ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 4 ΑΑΔ 139
11 Μαρτίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟ ΑΝΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΕΦOΡΟΥ ΦOΡΟΥ ΕΙΣΟΔHΜΑΤΟΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 28/2002)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Καθορισμός του αντικειμένου του φόρου βάσει του Άρθρου 5 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου αρ. 245/90 σε αντιδιαστολή προς την αναγνώριση επιτρεπόμενων εκπτώσεων βάσει των Άρθρων 11 και 13 του Νόμου ― Αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος η εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων ― Εξέταση της κριθείσας περίπτωσης από τον Έφορο στη βάση των Άρθρων 11 και 13 δεν μπορούσε να αλλοιωθεί με υπαγωγή των γεγονότων από το ίδιο το Δικαστήριο στο Άρθρο 5 του Νόμου ― Συνέπειες.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Αναφορά στην αιτιολογία σε εσφαλμένη νομοθετική διάταξη ― Διάσωση του κύρους της πράξης αν αυτή μπορεί να στηριχθεί σε άλλες διατάξεις του νόμου ― Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί αυτό να γίνει ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία ζήτησε την ακύρωση της απόρριψης των εκπτώσεων που διεκδικούσε ως προς τους τόκους και τα έξοδα που αναλογούσαν στο κόστος ανέγερσης υποστατικού της για τα φορολογικά έτη 1995-1996.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η αναφορά από διοικητικό όργανο σε εσφαλμένη νομοθετική διάταξη δεν οδηγεί σε ακύρωση, αν η απόφαση μπορεί να στηριχτεί σε άλλες διατάξεις του νόμου. Η αρχή αυτή όμως ισχύει, όταν η κρίση και η αιτιολογία που δίδει το διοικητικό όργανο στην απόφασή του, στηρίζονται σε σαφή γεγονότα, και παραπέμπει απλώς σε λαθεμένη νομοθετική πρόνοια.
Στην παρούσα περίπτωση δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο διευθυντής εξέτασε την υπόθεση στη βάση των Άρθρων 11 και 13 του Νόμου 245/90, που αφορούν στις επιτρεπόμενες ή μη εκπτώσεις, κατά την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος, αντίστοιχα. Το Άρθρο 5 όμως αφορά στο αντικείμενο του φόρου. Είναι όντως παραδεκτό γεγονός πως ο διευθυντής εδώ πληρώνει ενοίκιο, και πως τούτο δεν φαίνεται να επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις πρόνοιες του Άρθρου 5(Β) του Νόμου, η αιτήτρια όμως εισηγείται ταυτόχρονα πως η οικία χρησιμοποιείται από το διευθυντή για την κατ' αποκλειστικότητα απόκτηση κέρδους. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει για την ορθότητα της εισήγησης αυτής. Αν γινόταν όμως δεκτή η αντίστοιχη εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, θα απέληγε σε φορολόγηση της αιτήτριας από το ίδιο το Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 5 του Νόμου, λειτουργία βέβαια που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διευθυντή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Σπ. Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
�
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η αιτήτρια εταιρεία έχει επιχείρηση αρτοποιείου σε ιδιόκτητα υποστατικά της στα Κάτω Πολεμίδια. Οι εργασίες του αρτοποιείου διεξάγονται στο ισόγειο του υποστατικού, ενώ ο πρώτος όροφος αποτελείται από οικία στην οποία διαμένει ο διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας, ο οποίος και καταβάλλει ενοίκιο σ' αυτή.
Ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος απέρριψε τις εκπτώσεις που διεκδικούσε η αιτήτρια, που αφορούν στους τόκους και τα έξοδα που αναλογούσαν στο κόστος ανέγερσης της κατοικίας, για τα φορολογικά έτη 1995, 1996. Η αιτιολογία που έδωσε ο διευθυντής για την απόφαση του, όπως κοινοποιήθηκε στην επιστολή του, ημερομηνίας 29.10.2001 στους λογιστές της αιτήτριας, είναι πως η οικία κτίστηκε αποκλειστικά για χρήση από το διευθυντή και δεν ήταν διαθέσιμη για ενοικίαση σε τρίτους. Επομένως, δεν χρησιμοποιείται ως επιχειρηματικό στοιχείο για τον προσπορισμό κέρδους και έτσι οι τόκοι και τα έξοδα που αναλογούν στο κόστος ανέγερσης της δεν εκπίπτουν, γιατί τα έξοδα αυτά δεν έγιναν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την κτήση του εισοδήματος, όπως προβλέπεται στα Άρθρα 11(1) και 13(ε) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
Η αιτήτρια προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή την πιο πάνω απόφαση. Ο δικηγόρος της εισηγείται πως η απόφαση του Εφόρου είναι εσφαλμένη, γιατί η χρήση της οικίας από το διευθυντή της αιτήτριας γίνεται εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την απόκτηση εισοδήματος, εφόσον η διαμονή του πάνω από την επιχείρηση συμβάλλει στην ευκολότερη διεξαγωγή των εργασιών του αρτοποιείου καθώς επίσης και στη λειτουργία του για περισσότερο χρονικό διάστημα κατά το 24ωρο. Επιπλέον, εφόσον καταβάλλεται ενοίκιο, τούτο σημαίνει πως η οικία αποτελεί επιχειρηματικό στοιχείο της αιτήτριας.
Αντίθετη είναι η άποψη του δικηγόρου της Δημοκρατίας ο οποίος παραπέμπει στο Άρθρο 5(Β) του Νόμου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Άρθρο 3 του Ν.245/90. Η πρόνοια προβλέπει τα εξής:
«Στην περίπτωση -
(Α) Προσώπου το οποίο κατέχει τέτοια ακίνητη περιουσία με την άδεια του ιδιοκτήτη χωρίς την καταβολή μισθώματος θα θεωρείται ότι την κατέχει για λογαριασμό ή εκ μέρους του ιδιοκτήτη·
(Β) μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή του προσωπικού εταιρείας περιορισμένης ευθύνης η οποία ελέγχεται από όχι περισσότερα των πέντε προσώπων ή προσώπου το οποίο κατέχει μετοχές και το οποίο χρησιμοποιεί για σκοπούς κατοικίας ή ψυχαγωγίας κατοικία η οποία ανήκει στην εταιρεία, θα θεωρείται ότι την κατέχει για λογαριασμό ή εκ μέρους της εταιρείας.»
Εισηγείται ο δικηγόρος της Δημοκρατίας πως ενόψει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου δεν υπεισέρχεται ζήτημα εξέτασης αν και πόσο ενοίκιο καταβάλλει ο διευθυντής, για να κριθεί κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στα Άρθρα 11(1) και 13(ε) του Νόμου.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας απαντά στην πιο πάνω θέση με τα εξής: Στην απόφαση του διευθυντή δεν αναφέρεται το Άρθρο 5 του Νόμου, αλλά τα Άρθρα 11(1) και 13(ε), που αφορούν στις δαπάνες που εκπίπτουν ή δεν εκπίπτουν, αντίστοιχα, για την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος. Ο διευθυντής δεν αναφέρθηκε στο Άρθρο 5 του Νόμου, που αφορά το αντικείμενο του φόρου.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δέχθηκε πως πράγματι ο διευθυντής δεν αναφέρεται στην απόφαση του στο Άρθρο 5(γ) του Νόμου. Εισηγήθηκε όμως, στη βάση της καθιερωμένης νομολογίας μας πως, η αναφορά από διοικητικό όργανο σε εσφαλμένη νομοθετική διάταξη δεν οδηγεί σε ακύρωση, αν η απόφαση μπορεί να στηριχτεί σε άλλες διατάξεις του νόμου. Συμφωνώ με τη νομολογιακή αρχή, η οποία όμως ισχύει, κατά τη γνώμη μου, όταν η κρίση και η αιτιολογία που δίδει το διοικητικό όργανο στην απόφαση του, στηρίζονται σε σαφή γεγονότα, και παραπέμπει απλώς σε λαθεμένη νομοθετική πρόνοια.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο διευθυντής εξέτασε την υπόθεση στη βάση των Άρθρων 11 και 13 του Νόμου, που όπως είπα πιο πάνω αφορούν στις επιτρεπόμενες ή μη εκπτώσεις, κατά την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος, αντίστοιχα. Το Άρθρο 5 όμως αφορά στο αντικείμενο του φόρου. Είναι όντως παραδεκτό γεγονός πως ο διευθυντής πληρώνει ενοίκιο, και πως τούτο δεν φαίνεται να επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις πρόνοιες του Άρθρου 5(Β) του Νόμου, η αιτήτρια όμως εισηγείται ταυτόχρονα πως η οικία χρησιμοποιείται από το διευθυντή για την κατ΄αποκλειστικότητα απόκτηση κέρδους, για τους λόγους που εξηγώ πιο πάνω. Δεν εναπόκειται σε μένα να αποφασίσω για την ορθότητα της εισήγησης αυτής. Αν γινόταν όμως δεκτή η εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, θα απέληγε σε φορολόγηση της αιτήτριας από το ίδιο το Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 5 του Νόμου, λειτουργία βέβαια που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διευθυντή.
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.