημοσίευσης δεν είχε καμιά δυσμενή επίπτωση για τον αιτητή.  Έτσι αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων ο συνήγορος του αιτητή τόνισε το γεγονός ότι ο πελάτης του ενώπιον της Σ.Ε. έχει συγκεντρώσει 182,08 μονάδες ενώ το ε.μ. 180,92.  Πήρε 180,92 το ε.μ. διότι του πιστώθηκαν, κακώς, 3 μονάδες ως δήθεν κατόχου πρόσθετου προσόντος παρόλο ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν προβλέπει για τέτοιο προσόν.  Τούτο αποτελεί πλάνη της Σ.Ε. η οποία πλάνη, συνεχίστηκε και ενώπιον της Ε.Ε.Υ.  Όμως και αν ακόμη καταλήξουμε πως ορθά πιστώθηκε το ε.μ. με τις 3 μονάδες, παραμένει γεγονός ότι ο αιτητής είχε ψηλότερη βαθμολογία την οποία όμως η Ε.Ε.Υ. ανέτρεψε αυθαίρετα κατά την ενώπιον της συνέντευξη, αφού έδωσε τώρα περισσότερες μονάδες στο ε.μ.  Για την απόφαση της αυτή έλαβε εξωνομικά κριτήρια όπως η χρήση της λέξης «ορθοέπεια» την ερμηνεία της οποίας είναι αμφίβολο να γνώριζαν οι υποψήφιοι. 

Καταρχήν σημειώνω ότι η λέξη «ορθοέπεια» δεν είναι ανακάλυψη της καθής η αίτηση αλλά συναντάται στο Άρθρο 35Β του Νόμου όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99 και συμπεριλαμβάνεται στα κριτήρια για σκοπούς αύξησης μέχρι 6 των μονάδων του κάθε υποψηφίου. Μάλιστα για τον αιτητή στο θέμα «γλωσσική επάρκεια» στο οποίο περιλαμβάνεται και η «ορθοέπεια» δόθηκε ψηλότερη βαθμολογία (0.30) σε σύγκριση με άλλα θέματα.  Όμως και οι υπόλοιπες λέξεις που χρησιμοποίησε η καθής η αίτηση για τις οποίες υπάρχει παράπονο όπως «άνετη παρουσία», «ευελιξία», «προσαρμοστικότητα» ή «ορθοφωνία», δεν είναι ανακάλυψη της καθής η αίτηση αλλά του νομοθέτη.  Οι πρώτες τρεις είναι μέρος του κριτηρίου «προσωπικότητας» και η άλλη (ορθοφωνία) μέρος της «γλωσσικής επάρκειας». 

Καταλήγω λοιπόν ότι η καθ' ης η αίτηση δεν παραβίασε το Άρθρο 35Β του νόμου με το να αυξήσει τις μονάδες του ε.μ. για τον ισχυριζόμενο λόγο ότι έλαβε εξωγενή κριτήρια.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι κακώς η Σ.Ε. έδωσε στο ε.μ. 3 μονάδες ως κατόχου προσθέτου προσόντος αφού τέτοιο προσόν δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, παρατηρώ τα εξής:  Πράγματι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν γίνεται αναφορά σε πρόσθετα προσόντα.  Το ερώτημα είναι αν καλύπτεται η περίπτωση από τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(4)(β) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99) όπως ισχυρίζονται η καθής η αίτηση και το ε.μ. 

Το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει ως εξής:

«(4)  όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας, η οποία θα καθορίζεται με την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

(α) .................................................................................................

(β) προσόντα: 

1 έως 5 μονάδες, που δίδονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση της, για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης ως ακολούθως:

(ι)   5 μονάδες για διδακτορικό τίτλο

(ιι)  3 μονάδες για μεταπτυχιακό τίτλο «Μαστερ»

(ιιι) 2 μονάδες για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή πτυχίο

       διάρκειας ενός τουλάχιστον ακδημαϊκού έτους

(ιv) 0,5-1 μονάδα για άλλο πρόσθετο προσόν:

Νοείται ότι για τον ίδιο ή ισότιμο τίτλο,

δίπλωμα, πτυχίο ή άλλο πρόσθετο προσόν

απονέμονται πάντα ίσες μονάδες

Νοείται ........................................»

