ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 691/2002)
26 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Σ. ΣΧΙΖΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης του τεμαχίου με αρ. 164 στη Λεμεσό (το επίδικο τεμάχιο), το οποίο επηρεάζεται από τη διεύρυνση/βελτίωση του Τουριστικού Παραλιακού Δρόμου Λεμεσού (Τμήμα από την Επίχωση μέχρι το ξενοδοχείο Τσιέρτσιλ). Με διάταγμα απαλλοτρίωσης (το επίδικο διάταγμα), το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3606, ημερ. 24.5.2002 οι καθ΄ ων η αίτηση διέταξαν την απαλλοτρίωση μέρους του επίδικου τεμαχίου. Σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η δημιουργία, βελτίωση και ανάπτυξη των συγκοινωνιών στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα, η απαλλοτρίωση «επιβάλλεται για τη βελτίωση του τουριστικού παραλιακού δρόμου στη Λεμεσό (Τμήμα Επίχωσης Ξενοδοχείο Τσιέρτσιλ)».
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Η προδικαστική ένσταση.
Σημειώνεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση εγκατέλειψαν την προδικαστική ένσταση τους με την οποία ισχυρίστηκαν ότι «η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθότι ο αιτητής έχει αποδεχθεί την επίδικη απόφαση και διαπραγματευθεί την αλλοίωση της η οποία και επήλθε».
Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Απουσία εγγράφων και πρακτικών.
Ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι ενώ οι καθ΄ ων η αίτηση στην ένσταση τους «αναφέρονται σε διάφορα έγγραφα σημαντικότατα για την εξέλιξη και την διερεύνηση της υπόθεσης» δεν τα επισυνάπτουν ως παραρτήματα της ένστασης αλλά «τα περιγράφουν λεκτικά κατά το δοκούν εις τους ίδιους». Ο κ. Κληρίδης αναφέρθηκε στις παραγ. 8 και 10 της ένστασης και υπέβαλε ότι δεν έχουν επισυναφθεί τα σημαντικά έγγραφα τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους αυτές. Όλα τα πιο πάνω - συμπλήρωσε ο κ. Κληρίδης - «δημιουργούν πλήρες σκότος περί την εξέλιξη της υπόθεσης από πλευράς εγγράφων και πρόσθετα δημιουργούν έντονη αδυναμία στον αιτητή να υποστηρίξει την προσφυγή του». Η απουσία των σχετικών εγγράφων - κατέληξε - έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι η Διοίκηση δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα του αιτητή να του παραδώσει αντίγραφα ορισμένων εγγράφων για σκοπούς ετοιμασίας της αγόρευσης του. Του επέτρεψε όμως να τα επιθεωρήσει. Έτσι στις 15.5.2003 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για «διάταγμα του δικαστηρίου διατάττον τους καθ΄ ων η αίτηση όπως διαθέσουν και/ή παραδώσουν αντίγραφα των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον συνημμένο κατάλογο Α στον αιτητή και/ή στους δικηγόρους τα οποία είναι ή ήσαν στην κατοχή ή εξουσία τους αναφορικά με τα επίδικα θέματα».
Το αιτηθέν πιο πάνω διάταγμα εκδόθηκε «εκ συμφώνου στις 23.5.2003 με έξοδα υπέρ του αιτητή».
Οι καθ΄ ων η αίτηση (βλ. σελ. 10 της γραπτής αγόρευσης τους) ισχυρίσθηκαν ότι το πιο πάνω διάταγμα δεν τους επιδόθηκε «και γι΄ αυτό δεν εφαρμόστηκε». Περαιτέρω οι καθ΄ ων η αίτηση παρέπεμψαν - στη σελ. 11 της αγόρευσης τους - στην πιο κάτω επιστολή τους προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:
«Αναφέρομαι στη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή σας, με αριθμό φακέλου Γ.Ε. Υποθ./Αριθ. 691/02 και ημερομηνία 18 Απριλίου 2003, όπως επίσης και στην υπενθύμιση σας με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 2003, για το ίδιο θέμα και επιβεβαιώνω τηλεφωνική επικοινωνία μας (κ.κ. Δ. Καλλίγερος - Μ. Πολυκάρπου), με την οποία διευκρινίστηκε ότι οι σχετικοί με το θέμα υπηρεσιακοί φάκελοι, έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο για τις υποθέσεις με αριθμό 485 και 486/2002. Όταν οι φάκελοι αυτοί επιστραφούν στο Τμήμα, τα σχετιζόμενα με την πιο πάνω υπόθεση έγγραφα, για τα οποία ζητήθηκε από τους αιτητές να τους δοθούν αντίγραφα, θα φωτοτυπηθούν και θα παραδοθούν στο δικηγόρο τους, όταν προσκομισθεί σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου.»
