ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 4 ΑΑΔ 489
7 Ιουνίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΗΛΑΚΟΥΤΑΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 501/2003)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Παράνομη σύνθεση ― Ισχυρισμοί περί κακής σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών δεν τεκμηριώθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφορές ― Ουσιώδεις όροι ― Η διαπίστωση παράβασης τους από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών διενεργήθηκε κατά πλάνη περί τον νόμο και υπό ενδεχόμενη πλάνη περί τα πράγματα ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του αποκλεισμού τους από την επίδικη διαδικασία προσφορών και κατ' επέκταση εναντίον της κατακύρωσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές προτείνουν πως, ανεξάρτητα από τις θέσεις ουσίας που διατηρούν, υπάρχει και παρανομία σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου Προσφορών. Αυτή η εισήγησή τους δεν τεκμηριώνεται.
Δεν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη βάση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν.
2. Επί της ουσίας, είναι η εισήγηση των αιτητών πως με δεδομένη την πραγματικότητα της εκπλήρωσης όλων της φορολογικών και άλλων υποχρεώσεών τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέβαλαν πιστοποιητικά που κάλυπταν μόνο μέχρι την 24.5.2002, δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως παραβιάσαντες ουσιώδη όρο. Μάλιστα, ενόψει του Άρθρου 7(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν.102(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο ό,τι απαιτείται είναι η διαπίστωση ότι έχουν διευθετηθεί οι οφειλές των προσφοροδοτών αλλά και της γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία. Θεωρούν συναφώς πως ο όρος 1.6.1(d), ο οποίος ήταν τροποποιητικός άλλου διαφορετικού, είναι αντίθετος προς το πιο πάνω άρθρο αλλά και προς τους περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικούς) Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ 104/99).
Ευθέως η μη διευθέτηση των οφειλών καθορίζεται στο Νόμο (Άρθρο 7(1)) ως ουσιώδης, επαγόμενη αποκλεισμό. Όμως, όπως ρητά αναφέρεται, εφόσον τη διαπιστώνει το αρμόδιο όργανο. Επομένως, απαιτείται θετική επί τούτου διαπίστωση η οποία, βεβαίως, προϋποθέτει έρευνα.
Υπό το πλέγμα των νομοθετικών ρυθμίσεων, θα μπορούσε να απαιτηθεί προσκόμιση των πιστοποιητικών διά των όρων. Και, περαιτέρω, θα μπορούσε να προβλεφθεί πως η μη συμμόρφωση θα επάγεται αποκλεισμό, με την έννοια πως δεν είναι απαραίτητο να διεξάγεται σε κάθε περίπτωση περαιτέρω έρευνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών όταν έναντι της ξεκάθαρης απαίτησης δεν υπάρχει τίποτε.
Όμως τέτοια επιλογή, της απαίτησης δηλαδή διά των όρων της προσκόμισης των πιστοποιητικών, δεν μπορεί και να απολήγει σε αφαίρεση από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών των δυνατοτήτων που παρέχει ο Νόμος, όταν εκ των περιστατικών καταφαίνεται πως η θεώρησή της ως ουσιώδους και, συνεπώς, ως επιφέρουσας αποκλεισμό άνευ ετέρου, θα επαγόταν αλλοίωση των προνοιών του Νόμου και απομάκρυνση από τον εμφανή στόχο αλλά και το μηχανισμό που αυτός προβλέπει. Το ζητούμενο κατά το Νόμο είναι η θετική διαπίστωση πως δεν διευθετήθηκαν οι οφειλές και όταν από τα γεγονότα, εξ αντικειμένου δηλαδή, προκύπτει ότι δεν δικαιολογείται, χωρίς περαιτέρω εξέταση, τέτοια διαπίστωση, αμβλύνεται η σημασία του όρου ώστε να μην παραμένει η Διοίκηση ανίσχυρη και προσκολλημένη μηχανιστικά στον τύπο.
