ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANDREAS TRIANTAFYLLIDES AND OTHERS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1970) 3 CLR 235
SAVVA ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 675
PAPADOPOULLOS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1423
REPUBLIC ν. SAFIRIDES (1985) 3 CLR 163
KALOS ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 942
Mytides ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 737
Iερωνυμίδης Mάριος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3234
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω E.Δ.Y. (Aρ. 2) (1995) 3 ΑΑΔ 317
Iακωβίδης Mιχαήλ ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 28
Χατζηγεωργίου Χριστόδουλος Χ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23
Γιαγκουλλής Όθωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Koλιός Xρίστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 420
Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83
Γεωργιάδου Ευαγγελία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 785
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Προσφυγή αρ. 1008/02, 3 Μαρτίου 2004
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 746/03.
17 Σεπτεμβρίου, 2004
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ (ΠΙΤΣΑ) ΚΕΝΤΗ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθής η αίτηση
--------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης , για την αιτήτρια
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση
Α. Κωνστανντίνου, για το ενδιαφερόμενο μέρος
--------------------------------- P>
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την προσφυγή αυτή η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερ. 1/7/03 και με την οποία επαναδιόρισε (μετά από ανάκληση της επίδικης πράξης και παρά την εκκρεμούσα προσφυγή της αρ. 752/02) τον Ιωάννη Βιολάρη στη μόνιμη θέση Αρχαιολογικού Λειτουργού, Τμήμα Αρχαιοτήτων, αναδρομικά από τις 15/7/02 αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση περιληπτικά έχουν ως εξής:
Η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση είναι πρόδηλα παράνομη, αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της υποχρέωσης για αξιοκρατία και επιλογή του πραγματικά καλύτερου. Στηρίχθηκε σε γεγονότα και/ή ενέργειες που προήλθαν από άλλα όργανα και/ή που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και πράγματα και/ή χωρίς τη δέουσα έρευνα, ενεργούσα η Ε.Δ.Υ. ως δέσμια και όχι ασκώντας διακριτική ευχέρεια. Καταστρατηγεί το νόμο 1/90 άρθρα 33(6) και 33(14). Περαιτέρω η καθής ενήργησε με τρόπο που παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και/ή που θυματοποίησε την αιτήτρια, η οποία ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος. Τέλος η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Η καθής η αίτηση στην ένσταση της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ΄και/ή απόφαση λήφθηκε νόμιμα, ορθά και συνάδει με το νόμο, το σύνταγμα και/ή τους σχετικούς κανονισμούς.
Μελέτησα τα γεγονότα όπως τα επικαλείται η κάθε πλευρά. Ενόψει του ότι τα γεγονότα όπως επικαλείται η καθής η αίτηση είναι πιο λεπτομερή (εμπεριέχουν και αυτά που επικαλείται η αιτήτρια) προτιμώ να παραθέσω στην παρούσα, τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την ένσταση. Αυτά έχουν ως εξής:
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) είχε διορίσει και πριν με απόφαση της ημερ. 6/6/02 (παράρτημα 3 στην ένσταση) τον Ιωάννη Βιολάρη (ενδιαφερόμενο μέρος, στο εξής ε.μ.) στη μόνιμη θέση Αρχαιολογικού Λειτουργού από 15/7/02 με αποτέλεσμα η αιτήτρια να καταχωρήσει τότε την προσφυγή αρ. 752/02.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, με επιστολή του αρ. φακ. ΓΕ/Υποθ. αρ. 752/02 και ημερ. 23/5/03 (παράρτημα 2 στην ένσταση), εισηγήθηκε την ανάκληση της εν λόγω απόφασης ημερ. 6/6/02 γιατί έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε την απόφαση της να καθορίσει ως ελάχιστο χρόνο κατοχής του πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης της δωδεκαμήνου περιόδου. Έτσι η Ε.Δ.Υ. στις 4/6/03 ανακάλεσε το διορισμό του ε.μ. (βλέπε πρακτικά παράρτημα 1 στην ένσταση). Στη συνέχεια σε ΄νέα συνεδρία ημερ. 6/6/03 (παράρτημα 4 στην ένσταση) προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της εν λόγω θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που είχε ληφθεί η ανακληθείσα απόφαση της 6/6/02. Έτσι θεώρησε ξανά ως υποψηφίους τους Βιολάρη Ιωάννη (ε.μ.), Θεοδούλου Θεοτόκη, Κέντη Χαραλαμπία ή Πίτσα (αιτήτρια) και Λουκά Ελένη.
Αναφορικά με το πλεονέκτημα που προνοείται στο σχέδιο υπηρεσίας (παράτημα 5 στην ένσταση) «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία» επανέλαβε την απόφαση της που λήφθηκε στις 8/3/02 (Θέμα Β (7)(1) των πρακτικών). Καθόρισε δηλαδή ως ελάχιστο χρόνο τη δωδεκάμηνη περίοδο, προκειμένου να πιστωθεί κάποιος με το πλεονέκτημα. Σημείωσε δε ότι υπηρεσία σε «δημόσια θέση» ή σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία σημαίνει, σύμφωνα με την ερμηνεία των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων, κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη νομική συμβουλή, προχώρησε στην αιτιολόγηση της απόφασης της για καθορισμό της δωδεκάμηνης περιόδου για σκοπούς κατοχής του πλεονεκτήματος. Προς το σκοπό αυτό έλαβε υπόψη την πολλαπλότητα των εμπειριών η οποία διαφαίνεται από την περιγραφή των καθηκόντων στο σχέδιο υπηρεσίας, που περιλαμβάνει τη διεξαγωγή ανασκαφών και δημοσίευση πορισμάτων ερευνών, διενέργεια αρχαιολογικών επισκοπήσεων, οργάνωση και λειτουργία μουσείων, συντήρηση, αναστήλωση, προστασία και προβολή αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων λαϊκού πολιτισμού.
Με βάση τα πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι κανένας από τους υποψήφιους διαθέτει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Προχώρησε και επανέλαβε την απόφαση της που λήφθηκε στις 8/3/02 σε ότι αφορά την προτίμηση μιας άλλης ευρωπαϊκής γλώσσας που προνοεί το σχέδιο υπηρεσίας και κατέληξε ότι ικανοποιούν το κριτήριο τούτο και οι τέσσερεις υποψήφιοι ως ακολούθως.
(1) Βιολάρης Ιωάννης (ε.μ.) στα Γαλλικά
(2) Κέντη Χαραλαμπία Πίτσα (αιτήτρια) στα Γερμανικά
(3) Λουκά Ελένη, στα Γαλλικά
(4) Θεοδούλου Θεοτόκης, στα Γερμανικά.
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην ενώπιον της προφορική εξέταση που έγινε στις 6/6/02 (Θέμα Β (1)(1) των πρακτικών) και η οποία έχει ως εξής:
(1) Βιολάρης Ιωάννης: Εξαίρετος
(2) Θεοδούλου Θεοτόκης: Σχεδόν Εξαίρετος
(3) Κέντη Χαραλαμπία Πίτσα: Πολύ καλή
(4) Λουκά Ελένη: Πολύ καλή
Ακολούθως η Ε.Δ.Υ., υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, επανέλαβε την απόφαση της ημερ. 6/6/02 σε ότι αφορά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε.
Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, δηλαδή της Ε.Δ.Υ., και έκρινε ξανά ότι ο Βιολάρης Ιωάννης (ε.μ.) υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για διορισμό στην εν λόγω θέση, αναδρομικά από τις 15/7/02. Ο εν λόγω αναδρομικός διορισμός δημοσιεύτηκε στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11/7/03 και στις 7/8/03 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Στην εισαγωγή της γραπτής του αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει ότι η επανεξέταση της υπόθεσης πάσχει για δυο βασικά λόγους:
(α) δεν έγινε πραγματικά από το πάσχον σημείο που συμπαρέσυρε σε εξαφάνιση ό,τι μετά από αυτό επακολούθησε, και
(β) πάσχει αυτή καθαυτή η επιλογή της Ε.Δ.Υ. (έστω και αν δεν συντρέχει το υπό (α) πιο πάνω) ως αναξιοκρατική.
Αναφορικά με το (α) η επανεξέταση ήταν καθήκον της Ε.Δ.Υ. γιατί η ανάκληση αφορούσε και έγινε γιατί η Ε.Δ.Υ. παρά την τότε κρίση της Συμβουλευτικής ότι η αιτήτρια κατέχει το πρόσθετο προσόν, έκρινε αντίθετα, καθορίζοντας αναιτιολόγητα και αυθαίρετα χρονικό διάστημα για την πείρα ως πρόσθετο προσόν και κατ' επέκταση έκρινε, αναιτιολόγητα, ότι ουδείς των υποψηφίων κατέχει το πρόσθετο προσόν. Επίσης η ανάκληση επέφερε και την συνεξαφάνιση της συνέντευξης που είχε τότε γίνει καθώς και την τότε κρίση του Διευθυντή επί της συνέντευξης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ούτως ώστε στην επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα όσα έγιναν τότε. Επίσης η διαδικασία πάσχει και για το λόγο ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την τότε κρίση του Διευθυντή να κρίνει την απόδοση στη συνέντευξη ο οποίος δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Μόνο η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. έχουν το δικαίωμα αυτό. Και αν ακόμη είχε τέτοιο δικαίωμα, η κρίση του ότι η αιτήτρια ήταν λιγότερο καλή κατά τη συνέντευξη ήταν αυθαίρετη και αναιτιολόγητη.
Αναφορικά με το (β) ήταν η θέση του ότι η αιτήτρια ήταν η πιο κατάλληλη αφού στη γραπτή εξέταση που διενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή πήρε 75 μονάδες σε αντίθεση με το ε.μ. που πήρε 71. Επίσης η αιτήτρια είχε ως πρώτο προσόν στην Αρχαιολογία από το 1982 και Διδακτορικό καθώς και μακρότατη πείρα σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε Ελλάδα και Κύπρο ενώ το ε.μ. είχε πρώτο πτυχίο σε άσχετο θέμα (Λογιστική) και πτυχίο στην Αρχαιολογία πολύ αργότερα, δηλαδή το 1989. Έτσι κατά τον ουσιώδη χρόνο η αιτήτρια είχε τεράστια διαφορά πείρας η οποία γενικά αν ληφθεί υπόψη μαζί με το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης και το γεγονός ότι είχε και διδακτορικό, είναι σαφές ότι ήταν πιο κατάλληλη για διορισμό, καθότι είχε έκδηλη υπεροχή του ε.μ.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθής η αίτηση ήταν ότι η ανάκληση της προηγούμενης απόφασης ουδόλως επηρέασε τις συνεντεύξεις που είχαν τότε γίνει ή τη σύσταση του Διευθυντή. Αναφορικά με την κρίση του Διευθυντή στο θέμα απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, ήταν επίσης η θέση του ότι είχε τέτοιο δικαίωμα παραπέμποντας σε σχετική απόφαση (Α.Ε. 3524 και 3534 ημερ. 30/1/04). Στο θέμα του πιο κατάλληλου υποψηφίου ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η μικρή διαφορά στη βαθμολογία δεν καθιστά την αιτήτρια πιο κατάλληλη αφού στις αξιολογήσεις τόσο από τη Σ.Ε. όσο και την Ε.Δ.Υ. αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο βαθμό. Δηλαδή, το ε.μ. ως «εξαίρετος» και η αιτήτρια ως «πολύ καλή». Βαρύτητα είχε η εντύπωση που άφησαν κατά την προφορική εξέταση. Η επίδικη απόφαση ήταν σύμφωνα με το νόμο και εύλογα επιτρεπτή.
Τις θέσεις του δικηγόρου της καθής η αίτηση υποστήριξε και σε δική του ανεξάρτητη αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του ε.μ.
Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις και τις αυθεντίες που η κάθε πλευρά έχει επικαλεστεί για υποστήριξη τους.
Ανάκληση της πρώτης απόφασης και επανεξέταση
Αρχίζοντας από το θέμα της επανεξέτασης, ότι δηλαδή η ανάκληση της προηγούμενης απόφασης συμπαρέσυρε και εξαφάνισε και τις συνεντεύξεις και αξιολόγηση του διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων, έχω καταλήξει να δεχθώ τη θέση της καθής η αίτηση και του ε.μ. Εδώ η ανάκληση είχε γίνει για το μοναδικό λόγο που περιείχετο στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δηλαδή στο ότι στην πρώτη απόφαση η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε την απόφαση της να καθορίσει ως ελάχιστο χρόνο κατοχής του πλεονεκτήματος τη δωδεκάμηνη περίοδο. Η ανάκληση δε συνδεόταν με οποιονδήποτε άλλο μέρος της διαδικασίας που είχε οδηγήσει στη λήψη της πρώτης (ανακληθείσας) απόφασης. Επομένως ο ισχυρισμός ότι έπρεπε να επαναληφθεί η όλη διαδικασία δηλαδή νέες συνεντεύξεις και να αγνοηθούν οι παλιές, με βάση τις αυθεντίες που επικαλέστηκαν η πλευρά του ε.μ. και της καθής η αίτηση, δεν ευσταθεί.
Στην υπόθεση Χριστόδουλος Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23 είχε προβληθεί παρόμοια θέση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή και απορρίφθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εκεί η αρχική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ανακλήθηκε από την ίδια την Επιτροπή (όπως και στην δική μας περίπτωση) λόγω σφάλματος που υπήρχε στην προκήρυξη της θέσης, σε σχέση με το πλεονέκτημα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η ανάκληση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. συμπαρέσυρε και τις προπαρασκευαστικές πράξεις της δημοσίευσης, της έκθεσης της Σ.Ε. και της συνέντευξης. Στις σελ. 29-31 της απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι η ανάκληση της απόφασης συμπαρέσυρε και τις προπαρασκευαστικές πράξεις της δημοσίευσης και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ώστε να καθίσταται απαραίτητη η επαναπροκήρυξη της θέσης. Στην αγόρευση του, ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικαλέστηκε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic ν. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737. Και οι δύο πραγματεύονται τις επιπτώσεις δικαστικής ακύρωσης διοικητικής απόφασης. υποστηρίζουν ότι η ανάκληση της εξαφανίζει τόσο την απόφαση όσο και την αιτιολογία στην οποία θεμελιώνεται. Το κενό το οποίο προκύπτει, πληρώνεται στην επανεξέταση, υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων, τα οποία υφίσταντο όταν λήφθηκε η απόφαση που ακυρώθηκε. Καμιά από τις δύο αποφάσεις δεν υποστηρίζει ότι η ακύρωση αναιρεί, άνευ ετέρου, και τις προπαρασκευαστικές πράξεις. Αυτό εξυπακούεται, όπου ακύρωση συναρτάται με το θεμέλιο της απόφασης που ακυρώνεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Σκοπός της ανάκλησης ήταν η αποκάθαρση του νομικού βάθρου από οποιαδήποτε πλάνη, σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς το πρόσθετο προσόν. Το κενό, το οποίο άφησε (η ανάκληση), πληρώθηκε με την απόφαση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.
.................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ....
Η ανάκληση της απόφασης δε συνεπαγόταν και εξαφάνιση των στοιχείων, τα οποία υφίσταντο όταν λήφθηκε. Ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να επιστρωθεί το έδαφος για τη θεώρηση των ενώπιον της στοιχείων των υποψηφίων, σε σχέση με το πρόσθετο προσόν, κάτω από τα παραδεκτά γεγονότα. Δε σημειώθηκε οποιαδήποτε μεταβολή στη σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να δικαιολογείται η διαγραφή της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και ο αποκλεισμός τους ως εξωγενές στοιχείο - (βλ. μεταξύ άλλων, Ieronymides v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3234».
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σοφούλας Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, στην οποία είχε γίνει επανεξέταση μετά από ακύρωση διορισμού στη δημόσια υπηρεσία και απαντήθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί του ιδίου ευπαιδεύτου συνηγόρου. Στις σελ. 528-530 της απόφασης διαβάζουμε τα εξής:
«Με το δεύτερο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση για την εξουσία της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει η ίδια την απόφαση της χωρίς να ήταν απαραίτητο να επαναπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Ο ευπαίδευτος συνάδελφος της εφεσείουσας έκαμε αναφορά στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 376/97 31.3.99 (απόφαση διευρυμένης Ολομέλειας) και τόνισε ότι τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
.................................. .................................................. ...................................
.................................. .................................................. ...................................
Στην κρινόμενη περίπτωση, με ότι είχε λάβει χώραν στην Τζιακούρη-Σιακαλλή (πιο πάνω):
(α) Κατά την επανεξέταση υπήρχε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η προβλεπόμενη από το Νόμο έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία ήταν καθόλα έγκυρη.
(β) Με την ακυρωτική απόφαση είχε αποδοθεί σφάλμα στην Ε.Δ.Υ., σε σχέση με το μέρος της απόφασης της που αναφερόταν στα προσόντα της εφεσείουσας. Δεν είχε αποδοθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην Συμβουλευτική Επιτροπή.
.................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ...
Θεωρούμε ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας σε ότι αφορά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. διακρίνουν την παρούσα υπόθεση από την Τζιακούρη-Σιακαλλή (πιο πάνω). Κρίνουμε λοιπόν πως δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η σχετική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί.
Αξιολόγηση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κ. Αγγελίδη ότι δεν ήταν επιτρεπτή η κρίση του Διευθυντή αφού δεν του επιτρέπει τέτοια ενέργεια το άρθρο 33 του Ν. 1/90, έχω και πάλιν καταλήξει να δεχθώ τη θέση της πλευράς της καθής η αίτηση και του ε.μ. ότι δηλαδή, ήταν επιτρεπτή.
Στην υπόθεση Χριστάκη Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, αρ. προσφ. 22/95 ημερ. 12/5/95, σελ. 6 αναφέρονται τα εξής:
«Παρ΄όλον που σύμφωνα με το άρθρο 34(9) η αξιολόγηση από το Διευθυντή της επίδοσης των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης, εντούτοις η έκφραση τέτοιων απόψεων δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του Νόμου και υποβοηθεί την ΕΔΥ στη διαμόρφωση της δικής της κρίσης, έχοντας δε υπόψη ότι η παρουσία τόσο του Διευθυντή όσο και του κ. Αγκαστινιώτη κατά τη συνεδρίαση εντάσσεται στα πλαίσια της βοήθειας που προσφέρουν δημόσιοι υπάλληλοι σε οποιοδήποτε ζήτημα εξετάζει η ΕΔΥ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.»
Εξάλλου, αυτό τούτο το άρθρο 33 του Νόμου 1/90, που αφορά σε πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού, όπως η παρούσα, στο εδάφιο (10) αυτού προβλέπει τα εξής:
«(10) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση του υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»
Σχετική είναι και η απόφαση του Αρτεμίδη Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Ανδρέα Μολέσκη ν. Δημοκρατίας αρ. προσφ. 108/02, ημερ. 20/1/03, στη σελ. 3.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Α.Δ. στην υπόθεση Χρίστου Κολιού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420, αφέθηκε να νοηθεί ότι η αξιολόγηση του Διευθυντή μπορεί να είναι αναιτιολόγητη. Στη σελ. 426 διαβάζουμε τα εξής:
«Ούτε και στο ρόλο του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διακρίνουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια. Φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη, η όντως αναιτιολόγητη, δεν αποτέλεσε στοιχείο κρίσης, αλλά μόνο βοήθημα για την Ε.Δ.Υ. να σχηματίσει τη δική της άποψη η οποία, ας σημειωθεί, διέφερε από εκείνη του Γενικού Διευθυντή πλην στην περίπτωση του εφεσείοντος. Έτσι άλλωστε ήταν που η Ολομέλεια αντιμετώπισε τέτοιου είδους ζήτημα στην Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. 1635, ημερ. 21 Ιανουαρίου 1997. Ως προς την εν συνεχεία σύσταση του Γενικού Διευθυντή, παρατηρούμε πως αυτή διατυπώθηκε χωρίς να συνοδεύεται από αιτιολογία. Δεν την απαιτεί σε τέτοια περίπτωση ο νόμος. Και δεν νομίζουμε πως δικαιολογείται η σύνδεση με ό,τι ο Γενικός Διευθυντής ενωρίτερα ανέφερε προς υποβοήθηση του έργου της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την προφορική εξέταση. Θεωρούμε λοιπόν νόμιμη τη σύσταση.»
Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Ανδρέας Σταυρινού ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 1008/02 ημερ. 3/3/04 σελ. 11 ο Αρέστης Δ, όπως ήταν τότε ανάφερε τα ακόλουθα:
«Σαφώς προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η Επιτροπή προχώρησε και έκαμε και η ίδια τη δική της αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη και την κρίση του Γενικού Διευθυντή κατά την προφορική εξέταση. Ενόψει των πιο πάνω είναι η άποψη μου ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Ιακωβίδη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Δεν βρίσκω τίποτε το παράτυπο στον τρόπο που η Επιτροπή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Δεν ήταν παράτυπο το να κρίνει ο Γενικός Διευθυντής του υποψηφίους όσον αφορά την απόδοση τους ούτε το να λάβει η Επιτροπή την κρίση του υπόψη με τον τρόπο που το έκαμε. Ούτε το γεγονός ότι η κρίση του Γενικού Διευθυντή για την προφορική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη φαίνεται να επηρεάζει την κατάσταση σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην Κολιού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).»
Την ίδια απάντηση έδωσε και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα υπόθεση Χατζηγεωργίου (ανωτέρω) στη σελ. 32 όπου διαβάζουμε τα εξής:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αποτίμηση και από τον ίδιο της απόδοσης τους ήταν απαράδεκτη. Συμφωνούμε. Στη διεκπεραίωση του έργου του και, όλως ιδιαίτερα, στη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών του, το αρμόδιο διοικητικό σώμα έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η προσεπίκληση του Διευθυντή να συμμετάσχει στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ήταν νομικά παραδεκτή και εκ των πραγμάτων επωφελής, ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του, ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Νοείται πάντα, ότι οι αξιολογήσεις δεν αποτελούν αυτοτελές στοιχειο κρίσης - (βλ. μεταξύ άλλων, Ιακωβίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.α.Δ. 28, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).»
Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Κώστα Κυριακου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3524 κ.α., ημερ. 30/1/04, σελ. 4.
Στις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας (Κωστάκης Ιακώβου ν. Ε.Δ.Υ και Ουρανία Χριστοδούλου-Κοντοπούλου ν. Ε.Δ.Υ., προσφ. αρ. 1561/00 και 16/01 ημερ. 4/4/02, Σ. Σαββίδης κ.α. ν. Ε.Δ.Υ. προσφ. αρ. 860/01 ημερ. 4/9/03, Ευαγγελία Γεωργιάδου ν. Ε.Δ.Υ. προσφ. αρ. 727/01, ημερ. 5/9/03 και Γ. Χατζηγεωργίου κα ν. Ε.Δ.Υ, προσφ. αρ. 863/01, ημερ. 22/1/03) η ουσία των όσων αποφασίστηκαν δεν ήταν ότι ο Διευθυντής δεν είχε εξουσία «να αξιολογήσει» τους υποψηφίους αλλά ότι χρειαζόταν αιτιολογία. Στην πρώτη υπόθεση ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση χαρακτηρίζοντας τους υποψηφίους με εκφράσεις όπως «σχεδόν εξαίρετος», «εξαίρετος» «πολύ καλός» κ.λ.π. και σύστησε για προαγωγή τα ε.μ. και η Επιτροπή βασίστηκε στην εν λόγω κρίση. Το δικαστήριο κατέληξε ότι «Διερωτάται κανένας πώς μπορούσε να βοηθηθεί η Επιτροπή χωρίς ο διευθυντής να εξηγήσει και αιτιολογήσει την κρίση του για τους υποψηφίους.»
Στη δεύτερη υπόθεση (860/01) το πρόβλημα ήταν ότι ο διευθυντής παραγνώρισε την αρχαιότητα του αιτητή στην αμέσως κατώτερη θέση του Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού η οποία παραγνώριση συνεχίστηκε και από την Ε.Δ.Υ. που στηρίχτηκε ουσιωδώς στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η σύσταση κρίθηκε τέτοια που δεν συνήδε με τα αντικειμενικά στοιχεία.
Στην τρίτη υπόθεση (727/01) φαίνεται ξανά ότι ο νόμος δεν επιβάλλει αιτιολόγηση της σύστασης στις περιπτώσεις που πρόκειται να πληρωθεί θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όμως η σημασία της σχετίζεται με τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε. Έτσι η σύσταση της Διευθυντή Τελωνείων είχε μηδαμινή αξία αλλά η Ε.Δ.Υ. της έδωσε ιδιαίτερη αξία ούτως ώστε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. κρίθηκε αναιτιολόγητη.
Το ίδιο και η τέταρτη υπόθεση (863/01) που επικαλέστηκε ο κ. Αγγελίδης περιστρεφόταν στο θέμα της αιτιολογίας της σύστασης του Διευθυντή. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι «Με αυτά τα δεδομένα, η σύσταση του Διευθυντή, μη περιέχουσα οποιαδήποτε αιτιολογία, απέληγε να είναι τέτοιας μειωμένης αξίας που ασφαλώς να μη δικαιούτο την ουσιαστική σημασία που της εδόθη από την Ε.Δ.Υ., η απόφαση της οποίας και κατέστη έτσι τρωτή.»
Με τα πιο πάνω στη δική μας περίπτωση η κρίση του διευθυντή δεν πρέπει να θεωρείται παράνομη. Απλώς το δικαστήριο ελέγχοντας την απόφαση της Ε.Δ.Υ. θα πρέπει να εξετάσει αν δικαιολογημένα στηρίχθηκε στην εν λόγω σύσταση ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη και τους λόγους, αν υπάρχουν, της σύστασης.
Εξετάζοντας τα πρακτικά του πρώτου διορισμού του ε.μ. (ο οποίος ανακλήθηκε) προσέχουμε ότι ο διευθυντής το μόνο που έπραξε ήταν να αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων και να χαρακτηρίσει ως «εξαίρετο» το ε.μ. και «πολύ καλή» την αιτήτρια. «Σχεδόν εξαίρετο» χαρακτήρισε τον Θεοτόκη Θεοδούλου και «πολύ καλή» τη Λουκά Ελένη και αμέσως αποχώρησε από τη συνεδρία, δηλαδή, δεν προχώρησε να συστήσει το ε.μ. και να βασιστεί στη σύσταση η Ε.Δ.Υ., όπως συνέβη στις 4 προαναφερθείσες υποθέσεις που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η εμπλοκή και ο ρόλος του Διευθυντή όπως είχαν εκδηλωθεί κατά την πρώτη απόφαση που λήφθηκαν ξανά υπόψη από την Ε.Δ.Υ., στη δεύτερη απόφαση (μετά την ανάκληση της πρώτης) δεν επηρεάζουν το νομότυπο της επίδικης απόφασης.
Ισχυρισμός ότι δεν επιλέγει ο πραγματικά κατάλληλος υποψήφιος δηλαδή η αιτήτρια
Τους λόγους γιατί η αιτήτρια, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο ήταν η πιο κατάλληλη, τους έχω ήδη αναφέρει. Με αναφορά σε νομολογία (βλέπε Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 125, 135 και Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942, 954) ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι οι εντυπώσεις που αφήνει μια λιγόλεπτη συνέντευξη δεν μπορούν να υπερνικήσουν τα υπόλοιπα προσόντα όπως την πείρα, το αποτέλεσμα γραπτής εξέτασης και το διδακτορικό που είχε η αιτήτρια.
Στην υπόθεση Smyrnios ν. Republic (πιο πάνω) σελ. 135 λέχθηκαν τα εξής:
«The impression created by a candidate at the interview is not the most safe way of assessing a candidate because, inter alia, of the necessarily rather short duration of each interview and of the undeniable possibilities of an adroit candidate making the Commission think more highly of him than he deserves or a timid or nervous candidate not being able to show his real merit (Triantfyllides and Others v. The Republic (Public Service Commission) (1970) 3 C.L.R. 325".
Στην υπόθεση Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942, στη σελ. 954 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«As is has been held and again by this Court interviews do not constitute a criterion by itself separate from the merit, qualifications and experience of the candidates by merely a means of forming an opinion and evaluation their merits notwithstanding the fact that it is not the safest one. (See Triantafyllides and Others v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 235 at p. 245; Savva v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 675; Papadopoulos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1423 at p. 1428 where it was held that although the impressions given at the interviews as to the personality are relevant to the choice of a candidate for promotion if the post carries serious administrative responsibilities they cannot be decisive."
Στη δική μας περίπτωση φαίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε πολύ μεγάλη σημασία στο αποτέλεσμα της προφoρικής συνέντευξης παρά στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης κατά το οποίο η αιτήτρια πήρε 75 βαθμούς και το ε.μ. 71. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ. έχει ως εξής:
«Ακολούθως η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, επανέλαβε την απόφαση της ημερ. 6.6.02 (Θέμα Β. (1)(1) των πρακτικών), σ' ότι αφορά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων η οποία έχει ως εξής:
1. Βιολάρης Ιωάννης: Εξαίρετος. Έχει ολοκληρωμένη ενημέρωσε σε θέματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Κύπρου. Σκέφτεται επιστημονικά και απέδειξε ότι έχει την ικανότητα να αποδελτιώνει σχετική βιβλιογραφία, να μελετά αρχαιολογικά ευρήματα και να καθορίζει χρονολογίας, τρόπους ζωής και επιτεύγματα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Απάντησε ορθά και με σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα. Διαθέτει συγκροτημένη σκέψη, υψηλού επιπέδου κριτική ικανότητα και αυτοπεποίθηση. Εμπνέει εμπιστοσύνη.
2. ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ Θεοτόκης: Σχεδόν Εξαίρετος
3. ΚΕΝΤΗ Χαραλαμπία Πίτσα: Πολύ καλή. Διαθέτει υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο. Εκφράζεται με πολλή ευχέρεια και επιδιώκει να αιτιολογεί τις θέσεις που υποστηρίζει, ενίοτε όπως, απέφευγε την ουσία των θεμάτων και γενικολογούσε. Παρουσίασε, επίσης, κάποια κενά σ' ό,τι αφορά την άμεση γνώση αρχαιολογικών και θρησκευτικών μνημείων της Κύπρου.
4. ΛΟΥΚΑ Ελένη: Πολύ καλή.
Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι ο ΒΙΟΛΑΡΗΣ Ιωάννης υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για διορισμό στη μόνιμη θέση Αρχαιολογικού Λειτουργού, Τμήμα Αρχαιοτήτων, αναδρομικά από 15/7/02.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Βιολάρη, σημείωσε ότι αυτός αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Επιτροπή ως Εξαίρετος, στο ψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης τους, και στη γραπτή εξέταση που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε 71 μονάδες.
Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι η Κέντη Χαραλαμπία Πίτσα έλαβε στη γραπτή εξέταση, που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ψηλότερη βαθμολογία (75 μονάδες) από τον επιλεγέντα. Σε μια συνεκτίμηση όμως όλων των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, όπως αυτά εκτίθενται πιο πάνω, έκρινε ότι ο Βιολάρης γενικά υπερέχει. Σημειώνεται ότι η Κέντη αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο από τον επιλεγέντα επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι η Κέντη διαθέτει διδακτορικό τίτλο, προσόν όμως το οποίο δεν απαιτείται ούτε προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα και συνεκτιμήθηκε με τα άλλα στοιχεία κρίσης.»
Αναφορικά με το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει ψηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση και το ότι κατείχε και πρόσθετο προσόν (διδακτορικό) έστω και αν αυτό δεν αποτελούσε πλεονέκτημα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, η Ε.Δ.Υ. απλώς αναφέρθηκε ότι έλαβε αυτά υπόψη. Ιδιαίτερα όσον αφορά το διδακτορικό έπρεπε να αναφέρει αν αυτό σχετιζόταν ή όχι με τη θέση. Σχετικά είναι τα όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση Όθωνας Γιαγκουλή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 481, 484 όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Ο εφεσείων υποστήριξε πως τα επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα του συσχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης και του προσδίδουν σαφή υπεροχή στον τομέα αυτό έναντι κάθε άλλου ανθυποψηφίου του. Η Επιτροπή όμως, κατά την εισήγηση του, τα παρέβλεψε χωρίς να διερευνήσει το θέμα. Απαντώντας σχετικά η δικηγόρος της Δημοκρατίας είπε ότι το πρόσθετο προσόν, που προβλέπει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, είχαν, όπως ορθά διέγνωσε η ΕΔΥ, όλοι οι υποψήφιοι. Οι επιπρόσθετοι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών του εφεσείοντα δεν περιλαμβάνονταν στα προαπαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας είτε ως επιπρόσθετο προσόν είτε ως πλεονέκτημα. Επομένως, κατέληξε, όπως επαναβεβαίωσε η Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 317, 321, τα προσόντα αυτά «είναι παράγοντας οριακής σημασίας ο οποίος δεν επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή.
Η ΕΔΥ εδώ είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα και να μην το παρακάμψει λέγοντας απλώς ότι λήφθηκαν υπόψη επίσης τα προσόντα των υποψηφίων. Δεν εξέτασε η ΕΔΥ - σ' αυτήν ανήκει η αρμοδιότητα και όχι στο δικαστήριο - αν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης. Οπόταν υπήρχε πιθανότητα μεταβολής της γενικής εικόνας. Αν στο ερώτημα η απάντηση ήταν καταφατική θα διαμορφωνόταν ίσως ευνοϊκότερη κατάσταση για τον εφεσείοντα που κρίθηκε ότι ήταν, στο τομέα αυτό, σε ίση περίπου μοίρα με το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αρχή της διαφάνειας επέβαλλε έρευνα η οποία δεν έγινε. Η επίδικη πράξη είναι, για το λόγο αυτό τρωτή.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Το γεγονός ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας, δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτο να αγνοείται αν είναι τέτοιο που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης και που προσθέτει στα προσόντα κάποιου. Στην υπόθεση Χρίστος Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., 1223/98 ημερ. 18/12/00 ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), έκρινε ότι ορθά προήχθηκαν οι διαθέτοντες υπέρτερα προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και μη αποτελούντα πλεονέκτημα, σχετιζόμενα όμως με τα καθήκοντα της θέσης και δεν προήχθη ο υπερέχων κατά 1 χρόνο και 2 μήνες σε αρχαιότητα όσον αφορά το ένα ε.μ. και 1 χρόνο και 6 μήνες όσον αφορά το άλλο ε.μ.
Το ίδιο θέμα (η ανάγκη δηλαδή αιτιολόγησης γιατί παραγνωρίζεται ένα πρόσθετο προσόν που έχει σχέση με τη θέση) εξετάστηκε και στις Α.Ε. 2847 2857 και 2858 Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 30/4/01, στην Tourpeki n. Republic (1973) 3 C.L.R. 593, σελ. 604 και πιο πρόσφατα στην Βραχίμης ΧατζηΧάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 3/03, ημερ. 9/1/04.
Στη δική μας περίπτωση προσέχουμε ότι η Ε.Δ.Υ. ενώ σημειώνει την ψηλότερη βαθμολογία της αιτήτριας στη γραπτή εξέταση ενώπιον της Σ.Ε. και την ύπαρξη του πρόσθετου προσόντος με την κατοχή του διδακτορικού, δεν ασχολείται καθόλου με τη φύση αυτού. Απλώς αναφέρει ότι του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Ποιά όμως βαρύτητα η οποία αφού συνδυαστεί και με το θέμα της ψηλότερης βαθμολογίας στη γραπτή εξέταση δεν ήταν ικανή να καταστήσει την αιτήτρια κατάλληλη για διορισμό, δεν εξηγείται. Επομένως κρίνω ότι αυτός είναι αρκετός λόγος για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Με βάση τα πιο πάνω η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθής η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς