ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 19
16 Ιανουαρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΩΝ ΤΑΞΙ ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1222/2002)
Τροχαία Μεταφορά ― Άδειες οδικής χρήσεως αστικών ταξί ― Ο προσωποπαγής χαρακτήρας τους που θεσπίστηκε με τον περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικό) Νόμο του 2002 (Ν. 3(Ι)/02) ― Ειδικά ο αποκλεισμός της χορήγησης αδειών σε νομικά πρόσωπα ― Δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Κατά πόσο παραβιάζεται από το περιεχόμενο της ρύθμισης του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικού) Νόμου του 2002 (Ν. 3(Ι)/02), αναφορικά με τη χορήγηση αδειών οδικής χρήσεως αστικών ταξί, μόνο σε φυσικά πρόσωπα.
Η αιτήτρια προσέβαλε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της κατά της μη εξέτασης της αίτησής της για χορήγηση άδειας οδικής χρήσεως αστικού ταξί λόγω του ότι ήταν νομικό πρόσωπο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Εγείρεται ζήτημα συνταγματικότητας του Ν. 3(Ι)/02. Ο νέος νόμος σκοπό έχει να καταστήσει τις άδειες οδικής χρήσεως αστικών ταξί προσωποπαγείς ώστε να μην μεταβιβάζονται με το όχημα.
Αυτός ο σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν διατηρείτο η δυνατότητα χορήγησης άδειας σε νομικό πρόσωπο αφού τότε, ακόμα και χωρίς τυπική μεταβίβαση της άδειας, επέρχεται το ίδιο στην πράξη αποτέλεσμα όταν αλλάζουν τα πρόσωπα που συνθέτουν το νομικό πρόσωπο, όπως με τη μεταβίβαση μετοχών. Πρόκειται για σκοπό που μπορεί λογικά να ενταχθεί μέσα στα όρια των επιλογών του Νομοθέτη. Η διαφοροποίηση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, η οποία καθίσταται αναγκαία για την πραγμάτωση του σκοπού, είναι δικαιολογημένη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) Α.Α.Δ. 434.
Προσφυγή.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
�ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή θέτει προς εξέταση ζήτημα συνταγματικότητας του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικού) Νόμου του 2002 (Ν. 3(Ι)/02). Ο βασικός Νόμος, όπως είχε τροποποιηθεί μέχρι το 2001, προέβλεπε με το Άρθρο 6(1) τη δυνατότητα μεταβίβασης άδειας οδικής χρήσης όταν μεταβιβαζόταν το όχημα στο οποίο αφορούσε:
«6. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου η άδεια οδικής χρήσεως αναφέρεται εις το όχημα εν σχέσει προς το οποίον αύτη παρεχωρήθη και δύναται να μεταβιβασθή μετά του οχήματος υπό του ιδιοκτήτου αυτού είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου.»
Με τον τροποποιητικό Ν. 3(Ι)/02, που δημοσιεύτηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2002, με ισχύ από 1 Μαρτίου 2002, το δικαίωμα μεταβίβασης της άδειας περιορίστηκε. Αυτό έγινε με τις εξής δύο επιφυλάξεις που προστέθηκαν στο Άρθρο 6(1):
«Νοείται ότι νέα άδεια οδικής χρήσεως αστικού ταξί που θα παραχωρηθεί μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου δε δύναται να μεταβιβασθεί με οποιοδήποτε τρόπο από το πρόσωπο προς το οποίο αυτή έχει παραχωρηθεί. Κατ' εξαίρεση, η Αρχή Αδειών δύναται να εγκρίνει μεταβίβαση της εν λόγω άδειας σε φυσικό πρόσωπο, όταν ο κάτοχος της άδειας αποβιώσει ή απωλέσει λόγω ηλικίας το δικαίωμα να κατέχει επαγγελματική άδεια οδηγού ή καταστεί φυσικά ανίκανος να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού ταξί και υποβληθεί αίτηση για μεταβίβαση σε αδελφό, σύζυγο, παιδί ή σύζυγο παιδιού κατόχου το οποίο πρόκειται να ασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί σε σχέση με τη συγκεκριμένη άδεια του αστικού ταξί:
Νοείται περαιτέρω ότι νέα άδεια οδικής χρήσεως αστικού ταξί θα παραχωρείται μόνο σε φυσικό πρόσωπο.»
Προτού ακόμα επέλθει αυτή η τροποποίηση η Αρχή Αδειών, σε ανακοίνωση της ότι μεταξύ 2 και 16 Οκτωβρίου 2001 θα δεχόταν αιτήσεις για τη χορήγηση νέων αδειών οδικής χρήσης σε σχέση με αστικά ταξί σε όλες τις αστικές περιοχές της Κύπρου, απέκλεισε νομικά πρόσωπα ενώ σε σχέση με φυσικά πρόσωπα έθεσε προϋποθέσεις, προσωπικές και επαγγελματικές. Παρά τον αποκλεισμό νομικών προσώπων, υπέβαλε αιτήσεις για άδειες και η αιτήτρια εταιρεία. Η Αρχή Αδειών δεν τις έλαβε υπόψη. Όταν δημοσιεύτηκε ο κατάλογος υποψηφίων για άδειες, η αιτήτρια με επιστολή της, ημερ. 21 Φεβρουαρίου 2002, ζήτησε να πληροφορηθεί τον λόγο της μη συμπερίληψης της σ' αυτόν. Η Αρχή Αδειών, αφού εξέτασε το θέμα σε συνεδρία ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2002, απάντησε με επιστολή ημερ. 5 Απριλίου 2002 με την οποία παρέπεμψε στην ανακοίνωση για την υποβολή αιτήσεων και υπέδειξε ότι θεσπίστηκε στο μεταξύ ο νέος νόμος που επέβαλλε τη διάκριση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή και στις 10 Οκτωβρίου 2002, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Αναθεωρητική Αρχή την απέρριψε ως απαράδεκτη.
Η αιτήτρια προώθησε προς εξέταση στην παρούσα προσφυγή πέντε σημεία. Πρώτο, ότι ο Ν. 3(Ι)/02 είναι αντισυνταγματικός· δεύτερο, ότι η διάκριση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης· τρίτο, ότι η εν λόγω διάκριση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης· τέταρτο, ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα· και, πέμπτο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Παρατηρώ κατ' αρχάς ότι το κατά πόσο η Αρχή Αδειών είχε διακριτική ευχέρεια να περιορίσει την υποβολή αιτήσεων σε μόνο φυσικά πρόσωπα όταν εξέδωσε την ανακοίνωσή της για αιτήσεις, είναι εν προκειμένω χωρίς σημασία δεδομένου ότι ακολούθησε ο νέος τροποποιητικός νόμος πριν από τον χρόνο κατά τον οποίο εξ αντικειμένου η Αρχή Αδειών θα μπορούσε, καθώς φαίνεται, να λάμβανε απόφαση - βλ. τις αναφερθείσες επιστολές ημερ. 21 Φεβρουαρίου 2002 και 27 Φεβρουαρίου 2002 - ενώ ζήτημα καθυστέρησης στην εξέταση τους η αιτήτρια δεν έθεσε. Καθώς υπέδειξε η Ολομέλεια, με απόφαση του Στυλιανίδη Δ., στη Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, στη σελ. 444:
«Είναι καλά εμπεδωμένο στο Διοικητικό Δίκαιο ότι το κρίσιμο νομικό καθεστώς για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης τους. Εάν, όμως, η Διοίκηση δεν ενήργησε μέσα σε εύλογο χρόνο, τότε το ισχύον δίκαιο είναι εκείνο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έπρεπε να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.»
Προχωρώ στο ζήτημα συνταγματικότητας του Ν. 3(Ι)/02. Είναι νομίζω προφανές πως ο νέος νόμος σκοπό έχει να καταστήσει τις άδειες προσωποπαγείς ώστε να μην μεταβιβάζονται με το όχημα. Στην αιτιολογική έκθεση εξηγείται ότι:
«Σκοπός του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι να επιφέρει ορισμένες τροποποιήσεις στο βασικό νόμο, οι κυριότερες των οποίων έχουν ως εξής:
Οι νέες άδειες οδικής χρήσεως αστικών ταξί που θα χορηγούνται από τις ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου να μην μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με τη μεταβίβαση οχήματος, όπως ισχύει σήμερα.
Οι άδειες αυτές στο μέλλον θα είναι προσωποπαγείς και η Αρχή Αδειών θα έχει εξουσία να τις μεταβιβάζει σε μέλη της οικογένειας των κατόχων τους σε εξαιρετικές περιπτώσεις.»
Αυτός ο σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν διατηρείτο η δυνατότητα χορήγησης άδειας σε νομικό πρόσωπο αφού τότε, ακόμα και χωρίς τυπική μεταβίβαση της άδειας, επέρχεται το ίδιο στην πράξη αποτέλεσμα όταν αλλάζουν τα πρόσωπα που συνθέτουν το νομικό πρόσωπο, όπως με τη μεταβίβαση μετοχών. Πρόκειται, κατά την άποψη μου, για σκοπό που μπορεί λογικά να ενταχθεί μέσα στα όρια των επιλογών του Νομοθέτη. Η διαφοροποίηση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, η οποία καθίσταται αναγκαία για την πραγμάτωση του σκοπού, είναι δικαιολογημένη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Με δεδομένο λοιπόν ότι εν τέλει, ένεκα του τροποποιητικού Ν. 3(Ι)/02, η αιτήτρια αποκλειόταν, δεν απομένει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να εξεταστεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.