Εν προκειμένω οι αιτητές υπέβαλαν πιστοποιητικά ακριβώς σε ανταπόκριση προς τον επίμαχο όρο, για να δείξουν τη διευθέτηση των οφειλών τους. Το πρόβλημα προέκυπτε μόνο από την ημερομηνία υποβολής τους και, συνακολούθως, των περιόδων που κάλυπταν, αφού εμφανιζόταν ένα κενό σαράντα ημερών, περίπου. Ως προς αυτό, η Διοίκηση είχε ενώπιόν της ισχυρά δεδομένα πως επρόκειτο για λάθος, η πρόκληση του οποίου δεν ήταν ασύνδετη και από ενέργειες της ίδιας. Εκδήλως τα πιστοποιητικά εκδόθηκαν για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αρχικής ημερομηνίας που καθορίστηκε ως η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών. Την οποία η Διοίκηση παρέτεινε.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών όφειλε, και προς το δημόσιο συμφέρον μάλιστα, να διερευνήσει το ζήτημα. Και, αναλόγως, υπό το φως των δεδομένων όπως αυτά θα προέκυπταν, έστω με αναφορά στην 5.7.02 και όχι σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να καταλήξει ότι υπήρχε ουσία στο γεγονός ότι, ενώ είχαν υποβληθεί τα πιστοποιητικά στο χρόνο που τάχθηκε, αυτά άφηναν το κενό που αναφέρθηκε.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενήργησε υπό πλάνη περί το Νόμο αναφορικά με τις δυνατότητες που παρέχονταν και, κατ' επέκταση, υπό ενδεχόμενη πλάνη περί τα πράγματα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Karkotis Manufacturing and Trading Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 215/02, ημερ. 20.1.2003,
X. Lyssiotis Trading Corporation Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 54/02, ημερ. 28.2.2003,
C.A.F. Computers Limited v. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 866.
Προσφυγή.
Σπ. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.
Ε. Νικολαΐδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ημερομηνίας 10.4.2003, με την οποία κατακυρώθηκε υπέρ των ενδιαφερομένων Contrac Gmbh η προσφορά με αριθμό 49/02/Α/ΗΜΥ για την προμήθεια λεωφορείων αεροδρομίου.
Η 24.5.2002, ως η ημερομηνία μέχρι την οποία θα έπρεπε να υποβληθούν οι προσφορές, με διαδοχικές παρατάσεις αντικαταστήθηκε με την 5.7.2002 και αυτή η διαφοροποίηση συσχετίζεται με το επίδικο ζήτημα.
Κατά τον όρο 1.6.1(e) των οδηγιών προς τους προσφοροδότες, οι προσφορές έπρεπε να συνοδεύονται από πιστοποιητικά που να επιβεβαιώνουν ότι διευθετήθηκε κάθε οφειλή και υποχρέωση σε σχέση με Φόρο Εισοδήματος, Κοινωνικές Ασφαλίσεις και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Με την παράλληλη πρόνοια (παραγρ. 1.6.1(d)) πως αν δεν συνυποβάλλονταν, η προσφορά θα απορρίπτετο.
Οι αιτητές, που ήταν ο ένας από τους δύο προσφοροδότες, πράγματι επισύναψαν τέτοια πιστοποιητικά αλλά με αναφορά στην 24.5.2002, οπότε παρέμεινε ακάλυπτη η περίοδος της παράτασης μέχρι την 5.7.2002. Και, κατ' επέκταση, εφόσον τα πιστοποιητικά θα έπρεπε να βεβαιώνουν διευθέτηση για περίοδο που λήγει δώδεκα μήνες πριν από την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών, παρέμενε ακάλυπτη και τέτοια αντίστοιχη περίοδος.
Το θέμα απασχόλησε πρώτα την Επιτροπή Αξιολόγησης. Εξαιτίας αυτών των αποκλίσεων, όπως τις χαρακτήρισε, δεν αξιολόγησε περαιτέρω την προσφορά των αιτητών και εισηγήθηκε προς το Συμβούλιο Προσφορών να προχωρήσει με το άνοιγμα του φακέλου με την οικονομική πρόταση των ενδιαφερομένων, ως της μόνης που ικανοποιoύσε τους όρους.
