ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 828/2002)
6 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΠΑΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Μιχ. Σταματάρης, για τον Αιτητή.
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O αιτητής αξιώνει ακύρωση του αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης τάξης, Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων, που πραγματοποιήθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 24.5.2002.
Είχε προηγηθεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 10.4.1998, στην προσφυγή αρ. 652/97, με την οποία ακυρώθηκε η προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής ημερ. 4.6.1997, με την οποία είχε κριθεί ότι λόγω ανεπάρκειας στοιχείων δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει στην επιλογή υποψήφιου στα πλαίσια της επανεξέτασης της πλήρωσης της θέσης, συνεπεία άλλης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 1512, με την οποία προηγούμενος διορισμός του αιτητή στη θέση είχε κηρυχθεί άκυρος.
΄Υστερα από σχετική γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όσα αποφάσισε το Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 652/97, σε συνδυασμό με όσα είχαν αποφασιστεί στην Α.Ε.2641. ΄Ετσι, στη συνεδρία της ημερ. 11.3.2002, η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε προφορική ενώπιόν της εξέταση, τους δύο υποψήφιους για τη θέση, τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή στις 24.5.2002, στα πλαίσια της επανεξέτασης και αφού δέκτηκε σε προφορική εξέταση τους δύο υποψήφιους, προχώρησε στην αξιολόγηση της απόδοσής τους και στη συνέχεια έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει και την επέλεξε για διορισμό αναδρομικά.
Ο αιτητής για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης επικαλείται βασικά δύο λόγους. Υποστηρίζει ότι η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία η σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία αποτελεί πλεονέκτημα, είναι αντισυνταγματική και κατά κατάχρηση εξουσίας (ultra vires).
Είναι η θέση του ότι η διάκριση μεταξύ των εχόντων και μη εχόντων κυβερνητική πείρα, αλλά και η πέραν τούτου διάκριση μεταξύ πείρας που αποκτήθηκε στον κυβερνητικό και στον ιδιωτικό τομέα, με αναγωγή της πείρας στη δημόσια υπηρεσία σε πλεονέκτημα και μηδενισμό της πείρας που κτήθηκε στον ιδιωτικό τομέα, είναι άνιση και ανεπίτρεπτη ως παραβιάζουσα το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δηλαδή την αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται επίσης και από το άρθρο 38(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.
Ο δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι ο πιο πάνω λόγος είναι γενικός και αόριστος, αφού δεν αναφέρεται το άρθρο και ο νόμος που παραβιάζεται από το σχέδιο υπηρεσίας. Υποστήριξε ακόμα ότι το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει καθαρά στους διοικητικούς αρμοδίους για τον καταρτισμό του.
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους προέταξε ότι η εκδοθείσα δικαστική απόφαση συνιστά δεδικασμένο πως το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το πρόσθετο προσόν. Ο αιτητής μπορούσε να προσβάλει την εγκυρότητα της συγκεκριμένης πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας, στην πρώτη μεταξύ των ιδίων διαδίκων προσφυγή, κάτι που παρέλειψε να πράξει.
Η παρούσα προσφυγή πράγματι αφορά τους ίδιους διαδίκους που αναφέρονται στις προηγούμενες υποθέσεις. Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, 612, αποφασίστηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Το Δικαστήριο, αφού κατέληξε ότι όλα τα νέα θέματα θα μπορούσαν να προβληθούν σε προηγούμενη προσφυγή μεταξύ των διαδίκων, απέρριψε την έφεση.
Το αυτό ισχύει και στην παρούσα περίπτωση. Το θέμα του πλεονεκτήματος δεν ηγέρθη τότε μεταξύ των μερών (βλέπε Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 144). Ο αιτητής, που τότε ήταν ενδιαφερόμενο μέρος, θα έπρεπε να το εγείρει και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας. Παρέλειψε να το πράξει για τους δικούς του λόγους. Σήμερα, δεν μπορεί να εγείρει το θέμα αυτό εξ υπαρχής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή κατά την επανεξέταση προέβη σε νέα συνέντευξη, αντίθετα με τον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, Ν.158(Ι)/99. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι κατά την επανεξέταση η προφορική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε τόσο ο ίδιος, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, έγινε με βάση την απόφαση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, Α.Ε. 2641, ημερ. 16.11.2001, στην οποία όμως ο χρόνος επανεξέτασης ήταν το 1997, δηλαδή όταν δεν ίσχυε ακόμα ο Νόμος 158(Ι)/99, το άρθρο 58 του οποίου προβλέπει ότι κατά την επανεξέταση πράξης η διοίκηση οφείλει να λάβει υπ΄ όψιν το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης. Συνεπώς, κατά το χρόνο επανεξέτασης, το 2002, δεν επιτρεπόταν νέα προφορική συνέντευξη των υποψηφίων, αφού με τον τρόπο αυτό αλλοιωνόταν το ισχύον στις 24.5.2002, ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης, καθεστώς.
Οι δικηγόροι τόσο των καθ΄ ων η αίτηση, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τον πιο πάνω ισχυρισμό. Υποστήριξαν απλώς ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη.
Η αρχή ότι κατά την επανεξέταση πράξης που ακυρώθηκε λαμβάνεται υπ΄ όψιν το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφαση ήταν εμπεδωμένη στη νομολογία μας και πριν ακόμα τη ψήφιση του Νόμου 158(Ι)/99, αλλά και στη θεωρία του διοικητικού δικαίου. Η απόφαση Κοντογιώργη, ανωτέρω, δεν μετέβαλε την κατάσταση. Αντίθετα επισημαίνεται η προσήλωση σ΄ αυτήν. Τονίστηκε ότι τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου έχουν νόημα και ισχύουν στην έκταση που καλύπτουν τις ανάγκες της υπόθεσης. Αν υπολείπονται του νομοθετικά προβλεπόμενου συνόλου των στοιχείων κρίσης συμπληρώνονται όσον καλύτερα το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Το αντικείμενο εξακολουθεί να ανατρέχει στο χρόνο της πρώτης εξέτασης με αναφορά στον οποίο διεξάγονται τα περαιτέρω, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό. ΄Ετσι, είναι φανερό ότι δεν υπήρξε παράβαση οποιασδήποτε αρχής που τίθεται είτε από το νόμο, είτε από τη νομολογία.
Τέλος, ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης είναι ελλειπές και αντισυνταγματικό, αφού σε θέση πρώτου διορισμού δεν περιέχει πρόνοια για επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Ο αιτητής που είναι απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής, δεν έχει δείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμένως από την έλλειψη πρόνοιας για το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Δεν έχει καν προβάλει ισχυρισμό για το επίπεδο της δικής του ανάλογης γνώσης. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς από την παράλειψη αυτή του σχεδίου υπηρεσίας. Μπορεί να σημειωθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι απόφοιτος του Λυκείου Ακρόπολης.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.