Σημειώνεται ότι ο αιτητής έλαβε γνώση των πιο πάνω θέσεων των καθ΄ων η αίτηση - περί μη επίδοσης του διατάγματος και της προθυμίας τους να παραδώσουν τα σχετικά έγγραφα όταν προσκομισθεί το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου - μέσα από την γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση. Παρά ταύτα δεν φαίνεται να έλαβε μέτρα για την επίδοση του διατάγματος στους καθ΄ ων η αίτηση.
Σημειώνεται, επίσης, ότι στο στάδιο των διευκρινίσεων ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δήλωσε ότι οι φάκελοι της Διοίκησης είναι κατατεθημένοι στην Α.Ε. 3728, είναι 9 τόμοι, και βρίσκονται στο Πρωτοκολλητείο. Το δε Δικαστήριο ανέφερε ότι «θα ζητηθούν οι φάκελοι από το Πρωτοκολλητείο, αν αυτό καταστεί αναγκαίο για σκοπούς ετοιμασίας της απόφασης». Ούτε στο στάδιο των διευκρινίσεων ο συνήγορος του αιτητή ζήτησε όπως τεθούν στη διάθεση του οι φακέλοι για σκοπούς διευκρινίσεων ή για σκοπούς άλλης επιχειρηματολογίας.
Σύμφωνα με την κρατούσα πρακτική η Διοίκηση επιτρέπει στους αιτητές να επιθεωρήσουν τους φακέλους της διοίκησης για σκοπούς ετοιμασίας της αγόρευσης τους. Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση επέτρεψε την επιθεώρηση των σχετικών φακέλων (βλ. παραγ. 3 της ένορκης δήλωσης του αιτητή η οποία συνόδευε την πιο πάνω αίτηση του ημερ. 15.5.2003). Πλην όμως η Διοίκηση δεν του παρέδωσε αντίγραφα των σχετικών εγγράφων. Κατόπιν τούτου ο αιτητής επέλεξε να εξασφαλίσει τα έγγραφα μέσα από τη διαδικασία της πιο πάνω αίτησης ημερ. 15.5.2003 και εξασφάλισε και σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου. Ωστόσο φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τη διαδικασία που ο ίδιος εγκαινίασε γιατί δεν φαίνεται να έχει επιδώσει το διάταγμα, όπως απαιτείται από τους Θεσμούς (βλ. Δ.42 Α). Θεωρώ, επομένως, ότι δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της δικής του παράλειψης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Υπενθυμίζεται ότι η μη παρουσίαση των φακέλων της Διοίκησης αποτελεί λόγο ακύρωσης μόνο όπου έχει προηγηθεί σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου (βλ. Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 19/1958, 891/1972, 2739/87 και Α.Η.Κ. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Βορόκλινης, Υποθ. 30/2001/11.5.2001). Εδώ είχε προηγηθεί τέτοιο διάταγμα αλλά με υπαιτιότητα του αιτητή δεν επιδόθηκε στη Διοίκηση.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας «η οποία αφορά τόσο στα προπαρασκευαστικά στάδια της απαλλοτρίωσης όσο και στην τελική κρίση περί την απόρριψη της ένστασης του αιτητή». Ο ευπαίδευτος συνήγορος επανήλθε επί του θέματος της απουσίας των εγγράφων από την ένσταση. Υπέβαλε ότι η απουσία της απόφασης του Υπουργού με την οποία απέρριψε την ένσταση του αιτητή, όπως και η απουσία των εγγράφων - επιστολών των διάφορων αρμοδίων - από τα έγγραφα της ένστασης στερούν επί του παρόντος από τον αιτητή τη δυνατότητα να αναφερθεί εκτενώς στα πάσχοντα σημεία των πιο πάνω εγγράφων και γι΄ αυτό ο αιτητής επιφυλάσσει το δικαίωμα να πράξει τούτο εάν και όταν τα έγγραφα αυτά παρουσιαστούν. Ήταν, όμως, η θέση του κ. Κληρίδη ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει κατ΄ αρχήν «γιατί αντιβαίνει στο αρ. 5 των Νόμων περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης δεδομένου ότι από κανένα σημείο της ένστασης δεν προκύπτει ότι έγινε η οποιαδήποτε σοβαρή, ενδεδειγμένη και σε βάθος προκαταρκτική έρευνα περί την απαλλοτρίωση». Ο κ. Κληρίδης τόνισε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση «επέλεξαν την προσβολή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αντί να εξετάσουν σοβαρά και σε βάθος την περίπτωση εξυπηρέτησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης δια της κυβερνητικής γης η οποία υπάρχει και είναι υπέραρκετη νοτίως του δρόμου».
Τέλος ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν τις πιο κάτω πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99):
«Το άρθρο 26 που απαιτεί πράξη επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη ιδίως όταν πρόκειται για πράξη δυσμενή για το διοικούμενο και για πράξη που συνιστά εξαιρετικό μέτρο ενέργειας, όπως εν προκειμένω.
Το άρθρο 28(2), (3) που δεν θεωρεί επαρκεί δικαιολογία την αναφορά γενικών χαρακτηρισμών και όρων του νόμου και που θεωρεί αναιτιολόγητη την πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον.
Το άρθρο 45(1) το οποίο επιβάλλει επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων όταν η διοίκηση ασκεί την διακριτική της εξουσία.
Το άρθρο 50 που επιβάλλει στην διοίκηση να ενεργεί σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα και να αποφεύγει ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.
Το άρθρο 52(1), (3) σύμφωνα με το οποίο η διοίκηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα αναμεμειγμένα συμφέροντα και όταν έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων λύσεων να προτιμά εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για τον διοικούμενο.»
Αναφορικά με την απουσία των φακέλων έχει ήδη παρατεθεί η θέση του Δικαστηρίου (βλ. σελ. 4-5, πιο πάνω). Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο στάδιο των διευκρινίσεων το Δικαστήριο υπέδειξε ότι θα ζητηθούν οι φάκελοι από το Πρωτοκολλητείο - είχαν κατατεθεί στην Α.Ε. 3728 - για σκοπούς ετοιμασίας της απόφασης. Πράγματι ζητήθηκαν οι φάκελοι. Από την εξέταση τους προκύπτει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν προβεί στις υπό τις περιστάσεις επιβαλλόμενες μελέτες και έρευνες πριν από την επίδικη απαλλοτρίωση. Αναφορικά με το θέμα της επιλογής κυβερνητικής γης αντί του τεμαχίου του αιτητή από τον ενώπιον μου υλικό (βλ. κ. 173-175 στο φακ. με αρ. 24/13/LL.17(A) - Τόμος 7) προκύπτει ότι η Διοίκηση εξέτασε την δυνατότητα χρησιμοποίησης κυβερνητικής γης αλλά την απέρριψε για το λόγο «ότι το υφιστάμενο πλάτος του παραλιακού μετώπου είναι ανεπαρκές για τις ανάγκες των λουομένων, ξένων και ντόπιων σε μια ιδιαίτερα αναπτυγμένη τουριστική περιοχή και ότι για τη διεύρυνση του παραλιακού μετώπου σε τουριστική πλαζ, με βάση μελέτες και σχέδια που έχουν εκπονηθεί, θα απαιτηθεί σταδιακά πολύ μεγαλύτερο πλάτος που θα αποκτηθεί με αμμόχωση. Επομένως, η χρησιμοποίηση τμήματος της παραλίας για σκοπούς διεύρυνσης της Λεωφόρου και διαμόρφωσης παρόδιων χώρων στάθμευσης οχημάτων (on street parkings), ήταν απαγορευτική γιατί θα επηρέαζε δυσμενέστερα την τουριστική υποδομή της Λεμεσού με σοβαρότατες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική, οικονομική, εμπορική και τουριστική ανάπτυξη της πόλης».
Τα πιο πάνω φαίνονται στην παραγ. 6.5 του κ. 175 και αναφέρονται στην ένσταση των ιδιοκτητών των τεμ. 160 και 161. Ισχύουν όμως και στην περίπτωση του τεμ. του αιτητή - με αρ. 164. Βλ. παραγ. 6.6 των κ. 173-174, η οποία αναφέρεται στην ένσταση του αιτητή:
«6.6 Ένσταση του κ. Μιχαλάκη Σ. Σχίζα για τον επηρεασμό του τεμαχίου του με αριθμό 164, Φ/Σχ. LIV.59.1.III.
Και σ΄ αυτή την περίπτωση όπως και για τα τεμάχια 160 και 161, που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 6.5 πιο πάνω, διατυπώνεται η θέση του ενιστάμενου ότι προνοείται παρόδιος χώρος στάθμευσης οχημάτων για την εξυπηρέτηση των προσερχομένων στην παραλία, εκεί όπου δεν χρειάζεται, ο χώρος αυτός θα έπρεπε να ληφθεί από τα 15-25 μέτρα της δημόσιας ακτής και επιπρόσθετα προβάλλεται και η θέση ότι προνοείται η δημιουργία κόλπου στάθμευσης οχημάτων που επηρεάζει το τεμάχιο του ενιστάμενου, σ΄ απόσταση, επικίνδυνα πλησίον της συμβολής της Παραλιακής Λεωφόρου με την οδό Π. Συμεού, ενώ θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατό πιο μακριά από οδική συμβολή.
Οι θέσεις του κ. Σχίζα, συζητήθηκαν τόσο σε συνάντηση του κ. Σχίζα και των συμβούλων του κ.κ. 'Φ. Φαίδωνος Σύμβουλοι' με εκπροσώπους του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Υπουργείου Εσωτερικών, όσο και σε δύο συνεδρίες της Τεχνικής Επιτροπής του Κεντρικού Φορέα για την Επίλυση Κυκλοφοριακών Προβλημάτων, στις οποίες ο κ. Σχίζας και οι Σύμβουλοι του, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν αναλυτικά τις θέσεις τους. Σ΄ αυτές τις συνεδρίες επεξηγήθηκαν στον ενιστάμενο οι λόγοι για τους οποίους ο παρόδιος χώρος στάθμευσης οχημάτων δεν μπορεί να δημιουργηθεί προς την πλευρά και σε βάρος της παραλίας, όπως αυτοί έχουν αναφερθεί στην παράγραφο 6.5 πιο πάνω, όπως επίσης και τα γεωμετρικά κριτήρια που αφορούν τη διαμόρφωση κόλπων στάθμευσης οχημάτων.»
Θεωρώ ότι οι πιο πάνω θέσεις της Διοίκησης συνιστούν νόμιμη, πλήρη και επαρκή αιτιολογία για τη μη επιλογή κρατικής γης και για την επιλογή του τεμαχίου του αιτητή. Θα πρέπει να προσθέσω ότι το κατά πόσο ένα μέρος ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελεί κατάλληλο μέρος για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης είναι θέμα τεχνικό. ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων - όπως είναι εδώ η περίπτωση - «χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος», εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 227, Eraclidou and Another v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44, 53, 54, Georghiou and Another v. Municipality of Nicosia (1973) 3 C.L.R. 53, Koutsou v. Κ.Ο.Τ., Α.Ε. 2625/9.4.2001 και E. Koutsou Estates Ltd κ.α. ν. Κ.Ο.Τ., Α.Ε. 2626/9.4.2001).
Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα ή κακή χρήση διακριτικής εξουσίας. Όπως δε έχει ήδη κριθεί η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η πιο πάνω κρίση μου για την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας απαντά και στις θέσεις του αιτητή που σχετίζονται με τα πιο πάνω άρθρα 26, 28(2) (3) και 45(1) του Νόμου 158(Ι)/99. Αναφορικά με το άρθρο 50 του Νόμου 158(Ι)/99 θεωρώ ότι ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές το Διοικητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει οσάκις κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το ενώπιον της Διοίκησης υλικό. Αφού έλαβα υπόψη το ενώπιον της Διοίκησης υλικό θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Τέλος, αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με το αρ. 52(1), (3) του Νόμου 158(Ι)/99 έχω ήδη αποφανθεί ότι η λιγότερο επαχθής λύση για το διοικούμενο, ήτοι η χρησιμοποίηση κρατικής γης, δεν ήταν εφικτή. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Παραβίαση δικαιώματος ακρόασης.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Από το ενώπιον μου υλικό (βλ. κ. 37-41 στο Φακ. με αρ. 24/13/LL.17 (A) - Τόμος 5) προκύπτει ότι η Διοίκηση έδωσε την ευκαιρία στον εμπειρογνώμονα του αιτητή (κ. Γ. Φαίδωνος) να προβάλει - και πρόβαλε - τις απόψεις του.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.