Οι αιτητές εγείρουν ζήτημα αναφορικά με την παράλειψη, όπως τη θεωρούν με παραπομπή σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, της Επιτροπής Αξιολόγησης να αξιολογήσει, εν πάση περιπτώσει, την προσφορά τους αλλά προφανώς το κρίσιμο για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας αφορά στον αποκλεισμό των αιτητών, για τους λόγους που σημείωσα, όπως τελικά τον αποφάσισε το Συμβούλιο Προσφορών, κατά υιοθέτηση της εισήγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης. Επικύρωση αυτής της απόφασης θα καθιστά άνευ σημασίας οτιδήποτε άλλο. Όπως και η ακύρωσή της. Δηλαδή αν κατέληγα πως θα έπρεπε να αξιολογηθεί περαιτέρω η προσφορά των αιτητών, δεν θα ακύρωνα την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον θα έκρινα ότι οι αιτητές ορθά αποκλείστηκαν.
Το Συμβούλιο Προσφορών, στη συνεδρία του ημερομηνίας 29.8.2002, δέκτηκε πως τα πιστοποιητικά που υπέβαλαν οι αιτητές "θα ήταν έγκυρα αν δεν διαφοροποιείτο η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών". Όμως, επειδή επεκράτησε η άποψη πως ο όρος ήταν ουσιώδης, απέκλεισε τους αιτητές και αποφάσισε το άνοιγμα του οικονομικού φακέλου μόνο των ενδιαφερομένων.
Υπήρξαν εξελίξεις ως ακολούθως: Με επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερομηνίας 12.9.2002 εξηγήθηκε το λάθος. Είχαν ληφθεί από τις αρμόδιες Αρχές πιστοποιητικά με αναφορά στην 24.5.2002 που ήταν η αρχική τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών. Και επισυνάφθηκαν νέες βεβαιώσεις που έδειχναν πως είχαν διευθετήσει τις οφειλές και τις υποχρεώσεις τους και με αναφορά στην 5.7.2002.
Το Συμβούλιο Προσφορών ζήτησε καθοδήγηση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας η οποία, μετά από αλληλογραφία, στις λεπτομέρειες της οποίας δεν χρειάζεται να υπεισέλθω, απέκλινε υπέρ της άποψης ότι "δύνασθαι να κρίνετε την εν λόγω παράλειψη ως μη ουσιώδη σε βαθμό που να συνιστά λόγο αποκλεισμού". Εντούτοις, διαφωνούντος της Προέδρου του, στις 10.4.2003, το Συμβούλιο Προσφορών κατέληξε διαφορετικά. Για να ακολουθήσει η τελική απόφαση για κατακύρωση υπέρ των ενδιαφερομένων που είναι και η προσβαλλόμενη.
Οι αιτητές προτείνουν πως, ανεξάρτητα από τις θέσεις ουσίας που διατηρούν, έχουμε και παρανομία σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου Προσφορών. Αυτή η εισήγησή τους δεν τεκμηριώνεται. Ενώ έχει στη ρίζα της το θεμελιωμένο πως για περαιτέρω εξέταση ενός θέματος απαιτείται ενημέρωση Μελών που δεν είχαν παραστεί σε προηγούμενες συνεδρίες, επικαλείται τη μη συμμετοχή στην τελική συνεδρία δύο Μελών που δεν είχαν συμμετάσχει στις ή σε κάποια από τις προηγούμενες. Χωρίς να θέτει θέμα απαρτίας ή γενικότερα αναφορικά με τη δυνατότητα λήψης απόφασης χωρίς συμμετοχή τους. Σε σχέση δε με τρία πρόσωπα που για πρώτη φορά εμφανίστηκαν ως Μέλη κατά την τελική συνεδρία της 10.4.2003, χωρίς αμφισβήτηση ως προς τη συγκρότηση και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στα πρακτικά πως "το θέμα εξετάζεται εξ υπαρχής από τη συνεδρία του Συμβουλίου που έγινε στις 19.9.2002". Θεωρούν συναφώς πως η "εξ υπαρχής" εξέταση αφορούσε στα μετά τις 19.9.2002 και δεν περιλαμβάνει την πρώτη απόφαση για τον αποκλεισμό τους που λήφθηκε στις 29.8.2002 και πως αφού "έγινε δεκτή" εκείνη η απόφαση, δεν έχουμε επανάληψη όλης της διαδικασίας και της τελικής συζήτησης. Είναι, όμως, φανερό από τα πρακτικά πως το Συμβούλιο εξέτασε εκ νέου το θέμα πράγματι εξ αρχής. Αναφέρονται ως μελετηθέντα όλα τα προηγούμενα περιλαμβανομένης και της έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και σαφώς το Συμβούλιο, ασφαλώς ενόψει της αρχικής του απόφασης, υπό το φως της διαμαρτυρίας των αιτητών και της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, ασχολήθηκε με το κατά πόσο θα επέμενε ή όχι. Εξ' ου και η διαμόρφωση, στο τέλος, δύο θέσεων, μιας υπέρ των αιτητών και μιας εναντίον, η οποία και υπερίσχυσε. Επομένως, δεν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη βάση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν.