Εφαρμόζοντας τη γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω πρόνοιας είναι φανερό ότι η εξουσία αυτή της Σ.Ε. είναι ανεξάρτητη από το τι απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Μάλλον ενσωματώνει την αρχή που καθιέρωσε και η νομολογία ότι πρόσθετα προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, μπορεί να έχουν κάποια βαρύτητα υπέρ του υποψηφίου που κατέχει αυτά μέσα στο γενικό κριτήριο του καταλληλότερου υποψηφίου.  Καταλήγω λοιπόν ότι δεν υπάρχει νομικό ή πραγματικό σφάλμα στην απόφαση της Σ.Ε. να δώσει στο ε.μ. τις 3 μονάδες αφού αυτός κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο (Μαστερ) δηλαδή το Maitrise. 

Άλλος λόγος ήταν ότι δεν υπάρχει αιτιολογία γιατί ο αιτητής πήρε μόνο μια μονάδα από τη συνέντευξη από την Ε.Ε.Υ. και 2 από τον εκπρόσωπο του Διευθυντή ενώ στο ε.μ η Ε.Ε.Υ. έδωσε 2, 50 μονάδες.  Επίσης η Ε.Ε.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο θέμα αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον αιτητή.

Στο Παράρτημα Ζ στην ένσταση (πρακτικά ημερ. 1/11/02 που περιέχουν και την επίδικη απόφαση) η Ε.Ε.Υ. δηλώνει ότι προβαίνει σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις που έγιναν στις 23/10/02 με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη νομοθεσία, Άρθρο 35Β(10)(β) και αναφέρει τα ακόλουθα όσον αφορά τον αιτητή και ε.μ.:

«Κτωρίδης Ιωάννης

i. Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολικά θέματα:  (0,20 μονάδες)

Έχει σχεδόν καλή παιδαγωγική ενημέρωση γύρω από το θέμα «ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ως εργαλείο μάθησης», εξηγώντας μερικούς συγκεκριμένους τρόπους πρόσκτησης της γνώσης μέσω των Η.Υ.

ii.  Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης:  (0,20 μονάδες)

Έχει σχεδόν καλή αντίληψη του ρόλου του Βοηθού Διευθυντή όσον αφορά την επιμόρφωση διδακτικού προσωπικού στην ειδικότητα, αν και υστέρησε στη γενική αντίληψη των επιδιώξεων στους επί μέρους τομείς και στην περιγραφή συγκεκριμένων στόχων.

iii. Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων:  (0,10 μονάδες)

Τοποθετείται στο πρόβλημα αξιοποίησης των κοινών διαγωνισμάτων χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια εμβάθυνσης ή κριτικής ανάλυσης επί μέρους πτυχών και χωρίς επισήμανση συγκεκριμένων μέτρων γι' αντιμετώπιση του προβλήματος.

iv.  Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης θέσεων και απόψεων:  (0,10 μονάδες)

Ο βαθμός επικοινωνίας ήταν μέτριος, γιατί υστέρησε στο συσχετισμό ερωτήσεων-απαντήσεων και περιορίστηκε μόνο σε εμπειρική και απλοϊκή τεκμηρίωση.

v.  Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία):  (0,10 μονάδες)

Η παρουσία του χαρακτηριζόταν από κάποια υποτονικότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης για τις απόψεις που εξέφρασε.

vi. Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια: (0,30 μονάδες)

Ο χειρισμός της γλώσσας ήταν πολύ καλός με εξαίρεση κάποιες αδυναμίες στην ορθοφωνία και την ανάπτυξη απρόσκοπτου λόγου

Γενικός Χαρακτηρισμός:  Σχεδόν καλά (1,00)

Αντωνίου Γεώργιος  (ΠΜΠ. 8408)

i.  Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα:  (0,50 μονάδες)

Έχει σχεδόν πολύ καλή παιδαγωγική ενημέρωση γύρω από το θέμα «ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ως εργαλείο μάθησης», επισημαίνοντας μερικές πρακτικές εφαρμογές στα διάφορα μαθήματα.

ii.  Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης:  (0,40 μονάδες)

Έχει καλή αντίληψη των καθηκόντων της θέσης όσον αφορά την επιμόρφωση προσωπικού, αν και υστερεί σε κάποιο βαθμό στην επαρκή ανάπτυξη και επεξήγηση επί μέρους ενεργειών και στόχων καθώς και στην ένταξη τους σε συγκεκριμένο σχέδιο πραγμάτωσής τους.

iii.  Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων:  (0,50 μονάδες)

Η προσέγγιση του προβλήματος της αξιοποίησης των κοινών διαγωνισμάτων όλων των ειδικοτήτων ήταν σχεδόν πολύ καλή, επισημάνθηκαν αρκετά από τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και διατυπώθηκαν μερικές εισηγήσεις με κάποια κριτική εμβάθυνση σε ορισμένες από τις πτυχές του.

iv.  Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης θέσεων και απόψεων:  (0,50 μονάδες)

Κατανοεί σχεδόν πολύ καλά τις ερωτήσεις και δίνει εύστοχες σχεδόν απαντήσεις και μέσα στα πλαίσια του ζητούμενου, με μερικές ωστόσο αδυναμίες στην τεκμηρίωση των απόψεων με βάση τις θεωρίες της παιδαγωγικής επιστήμης.

v. Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία):  (0,30 μονάδες)

Η παρουσία του ήταν πολύ καλή, φάνηκε άνθρωπος με αρκετές ώριμες θέσεις στις οποίες ωστόσο δεν έμεινε προσκολλημένος, όταν αυτό επιβαλλόταν από την όλη συζήτηση, αλλά προχωρούσε και διατύπωνε άλλες συμβιβαστικές.

vi. Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια):  (0,30 μονάδες)

Χειρίζεται πολύ καλά τη γλώσσα με μερικές αδυναμίες στην ορθοφωνία και την ανάπτυξη απρόσκοπτης έκφρασης.

Γενικός Χαρακτηρισμός:  Σχεδόν πολύ καλά (2,50)

.........................................................................................................

Στη συνέχεια η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη:

i.  τις μονάδες που η Συμβουλευτική Επιτροπή κατένειμε σε κάθε υποψήφιο και μετά από έλεγχο της νομιμότητας του καταλόγου και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλέπε Άρθρο 35Β (8)), και

ii.  τις μονάδες που η Επιτροπή έδωσε κατά την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη,

προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων και με βάση τις πιο πάνω μονάδες (ι) και (ιι) διαμορφώνει το σύνολο των μονάδων ενός εκάστου των υποψηφίων, όπως φαίνεται πιο κάτω:

ΠΜΠ.             ΕΠΩΝΥΜΟ          ΟΝΟΜΑ         ΜΟΝΑΔΕΣ      ΜΟΝΑΔΕΣ    ΣΥΝΟΛΟ

                                      ΣΥΜ.ΕΠ. ΣΥΝΕΝΤ.  ΜΟΝΑΔΩΝ

7429 Κτωρίδης  Ιωάννης                  182,08     1,00     183,08

8408 Αντωνίου  Γεώργιος                180,92     2,50     183,42

8407 Μιχαηλίδης             Θεοχάρης 180,92     1,00     181,92

5.  Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 16ης Δεκεμβρίου 2002 στον κο Γεώργιο Αντωνίου (ΠΜΠ 8408) καθηγητή Πληροφορικής/Επιστήμης Η.Υ. που συγκεντρώνει περισσότερες μονάδες.»

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το παράπονο είναι ιδιαίτερα για το πρώτο κριτήριο δηλαδή, την Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, στα οποία ενώ η περιγραφή είναι σχεδόν πανομοιότυπη (απλά για τον αιτητή περιγράφεται ως «σχεδόν καλά» ενώ για το ε.μ. ως «σχεδόν πολύ καλά») καταλήγει η Ε.Ε.Υ. να δώσει 0.20 μονάδες στον αιτητή και 0.50 στο ε.μ. κάτι που μαζί με άλλες βαθμολογίες οδήγησε σε τελική υπεροχή του ε.μ. κατά 0,34 μονάδες γεγονός στο οποίο φαίνεται να έδωσε η Ε.Ε.Υ. πολύ μεγάλη έμφαση για να τον θεωρήσει ως τον πιο κατάλληλο.  Αυτό φαίνεται από το όλο σκεπτικό της απόφασης, που παρέθεσα πιο πάνω, όπου η Ε.Ε.Υ. καταλήγει ότι αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στο ε.μ. «που συγκεντρώνει τις περισσότερες μονάδες».

Συμφωνώ με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι τουλάχιστον όσον αφορά την Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα από τον χαρακτηρισμό που η Ε.Ε.Υ. προέβη για τον καθένα δεν έπρεπε να έχουν τόση μεγάλη διαφορά αλλά περίπου την ίδια βαθμολογία.  Η διαφοροποίηση είναι τέτοια που δίνει προβάδισμα κατά 0.30 από το τελικό 0.34 στο ε.μ.  Παράπονο διατυπώνεται και για το κριτήριο «κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων» αφού στον αιτητή δόθησαν μόνο 0.10 μονάδες ενώ στο ε.μ. 0.50 μονάδες.  Εδώ η αιτιολόγηση, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του καθενός, είναι τέτοια που δείχνει μια εικόνα που δικαιολογεί καλύτερη βαθμολογία για το ε.μ.  Τώρα αν η διαφορά έπρεπε να ήταν 0.30 για την πρώτη περίπτωση ή 0.40 για τη δεύτερη ή λιγότερη, αυτό είναι θέμα που σύμφωνα με τη νομολογία δεν ελέγχεται από το δικαστήριο.  Στην υπόθεση Κώστας Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4499, ο Δικαστής Σαββίδης στη σελ. 4513 ανάφερε τα εξής:

«..................................Συμπληρωματικά έχω να προσθέσω ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σχετικά με το θέμα της βαθμολογίας των υποψηφίων.»

Στην υπόθεση Σ. Σωτηρίου. ν. Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφώνησε με τη θέση της Δημοκρατίας ότι η νοητική λειτουργία των μελών του Συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το δικαστήριο. Σχετική είναι και η υπόθεση Ελένη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1503 (Κωνσταντινίδης Δ).

Το ίδιο στην υπόθεση Χαράλαμπος Καψού ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 574, που αφορούσε τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών η Σ.Ε. διαπίστωσε κατά την προφορική εξέταση ότι ο αιτητής/εφεσείων δεν διέθετε (για πρώτο διορισμό) το προσόν της παραγράφου 3(α)(ιιι) του σχεδίου υπηρεσίας παρά το γεγονός ότι ο αιτητής είναι πολύχρονη ευδόκιμη υπηρεσία στο Υπουργείο Εξωτερικών με εξαίρετες εκθέσεις.  Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και η Ολομέλεια έκρινε ότι ήταν ορθή η απόφαση της Ε.Δ.Υ. και η κρίση της Σ.Ε.

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν υπήρχε παρανομία στο ότι δόθηκε ένα προβάδισμα σε μονάδες στο ε.μ.  Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απόφαση της Ε.Ε.Υ. που στηρίχτηκε αποκλειστικά στο ότι το ε.μ. είχε συγκεντρώσει περισσότερες μονάδες (δηλαδή 0.34 περισσότερες από τον αιτητή) ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Η θέση του κ. Αγγελίδη ήταν ότι δεν μπορεί να δίδεται τέτοια μεγάλη σημασία στο αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης αλλά έπρεπε, ιδιαίτερα εδώ που είναι θέση προαγωγής, το θέμα να εξεταστεί αφού ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια όπως η μακρά υπηρεσία και οι αξιολογήσεις των υποψηφίων στις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Επικαλέστηκε ο συνήγορος μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124, Mιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 764, Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 298 για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό ότι δεν έπρεπε να δοθεί μεγάλη αν όχι και μοναδική βαρύτητα στη συνέντευξη.

Στην υπόθεση Smyrnios v. Republic (ανωτέρω) σελ. 135 λέχθηκε ότι:

«The impression created by a candidate at the interview is not the most safe way of assessing a candidate because, inter alia, of the necessarily rather short duration of each interview and of the undeniable possibilities of an adroit candidate making the Commission think more highly of him than he deserves or a timid or nervous candidate not being able to show his real merit (Triantafyllides and Others v. The Republic (Public Service Commission) (1970) 3 C.L.R. 235)."

Ο παράγων της συνέντευξης είναι συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και όχι το κύριο στοιχείο. Στην υπόθεση Ελένη Πίπη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. (2000) 4 Α.Α.Δ. 1242 ο Χατζηχαμπής Δ., μεταξύ άλλων, ανάφερε τα εξής:

«...........................Η σχετικότητα του παράγοντα της συνέντευξης, ως μάλιστα συμπληρωματικού και όχι κύριου στοιχείου κρίσεως της αξίας, δεν είναι, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, αποφασιστικής σημασίας, η δε απόδοση τέτοιας σημασίας σε αυτή και μάλιστα προκειμένου περί ελάχιστης, αν όχι επαναλαμβάνω πλασματικής διαφοράς αξιολόγησης όπως στην προκείμενη περίπτωση την ανάγει σε υποκειμενικό και αυτοτελές υπερκριτήριο και δεν αιτιολογείται από τα δεδομένα.»

Η ίδια πρόνοια υπάρχει και στο Άρθρο 35Β (10)(α) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002, όπου διαβάζουμε:  «Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης.»

Στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Ε.Υ. ν. Μαρίας Λοϊζου (2000) 3 Α.Α.Δ. 283 και Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. ν. Ζήνας Πουλλή (2000) 3 Α.Α.Δ. 597, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ορθή την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι «η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης γιατί αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει (με το Άρθρο 35Β(10)(β) όπως ίσχυε τότε) να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων υπό την έννοια ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προηγούμενο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας.»  Στο τελικό στάδιο η Επιτροπή προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, οφείλει να διεξέλθει και η ίδια τους φακέλους και έχει εξουσία να λάβει υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο που δυνατό να συντείνει στην αύξηση των μονάδων των υποψηφίων.  Ήταν κατάλογος που η Σ.Ε. ετοίμασε με βάση το Άρθρο 35Β(4) και το θέμα αύξησης των μονάδων από την Ε.Ε.Υ. διέπετο από το Άρθρο 35Β(10)(β) το οποίο τότε διαλάμβανε ως ακολούθως:

«(10)  Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α) .........................................................................................................

(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Όμως το εν λόγω Άρθρο όπως εξετάστηκε στις πιο πάνω υποθέσεις τροποποιήθηκε με το Ν. 44(1)/99.  Τούτο κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης είχε ως ακολούθως:

«35B(10) Mετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3):

(ι)   την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής·

(ιι)  το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων·

(ιιι) την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις:

Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους·

(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4), τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 6, ως ακολούθως:

(i) μέχρι 5, ανάλογα με την απόδοση κάθε υποψήφιου στην προσωπική συνέντευξη ως ακολούθως:

5 μονάδες για εξαιρετική απόδοση·

4,5 μονάδες για σχεδόν αξιρετική απόδοση·

3,5 μονάδες για πάρα πολύ καλή απόδοση·

3 μονάδες για πολύ απόδοση·

2,5 μονάδες για σχεδόν πολύ καλή απόδοση·

2 μονάδες για σχεδόν πολύ καλή απόδοση·

1 μονάδα για σχεδόν καλή απόδοση·

0,5 μονάδα για μέτρια απόδοση.

Νοείται ότι η Επιτροπή, για την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στην προσωπική συνέντευξη, θα λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για το κάθε ένα από τα οποία προκαθορίζει τη βαρύτητα του σε μονάδες:

Ενημέρωση σε θέματα της ειδικότητάς του ή, σε περίπτωση πλήρωσης διοικητικής θέσης, σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα·

Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης·

Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων σχετικών με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, σε περίπτωση πλήρωσης διοικητικής θέσης·

Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων·

Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία)·

Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια).

(ii) 0,5 μέχρι 1 μονάδα, που δίνεται με αιτιολογημένη απόφαση για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης και το οποίο αποκτήθηκε από τον υποψήφιο μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αιτήσεων.»

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι με βάση το νέο Άρθρο (του οποίου η τροποποίηση προφανώς έγινε μετά από τις προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου) για σκοπούς αύξησης των μονάδων από την Ε.Ε.Υ. όπως φαίνονται στον κατάλογο που κατήρτισε η Σ.Ε. με βάση το Άρθρο 35Β(4), τίθενται τώρα κριτήρια και δεν υπάρχει πρόνοια ότι η Ε.Ε.Υ θα πρέπει να συμβουλεύεται ξανά το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.  Σημειώνω εδώ ότι έγινε και νέα τροποποίηση του Άρθρου 35Β(10) με το Άρθρο 3 του Ν. 44(1)/04 που όμως δεν μας αφορά.  Επομένως παρά την ύπαρξη των πιο πάνω αποφάσεων της Ολομέλειας εδώ δεν επηρεάζεται ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Ε.Υ. αύξησε τις μονάδες, όπως ήδη ανάφερα πιο πάνω.

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο στην τελική της απόφαση η Ε.Ε.Υ. έπρεπε να αναφέρει ξανά ότι για να καταλήξει στην προαγωγή του ε.μ. έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων καθώς και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και γενικά τα προσόντα και πείρα τους, κάτι που δεν αναφέρει στην απόφαση της, ή αν ήταν αρκετό να βασιστεί μόνο στο ότι το ε.μ. συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες (όπως έπραξε) έστω και αν το προβάδισμα ήταν ελάχιστο (0,34 μονάδες).

Το θέμα αυτό με απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό.  Αν θα εξετάζετο τούτο  με βάση τη νομολογία που ίσχυε πριν τη θέσπιση του Νόμου 44(1)/99, θα κατέληγα ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση που βασίστηκε μόνο στο ότι το ε.μ. «συγκεντρώνει τις περισσότερες μονάδες» χωρίς καμιά απολύτως αναφορά στα προσόντα, πείρα και περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, δε θα ήταν δεόντως αιτιολογημένη και θα ακύρωνα αυτή.  Όμως αφού έλαβα υπόψη το λεκτικό του Άρθρου 35Β(10)(β) που καλύπτει τη δική μας περίπτωση (σε αντιδιαστολή με το 35Β(10)(α)), φαίνεται ότι τώρα (μετά δηλαδή το νόμο 44(1)/99) η Ε.Ε.Υ. δεν είναι υπόχρεη να εξετάζει ξανά και να κάμνει ειδική αναφορά στους Προσωπικούς Φακέλους και Φακέλους Υπηρεσιακών Εκθέσεων κάτι όμως που έχει υποχρέωση να πράττει ακόμη όσον αφορά τις περιπτώσεις του Άρθρου 35Β(10)(α).  Το Άρθρο 35Β(10) διέπει τη λήψη της τελικής απόφασης από την Ε.Ε.Υ. σχετικά με την επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων.  Τούτο φαίνεται από το όλο λεκτικό του εν λόγω άρθρου αλλά και από τον πλαγιότιτλο όπου διαβάζουμε τα εξής:  «Διαδικασία για πλήρωση θέσεων προαγωγής και κριτήρια επιλογής». 

Παρόλο που η ερμηνεία που δίνω πιο πάνω φαίνεται να είναι κάπως παράλογη και σε αντίθεση με τη νομολογία που ίσχυε πριν το νόμο 44(1)/99 (π.χ. τη Smyrnios v. Republic (ανωτέρω) και Πίπη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)) εντούτοις το καθήκον του δικαστηρίου είναι όπως, εκεί που η φράση του Νόμου είναι σαφής και όχι διφορούμενη, να εφαρμόσει αυτή ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα είναι παράλογο ή άδικο ή επιζήμιο. (Βλ. Kanaris ν. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637). Τώρα αν η διαφοροποίηση του Άρθρου 35Β(10)(α) από το 35Β(10)(β) ήταν σκόπιμη ή όχι δεν είναι θέμα που εξετάζει το δικαστήριο.  Η δική μου άποψη είναι ότι η προαναφερθείσα επιφύλαξη του Άρθρου 35Β(10)(α) δηλαδή «εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας» έπρεπε να ήταν μετά το κείμενο της παραγράφου (β) του Άρθρου 35Β(10) και με τρόπο που να καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις ή στο Άρθρο 35Β(10)(β) να υπήρχαν κριτήρια όπως αυτά του Άρθρου 35Β(10)(α)(ι)(ιι)(ιιι). Τούτο όμως είναι θέμα της νομοθετικής εξουσίας.

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι εφόσον η απόφαση της Ε.Ε.Υ. έχει αιτιολογία που στηρίζεται και συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(10)(β) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2002, δεν έχει αποδειχθεί καλός λόγος για ακύρωση της.

Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο