ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1119/2002)
18 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Μ. Καλλιγέρου (κα),
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 31.7.2002, αποφάσισε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Νομική Υπηρεσία, από 2.9.2002. Μοναδικός άλλος υποψήφιος ήταν ο αιτητής ο οποίος προσέβαλε την απόφαση για αριθμό λόγων.
Η θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Με την πολυσέλιδη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής εγείρει μεγάλο αριθμό λόγων. Κατ΄ αρχάς υποστηρίζει ότι ολόκληρη η διαδικασία, από την ετοιμασία και δημοσίευση του σχεδίου υπηρεσίας, μέχρι και το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους πάσχει, καθότι τόσο το σχέδιο υπηρεσίας, όσο και ο διορισμός, εξυπηρετούσαν αλλότριους σκοπούς, όπως τον περιορισμό της πνευματικής ανασφάλειας που διατηρούσε έναντι του αιτητή η υπεύθυνη του τομέα Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, την εξυπηρέτηση των εκλογικών σχεδιασμών του προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας και την εξυπηρέτηση της εκδικητικής διάθεσης του Προέδρου της Επιτροπής έναντι του αιτητή.
Σύμφωνα με τον αιτητή, η μελέτη της διαδικασίας που ακολουθήθηκε πείθει ότι επρόκειτο περί καλά οργανωμένης μηχανής η οποία δημιουργεί υπόνοιες ως προς το αδιάβλητο της διαδικασίας. Σημειώνονται η σπουδή, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, με την οποία δημοσιεύτηκε το σχέδιο υπηρεσίας και εξελίχθηκε η διαδικασία επιλογής, καθώς και η σπουδή με την οποία συστάθηκε και διαφοροποιήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι γενικόλογοι και εντελώς αόριστοι. Δεν τίθενται καν θέματα αμεροληψίας, αλλά ισχυρισμοί για περιορισμό της επαγγελματικής ανασφάλειας της τότε Εισαγγελέως της Δημοκρατίας κας Κουρσουμπά, η οποία, ας σημειωθεί και όπως θα δούμε στη συνέχεια, ζήτησε να εξαιρεθεί από τη συμμετοχή της στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν εξηγείται ούτε η σχέση των πολιτικών φιλοδοξιών του Γενικού Εισαγγελέα με την παρούσα υπόθεση. ΄Οσον αφορά την εκδικητική διάθεση του Προέδρου της Επιτροπής, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αρκεί να προβάλλονται και να αναπτύσσονται τέτοιοι ισχυρισμοί, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξής τους (βλέπε μεταξύ άλλων Μούστρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 70).
΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο ισχυρισμός για έλλειψη αμεροληψίας αφορά έχθρα του οργάνου προς τον ενδιαφερόμενο, η οποία και θα πρέπει να αποδεικνύεται (Kontemeniotis ν. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Οι δε ισχυρισμοί που αφορούν τον Πρόεδρο της ΕΔΥ καθίστανται εντελώς άνευ σημασίας, αν αναλογιστεί κανένας ότι ο ίδιος απουσίασε από τη διαδικασία και δεν συμμετείχε στην επιλογή.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι το σχέδιο υπηρεσίας είναι εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires) και αντίθετο με την αρχή της ισότητας. Ισχυρίζεται ότι καταρτίστηκε με σκοπό όχι την επιλογή του καλύτερου πιθανού υποψηφίου, αλλά φωτογραφίζει εκ των προτέρων το άτομο το οποίο οι καθ΄ων η αίτηση είχαν αποφασίσει να διορίσουν.
Το επιχείρημα στηρίζεται στο συλλογισμό ότι κατά τη διαδικασία σταδιακής πρόσληψης 20 εκτάκτων υπαλλήλων νομικών λειτουργών κοινοτικού δικαίου, αποδείχθηκε ότι ουδείς άλλος πιθανός υποψήφιος, πλην του ενδιαφερόμενου μέρους, κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας, διδακτορικό δίπλωμα ή τίτλο. Γι΄αυτό η εισαγωγή της πρόνοιας ότι η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα κοινοτικού δικαίου θα συνιστούσε πλεονέκτημα, αποσκοπούσε, υπό τις περιστάσεις, στην εκ των προτέρων φωτογράφιση του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ακόμα, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, επειδή υπήρχε ουσιαστική αμφιβολία ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της δεκαετούς τουλάχιστον μεταπτυχιακής πείρας που επίσης προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, επινοήθηκε για την πρώτη πλήρωση της θέσης η εισαγωγή της υποσημείωσης 2, που προνοεί οκταετή τουλάχιστον πείρα και διδακτορικό δίπλωμα ή τίτλο σε θέματα κοινοτικού δικαίου, αντί δεκαετούς τουλάχιστον μεταπτυχιακής πείρας.
Και αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ατεκμηρίωτοι και αόριστοι. ΄Οπως έχει αποφασιστεί, ισχυρισμοί περί υπέρβασης των εξουσιοδοτικών πλαισίων (ultra vires) του νόμου από τον κανονιστικό νομοθέτη, πρέπει να προβάλλονται ειδικά στην αίτηση ακυρώσεως και να προσδιορίζεται το άρθρο του νόμου που παραβιάζεται, καθώς και ο τρόπος που αυτό παραβιάζεται. Αόριστοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξετάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631).
Οι ισχυρισμοί του αιτητή για υπέρβαση των εξουσιοδοτικών πλαισίων και αντίθεσης του σχεδίου υπηρεσίας με την αρχή της ισότητας, γίνεται χωρίς εξειδίκευση και προσδιορισμό των διατάξεων που αραδιάζονται. Ουσιαστικά η επιχειρηματολογία του καταλήγει στο ότι το σχέδιο υπηρεσίας είναι μεμπτό, διότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το πλεόνεκτημα που προβλέπεται ή με άλλα λόγια, ότι το σχέδιο υπηρεσίας είναι εκτός των εξουσιοδοτικών πλαισίων επειδή θεωρεί ως πλεονέκτημα την κατοχή διδακτορικού πτυχίου σε συγκεκριμένο θέμα.
Η πλέον αρμόδια να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας είναι βέβαια η διοίκηση και η σκοπιμότητά της κατά τη σύνταξη του σχεδίου υπηρεσίας κείται εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εξάλλου, κανένα σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας μόνο και μόνο επειδή κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους ωφελούνται ή αποκλείονται λόγω της πρόνοιας για τα προσόντα που απαιτούνται.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληροί τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας ως προς την πείρα. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας, απαραίτητο προσόν είναι η δεκαετής τουλάχιστον μεταπτυχιακή πείρα, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Ο αιτητής δεν αμφισβητεί τη διάρκεια πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους σχετικά με την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, σημειώνει όμως ότι θα ήταν ευνόητο το σχέδιο υπηρεσίας να απαιτεί πενταετή τουλάχιστον πείρα σε θέματα κοινοτικού δικαίου και όχι απλώς και αορίστως σε θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει το απαιτούμενο προσόν.
Ο αιτητής όμως ισχυρίζεται ακόμα ότι η περίοδος 30 μηνών κατά την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ότι εργοδοτείτο από τη Γαλλική Κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπ΄ όψιν ως περίοδος εργοδότησης, γιατί επρόκειτο περί περιόδου σπουδών για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου του ενδιαφερόμενου μέρους, με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης.
΄Οπως σωστά επισημαίνεται και από τους καθ΄ ων η αίτηση, δεν πρέπει να δοθεί σημασία στο ζήτημα της εργοδότησης ή όχι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συνάψει σύμβαση με τη Γαλλική Κυβέρνηση για απασχόλησή του και το γεγονός ότι κατά τον ίδιο χρόνο ετοίμαζε τη διατριβή του για το διδακτορικό του δίπλωμα, δεν καθιστά την πείρα που αποκτήθηκε ανύπαρκτη. Η απόφαση, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, όσο και της Επιτροπής, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μελέτησε σε βάθος το θέμα πριν καταλήξει στην απόφαση, ότι 30 μήνες που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εργαστεί για τη Γαλλική Κυβέρνηση αποτελούσε μεταπτυχιακή πείρα που ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Το κατά πόσο ο συγκεκριμένος υποψήφιος κατέχει την απαιτούμενη πείρα είναι θέμα πραγματικό και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Είναι δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάστηκε επ΄ αμοιβή με σύμβαση για χρονική περίοδο 30 περίπου μηνών. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η εργασία του ενδιαφερόμενου μέρους με τη Γαλλική Κυβέρνηση δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος, ενώ, όπως επισημαίνεται, μεγάλο μέρος της εργασίας του αφορούσε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού, τα οποία καμιά απολύτως σχέση είχαν με το θέμα του διδακτορικού του διπλώματος που αφορούσε τις συμφωνίες τελωνειακής σύνδεσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τρίτες χώρες.
Ο αιτητής επικαλείται ακόμα την εμφιλοχώρηση πλάνης και σ΄ ένα ακόμα σημείο, που αυτή τη φορά αφορά τον ίδιο. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε από την αναφορά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη μελέτη υπό τον τίτλο «προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και εναρμόνιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας», συντάχθηκε από Επιτροπή στην οποία ο ίδιος ενεργούσε ως συντονιστής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο εισηγητής-γραμματέας-συντονιστής και κατά τον ισχυρισμό του και ο κύριος συντάκτης, καθώς και μέλος της Επιτροπής Μελέτης του Συντάγματος.
Ακόμα κι΄ αν έτσι έχουν τα πράγματα κι΄ αν ακόμα η Επιτροπή πλανήθηκε, δεν φαίνεται ότι η πλάνη είναι ουσιώδης. Η παράλειψη αναφοράς της ιδιότητας του μέλους, δεν μπορεί να θεωρηθεί πλάνη η οποία επηρέασε και το αποτέλεσμα σε βαθμό μάλιστα ακύρωσης της τελικής απόφασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η Επιτροπή πλανήθηκε αφού τον θεώρησε ως κάτοχο πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας, παραγνωρίζοντας το πιστοποιητικό «άριστης γνώσης της ελληνικής» το οποίο η ίδια εξέδωσε επ΄ ονόματί του.
Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση της ελληνικής και από τη στιγμή που η Επιτροπή δέχτηκε ότι ο αιτητής κατείχε το προσόν, δεν βλέπω πως υπεισέρχεται θέμα πλάνης αν ο αιτητής γνώριζε την ελληνική καλύτερα από το απαιτούμενο προσόν.
Ο αιτητής εγείρει ακόμα ένα θέμα. Ισχυρίζεται ότι τέσσερα από τα πέντε μέλη της Επιτροπής παραπλανήθηκαν από τον Πρόεδρό της, ο οποίος σε απάντηση γραπτής καταγγελίας που διατυπώθηκε από τον αιτητή, δήλωσε ότι δεν είχε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιο ανώτερο κυβερνητικό λειτουργό που αναφέρει. Σύμφωνα με τον αιτητή, η ιδιαίτερη σχέση του Προέδρου της ΕΔΥ με τον κ. Θάνο Μιχαήλ, τότε Γενικό Διευθυντή Υπουργείου, τεκμηριώνεται από επιστολή του Προέδρου.
Δεν αντιλαμβάνομαι πως υπεισέρχονται στην παρούσα υπόθεση αυτοί οι αόριστοι και πάλι ισχυρισμοί. Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπάρχει ότι τα μέλη της Επιτροπής, στην απουσία μάλιστα όπως είδαμε, του Προέδρου ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, πλανήθηκαν από τον Πρόεδρο και τι σημασία θα είχε η οποιαδήποτε εντύπωση των μελών της Επιτροπής για τις σχέσεις του Προέδρου, ο οποίος, επαναλαμβάνω δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, με κάποιο άτομο με το οποίο ο αιτητής φαίνεται να μην είχε καλές σχέσεις.
Ο αιτητής επιτίθεται ακόμα και στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ισχυριζόμενος ότι αυτή ήταν παράνομη λόγω της περίληψης σ΄ αυτήν και του κ. Αλέκου Μαρκίδη, τότε Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας. Υποστηρίζει ότι αφού οι ενστάσεις του οδήγησαν στην απαλλαγή των δύο Εισαγγελέων, της κας Κουρσουμπά και της κας Θεοδούλου, σημαίνει ότι ήταν βάσιμες. Αφού οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής προέβη στις ενστάσεις του ήταν λόγοι υπηρεσιακοί που αναπτύχθηκαν, τουλάχιστον με την ανοχή του προϊσταμένου της υπηρεσίας και εν γνώσει του, ισχυρίζεται ότι, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι δημιουργείται εύλογη υπόνοια ότι η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα καθιστά παράνομη τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Με άλλα λόγια επειδή ο Γενικός Εισαγγελέας γνώριζε τις ενστάσεις του αιτητή για τις δύο Εισαγγελείς, μετά την αποχώρηση τους όφειλε να αποχωρήσει και ο ίδιος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι οι κυρίες Κουρσουμπά και Θεοδούλου δεν απαλλάγηκαν, αλλά αποχώρησαν οικειοθελώς παρ΄ όλον ότι αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς του αιτητή για προκατάληψη. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι παρ΄ όλον ότι ο αιτητής έθεσε θέμα για τα ρηθέντα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πριν την έναρξη της συνέντευξης, για το Γενικό Εισαγγελέα δεν έκανε το ίδιο πριν τη συνέντευξη, αλλά ούτε και σε οποιονδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας.
Εν πάση περιπτώσει, έχει αποφασιστεί πως τεταμένες σχέσεις προϊσταμένου με υφιστάμενο σε υπηρεσιακά ζητήματα δεν τεκμηριώνουν και προκατάληψη του προϊσταμένου.
Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο επόμενος ισχυρισμός. Ο αιτητής προέβαλε σειρά ενστάσεων στην επιστολή του ημερ. 25.7.2002 προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής λανθασμένα συμμετείχε στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, μέσω της οποίας παραπλάνησε τα άλλα μέλη της Επιτροπής ως προς τις πραγματικές του σχέσεις με συγκεκριμένο ανώτατο αξιωματούχο και ως προς τη συμπεριφορά του έναντι του αιτητή. Είναι η θέση του αιτητή ότι η κατάληξη της ΕΔΥ οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι η απόφασή της ήταν δέσμια έναντι της βούλησης του Προέδρου της και έναντι του Γενικού Εισαγγελέα. Η Επιτροπή δεν ενήργησε ανεξάρτητα, αλλά κατά τρόπο δέσμιο. Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Ο ισχυρισμός όχι μόνο παραμένει χωρίς ουσιαστική επιχειρηματολογία, αλλά κρίνεται και ως εντελώς ανεδαφικός.
Ο αιτητής παραπονείται και για τη σύσταση του προϊσταμένου, την οποία χαρακτηρίζει πλημμελή γιατί εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς και είναι αποτέλεσμα πλάνης ως προς την πείρα και το πλεονέκτημα του ενδιαφερόμενου μέρους. Η πλάνη συνίσταται στους ισχυρισμούς που είδαμε πιο πάνω, ότι δηλαδή ο αιτητής ήταν μέλος της επιτροπής μελέτης του Συντάγματος και όχι απλώς συντονιστής, στην πλάνη για την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και στο γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας τον αξιολογούσε ως εξαίρετο τουλάχιστον για την περίοδο 1996-1999. Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η σύσταση του προϊσταμένου είναι αναιτιολόγητη και δεν μπορεί να έχει πέραν της μηδενικής αξίας.
Η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Σύσταση η οποία σύμφωνα με το νόμο δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη δεν μπορεί να θεωρηθεί τρωτή, λόγω ακριβώς της έλλειψης αιτιολογίας, σε σημείο μάλιστα που να ακυρώνει την πράξη. Η σύσταση θα πρέπει βέβαια να μην συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων.
΄Οσον αφορά τους ισχυρισμούς του αιτητή για την εμφιλοχώρηση πλάνης στη σύσταση του Διευθυντή έχω ήδη ασχοληθεί προηγουμένως και δεν χρειάζεται να επανέλθω.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Τόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή χαρακτήρισαν την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους εξαίρετη και την απόδοση του αιτητή πάρα πολύ καλή. Ο αιτητής υποβάλλει ότι οι δύο διαβαθμίσεις «εξαίρετος» και «πάρα πολύ καλός» ελάχιστα απέχουν μεταξύ τους και υπό τις περιστάσεις η απόδοση οποιασδήποτε ουσιαστικής βαρύτητας στην προφορική εξέταση αντιστοιχεί με απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας. Η απόδοση υπέρμετρης σημασίας στην ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη του αιτητή, μολύνει, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ακόμη περισσότερο τη διαδικασία, αν κανείς λάβει υπ΄ όψιν την αξιολόγησή του από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας ως εξαίρετου κατά την περίοδο 1996-1999.
Η προφορική συνέντευξη είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπ΄ όψιν για την τελική επιλογή υποψηφίου. Ουδόλως φαίνεται ότι δόθηκε στη συνέντευξη υπέρμετρη βαρύτητα. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τόσο τη σύσταση του προϊσταμένου του, όσο και το πλεονέκτημα και δεν φαίνεται ότι η επιλογή του κρίθηκε από την εντύπωση της προφορικής συνέντευξης.
Ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι διαθέτει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους με αναφορά στην αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της υπεροχής σε αξία όπως προκύπτει από τη βαθμολογία σε εμπιστευτικές εκθέσεις. Το ίδιο ισχύει και για την αρχαιότητα η οποία δεν νοείται να λαμβάνεται υπ΄όψιν ως τέτοια. Εν πάση περιπτώσει, ουδέν στο φάκελο δικαιολογεί την εντύπωση του αιτητή ότι είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.