Επί της ουσίας, είναι η εισήγηση των αιτητών πως με δεδομένη την πραγματικότητα της εκπλήρωσης όλων της φορολογικών και άλλων υποχρεώσεών τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέβαλαν πιστοποιητικά που κάλυπταν μόνο μέχρι την 24.5.2002, δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως παραβιάσαντες ουσιώδη όρο. Μάλιστα, ενόψει του Άρθρου 7(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν.102(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο ό,τι απαιτείται είναι η διαπίστωση ότι έχουν διευθετηθεί οι οφειλές των προσφοροδοτών αλλά και της γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία. Θεωρούν συναφώς πως ο όρος 1.6.1(d), ο οποίος ήταν τροποποιητικός άλλου διαφορετικού, είναι αντίθετος προς το πιο πάνω άρθρο αλλά και προς τους περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικούς) Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ 104/99). Ισχυρίζονται επίσης πως σε άλλη περίπτωση, σε σχέση με την οποία εκδόθηκε απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 28.2.2003, το Συμβούλιο Προσφορών ακολούθησε αντίθετη πορεία.
Οι καθ' ων η αίτηση τονίζουν, βεβαίως, το επιτακτικό της απαίτησης να προσκομίζονται, μαζί με τις προσφορές, πιστοποιητικά που να καλύπτουν την ορισμένη περίοδο, κατά περίπτωση. Περαιτέρω, τον όρο αναφορικά με τη ρητά προβλεπόμενη συνέπεια της απόρριψης σε περίπτωση παράλειψης. Σ' αυτό το πλαίσιο επισημαίνεται πως τα Άρθρα 7(1)(ε) και 7(2)(γ) του Νόμου, δεν καθορίζουν "το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθενται σε εφαρμογή οι πρόνοιες ..." και πως αφέθηκε στη Διοίκηση η ευχέρεια ρύθμισης των λεπτομερειών. Προτείνουν πως η Διοίκηση κινήθηκε ευλόγως μέσα στα όρια της διακριτικής της ευχέρειας με απαιτήσεις που ανταποκρίνονταν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων και πως δεν είναι επιτρεπτός ο συνυπολογισμός στοιχείων που προσκομίστηκαν μετά τον καθοριζόμενο ουσιώδη χρόνο, κατά άνιση μεταχείριση. Πρόσθετος ισχυρισμός τους αναφέρεται στην ημερομηνία των πιστοποιητικών που εκ των υστέρων προσκόμισαν οι αιτητές. Φέρουν ημερομηνία 16.7.02 και 17.7.02 και, όπως εισηγούνται, δεν αποκλείεται να είχαν εκπληρώσει οι αιτητές τις αντίστοιχες οφειλές, στο μεσοδιάστημα, δηλαδή μετά την 5.7.02 που ήταν η τελευταία ημερομηνία. Ως προς τον κατ' ισχυρισμό προηγούμενο αντιφατικό χειρισμό, χωρίς να τον αρνούνται ειδικά, παραπέμπουν στην υπόθεση Karkotis Manufacturing and Trading Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 215/02, ημερομηνίας 20.1.2003. Ακριβώς, όπως εισηγούνται, αποδοκιμάστηκε εκεί η κατακύρωση υπό τον όρο της εκ των υστέρων προσκόμισης των πιστοποιητικών και, πάντως, κρίθηκε πως δεν είχε η Διοίκηση την ευχέρεια να συνεχίσει πρακτική αντίθετη προς το Νόμο. Τελικά, σε σχέση με τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, επισημαίνουν πως δεν υπάρχει αντίφαση, αφού το θέμα αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης.
Πρέπει πρώτα να δούμε το Άρθρο 7 του Νόμου και τον κανονισμό 43(3). Παραθέτω το σχετικό μέρος του Άρθρου 7:
"7.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πιθανός προμηθευτής ή εργολάβος αποκλείεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας προσφορών του δημοσίου, αν το αρμόδιο για την κατακύρωση όργανο διαπιστώσει ότι αυτός -
.............................................................................................................
(ε) δεν έχει διευθετήσει κατά τον καθορισμένο τρόπο τις οφειλές ή υποχρεώσεις του για κοινωνικές ασφαλίσεις και φόρους προς τη Δημοκρατία.
�
...............................................................................................................
(2) Το κατά περίπτωση αρμόδιο για την κατακύρωση όργανο μπορεί να απαιτεί από πιθανόν προμηθευτή ή εργολάβο τέτοιες πληροφορίες τις οποίες θεωρεί εύλογα αναγκαίες για τις κατά το εδάφιο (1) εκτιμήσεις και διαπιστώσεις του. Αποδέχεται, όμως, ως επαρκή απόδειξη ότι ο προμηθευτής ή εργολάβος δεν εμπίπτει στους λόγους αποκλεισμού που αναφέρονται στις παραγράφους (1)(α), (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) αν αυτός προσκομίσει -
...............................................................................................................
(γ) προκειμένου για τους λόγους που καθορίζονται στις παραγράφους (1)(δ), (ε) ή (στ), πιστοποιητικό πρόσφατης έκδοσης από την κατά περίπτωση αρμόδια διοικητική ή άλλη αρχή."
�
Ευθέως η μη διευθέτηση των οφειλών καθορίζεται ως ουσιώδης, επαγόμενη αποκλεισμό. Όμως, όπως ρητά αναφέρεται, εφόσον τη διαπιστώνει το αρμόδιο όργανο. Επομένως, απαιτείται θετική επί τούτου διαπίστωση η οποία, βεβαίως, προϋποθέτει έρευνα.
Οπότε, το Άρθρο 2, στο πλαίσιο της αναφοράς στη δυνατότητα για αναζήτηση πληροφοριών, προνοεί πως η προσκόμιση πιστοποιητικού γίνεται αποδεκτή ως επαρκής απόδειξη. Χωρίς όμως και να προνοεί πως αυτή θα είναι η μόνη. Είναι επ' αυτού σχετική η X. Lyssiotis Trading Corporation Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 54/02, ημερομηνίας 28.2.2003, στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές. Οι όροι δεν προέβλεπαν σε εκείνη την περίπτωση προσκόμιση πιστοποιητικών μαζί με την προσφορά και ο ισχυρισμός πως ο επιτυχών προσφοροδότης, κατά το χρόνο υποβολής και αξιολόγησης των προσφορών, είχε εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις, απορρίφθηκε ως μη αποδειχθείς με την επεξήγηση πως μετά την υποβολή των προσφορών, δυνάμει του Άρθρου 7, το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ζήτησε την προσκόμιση τέτοιων πιστοποιητικών.
Περαιτέρω, ο Νόμος δεν αναφέρεται σε ανάγκη προσκόμισης τέτοιων πιστοποιητικών σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιο. Αντιθέτως, ο αποκλεισμός επέρχεται αν διαπιστωθεί μη διευθέτηση, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας η οποία, βεβαίως, αρχίζει με την υποβολή των προσφορών και τελειώνει με την κατακύρωση.
Η απαίτηση για διευθέτηση τέτοιων οφειλών δεν σχετίζεται με το αντικείμενο του διαγωνισμού. Αφορά στο γενικό θέμα δημόσιας πολιτικής να μην έχει ο προσφερόμενος για συναλλαγή με το δημόσιο εκκρεμότητες τέτοιας φύσης, σε οποιοδήποτε στάδιο μέχρι την κατακύρωση. Και διευκρινίζεται συναφώς πως πιστοποιητικά όπως τα συζητούμενα, πρέπει να είναι πιστοποιητικά "πρόσφατης έκδοσης", ως αποδεικτικά σε σχέση με το στόχο του Νόμου που είναι η αναφερθείσα διαπίστωση.
Παραθέτω και την παράγραφο (3) του κανονισμού 43 που είναι η σχετική:
"(3) Για σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του Άρθρου 7 του Νόμου, πιθανός προμηθευτής ή εργολάβος θεωρείται ότι δεν έχει διευθετήσει τις οφειλές του προς το δημόσιο, αν αυτός δεν έχει καταβάλει:
(α) Αναφορικά με το φόρο εισοδήματος, τα ποσά που είναι πληρωτέα στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος για την περίοδο που λήγει δώδεκα μήνες πριν από την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.
(β) Αναφορικά με το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, τα ποσά που είναι πληρωτέα στον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για την περίοδο που λήγει δώδεκα μήνες πριν από την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.
(γ) Αναφορικά με οποιουσδήποτε άλλους φόρους οφειλόμενους προς το δημόσιο, τα ποσά που είναι πληρωτέα για την περίοδο που λήγει δώδεκα μήνες πριν από την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.
�
Προσέχουμε κατ' αρχάς πως και εδώ γίνεται αναφορά στη μη καταβολή ως το ζητούμενο. Στη συνέχεια πως, πλέον, εισάγεται η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών. Όχι, όμως, ως στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο διενεργείται και περατώνεται η έρευνα ή κατά το οποίο προσκομίζονται τα πιστοποιητικά. Η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών είναι μόνο προσδιοριστική των ποσών που πρέπει να διαπιστώνονται ότι έχουν καταβληθεί, με αναφορά στην αντίστοιχη περίοδο. Το ενδεχόμενο ζήτημα του περιορισμού της γενικότητας του Νόμου με κανονιστική πρόνοια που εμφανίζει ως άνευ σημασίας την πιθανή ύπαρξη μη διευθετημένων οφειλών για περίοδο μετά την καθοριζόμενη, δεν αφορά στην παρούσα διαδικασία.
Στους όρους έχω αναφερθεί. Απαιτούν, πλέον, την προσκόμιση των πιστοποιητικών μαζί με την προσφορά και προβλέπουν αποκλεισμό σε περίπτωση παράλειψης. Δηλαδή, εκείνο που κατά το Νόμο, εφόσον το προσκομίσει ο προσφοροδότης, το αρμόδιο όργανο το αποδέχεται, ανάγεται σε αυστηρή προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιείται κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς. Και το ζήτημα, ακριβώς, είναι η αυστηρότητα στη διατύπωση των όρων, σε συσχετισμό προς το Νόμο.
Στην Karkotis Manufacturing and Trading Limited (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκαν οι καθ' ων η αίτηση, ο Δικαστής Χ" Χαμπής αναγνώρισε πως ενώ οι όροι απέκλειαν προσφορά που δεν συνοδεύεται από τέτοια πιστοποιητικά, το Άρθρο 7(2)(γ) του Νόμου "παρέχει εξουσία στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, να δεχθεί την εκ των υστέρων προσκόμιση των πιστοποιητικών για να διαπιστώσει εάν ο προσφοροδότης έχει διευθετήσει τις υποχρεώσεις του ώστε να μην αποκλεισθεί". Δεν χρειάστηκε, όμως, να αποφασιστεί "αν το Άρθρο 7(2)(γ) μπορεί να υπερισχύσει των ρητών, σαφέστατων και επακριβών όρων των προσφορών", εφόσον ποτέ δεν είχαν προσκομιστεί όλα τα πιστοποιητικά και το Άρθρο 7 δεν επέτρεπε κατακύρωση υπό τον όρο της προσκόμισής τους στο μέλλον.
Απάντηση στο ερώτημα δόθηκε από τον Δικαστή Νικολάου στην C.A.F. Computers Limited v. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 866. Κρίθηκε πως ενώ η απαίτηση για υποβολή των πιστοποιητικών μαζί με την προσφορά ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Νόμου, δεν ήταν άτοπη εφόσον ο Νόμος "θέτει την κατ' ελάχιστον, όχι την κατ' ανώτατο όριο απαίτηση αναφορικά με το θέμα". Για να ακολουθήσουν όμως στη συνέχεια τα πιο κάτω:
"Δεν χρειάζεται να εξετάσω το κατά πόσο θα μπορούσε, σε κάποια περίπτωση, η μη συμμόρφωση με ουσιώδη όρο να θεωρηθεί επουσιώδης αφού, κατά τη δική μου αντίληψη, σε ό,τι αφορά την παρούσα υπόθεση έχουμε μια κατευθείαν και σε πλήρη έκταση παράβαση που δεν θα μπορούσε και αυτή η ίδια να χαρακτηριζόταν - αν αυτό χρειαζόταν - ως επουσιώδης."
