ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 810/2003

29 Νοεμβρίου, 2004

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 20, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ

2. ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΣΣΟΥ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ

Αιτητές,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Καθού η αίτηση.

-----------------------

Α. Σ. Αγγελίδης για τους αιτητές

Σ. Σαμψών με Ε. Σατράκη (κα) για τον καθού η αίτηση

Μ. Σπανού (κα) για το ενδιαφερόμενο μέρος

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση του διορισμού του Κώστα Σολωμού, ενδιαφερόμενου μέρους (ε.μ.) στη θέση Λειτουργού Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (Κλίμακα Α8-Α10) ως άκυρου και στερημένου οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Γεγονότα

Στις 14/2/03 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ημερήσιο τύπο στις 7, 8 και 9 του ίδιου μήνα, ότι γίνονται δεκτές αιτήσεις για μια κενή μόνιμη θέση Λειτουργού Κ.Ο.Α. Η θέση είναι πρώτου διορισμού. Τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων ήταν η Παρασκευή 28/2/03.

Τα σχετικά καθήκοντα της θέσης καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα φαίνονται στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Μεταξύ άλλων απαιτείται «πολύ καλή γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας».

Υποβλήθηκαν 108 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές του ε.μ. Κώστα Σολωμού και των αιτητών. Σημειώνω εδώ ότι από πλευράς της αιτήτριας 2 Γεώργιας Κάσσου Παπαπέτρου η προσφυγή αποσύρθηκε. Έτσι η υπόθεση προχωρεί μόνο από τον αιτητή 1 Πέτρο Παπαπέτρου που πιο κάτω θα αναφέρεται απλώς ως «ο αιτητής».

Από τους 108 υποψηφίους οι 80 κρίθηκε ότι θα έπρεπε να παρακαθήσουν σε γραπτές εξετάσεις για προσδιορισμό του επιπέδου αγγλικής γλώσσας που κατείχαν. Από τους 80 αυτούς υποψηφίους παρουσιάστηκαν για να εξεταστούν μόνο 29. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων κρίθηκε ότι μόνο 16 κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν αναφορικά με την πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Τόσο ο αιτητής όσο και το ε.μ. κρίθηκαν ότι κατείχαν το προσόν αυτό και έτσι δεν κλήθηκαν να παρακαθήσουν στις εν λόγω εξετάσεις. Τελικά ένα σύνολο 50 υποψηφίων κρίθηκαν σε προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού του καθού η αίτηση Οργανισμού στις 30/6/03, 2/7/03 και 3/7/03. Οι υπόλοιποι κρίθηκε ότι δεν πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας.

Τα θέματα επί των οποίων η Επιτροπή Προσωπικού θα υπέβαλλε ερωτήσεις στους υποψηφίους αποφασίστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο από 27/6/03, ως ακολούθως:

«Αθλητικές Δομές της Κύπρου αλλά και του ευρύτερου παγκόσμιου αθλητικού χώρου, τους οικονομικούς πόρους του οργανισμού, το αντικείμενο, το σκοπό και το ρόλο του Κ.Ο.Α., το ρόλο και τα καθήκοντα αλλά και τους τρόπους προσέγγισης και επίλυσης προβλημάτων του αθλητισμού καθώς και ερωτήσεις σχετικά με την αποτελεσματική οργάνωση, διεύθυνση, εποπτεία και συντονισμό του τομέα αθλητικής υποδομής καθώς και την εκτέλεση των αποφάσεων και την εφαρμογή της πολιτικής του Δ.Σ.

Κριτήρια για αξιολόγηση κατά την προσωπική συνέντευξη καθορίστηκαν ως ακολούθως:

Προσωπικότητα,

Διατύπωση απαντήσεων

Γνώσεις και ενδιαφέρον για τα αθλητικά πράγματα,

Διευθυντική, Διοικητική και οργανωτική ικανότητα

Υπευθυνότητα,

Πρωτοβουλία ευθυκρισία,

Ηγετική Ικανότητα,

Τρόπος προσέγγισης και επίλυσης προβλημάτων που πιθανό να παρουσιαστούν.»

Παράλληλα το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως η βαθμολόγηση των αναφερομένων πιο πάνω κριτηρίων γίνει ως ακολούθως:

Μέτριος-Καλός-Πολύ Καλός-Εξαίρετος

Στις 9/7/03 η Επιτροπή Προσωπικού σε συνεδρία της προέβη στην αξιολόγηση όλων των υποψηφίων που παρουσιάστηκαν ενώπιον της κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Το ε.μ. και ο αιτητής αξιολογήθηκαν ως ακολούθως:

«Σολωμού Κώστας (ε.μ.) Αιτητής

- προσωπικότητα Εξαίρετη Εξαίρετη

- διατύπωση απαντήσεων Εξαίρετη Εξαίρετη

-Γνώσεις και ενδιαφέρον

για τα αθλητικά πράγματα Εξαίρετη Καλή

- Διευθυντική, διοικητική

και οργανωτική ικανότητα Εξαίρετη Καλή

-Υπευθυνότητα Πολύ καλή Πολύ καλή

-Πρωτοβουλία Πολύ καλή Πολύ καλή

-Ευθυκρισία Εξαίρετ η Πολύ καλή

-Ηγετική Ικανότητα Εξαίρετη Πολύ καλή

- Τρόπος Προσέγγισης

και επίλυσης προβλημάτων

που πιθανό να παρουσιαστούν Εξαίρετη Καλή

Στις 10/7/03 η Επιτροπή Προσωπικού επέλεξε τους 5 επικρατέστερους υποψηφίους για να τους εισηγηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού πλέον 2 επιλαχόντες ως ακολούθως:

Μικρός κατάλογος (short list)

1. Αναστασίου Χριστόδουλος

2. Νικολάου Κύπρος

3. Πιπερίδου Όλγα

4. Σολωμού Κώστας (ε.μ.)

5. Χαραλάμπους Μαίρη

Επιλαχόντες

1. Παρασκευοπούλου Ιωάννα

2. Μηχανικού Ευαγγελία

Ο αιτητής αποκλείστηκε και δεν περιλήφθηκε στον πιο πάνω κατάλογο. Στις 16/7/03 οι καθών η αίτηση προχώρησαν σε προφορικές συνεντεύξεις και στη συνέχεια επέλεξαν το ε.μ. με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Το Δ.Σ. έχοντας μελετήσει και εκτιμήσει όλα τα ενώπιον του στοιχεία που αφορούν τους πιο πάνω υποψηφίους και τον καθένα ξεχωριστά και έχοντας εκτιμήσει την αξία και τα προσόντα τους, κατέληξε ότι ο Κώστας Σολωμού είναι ο καταλληλότερος αξιοκρατικά κρινόμενος και κατά το συμφέρον και τις ανάγκες της θέσης έναντι των υπολοίπων και κρίνει ως τον καταλληλότερο για τη θέση του Λειτουργού Κ.Ο.Α. τον Κ. Σολωμού και αποφάσισε να τον προσλάβει στην πιο πάνω θέση από 1/8/03. Η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη και έγινε με βάση την ακόλουθη ψηφοφορία:

Κώστας Σολωμού 5 (πέντε) ψήφοι

Όλγα Πιπερίδου 2 (δύο) ψήφοι

Και λευκό 1 (μία) ψήφος.»

Η πιο πάνω απόφαση του καθού η αίτηση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 28/7/03 και στις 4/9/03 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Προς υποστήριξη της προσφυγής του τόσο στην ίδια την αίτηση όσο και στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προβάλλει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων, την έλλειψη αιτιολογίας δηλαδή την αναιτιολόγητη κρίση της Επιτροπής Προσωπικού, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αοριστία και γενικότητα των πρακτικών της εν λόγω Επιτροπής. Οι καθών η αίτηση και το ε.μ. υποστηρίζουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Έλλειψη αιτιολογίας

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Επιτροπή Προσωπικού ως συλλογικό όργανο για σκοπούς απόφασης χρειαζόταν να προβεί σε συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και διάφανη καταγραφή και αποκαλυπτικότητα της απόφασης της συμπεριλαμβανομένης και αιτιολογίας. Εδώ υπάρχει κενό πώς και με ποιά αιτιολογία κατέληξαν τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού στις χωρίς επεξηγήσεις και επι μέρους αξιολογήσεις για το κάθε κριτήριο από τα 9 που έθεσαν από μόνοι τους χωρίς αυτά τα κριτήρια να προβλέπονται νομοθετικά.

Ήδη ανάφερα ότι οι δικηγόροι του καθού η αίτηση και του ε.μ. επικαλούμενοι μεταξύ άλλων και τις πρόνοιες των άρθρων 24, 25, 26 και 28 του Νόμου 158(1)/99 που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, επιμένουν ότι ο καθού η αίτηση συμμορφώθηκε πλήρως με τα όσα απαιτούνται για σκοπούς αιτιολογίας.

Για την εξέταση του πιο πάνω ισχυρισμού το κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.

Από πλευράς της νομοθεσίας που διέπει την ίδρυση και λειτουργία του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού και της Συμβουλευτικής Επιτροπής σχετικές είναι οι πρόνοιες του περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμου του 1969 (Νόμος 41/69, ως έχει τροποποιηθεί) . Για σκοπούς λήψης αποφάσεων σημειώνω ότι με βάση το άρθρο 4 (6) (β) απαρτία αποτελούν 5 παρόντα μέλη και οι αποφάσεις του Δ.Σ. λαμβάνονται διά πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίας έχει δευτέρα ή νικώσα ψήφο. Σχετική είναι και η πρόνοια του άρθρου 4 (8) που διαλαμβάνει ως ακολούθως:

«Ανεξαρτήτως της γενικότητος του εδ. 7 το Διοικητικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως καταρτίζη εκ των μελών αυτού τοιαύτας επιτροπάς συνισταμένας εκ τοιούτου αριθμού μελών και υπό τοιούτους όρους ώς ήθελε κρίνει πρέπον δι' οιονδήποτε σκοπόν ο οποίος κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου θα προήγεται μέσω επιτροπής. Εκάστη τοιαύτη επιτροπή ρυθμίζη τα των εργασιών αυτής, την κατά τας συνεδριάσεις αυτής ακολουθουμένη διαδικασία και την τήρηση των πρακτικών. Εις οιανδήποτε τοιαύτην επιτροπήν δύναται όπως, κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ, συμμετέχη και ο Γενικός Διευθυντής.»

 

Από τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(1)/99) σχετικά είναι τα ακόλουθα:

«24(1) Πρέπει να τητούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου.

25 (1) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, οι αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προέδρου.

(2) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη τα παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη.

(3) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, η ψηφοφορία είναι φανερή.

(4) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, όταν οι αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται και η απόφαση της μειοψηφίας. Όμως, τα διαφωνούντα μέλη μπορούν να ζητήσουν να διατυπωθούν στην απόφαση οι λόγοι της διαφωνίας τους.

ΜΕΡΟΣ V - ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

26.(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες -

(α) Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο.

(β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

(γ) είναι αντίθετες με χαραχθείσα πολιτική ή τακτική.

(δ) συνιστούν εξαιρετικό μέτρο ενέργειας

(ε) είναι αιτιολογητέες από το νόμο.

(2) Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικλίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν.

.................................. .................................................. ..................................

28.(1) Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.

(2) Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.

(3) Αναιτιολόγητη είναι μια πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον του οποίου γίνεται επίκληση πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.»

 

Στα πρακτικά Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 30/6/03 αναφέρονται τα εξής:

«Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Προσωπικού συνεστήθη με απόφαση του Δ.Σ. ημερ. 22/8/00 (2η συνεδρία) σύμφωνα με τον περί Κ.Ο.Α. Νόμο 1969-1996 άρθρο 4(8) που δίνει την εξουσία στο Δ.Σ. να συστήνει επιτροπές. Η Επιτροπή απαρτίζετο σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση από τους: Α. Παπαχαραλάμπους, Πρόεδρος, Σπ. Ευσταθίου, αντιπρόεδρος Κώστας Χατζηκακού Μέλος, Ανδρέας Στυλιανού Μέλος, Γιώργος Καθητζιώτης Μέλος, Κώστας Παπακώστας, Γενικός Διευθυντής & Μέλος Επιτροπής.»

Περαιτέρω αναφέρω ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 4(8) του Νόμου 41/69 κάθε επιτροπή ρυθμίζει τα της εργασίας της ακολουθώντας διαδικασία και τήρηση πρακτικών. Δεν υπάρχει εκ του νόμου ή άλλου κανονισμού συγκεκριμένη διαδικασία. Κατά συνέπεια ισχύουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα ο Νόμος 158(1)/99 που κωδικοποιεί τις αρχές αυτές. Ειδικά στο άρθρο 24 (πιο πάνω) επιβάλλεται η τήρηση λεπτομερών πρακτικών των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων και στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών το ίδιο άρθρο επιβάλλει την καταγραφή των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Χωρίς βέβαια να απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης. Το εν λόγω άρθρο κωδικοποιεί σχετικές αρχές της νομολογίας (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3017 ημερ. 5/6/02.) Στην υπόθεση αρ. 17/02 Α. Ιωάννου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων ημερ. 5/5/03, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στις σελ. 10 και 11 λέχθηκαν τα εξής:

«................Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 3, πιο πάνω) λήφθηκε υπόψη η επίδοση των υποψηφίων κατά τη προφορική εξέταση. Ωστόσο - συνέχισε - «έπρεπε να καταγραφούν οι εντυπώσεις στο πρακτικό και να επεξηγηθεί γιατί επιλέγηκε και με βάση αυτές το ε.μ.» Πουθενά - κατέληξε «δεν υπάρχουν οι εντυπώσεις και ούτε τηρήθηκαν πρακτικά της συνέντευξης». Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο άρθρο 24(1)(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) το οποίο προβλέπει:

«24(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

(2) .................................................. ......................................

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος του ε.μ. υπέβαλε ότι ο Καν. 10(2)1 των περί Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας των Υπαλλήλων του Συμβουλίου) Κανονισμών του 1976 «δεν επιτάσσει την αιτιολόγηση των προφορικών εξετάσεων και κατ' επέκταση η τελική αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Η ανάγκη καταγραφής των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης υπαγορεύεται από τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Οι αρχές αυτές έχουν κωδικοποιηθεί με το πιο πάνω άρθρο 24 του Ν. 158(1)/99. Ο πιο πάνω Καν. 10(2) δεν αναιρεί με οποιονδήποτε τρόπο τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί με τον πιο πάνω νόμο. Έπεται πως αυτές ισχύουν. Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί με τρόπο αντίθετο προς το νόμο ήτοι το άρθρο 24(2) του Ν. 158(1)/99. Ακυρώνεται και γιαυτό το λόγο.»

Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε επίσης και στην προσφυγή 651/03 Μαρκαντωνάκη ν. Δήμου Λεμεσού, ημερ. 28/7/04 όπου στις σελ. 4 και 5 λέχθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι ελλείπει η εξειδίκευση των λόγων που οδήγησαν την πλειοψηφία των μελών να αποφασίσουν υπέρ της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η έλλειψη αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων σε προφορικές συνεντεύξεις έχει άμεσο αντίκτυπο στην εγκυρότητα της λήψης της επίδικης απόφασης. (βλ. Αργύρη ν. Ε.Δ.Υ., προσφυγή 974/93 της 28/4/95, Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385). Όπως έχει επίσης τονισθεί σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης αιτιολογίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

«το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη».

Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.

Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όπως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου.»

Στην παρούσα περίπτωση η έλλειψη αιτιολογίας της προφορικής συνέντευξης δεν μπορεί παρά να καταστήσει την επίδικη απόφαση άκυρη.»

Συμφωνώ με τα ανωτέρω, ότι δηλαδή η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης υπαγορεύεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί με το πιο πάνω άρθρο 24 του Ν. 158(1)/99. Το γεγονός ότι ο Ν. 41/69 του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού δεν απαιτεί αιτιολογία των προφορικών συνεντεύξεων αλλ' ούτε και καθορίζει τη διαδικασία προσλήψεων, δεν αναιρεί με οποιονδήποτε τρόπο τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στον πιο πάνω νόμο που σημειώνεται ότι είναι μεταγενέστερος του Ν. 41/69. Κατά συνέπεια ο απλός χαρακτηρισμός κάποιου ως «εξαίρετος» ή «πολύ καλός» κ.λ.π. χωρίς αιτιολογία γιατί χαρακτηρίζεται έτσι, δεν αποτελεί αιτιολογημένη κρίση. Η υπόθεση Ιάκωβου Κεραυνού ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Υπόθ.. Αρ. 514/99, ημερ. 28/9/01, που επικαλείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ε.μ. στη δική του γραπτή αγόρευση διαφοροποιείται από την παρούσα καθότι η απόφαση εκεί από την αρμόδια αρχή είχε ληφθεί σε χρόνο που δεν ήταν σε εφαρμογή ο Ν. 158(1)/99.

Στην αγόρευση των καθών η αίτηση γίνεται αναφορά σε σχετικές αυθεντίες (Σιαμμάς ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 569, 574 και Λοίζος Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 804) όπου αναφέρονται ότι δεν είναι αναγκαίο να καταγράφονται οι ερωτήσεις και απαντήσεις κατά τις συνεντεύξεις ή η συζήτηση σε συνεδρίες του διορίζοντος οργάνου. Συμφωνώ με την πλευρά των καθών η αίτηση ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ήταν αναγκαίο να είναι καταγραμμένες είτε οι ερωτήσεις και απαντήσεις είτε η όλη συζήτηση κατά τη λήψη της απόφασης. Όμως έπρεπε να υπάρχουν καταγραμμένοι οι λόγοι γιατί σε ένα θέμα περιγράφεται ο ένας «εξαίρετος» και ο άλλος «καλός» κ.λ.π. από την Επιτροπή Προσωπικού. Η απλή καταγραφή απέναντι από το κάθε ένα από τα εννιά κριτήρια της λέξης «εξαίρετος» ή «πολύ καλός» ή «καλός», δεν αποτελεί υλικό με βάση το οποίο το δικαστήριο να μπορεί να αναθεωρήσει τη νομιμότητα της απόφασης. Έπρεπε να γίνει κάτι ανάλογο με αυτό που έπραξε το Διοικητικό Συμβούλιο όταν αξιολογούσε του 5 υποψήφιους όπως αυτοί περιορίστηκαν με τον μικρό κατάλογο (short list) στον οποίο όμως δε συμπεριελήφθηκε ο αιτητής αλλά μόνο το ε.μ.

Στην παρούσα περίπτωση τόσο από το περιεχόμενο της ένστασης όσο και από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου που κατατέθηκε ενώπιον μου ως τεκμήριο, δεν βρίσκω να υπάρχει οτιδήποτε που να αποτελεί αιτιολογία γιατί ο αιτητής και το ε.μ. (αλλά και οι άλλοι υποψήφιοι) έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή Προσωπικού με τον χαρακτηρισμό που φαίνεται για κάθε ένα από τα εννιά κριτήρια που αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο του καθού η αίτηση να καθορίσει. Καταλήγω λοιπόν ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του καθού ενήργησε με βάση τους πιο πάνω χαρακτηρισμούς του αιτητή για τους οποίους και αποκλείστηκε από το μικρό κατάλογο, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το άρθρ. 146.4(β). Ο καθού η αίτηση Οργανισμός να πληρώσει τα έξοδα του αιτητή όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφορικά με την αιτήτρια αρ. 2, η προσφυγή έχει ήδη αποσυρθεί.

 

Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο