ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND OTHERS) ν. COSTAS CH. DEMETRIOU AND OTHERS (1972) 3 CLR 219
IOANNOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 1002
SPYROU ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 354
ARGYROU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 474
PHYLAKTIDES ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1328
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1257/2002)
24 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FAIRWAYS LIMASSOL LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Χριστοφόρου, για την Αιτήτρια.
Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Στις 12 Ιανουαρίου 2001 κάποιος κ. Ian Garth Workman τελώνισε ατελώς από το Τελωνείο Λεμεσού το αυτοκίνητο μάρκας Mitsubishi Lancer EVO-6RS με αρ. πλαισίου JMYSNCP9AXU000460 και αρ. μηχανής YX6446 (το επίδικο αυτοκίνητο) με το καθεστώς του προσωρινού επισκέπτη, με βάση τους περί Προσωρινής Εισαγωγής (Ιδιωτικά Οχήματα και Αεροσκάφη) Κανονισμούς του 1968, αφού ανέλαβε δέσμευση, υπογράφοντας το σχετικό Τελωνειακό Έντυπο Τελ. 104 αρ. Β263346 ημερομηνίας 12 Ιανουαρίου 2001, όπως μεταξύ άλλων εξαγάγει το πιο πάνω αυτοκίνητο περί τις 11.02.2002.
Στις 3 Ιουλίου οι αιτητές πληροφόρησαν το Τμήμα Τελωνείων ότι ο κ. Workman αναχώρησε από την Κύπρο στις 15 Ιανουαρίου 2001 χωρίς να συμμορφωθεί προς τους όρους που του είχαν τεθεί αναφορικά με την εξαγωγή του εν λόγω αυτοκινήτου. Επιπρόσθετα ενημέρωσαν το Τμήμα Τελωνείων ότι το εν λόγω αυτοκίνητο βρίσκεται στις αποθήκες τους από τις 12 Ιανουαρίου 2001, λόγω οικονομικών διαφορών που προέκυψαν από την πώληση του και ζήτησε την ακύρωση της άδειας για την ατελή εισαγωγή του.
Μετά την πιο πάνω πληροφόρηση, το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε σε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Διαπίστωσε ότι είχε γίνει καταστρατήγηση της διαδικασίας προσωρινής εισαγωγής, αφού ο δικαιούχος κ. Workman, τρεις ημέρες μετά την ατελή εισαγωγή του, αναχώρησε μαζί με τη σύζυγο του από την Κύπρο υπογράφοντας εν λευκώ διάθεση του αυτοκινήτου. ΄Εκτοτε, το επίδικο αυτοκίνητο μέχρι την ημερομηνία κατάσχεσης του βρισκόταν στην κατοχή των αιτητών χωρίς την άδεια του Τμήματος Τελωνείων.
Στις 17.9.2001 οι αιτητές καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την αγωγή με αρ. 6247/01. Ζήτησαν την ακύρωση της συμφωνίας με τον κ. Workman αναφορικά με την πώληση του επίδικου αυτοκινήτου, λόγω οικονομικών διαφορών που είχαν προκύψει.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στην κατάσχεση του επίδικου αυτοκινήτου ως υποκειμένου σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 158 και 170 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν 82/67). Για την κατάσχεση του εκδόθηκε σχετικό έντυπο Τελ. 71Α, με αριθμό Β014087 και ημερομηνία 12.7.2001, του οποίου έλαβαν γνώση και οι αιτητές.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την σημείωση με αρ. 2 στο πιο πάνω έντυπο Τελ. 71Α «τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν, λογίζονται ότι κηρύσσονται σε δήμευση, αν δεν αμφισβητηθεί γραπτώς η κατάσχεση τους μέσα σε ένα μήνα».
Σημειώνεται, επίσης ότι δηλοποίηση της κατάσχεσης του επίδικου αυτοκινήτου έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2(β) του Δεύτερου Παραρτήματος του πιο πάνω Νόμου 82/1967, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα για το λόγο ότι κατά το χρόνο της κατάσχεσης ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου είχε αναχωρήσει στο εξωτερικό σε άγνωστη διεύθυνση (βλ. Παρ. 3 στην ένσταση).
Σύμφωνα με την ένσταση το κατασχεθέν αυτοκίνητο, λόγω παράλειψης άσκησης του δικαιώματος για έγκαιρη υποβολή νομότυπης αμφισβήτησης, είχε θεωρηθεί ως δημευθέν στις 25.11.2001 δυνάμει ρητών διατάξεων της νομοθεσίας και χωρίς την παρέμβαση οποιασδήποτε απόφασης ή πράξης οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου.
Με επιστολή του ημερ. 24.1.2002 ο δικηγόρος των αιτητών πληροφόρησε το Τμήμα Τελωνείων ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με απόφαση του στην πιο πάνω αγωγή 6267/2001, ημερ. 23.1.2002, ακύρωσε την αγοραπωλησία του επίδικου αυτοκινήτου και αποφάσισε ότι τούτο ανήκει κατά κυριότητα στους αιτητές. Ζήτησε δε την απόδοση του σε αυτούς . Της πιο πάνω επιστολής του δικηγόρου των αιτητών είχε προηγηθεί επιστολή των αιτητών προς το Τμήμα Τελωνείων ημερ. 16.7.2001. Ζήτησαν, ανάμεσα σ΄ άλλα, όπως το επίδικο αυτοκίνητο επιστραφεί στην δική τους αποθήκη αποταμιεύσεως.
Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 15.10.2002 πληροφόρησε τον δικηγόρο των αιτητών ότι, μετά από εξασφάλιση σχετικής γνωμάτευσης από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, το επίδικο αυτοκίνητο «έχει δεόντως δημευθεί σύμφωνα με την ισχύουσα Τελωνειακή νομοθεσία» και συνεπώς το αίτημα του υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Σημειώνεται ότι οι αιτητές έχουν καταβάλει το ποσό των £300,00 για συμβιβασμό των τελωνειακών αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί σε σχέση με το επίδικο αυτοκίνητο, αντί της ποινικής τους δίωξης, το οποίο και εισπράχθηκε στις 18.1.2001.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο τους με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 15.10.2002.
Η προδικαστική ένσταση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά αποτελεί ενέργεια πληροφοριακού περιεχομένου και γι΄ αυτό δεν μπορεί να τεθεί κάτω από τον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην γραπτή αγόρευση του επί της προδικαστικής ένστασης ο κ. Θεοδούλου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υποστήριξε ότι στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 15.10.2002 δεν περιέχεται οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του Τμήματος Τελωνείων, δεδομένου μάλιστα ότι ουδέποτε είχε ληφθεί οποιαδήποτε σχετική απόφαση. Με την επιστολή - συνέχισε ο κ. Θεοδούλου - πληροφορούνται οι αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους, ότι το επίδικο αυτοκίνητο έχει ήδη θεωρηθεί ως δημευθέν από την ίδια τη νομοθεσία και γι΄ αυτό δεν είναι δυνατή η απόδοση του. Είναι εξάλλου αυτονοήτο δυνάμει των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας - συμπλήρωσε ο κ. Θεοδούλου - ότι, σε περίπτωση κατά την οποία θα είχε υποβληθεί νομότυπη αμφισβήτηση της κατάσχεσης προς δήμευση, το Τμήμα Τελωνείων θα είχε νομοθετική υποχρέωση να απευθυνθεί προς το αρμόδιο δικαστήριο για κήρυξη ή επικύρωση της δήμευσης, ενώ δεν έχει νομοθετική υποχρέωση για απόδοση του αυτοκινήτου.
Κατά συνέπεια - κατέληξε - με βάση τα νομοθετικά δεδομένα δεν στοιχειοθετείται με την επίδικη επιστολή οποιαδήποτε «παράλειψη» του Τμήματος Τελωνείων η οποία θα μπορούσε να τεθεί κάτω από τον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο κ. Χριστοφόρου, εκ μέρους στων αιτητών, δέχθηκε ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση της κατάσχεσης στις 12.7.2001. Με την επιστολή τους ημερ. 16.7.2001 - συνέχισε - οι αιτητές αμφισβήτησαν με τον τρόπο που οι ίδιοι θεώρησαν ορθό την δήμευση του αυτοκινήτου. Οι καθ΄ ων η αίτηση - κατέληξε ο κ. Χριστοφόρου - δεν απάντησαν στην πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 16.7.2001 «ενώ όφειλαν να προσφύγουν στο δικαστήριο για λήψη αποφάσεως».
Το θέμα της αμφισβήτησης της δήμευσης διέπεται από τα άρθρα 3 και 4 του Δεύτερου
Παραρτήματος του πιο πάνω Νόμου 82/67. Το δε θέμα της «κήρυξης εκ δήμευσιν» διέπεται από τα άρθρα 5, 6 και 7 του ιδίου Παραρτήματος.
Τυγχάνει εξεταστέο κατά πόσο η πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 16.7.2001 ισοδυναμεί με «έγγραφον αμφισβήτησιν της δήμευσης» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 3 του Δεύτερου Παραρτήματος.
Η επίλυση του θέματος καθιστά απαραίτητη την παράθεση της επιστολής ημερ. 16.7.2001. Την παραθέτω σε δική μου μετάφραση από την Αγγλική:
«Ανώτερο Τελώνη,
Λεμεσός.
Αγαπητέ Κύριε,
Θέμα: Ένα MITSUBISHI LANCER EVO6, VIN JMYSNCP9AXU00460, αρ. Μηχανής YX6446 - Εγγυητική αρ. 5.38, 628/99 - Έντυπο Τελωνείου C104 No. B263346 - Κατασχεθέν από εσάς στις 12.7.2001 - Ένταλμα Κατάσχεσης Απόδειξης (Έντυπο 71Α) Αρ. Β014087 - Αρ. Φακ. 224/01.
Με βάση τις περιστάσεις οι οποίες οδήγησαν στην πιο πάνω κατάσχεση, όπως είχαν επεξηγηθεί τόσο προφορικά όσο και με την επιστολή μας ημερ. 3.7.2001, παρακαλούμε όπως επιτραπεί στο εν λόγω όχημα να επιστραφεί στις δικές μας αποθήκες αποταμιεύσεως στο όνομα του προσώπου που φαίνεται επί του σχετικού εντύπου C104 μέχρις ότου μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε με τα πρόσωπα που σχετίζονται με τον πελάτη μας και εξασφαλίσουμε τη δήλωση τους ότι το όχημα δεν έχει ποτέ εξοφληθεί και επομένως αποτελούσε πάντοτε ιδιοκτησία της εταιρείας μας εκκρεμούσης της εξόφλησης και συμπλήρωσης των διαδικασιών ή μέχρις ότου εξασφαλίσουμε προσωρινό διάταγμα μέσω του Δικαστηρίου το οποίο θα μας επιτρέψει όπως νομίμως επανακτήσουμε το όχημα μας.
Σ΄ αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να σημειωθεί ότι από τα μέσα του Φεβράρη του 2001 και μόλις έληξε το έντυπο C104, χωρίς εμείς να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε με τον πελάτη μας, είχαμε προσπαθήσει μέσα από επαφές, τόσο με τις τελωνειακές αρχές όσο και με τον Έφορο Οχημάτων, να επιτρέψουμε την επιστροφή του οχήματος στην αποθήκη αποταμιεύσεως χωρίς επιτυχία γιατί οι Κανονισμοί απαιτούσαν όπως το όχημα εγγραφεί πριν την επιστροφή του, ενώ ο Έφορος αρνήθηκε να εγγράψει το όχημα στην απουσία του ιδιοκτήτη ή του διαβατηρίου του.
Εν όψει των τραγικών γεγονότων, που το κατέστησαν πέραν από τη δυνατότητα μας να ενεργήσουμε διαφορετικά, το χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει και το γεγονός ότι θα υπάρξει ένα νέο μοντέλλο LANCER EVO7 τον Οκτώβρη αυτού του έτους, παρακαλούμε όπως θεωρήσετε το θέμα ως επείγον και μας επιτρέψετε έγκαιρα να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα και να πωλήσουμε το όχημα στο Ηνωμένο Βασίλειο το συντομότερο για να αποφύγουμε τις περαιτέρω ζημιές και την πιθανότητα να μην μπορέσουμε να πωλήσουμε το όχημα.
Εν αναμονή των έγκαιρων ενεργειών σας και σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων.»
Λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής ημερ. 16.7.2001 σε συνδυασμό με το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 3 του Δευτέρου Παραρτήματος (έχει παρατεθεί στη σελ. 6, πιο πάνω). Κρίνω ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 3 για να θεωρηθεί ένα διάβημα ότι αποτελεί αμφισβήτητη της δήμευσης αυτό πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνει ισχυρισμό ότι «το κατασχεθέν αντικείμενον ως υποκείμενον εις δήμευσιν ουδόλως υπόκειται εις τοιαύτην δήμευσιν». Πρέπει με άλλα λόγια να αμφισβητείται η εγκυρότητα ή η νομιμότητα της δήμευσης. Έχω εξετάσει προσεκτικά την πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 16.7.2001. Θεωρώ ότι δεν περιλαμβάνει ισχυρισμό ότι το επίδικο αυτό κινητό «δεν υπόκειται εις δήμευσιν» ούτε αμφισβητείται η εγκυρότητα ή η νομιμότητα της δήμευσης. Κρίνω επομένως ότι η πιο πάνω επιστολή δεν αποτελεί «έγγραφη αμφισβήτηση της δήμευσης» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 3. Στην απουσία μιας τέτοιας αμφισβήτησης τυγχάνει εφαρμογής το πιο πάνω άρθρο 5 του Δεύτερου Παραρτήματος (έχει παρατεθεί στη σελ. 7, πιο πάνω) σύμφωνα με το οποίο «το κατασχεθέν λογίζεται κηρυχθέν εις δήμευσιν».
Το επόμενο ερώτημα που πρέπει ν΄ απαντηθεί είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή.
Στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 522/99/13.9.2000 είχα την ευκαιρία να προβώ σε επισκόπηση της επί του προκειμένου νομολογίας. ΄Εθεσα το θέμα ως εξής:
«Η έννοια του όρου 'εκτελεστή διοικητική πράξη' έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
'Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ΄ αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125).'
Σύμφωνα με το 'Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο' του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της 'εκτελεστής διοικητικής πράξεως' είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ΄Εκδοση 1982, σελ. 170).
Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες 'δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων'.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
'Εις προσβολήν δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι΄ ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις.'
Πράξεις οι οποίες είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα δεν είναι εκτελεστές (Βλ. Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C. L.R. 219. Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται "ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ΄ όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα").
Στο 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών' του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ. 173 οι ακόλουθες πράξεις χαρακτηρίζονται ως μη εκτελεστές:
'3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:
α) .................................................. .....................................
β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους.'
(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου 'Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας', εκ. τρίτη, σελ. 120-121: 'Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως'.)
Η δική μας νομολογία έχει θέσει το θέμα της πληροφοριακής πράξης ως εξής:
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου ΄Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208. Βλ. και Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478/3.3.2000, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 499/88/26.4.90).»
Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων έλαβε χώραν με την κατάσχεση του αυτοκινήτου, την κοινοποίηση της κατάσχεσης στους αιτητές, την μη αμφισβήτηση της δήμευσης και την κήρυξη του αυτοκινήτου «εις δήμευσιν». Με την επιστολή ημερ. 15.10.2002 η Διοίκηση απλώς πληροφόρησε τους αιτητές για την επικρατούσα κατάσταση πραγμάτων.
Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Επομένως δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια η προσφυγή πρέπει ν΄ απορριφθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.