Συμφωνώ πως, υπό το πλέγμα των νομοθετικών ρυθμίσεων, θα μπορούσε να απαιτηθεί προσκόμιση των πιστοποιητικών διά των όρων και επαναλαμβάνω πως δεν είναι του παρόντος η συζήτηση αναφορικά με το χρονικό διάστημα το οποίο, κατά τον Κανονισμό, αυτά πρέπει να καλύπτουν. Και, περαιτέρω, ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί πως η μη συμμόρφωση θα επάγεται αποκλεισμό, με την έννοια πως δεν είναι απαραίτητο να διεξάγεται σε κάθε περίπτωση περαιτέρω έρευνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών όταν έναντι της ξεκάθαρης απαίτησης δεν υπάρχει τίποτε.
Έχω όμως την άποψη πως τέτοια επιλογή, της απαίτησης δηλαδή διά των όρων της προσκόμισης των πιστοποιητικών, δεν μπορεί και να απολήγει σε αφαίρεση από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών των δυνατοτήτων που παρέχει ο Νόμος, όταν εκ των περιστατικών καταφαίνεται πως η θεώρησή της ως ουσιώδους και, συνεπώς, ως επιφέρουσας αποκλεισμό άνευ ετέρου, θα επαγόταν αλλοίωση των προνοιών του Νόμου και απομάκρυνση από τον εμφανή στόχο αλλά και το μηχανισμό που αυτός προβλέπει. Το ζητούμενο κατά το Νόμο είναι η θετική διαπίστωση πως δεν διευθετήθηκαν οι οφειλές και θεωρώ πως όταν από τα γεγονότα, εξ αντικειμένου δηλαδή, προκύπτει ότι δεν δικαιολογείται, χωρίς περαιτέρω εξέταση, τέτοια διαπίστωση, αμβλύνεται η σημασία του όρου ώστε να μην παραμένει η Διοίκηση ανίσχυρη και προσκολλημένη μηχανιστικά στον τύπο.
Εν προκειμένω οι αιτητές υπέβαλαν πιστοποιητικά ακριβώς σε ανταπόκριση προς τον όρο, για να δείξουν τη διευθέτηση των οφειλών τους. Το πρόβλημα προέκυπτε μόνο από την ημερομηνία υποβολής τους και, συνακολούθως, των περιόδων που κάλυπταν, αφού εμφανιζόταν ένα κενό σαράντα ημερών, περίπου. Ως προς αυτό, η Διοίκηση είχε ενώπιόν της ισχυρά δεδομένα πως επρόκειτο για λάθος, η πρόκληση του οποίου δεν ήταν ασύνδετη και από ενέργειες της ίδιας. Εκδήλως τα πιστοποιητικά εκδόθηκαν για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αρχικής ημερομηνίας που καθορίστηκε ως η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών. Την οποία η Διοίκηση παρέτεινε.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών όφειλε, και προς το δημόσιο συμφέρον μάλιστα, να διερευνήσει το ζήτημα. Και, αναλόγως, υπό το φως των δεδομένων όπως αυτά θα προέκυπταν, έστω με αναφορά στην 5.7.02 και όχι σε μεταγενέστερη ημερομηνία, θέμα στο οποίο δεν χρειάζεται να επεκταθώ, να καταλήξει ότι υπήρχε ουσία στο γεγονός ότι, ενώ είχαν υποβληθεί τα πιστοποιητικά στο χρόνο που τάχθηκε, αυτά άφηναν το κενό που αναφέρθηκε.
Καταλήγω πως το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενήργησε υπό πλάνη περί το Νόμο αναφορικά με τις δυνατότητες που παρέχονταν και, κατ' επέκταση, υπό ενδεχόμενη πλάνη περί τα πράγματα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.