ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1188/2002, 1224/2002)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1188/2002)

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

1. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1224/2002)

ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΟΓΛΟΥ,

Αιτητής,

ν.

1. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1188/2002.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1224/2002.

Π. Πολυβίου, για τον Καθ' ου η αίτηση 1.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ'ου η αίτηση 2.

Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή 1188/2002 ο Μιχάλη Στυλιανού (αιτητής Στυλιανού) και με την προσφυγή 1224/2002 ο Μιχάλης Ζαχαρίογλου (αιτητής Ζαχαρίογλου) επιζητούν την ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ), η οποία έτυχε της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου (το Υπουργικό Συμβούλιο), σύμφωνα με την οποία ο Μάριος Μαυρίκιος (ενδιαφερόμενο μέρος) διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ.

(Α) Τα γεγονότα.

Στις 16/4/2002 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ προκήρυξε τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Ιδρύματος, χωρίς να καθορίσει αν η πλήρωση θα γινόταν με μόνιμο διορισμό ή σύμβαση. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α (όπως έχει τροποποιηθεί),

"(3) Η πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή γίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος είτε με μόνιμο διορισμό στη θέση αυτή είτε με διορισμό με σύμβαση η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια κάθε φορά.

(4) Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.

(5) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει τον πιο πάνω διορισμό πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την Απόφασή του."

 

Για την πλήρωση της θέσης υποβλήθηκαν 15 αιτήσεις μεταξύ των οποίων η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους Μάριου Μαυρίκιου (ο οποίος ήταν μέλος του Συμβουλίου του ΡΙΚ και υπέβαλε για το σκοπό αυτό την παραίτησή του στις 17/5/2002), η αίτηση του Μιχάλη Στυλιανού (ο οποίος ήταν υπάλληλος (Βοηθός Γενικός Διευθυντής) του ΡΙΚ) και η αίτηση του Μιχάλη Ζαχαρίογλου (ο οποίος ήταν ο Γενικός Πρόξενος της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Καμπέρα).

Για την πλήρωση της επίδικης θέσης, που ήταν θέση πρώτου διορισμού, το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε τα πιο κάτω προσόντα:

"(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.

(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική ή/και εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση ή μακρά και ευδόκιμη πείρα στη ραδιοφωνία/τηλεόραση θα αποτελεί πλεονέκτημα.

(3) Πολυμερής μόρφωση, ευρεία πολιτική ενημέρωση, άριστη γνώση των προβλημάτων της Κύπρου καθώς και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας και των διεθνών προβλημάτων και εξελίξεων.

(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

(5) Άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Γνώση μιας πρόσθετης ευρωπαϊκής γλώσσας θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.

(6) Τα απαιτούμενα για δημόσιους υπαλλήλους στοιχεία σχετικά με ηλικία και υγεία."

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ έκρινε ότι οκτώ από τους υποψηφίους (συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή Στυλιανού) πληρούσαν εκ πρώτης όψεως τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση, ενώ για τον αιτητή Ζαχαρίογλου και για το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ότι δεν κατείχαν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία του απαιτούμενου προσόντος της "άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας". Ζητήθηκε από τους πιο πάνω να υποβάλουν οποιαδήποτε τεκμήρια είχαν που θα αποδείκνυαν την κατοχή του πιο πάνω προσόντος ή να παρακαθήσουν σε ειδικό γραπτό διαγωνισμό. Επειδή η εισήγηση του αιτητή Ζαχαρίογλου ότι η πρόσληψη του στο Υπουργείο Εξωτερικών αποτελούσε αδιάσειστο κριτήριο ότι κατείχε το απαιτούμενο προσόν δεν έγινε αποδεκτή, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε την προκήρυξη γραπτού διαγωνισμού για τους δύο αυτούς υποψηφίους. Με βάση τα αποτελέσματα του πιο πάνω διαγωνισμού κρίθηκε ότι τόσο ο αιτητής Ζαχαρίογλου όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας.

Ακολούθως αποφασίστηκε η διενέργεια προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων. Η διαδικασία συμπληρώθηκε στις 15/10/2002, όταν και έγινε αξιολόγηση των υποψηφίων. Όπως φαίνεται και στο σχετικό πρακτικό, τρία από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και πιο συγκεκριμένα οι κκ. Α. Χρυσάνθου, Χρ. Χαραλαμπίδης και Α. Ιωάννου, αρνήθηκαν να αξιολογήσουν την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους λόγω της ιδιάζουσας σχέσης που είχαν μαζί του (αφού υπήρξαν μαζί με το ενδιαφερόμενο μέρος μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου) και γιατί, όπως ισχυρίστηκαν, υπήρξε προαποφασισμένη ευνοϊκή μεταχείριση του. Σε ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Νομικό Σύμβουλο του ΡΙΚ, ο τελευταίος γνωμάτευσε ότι,

  1. Το ενδιαφερόμενο μέρος έπαυσε να αποτελεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από την ημερομηνία υποβολής της παραίτησης του στις 17/5/2002 και
  2. Σε περίπτωση άρνησης μέλους του Συμβουλίου να προβεί σε αξιολόγηση ενός υποψηφίου, το μέλος αυτό θα έπρεπε να απέχει από την αξιολόγηση για τους υπόλοιπους υποψηφίους.

 

Στις 28/10/2002 ο Α. Χρυσάνθου, που ήταν ένας από τα τρία μέλη που αρνήθηκαν να αξιολογήσουν την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους, υπέβαλε γραπτώς την παραίτησή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο, διαμαρτυρόμενος για πολιτικές σκοπιμότητες που καθιστούσαν προβληματική τη διαδικασία. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχτηκε την πιο πάνω παραίτηση στις 7/11/2002 διορίζοντας ταυτόχρονα τον Μ. Ψάρια ως νέο μέλος στη θέση του παραιτηθέντος.

Η διαδικασία της πλήρωσης της θέσης συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε στις 12/11/2002. Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού απέρριψε εισήγηση της μειοψηφίας των μελών για ακύρωση και επαναπροκήρυξη της θέσης, προχώρησε στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Δύο μέλη αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία αξιολόγησης, παρέμειναν όμως στην αίθουσα. Η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου, στη συνέχεια, αφού υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Νομικού Συμβούλου, κατέληξε ότι όλοι οι υποψήφιοι, εκτός από ένα, τηρούσαν τις προϋποθέσεις διεκδίκησης της θέσης. Αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις το Διοικητικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό πίνακα αξιολόγησης, κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων. Ακολούθησε η επιλογή των τριών επικρατέστερων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής Στυλιανού και σημειώθηκαν παρατηρήσεις για τον καθένα αναφορικά με τα προσόντα και την απόδοση στη συνέντευξη. Το σχόλιο για το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κατά πολύ εκτενέστερο των ανθυποψηφίων του. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την απόφαση της πλειοψηφίας για μόνιμο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Ο διορισμός εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 20/11/2002.

 

(Β) Η προδικαστική ένσταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Υπουργικού Συμβουλίου υπέβαλε και στις δύο προσφυγές ότι οι αιτούμενες θεραπείες εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου θα πρέπει να απορριφθούν γιατί το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε αποφασιστική αρμοδιότητα στην πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ, αφού η συμμετοχή του περιοριζόταν απλά στην επισφράγιση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ.

Η πιο πάνω εισήγηση ευσταθεί. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί σε περιπτώσεις όπου για την έκδοση μιας διοικητικής απόφασης συμπλέκονται δύο όργανα, διάδικος μπορεί να είναι το όργανο που άσκησε ουσιαστική αρμοδιότητα και όχι εκείνο που έδωσε τη μεταγενέστερη έγκρισή του. Στην παρούσα περίπτωση η εγκριτική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν επηρέαζε την αποφασιστική αρμοδιότητα του ΡΙΚ η οποία ασκήθηκε στα διάφορα στάδια που προηγήθηκαν και είχαν καταλήξει στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ίδια ένσταση υποβλήθηκε και έγινε αποδεκτή στην υπόθεση Στυλιανού ν. ΡΙΚ (Προσφυγή 251/97 της 14/4/2000) όπου τονίστηκαν τα πιο κάτω:

"Κατά το άρθρ. 9(3)(4) και (5) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου Κεφ. 300 Α, όπως τούτο εκτίθεται στον τροποποιητικό νόμο αρ. 238/91:

"(3) Η πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή γίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος είτε με μόνιμο διορισμό στη θέση αυτή είτε με διορισμό με σύμβαση η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια κάθε φορά.

(4) Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.

(5) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει τον πιο πάνω διορισμό πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την Απόφασή του."

Είναι πρόδηλο από τις παραπάνω διατάξεις ότι ούτε στην περίπτωση αυτή το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε ουσιαστική αρμοδιότητα υπό οποιαδήποτε μορφή. Η εξουσία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου ανήκει στο Ρ.Ι.Κ. Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου περιορίζεται στην έγκριση ή μη της απόφασης του Ρ.Ι.Κ. Επομένως η προδικαστική ένσταση γίνεται αποδεκτή. Η προσφυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή."

(Βλ. επίσης Κονναρή κ.ά. ν. Επιτρ. Δημ. Υγείας Πολυστύπου κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 563)

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

(Γ) Η προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξε ότι ο αιτητής Στυλιανού δεν είχε έννομο συμφέρον γιατί δεν κατείχε τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα και ειδικότερα την "άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας" και "πολυμερή μόρφωση, ευρεία πολιτική ενημέρωση, άριστη γνώση των προβλημάτων της Κύπρου καθώς και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας και των διεθνών προβλημάτων και εξελίξεων". Σε σχέση με το πρώτο σκέλος της ένστασης υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι ο αιτητής Στυλιανού διέθετε αμάχητο τεκμήριο άριστης γνώσης της ελληνικής γιατί κατείχε τη θέση του Διευθυντή Διοικήσεως και Οικονομικών Υπηρεσιών του ΡΙΚ, της οποίας το σχέδιο υπηρεσίας καθιστούσε απαραίτητη την άριστη γνώση της ελληνικής, παρέπεμψε δε προς υποστήριξη της εισήγησής του στη νομολογιακή θέση όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422 και σε αριθμό άλλων αποφάσεων που την υιοθέτησαν. Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγήθηκε απόκλιση από το δεσμευτικό απόφθεγμα της Ολομέλειας στην απόφαση Πογιατζής (πιο πάνω), υποστηρίζοντας ότι υπάρχει διαφοροποίηση στην παρούσα υπόθεση γιατί κατά τη διαδικασία της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών, ο αιτητής ήταν ο μοναδικός υποψήφιος και το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν διερεύνησε την εκ μέρους του κατοχή του αμφισβητούμενου προσόντος. Τόνισε δε πως σε κάθε περίπτωση το Συμβούλιο όφειλε να αναζητήσει τα πρακτικά της διαδικασίας πλήρωσης της προηγούμενης θέσης που κατείχε ο αιτητής, για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για την εκ μέρους του κατοχή της γνώσης της ελληνικής στο απαιτούμενο επίπεδο και αυτή η παράλειψη συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αποδοχή της πιο πάνω θέσης του ενδιαφερόμενου μέρους θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη αναψηλάφιση της προαγωγής του αιτητή στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών Υπηρεσιών. Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο αποφάσισε εύλογα ότι, με βάση τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης που κατείχε ο αιτητής, πληρούνταν τα προβλεπόμενα σε σχέση με το επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Δεν θα ήταν δυνατή η απόκλιση από το δεσμευτικό απόφθεγμα της πλειοψηφίας στην Πογιατζής. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Διονυσία Χατζηκυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 2729, της 9/5/2001:

"Οι αποφάσεις της Ολομέλειας είναι δεσμευτικές. Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης, εξηγείται στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315. Κανένας βάσιμος λόγος δεν έχει προβληθεί που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την απόφαση στην Πογιατζή.

Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο επενεργεί υπέρ κάθε εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης, εξυπακούει ότι η διοίκηση λειτουργεί σύννομα στη λήψη απόφασης η οποία εκδίδεται. Στην περίπτωση των προσόντων των υποψηφίων που διεκδικούν θέση στο δημόσιο, ο διορισμός τους εξυπακούει ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα και ότι το εύρημα αυτό είναι απόρροια δέουσας έρευνας. Η διαπίστωση του αρμόδιου οργάνου δεν αφορά μόνο τους αντεκδικούντες για διορισμό αλλά το δημόσιο γενικά. Γίνεται χάριν του δημόσιου συμφέροντος, για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης· εξ ου και τα ευρήματα του αναφορικά με τα προσόντα διορισθέντος είναι δεσμευτικά και για κάθε άλλη θέση, που μπορεί αυτός να διεκδικήσει στο δημόσιο.

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον τα ίδια ακριβώς προσόντα απαιτούνταν και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος (όχι μόνο για την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας αλλά και για την κατοχή του απολυτήριου Μέσης Εκπαίδευσης) δεν επιβαλλόταν η διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας από τους εφεσιβλήτους, είναι ορθή."

 

Επιπρόσθετα αβάσιμη κρίνεται και η εισήγηση ότι ο αιτητής δεν κατέχει "πολυμερή μόρφωση, ευρεία πολιτική ενημέρωση, άριστη γνώση των προβλημάτων της Κύπρου καθώς και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας και των διεθνών προβλημάτων και εξελίξεων". Η κατοχή των πιο πάνω ιδιαζόντων προσόντων θα μπορούσε να διαπιστωθεί με τη διενέργεια γραπτών ή προφορικών εξετάσεων, όπως και έχει γίνει. Οι σχετικές εκτιμήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ αναφορικά με το πιο πάνω προσόν σημειώνονται στα πρακτικά της 12/11/2002 και όπως έχει ήδη νομολογιακά καθιερωθεί, όταν η εκτίμηση του οργάνου αναφορικά με την κατοχή ή όχι προσόντων του αιτητή καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ανατροπή της. (Βλ. σχετικά Δαυΐδ Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 401/92, της 24/5/94, Ηρακλή Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 753/93, της 30/5/95 και Κωνσταντινίδου Αικατερίνη κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 402/93, της 13/9/95).

Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους απορρίπτεται.

 

 

(Δ) Η ουσία των προσφυγών.

Με την προσφυγή 1188/2002 ο αιτητής Στυλιανού ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί,

  1. Υπήρχε εξ' υπαρχής παρατυπία της διαδικασίας λόγω της διεκδίκησης της θέσης από το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο κατά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων διατηρούσε την ιδιότητα του μέλους του Συμβουλίου,
  2. Η σύνθεση του Συμβουλίου κατά την κρίσιμη συνεδρία της 12/11/2002 ήταν παράνομη,
  3. Δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα για την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχή των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντων,
  4. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη,
  5. Δεν υπήρξε καταγραφή της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου ως συλλογικού οργάνου σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη και
  6. Η άρνηση τριών μελών του Συμβουλίου να αξιολογήσουν το ενδιαφερόμενο μέρος οδήγησε στη θυματοποίηση του αιτητή.

 

Με την προσφυγή 1224/2002 ο αιτητής Ζαχαρίογλου ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη γιατί,

  1. Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιος για την επίδικη θέση και ταυτόχρονα μέλος του Συμβουλίου, συμμετέχοντας μάλιστα παράνομα με την πιο πάνω διπλή ιδιότητα στη συνεδρία της 16/4/2003,
  2. Η σύνθεση του Συμβουλίου κατέστη παράνομη λόγω συνεχών διαφοροποιήσεων των συμμετεχόντων προσώπων,
  3. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις και η δοθείσα αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ήταν αναιτιολόγητη και
  4. Η τελική επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αναιτιολόγητη.

 

Επειδή οι λόγοι που έχουν προβληθεί από τους δύο αιτητές συνδέονται μεταξύ τους, για πρακτικούς λόγους θα προχωρήσω στην εξέταση τους κάτω από τις τέσσερις πιο κάτω ενότητες που αφορούν:

(α) Τη νομιμότητα διεκδίκησης της θέσης από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε υποβάλει την παραίτησή του,

(β) Τη νομιμότητα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου,

(γ) Την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης και

(δ) Την έλλειψη δέουσας έρευνας για τα προσόντα των υποψηφίων και αιτιολογίας της απόφασης.

 

(α) Η διεκδίκηση της θέσης από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε υποβάλει την παραίτησή του.

Το ενδιαφερόμενο μέρος, που ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ υπέβαλε στις 17/5/2002 την παραίτησή του και στις 20/5/2002, ημέρα που έληγε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων, υπέβαλε αίτηση για τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Ιδρύματος. Η υποβολή παραίτησης έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5/6/2002 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(3) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α.

Είναι η θέση των αιτητών ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να θεωρείται σαν υποψήφιος, γιατί κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων στις 20/5/2002 εξακολουθούσε να ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, αφού η παραίτηση του δεν είχε γίνει ακόμα αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με τους αιτητές το ενδιαφερόμενο μέρος απώλεσε την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου όχι στις 17/5/2002 που υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά στις 5/6/2002 όταν η παραίτηση του έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο. Επιπρόσθετα ο αιτητής Ζαχαρίογλου υπέβαλε ότι η παραίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους υποβλήθηκε αργοπορημένα στις 17/5/2002, ενώ η διαδικασία πλήρωσης της θέσης άρχισε με τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 16/4/2002 στην οποία συμμετείχε παράνομα το ενδιαφερόμενο μέρος. Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος του ΡΙΚ υποστήριξε ότι η παραίτηση συντελέστηκε με την υποβολή της παραίτησης στις 17/5/2002 και ότι ο διορισμός που επακολούθησε ήταν νόμιμος.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η παρουσία του ενδιαφερόμενου μέρους στη συνεδρία της 16/4/2002 ήταν απόλυτα τυπική, αφού κατά την πιο πάνω ημερομηνία αποφασίστηκε η προκήρυξη διαφόρων θέσεων μέσα στις οποίες περιλαμβανόταν και η επίδικη. Το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε να ασχολείται ουσιαστικά με την πλήρωση της επίδικης θέσης στη συνεδρία της 21/5/2002, όταν παρουσιάστηκαν ενώπιον του οι φάκελοι των αιτήσεων, οι οποίοι ακολούθως παραπέμφθηκαν στο Τμήμα Προσωπικού και Διοίκησης. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμμετείχε στη συνεδρία της 21/5/2002 και όπως φαίνεται από τα πρακτικά, ο Πρόεδρος ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη για την υποβολή παραίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους στις 17/5/2002 και ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την προσφορά του προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η εισήγηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εξακολουθούσε να ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στις 20/5/2002, όταν υπέβαλε την αίτηση του, θα πρέπει να εξετασθεί μέσα στα πλαίσια δύο νομοθετικών προνοιών που σχετίζονται άμεσα με την απάντηση του ερωτήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 5(3) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α,

"Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται οποτεδήποτε, να αποδέχεται την παραίτηση του Προέδρου ή οποιουδήποτε άλλου μέλους του Ιδρύματος."

 

Επιπρόσθετα, το άρθρο 4(γ) του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988 (Ν. 149/88, όπως τροποποιήθηκε) προβλέπει ότι,

"(γ) Κάθε μέλος οποιουδήποτε από τα διοικητικά συμβούλια που λειτουργούν με βάση τους καθορισμένους νόμους έχει το δικαίωμα να υποβάλλει οποτεδήποτε ιδιόγραφη παραίτηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο."

 

Ο αιτητής Ζαχαρίογλου επικαλέστηκε, προς υποστήριξη της θέσης ότι η παραίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους συντελέστηκε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 5/6/2002, το σκεπτικό της απόφασης Στεφανίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 367. Η πιο πάνω απόφαση δεν ενισχύει τον ισχυρισμό του αιτητή. Και τούτο γιατί στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε ότι η δήλωση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ότι θέτει την παραίτησή του στη διάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συνιστά παραίτηση, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 4(γ) του Νόμου 149/88. Όπως έχει θέσει το θέμα ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Λοΐζου (σελ. 378),

"Από την παράγραφο (γ) του ίδιου άρθρου 4 προκύπτει αβίαστα ότι η παραίτησή του θέτει τέρμα στο διορισμό Μέλους Διοικητικού Συμβουλίου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Ενόψει όμως του τρόπου με τον οποίο η παράγραφος (γ) είναι διατυπωμένη δε νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτηση δήλωση Μέλους Διοικητικού Συμβουλίου η οποία μόνο αναφέρει ότι έχει θέσει την παραίτησή του στη διάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο είναι το όργανο το οποίο διορίζει, σύμφωνα με το Νόμο 149/88, τα Διοικητικά Συμβούλια των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου."

 

Το ενδεχόμενο σύγκρουσης των προνοιών του Νόμου 149/88 με τον οικείο νόμο ενός ημικρατικού οργανισμού εξετάστηκε στην υπόθεση Σαρίκας και άλλος ν. Α.Τ.Η.Κ. (1993) 4 ΑΑΔ 1122, όπου τονίστηκε ότι ο Νόμος 149/88 δεν περιέχει ειδική πρόνοια για την κατάργηση οποιουδήποτε νόμου και ότι οι πρόνοιες του περιορίζονται και επηρεάζουν μόνο τον αριθμό των μελών του Συμβουλίου, τη διάρκεια της θητείας τους και τον τρόπο διορισμού και τερματισμού του διορισμού τους, όπως επίσης και την παραίτησή τους.

Με βάση τα πιο πάνω μπορεί να εξαχθεί εύκολα το συμπέρασμα ότι τα θέματα που αφορούν την παραίτηση μελών των Συμβουλίων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ρυθμίζονται με τις διατάξεις του Νόμου 149/88, το άρθρο 4(γ) του οποίου, παρέχει σε κάθε μέλος το δικαίωμα να υποβάλει την ιδιόγραφη παραίτησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο. Έχοντας δε υπόψη το σκεπτικό των αποφάσεων Στεφανίδης και άλλοι και Σαρίκας και άλλος, μπορεί να λεχθεί ότι η νομότυπη υποβολή παραίτησης ενός μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου είναι αρκετή για τον τερματισμό του διορισμού του.

Στην παρούσα περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε την ιδιόγραφη παραίτησή του στις 17/5/2002, η οποία σύμφωνα με το σκεπτικό στην απόφαση Στεφανίδης και άλλοι και τις πρόνοιες του άρθρου 4(γ) του Νόμου 149/88, κρίνεται ότι έθεσε τέρμα στο διορισμό του χωρίς να χρειάζεται η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως εισηγούνται οι αιτητές.

 

(β) Η σύνθεση και συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή Στυλιανού υπέβαλε ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου στη συνεδρία της 12/11/2002 ήταν παράνομη λόγω της συμμετοχής του νέου μέλους Μ. Ψάρια. Ο πιο πάνω διορίστηκε σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος Α. Χρυσάνθου και όπως φαίνεται στα σχετικά πρακτικά, αποχώρησε από την αίθουσα πριν από τη συζήτηση του θέματος. Ο αιτητής Στυλιανού ισχυρίζεται ότι η αποχώρηση του ήταν παράνομη και εφόσον είχε εμφανισθεί θα έπρεπε να ενημερωθεί για τα όσα είχαν μέχρι τότε διαδραματισθεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία μέχρι τέλους, εκφράζοντας και προς τούτο τις απόψεις του.

Εκ μέρους του αιτητή Ζαχαρίογλου υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του ότι μετά την παραίτηση του Α. Χρυσάνθου και μέχρι το διορισμό του Μ. Ψάρια, το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδρίασε σε δύο περιπτώσεις παράνομα και τούτο γιατί η θέση του παραιτηθέντος Α. Χρυσάνθου παρέμεινε κενή. Επιπρόσθετα αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου στις συνεδριάσεις της 16/4/2002, 21/5/2002, 11/6/2002, 22/7/2002, 3/9/2002, 10/9/2002, 24/9/2002, 25/9/2002, 8/10/2002, 15/10/2002, 29/10/2002, 5/11/2002 και 12/11/2002.

Το άρθρο 3(1) του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου του 1988, Ν. 149/88, προνοεί ότι,

"3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3Α, και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο οποιουδήποτε από τα ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αποτελείται, εκτός αν ο οικείος καθορισμένος νόμος προβλέπει για μεγαλύτερο αριθμό μελών, από εννέα μέλη, μεταξύ των οποίων θα υπάρχει Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος και τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στο παρόν άρθρο."

 

Το άρθρο 5(4) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α προβλέπει ότι,

"(4) Το Ίδρυμα δύναται να λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κενή θέση στα μέλη του."

Στο άρθρο 7 του πιο πάνω Νόμου προβλέπεται η απαρτία ως ακολούθως:

"7.-(1) Η απαρτία σε όλες τις συνεδριάσεις του Ιδρύματος είναι τρία παρόντα μέλη επιπρόσθετα από τον Πρόεδρο."

 

Αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ συγκρότησης και σύνθεσης ενός διοικητικού οργάνου, ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η Έκδοση, σελ. 451-452, σημειώνει ότι η "Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωση του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή, κλπ) όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου", ενώ "Η σύνθεση του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς τη συγκρότηση, όχι μόνο στο όργανο καθ' εαυτό και αφηρημένως, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του".

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ συνήλθε σε διαδοχικές συνεδρίες.

Στις 16/4/2002 το Διοικητικό Συμβούλιο με παρόντα το ενδιαφερόμενο μέρος προέβηκε στην προκήρυξη συγκεκριμένων θέσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνης του Γενικού Διευθυντή.

Κατά τη συνεδρία της 21/5/2002 που έλαβε χώρα μετά την προκήρυξη της θέσης και τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, απουσίαζε το ενδιαφερόμενο μέρος που είχε υποβάλει την παραίτησή του. Η πιο πάνω απουσία δεν επηρέαζε τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 5(4) του Κεφ. 300Α που προεκτάθηκε, σύμφωνα με τις οποίες το ΡΙΚ δύναται να λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κενή θέση στα μέλη του. Όπως εξάλλου τονίσθηκε στην Στεφανίδης (πιο πάνω),

"Ένα νόμιμα συγκροτημένο συλλογικό όργανο παύει να έχει νόμιμη συγκρότηση σε περίπτωση ελλείψεως ενός ή περισσοτέρων των μελών του, έστω και αν υπάρχει απαρτία, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Η λέξη έλλειψη στην προκειμένη περίπτωση είναι όρος του Συμβουλίου Επικρατείας και σημαίνει την παραίτηση, το θάνατο, κλπ."

 

Στην επόμενη συνεδρία της 11/6/2002 συμμετέσχε η κα Αλεξάνδρα Πελαγία-Χριστοδούλου (που αντικατέστησε το ενδιαφερόμενο μέρος που είχε υποβάλει την παραίτησή του στις 17/5/2002). Όπως σημειώνεται στα πρακτικά,

"Ο Πρόεδρος ενημέρωσε την κα Αλεξάνδρα Χριστοδούλου για την προκήρυξη της θέσης και για τον αριθμό των αιτήσεων που είχαν ληφθεί (οι φάκελοι των αιτήσεων είχαν ανοιχθεί στη συνεδρία 21.5.2002 μετά την παραίτηση του κου Μάριου Μαυρίκιου).

Η κα Χριστοδούλου συμφώνησε απόλυτα με την προκήρυξη της θέσης και δήλωσε έτοιμη να λάβει μέρος στη σχετική διαδικασία ως μέλος του Συμβουλίου.

Ουδεμία ένσταση προβλήθηκε από οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου στη συνέχιση της διαδικασίας, ως ανωτέρω αναφέρεται.

Τα μέλη του Συμβουλίου επαναβεβαίωσαν την προκήρυξη της θέσης που είχε γίνει στη συνεδρία του Συμβουλίου ημ. 16.4.2002."

 

Στη συνεδρία της 22/7/2002 όπου άρχισε η ουσιαστική εξέταση των αιτήσεων των υποψηφίων και στη συνεδρία της 3/9/2002, η συζήτηση διεξήχθηκε στην παρουσία και των εννέα μελών, συμπεριλαμβανομένων του Προέδρου και Αντιπροέδρου. Όμως στις συνεδρίες της 10/9/2002 και 24/9/2002 που ακολούθησαν απουσίασε ο Αντιπρόεδρος Α. Κουταλιανός, ο οποίος όμως παρευρέθηκε στην επόμενη συνεδρία της 25/9/2002 και σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά,

"Πριν την οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος, ο Αντιπρόεδρος κ. Α. Κουταλιανός ενημερώθηκε για τις αποφάσεις που λήφθηκαν στις συνεδρίες του Συμβουλίου ημ. 10 και 24/9/2002, όταν απουσίαζε, και εξέφρασε απόλυτη συμφωνία με αυτές."

 

Στη συνεδρία της 8/10/2002 απουσίασε λόγω ασθενείας το μέλος Χρ. Χαραλαμπίδης και αποφασίστηκε η αναβολή της συνεδρίας, αφού εκκρεμούσε η προσωπική συνέντευξη ενός υποψηφίου και η αξιολόγηση των υπολοίπων, για τις 15/10/2002 στην οποία παρευρέθηκε ο Χρ. Χαραλαμπίδης.

Στην επόμενη συνεδρία της 29/10/2002 δεν ήταν παρών ο Α. Χρυσάνθου, που είχε εν τω μεταξύ υποβάλει την παραίτησή του. Η απουσία του Α. Χρυσάνθου δεν επηρέαζε τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 5(4) του Κεφ. 300Α.

Η θέση του Α. Χρυσάνθου παρέμεινε κενή κατά την επόμενη συνεδρία της 5/11/2002, από την οποία απουσίασε και το μέλος Α. Κωνσταντινίδης. Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, στην πιο πάνω συνεδρία δεν διεξάχθηκε οποιαδήποτε συζήτηση παρά μόνο έγινε η διανομή μιας "έγγραφης δήλωσης" του μέλους Α. Ιωάννου, με την οποία ο πιο πάνω εξέφραζε τις προσωπικές του απόψεις για την εξέλιξη της διαδικασίας.

Η τελική και κρίσιμη συνεδρία στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση έλαβε χώρα στις 12/11/2002, στην οποία ήταν παρών και ο Α. Κωνσταντινίδης.

Η διαδικασία της συζήτησης και λήψης απόφασης από ένα διοικητικό όργανο διέπεται από το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προνοεί ότι,

"22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης."

 

Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης σε σχέση με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 22, αφού τα απουσιάζοντα μέλη ενημερώνονταν για τα όσα είχαν ήδη διαδραματισθεί στις συνεδρίες που δεν είχαν συμμετάσχει και επιπρόσθετα γιατί οι σχετικές απουσίες σημειώθηκαν σε συνεδρίες (10/9/2002 και 24/9/2002) κατά τις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιο ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή σε συνεδρίες όπου δεν έγινε οποιαδήποτε συζήτηση ή ουσιαστική αξιολόγηση των υποψηφίων (όπως συνέβη στις συνεδρίες της 8/10/2002 και 5/11/2002).

Στη συνεδρία της 12/11/2002 εμφανίστηκε το νέο μέλος Μ. Ψάριας, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν από τη συζήτηση και λήψη της τελικής απόφασης, δηλώνοντας πως δεν έφερε ένσταση στη συνέχιση της διαδικασίας στην απουσία του. Ο ισχυρισμός του αιτητή Στυλιανού ότι ο πιο πάνω έπρεπε να παραμείνει και να λάβει μέρος στη συζήτηση είναι αβάσιμος και η επίκληση των αποφάσεων Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737 και Paschalis v. Republic (1988) 3 CLR 1897 δεν υποστηρίζουν τις εισηγήσεις του αιτητή, γιατί τα περιστατικά των πιο πάνω αποφάσεων διαφοροποιούνται από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση ο Μ. Ψάριας μετά το διορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 7/11/2002 ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, κλήθηκε νομότυπα και εμφανίσθηκε στη συνεδρία της 12/11/2002. Η συνεδρία της 12/11/2002 αποτελούσε την τελική φάση της επιλογής, ενώ είχαν προηγηθεί οι προσωπικές συνεντεύξεις και η αξιολόγηση των υποψηφίων στις οποίες ο ίδιος δεν έλαβε μέρος. Ο Μ. Ψάριας επέλεξε φυσιολογικά να αποχωρήσει, όπως και το έπραξε πριν την οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος. Η απαρτία του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ δεν επηρεάστηκε, αφού παρίσταντο τα υπόλοιπα οκτώ μέλη που μπορούσαν να προχωρήσουν στην επιλογή του καταλληλοτέρου. Η αποχώρηση του Μ. Ψάρια δεν στοιχειοθετεί θέμα παράνομης σύνθεσης ή συγκρότησης. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(γ) Οι προφορικές συνεντεύξεις.

Το Διοικητικό Συμβούλιο διεξήγαγε στις 25/9/2002 τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων και ακολούθως τα μέλη του προέβηκαν στην ατομική αξιολόγηση των υποψηφίων. Οι αξιολογήσεις έγιναν με την καταγραφή της γενικής εντύπωσης που είχε σχηματίσει το κάθε μέλος και σύμφωνα με τον πίνακα που ετοιμάστηκε, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε από πέντε μέλη ως εξαίρετος και από ένα μέλος ως πολύ καλός. Τρία μέλη αρνήθηκαν να τον αξιολογήσουν. Ο αιτητής Στυλιανού κρίθηκε ως εξαίρετος από πέντε μέλη και ως πολύ καλός από τα υπόλοιπα τέσσερα, ενώ ο αιτητής Ζαχαρίογλου κρίθηκε από τρία μέλη ως πολύ καλός, από πέντε ως καλός και από ένα ως μέτριος. Στη συνεδρία της 12/11/2002 το Συμβούλιο αποφάσισε, ακολουθώντας και τη σχετική γνωμάτευση των νομικών του συμβούλων, να αγνοήσει την αξιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων των μελών που δεν είχαν αξιολογήσει τις συνεντεύξεις όλων των υποψηφίων. Επιπρόσθετα το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού σημείωσε ότι όσον αφορά τις προσωπικές συνεντεύξεις και με βάση το σχετικό πίνακα αξιολόγησης προέκυψε ότι υπερείχαν οι υποψήφιοι Ανδρέας Ταλιαδώρος, το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής Στυλιανού και επεσήμανε ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις είχε αυξημένη βαρύτητα σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, κατέγραψε τα ακόλουθα σε σχέση με τον αιτητή Στυλιανού και το ενδιαφερόμενο μέρος:

"Αναφορικά με το θέμα των συνεντεύξεων, το Συμβούλιο σημείωσε ότι, παρά την άρτια γνώση του για τα προβλήματα του ΡΙΚ, ο κ. Μιχάλης Στυλιανού μειονέκτησε σε ευρύτητα γνώσεων και σε γνώσεις σε σχέση με τη διεθνή επικαιρότητα. ..........................

Συμπερασματικά, η πλειοψηφία του Συμβουλίου (δηλ. ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη Μ. Χάβας, Γ. Χατζησάββας, Α. Πελαγία-Χριστοδούλου και Α. Κωνσταντινίδης) κατέληξε ότι όσον αφορά τις προσωπικές συνεντεύξεις, και όπως φαίνεται από το σχετικό πίνακα αξιολόγησης, υπερείχε ο υποψήφιος κ. Μάριος Μαυρίκιος."

 

Η συνολική κρίση των μελών για τους δύο υποψηφίους ήταν η ακόλουθη:

"Στυλιανού Μιχάλης

Μειονεκτεί σε ευρύτητα γνώσεων και σε γνώσεις της παγκόσμιας επικαιρότητας. Ειδικά, το Συμβούλιο σημείωσε ότι είχε τεθεί στον κ. Στυλιανού κατά την προσωπική συνέντευξη αν γνώριζε την «ουρά» της απόφασης του Ελσίνκι, κάτι όμως που δεν γνώριζε ο υποψήφιος αυτός. Ενόψει του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί, μεταξύ άλλων, ευρεία πολιτική ενημέρωση και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας, η πλειοψηφία του Συμβουλίου σημείωσε σαν ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο την έλλειψη γνώσης του κου Μ. Στυλιανού για το θέμα αυτό.

Μαυρίκιος Μάριος

Έχει διοικητική και εποπτική πείρα. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είχε υποβάλει σωρεία ερωτήσεων στον κ. Μάριο Μαυρίκιο για τα απαιτούμενα προσόντα της δεκαετούς τουλάχιστο πείρας σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική ή/ και εποπτική πείρα να είναι σε ανώτερη θέση. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είχε υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις στον υποψήφιο αυτό σε σχέση με τις επαγγελματικές δραστηριότητες και εμπειρίες του, ιδιαίτερα όπως καταγράφονται στην Αίτηση του. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου (δηλ. τα συμμετέχοντα μέλη του Συμβουλίου εκτός των κ.κ. Χρ. Χαραλαμπίδη και Α. Ιωάννου) ικανοποιήθηκε από προσεκτική μελέτη της Αίτησης (και των επισυνημμένων αυτής) του κου Μαυρίκιου καθώς και από τις λεπτομερείς απαντήσεις του κατά την προσωπική συνέντευξη του, ότι ο υποψήφιος αυτός ικανοποιούσε τα σχετικά προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας που αναφέρονται στην παράγραφο (2) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου. .....................................

Με όσα ανέφερε στην προσωπική του συνέντευξη έδειξε ότι διαθέτει πολυμερή μόρφωση και είναι πλήρως ενημερωμένος σ' ό,τι αφορά την κυπριακή και παγκόσμια επικαιρότητα.

Διαθέτει ευρεία πολιτική ενημέρωση, όπως προέκυψε από την προσωπική συνέντευξη .................................................. ...........

Κατά την προσωπική συνέντευξη διακρίθηκε για τη σαφήνεια έκφρασης και την ευθυκρισία του, και έδωσε εικόνα ανθρώπου ικανού να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης."

 

Εκ μέρους των αιτητών υποβλήθηκε ότι κατά τη λήψη της τελικής απόφασης δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, ότι δεν καταγράφηκε η γενική εντύπωση του Διοικητικού Συμβουλίου παρά μόνο η εντύπωση του κάθε μέλους χωριστά, η οποία είναι ούτως ή άλλως αναιτιολόγητη και ότι υπήρξε θυματοποίηση των αιτητών λόγω της άρνησης αριθμού μελών του Συμβουλίου να αξιολογήσουν το ενδιαφερόμενο μέρος. Αντίθετα οι δικηγόροι των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξαν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και ότι οι σχετικές αξιολογήσεις είναι δεόντως αιτιολογημένες.

Η προφορική εξέταση αποτελεί έναν από τους τρόπους επιλογής του κατάλληλου υποψηφίου για την πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή. Όπως προβλέπει ο Καν. 9 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγές) Κανονισμών του 1987 (ΚΔΠ 317/87):

"9(1) Μετά την δημοσίευσιν κενής θέσης Πρώτου Διορισμού άπασαι αι διά την δημοσιευθείσαν θέσιν υποβληθείσαι αιτήσεις αποστέλλονται υπό του Γενικού Διευθυντού προς το Διοικητικόν Συμβούλιον.

(2) Το Διοικητικόν Συμβούλιον, λαμβάνον υπ' όψιν την αξίαν και τα προσόντα των αιτητών, προβαίνει εις διορισμόν του καταλληλοτέρου:

Νοείται ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον κατά την υπ' αυτού κρίσιν της αξίας των αιτητών δύναται να απαιτήσει παρ' αυτών όπως υποστώσιν γραπτήν ή προφορικήν εξέτασιν ή αμφοτέρας."

 

Πριν από τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων, το Διοικητικό Συμβούλιο καθόρισε τα ερωτήματα που επρόκειτο να τεθούν, καθώς και τα επιδιωκόμενα μέσω αυτών συμπεράσματα για τα προσόντα και την καταλληλότητα των υποψηφίων. Όπως σημειώνεται στα πρακτικά της 25/9/2002,

"Το Συμβούλιο αντάλλαξε απόψεις σχετικά με τη διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων και καθόρισε τις βασικές αρχές που θα τηρηθούν σ' ότι αφορά το περιεχόμενο και τους στόχους των ερωτήσεων προς τους υποψηφίους. Το Συμβούλιο προχώρησε και κατήρτισε κατάλογο με ορισμένες βασικές ερωτήσεις οι οποίες θα ήταν πανομοιότυπες για όλους τους υποψηφίους, για να ελεγχθεί, κατά τρόπο ισότιμο και ακριβοδίκαιο, η καταλληλότητά τους για τη θέση. Ορισμένες από τις ερωτήσεις αφορούσαν τους στόχους και προβλήματα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, θέματα προγραμματισμού ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, και άλλα συναφή θέματα."

 

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αξιολόγησαν αρχικά ατομικά τους υποψηφίους και αφού ορθά αγνοήθηκαν οι ατομικές εντυπώσεις των μελών που αρνήθηκαν να αξιολογήσουν το ενδιαφερόμενο μέρος, προχώρησαν στη διατύπωση της γενικής εντύπωσης η οποία απέδειξε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Οι ισχυρισμοί για έλλειψη αιτιολογίας των κρίσεων των μελών ατομικά ή της πλειοψηφίας γενικά δεν έχουν τεκμηριωθεί. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Πέτρος Πετρίδης κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Προσφυγή ΑΡ. 767/00, της 22/4/2002, που αφορούσε προαγωγή στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Ραδιοφώνου, στην οποία ο Κωνσταντινίδης Δ. επισήμανε τα ακόλουθα:

"Δεν επιβαλλόταν η αιτιολόγηση των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις και, ακριβώς, το παράπονο των αιτητών, όπως το έχω ήδη παραθέσει, έχει στη βάση του τη δεδομένη απουσία αιτιολόγησης των ατομικών εντυπώσεων του κάθε μέλους. Εκείνο που μου φαίνεται ότι παραγνωρίζουν οι αιτητές είναι το γεγονός πως όσα ακολουθούν τη γενική εντύπωση επίσης προέρχονταν από το Διοικητικό Συμβούλιο και φέρουν την σφραγίδα των μελών του. Δεν μπορώ να συμφωνήσω επομένως, πως, ενόψει της καταγραφής γενικής εντύπωσης, με τις ταξινομήσεις που έγιναν από το κάθε μέλος, αποκλειόταν και επεξήγηση ως προς το τί κατά την κοινή αντίληψη των μελών φάνηκε να ξεχωρίζει τους δυο υποψηφίους."

 

Στην παρούσα περίπτωση η καταγραφή των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν δεν ήταν απαραίτητη. Η επίδικη αξιολόγηση έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η πλειοψηφία κατέγραψε καθαρά τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι υπερτερούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς να παραλείψει να σημειώσει ταυτόχρονα και τα σημεία στα οποία υστερούσε ο αιτητής Στυλιανού.

Αβάσιμη είναι επίσης η εισήγηση ότι οι προφορικές συνεντεύξεις αποτέλεσαν το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, αφού τους δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα. Η επίδικη θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού στην πιο ψηλή βαθμίδα του Ιδρύματος και τα απαιτούμενα, μεταξύ άλλων, προσόντα της πολυμερούς μόρφωσης, ευρείας πολιτικής ενημέρωσης, άριστης γνώσης των διεθνών προβλημάτων και της παγκόσμιας επικαιρότητας και η διοικητική και οργανωτική ικανότητα και ευθυκρισία, δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν χωρίς τη διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στην υπόθεση Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673,

"Όσον αφορά την ιδιάζουσα βαρύτητα που κατ' ισχυρισμό δόθηκε στις συνεντεύξεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 10 της απόφασής του:

"Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες. Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ' ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία. Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση."

 

Στην υπόθεση Μιχάλη Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (πιο πάνω) ο ίδιος ο αιτητής Στυλιανού αμφισβήτησε και πάλι τη νομιμότητα διαδικασίας πλήρωσης της θέσης του Γενικού Διευθυντή, αφού επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την υπέρμετρη βαρύτητα των συνεντεύξεων. Απορρίπτοντας το σχετικό επιχείρημα το Δικαστήριο, με αναφορά στην απόφαση Α.Ε. 868 και 869, Δημοκρατία κ.ά. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά., της 13/12/90, σημείωσε τα εξής:

"Το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη, ανωτέρω, απαντά τις αιτιάσεις του αιτητή για το ρόλο της συνέντευξης:

"Η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης - διευθυντικές θέσεις - ........."

Θα πρόσθετα όμως ότι το αποτέλεσμα της συνέντευξης συσταθμίστηκε με τα λοιπά στοιχεία ενώπιον του Δ.Σ. (και το τεκμήριο της κανονικότητας δεν ανατράπηκε) προτού τούτο καταλήξει."

 

Στην παρούσα περίπτωση έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στις προφορικές συνεντεύξεις δόθηκε η δέουσα βαρύτητα και η σχετική αξιολόγηση έχει συσταθμιστεί με όλα τα υπόλοιπα κριτήρια. Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(δ) Έλλειψη δέουσας έρευνας για τα προσόντα των υποψηφίων και έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης.

Η παράγραφος (3) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας απαιτεί για την πλήρωση της θέσης,

"Πολυμερή μόρφωση, ευρεία πολιτική ενημέρωση, άριστη γνώση των προβλημάτων της Κύπρου καθώς και άριστη γνώση της παγκόσμιας επικαιρότητας και των διεθνών προβλημάτων και εξελίξεων."

 

Ο αιτητής Στυλιανού ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του Διοικητικού Συμβουλίου ότι ο αιτητής κατείχε τα πιο πάνω προσόντα είναι αμφίβολο και ότι υπήρξε πλάνη ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του πλεονεκτήματος της "μακράς και ευδόκιμης πείρας στην ραδιοφωνία/τηλεόραση" και τούτο γιατί η συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απόκτηση μακράς και ευδόκιμης πείρας. Προς τούτο υποβλήθηκε ότι τα προσόντα αυτά αποκτώνται από πρόσωπα που εργάζονται ως λειτουργοί στο Ίδρυμα ή σε άλλους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και ότι ο αιτητής Στυλιανού υπερείχε στη σχετική πείρα. Την ίδια άποψη προέβαλε και ο αιτητής Ζαχαρίογλου, προσθέτοντας ότι το συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος είναι αναιτιολόγητο. Αντίθετα οι δικηγόροι των καθ'ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η έρευνα του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν πλήρης και εξονυχιστική και ότι υπήρχε η απαραίτητη αιτιολογία στις σχετικές κρίσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.

Οι εισηγήσεις των αιτητών είναι αβάσιμες.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι δεν διερευνήθηκε επαρκώς η κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των προσόντων της παραγράφου (3) του σχεδίου υπηρεσίας, η απάντηση βρίσκεται στα πιο κάτω συμπεράσματα της αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους που προήλθαν από τις συνεντεύξεις:

 

Το σχέδιο υπηρεσίας καθόριζε σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του σχεδίου υπηρεσίας τα πιο κάτω πλεονεκτήματα:

"(2) Δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετή τουλάχιστο διοικητική ή/και εποπτική πείρα σε ανώτερη θέση. Υπηρεσία σε διευθυντική θέση ή μακρά και ευδόκιμη πείρα στη ραδιοφωνία/τηλεόραση θα αποτελούσε πλεονέκτημα."

 

Από τις σχετικές εκτιμήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αναφορικά με την κατοχή των πιο πάνω πλεονεκτημάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που καταγράφονται στα πρακτικά, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα πιο κάτω που κατά τη γνώμη μου είναι καθοριστικά:

To Συμβούλιο έκρινε, μετά από μελέτη του θέματος, ότι το πλεονέκτημα της «μακράς και ευδόκιμης πείρας στη Ραδιοφωνία/Τηλεόραση» δεν το κατείχαν μόνο οι εσωτερικοί υποψήφιοι αλλά μπορούσε να το κατέχει και άλλος υποψήφιος με βάση τα ειδικά γεγονότα και περιστατικά μιάς συγκεκριμένης περίπτωσης. Στην προκειμένη περίπτωση ο κ. Μάριος Μαυρίκιος ήταν ενεργό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ και πολλών επιτροπών αυτού και έλαβε μέρος σε πολλές διεργασίες του ΡΙΚ, για περίοδο 5 και πλέον ετών.

Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης ότι ο κ. Μάριος Μαυρίκιος είχε μεταβεί στο εξωτερικό για πολλές αποστολές εκ μέρους του ΡΙΚ και είχε σχεδόν καθημερινή τριβή με τα πράγματα του ΡΙΚ, τόσο σαν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και πολλών επιτροπών αυτού όσο και με την τακτική εμπλοκή του σε υποθέσεις και θέματα του ΡΙΚ. Κατά την κρίση του Συμβουλίου, η προσφορά του κ. Μάριου Μαυρίκιου στο ΡΙΚ για την περίοδο των 5 προηγούμενων ετών ήταν ιδιαίτερα θετική και ευδόκιμη.

Το Συμβούλιο εξέφρασε την άποψη ότι η έννοια της «πείρας στη Ραδιοφωνία/Τηλεόραση» δεν υπονοούσε κατ' ανάγκη γνώση και εμπειρία που αποκτώνται μόνο από υπηρεσία και/ή εργοδότηση, αλλά γνώση και εμπειρία που αποκτούνται από εμπλοκή, ανάμιξη και προσφορά υπό ορισμένη ιδιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, «πείρα» δεν ισοδυναμούσε απλώς με γνώση, που είναι δυνατό ν' αποκτηθεί μόνο με παρατήρηση και μελέτη, αλλά γνώση και εμπειρία που αποκτήθηκαν με συνεχή συμμετοχή, ενεργό εμπλοκή και έντονη τριβή με το ΡΙΚ και τα θέματα του για περίοδο πέραν των 5 ετών, από τη συγκεκριμένη ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ και των πολλών επιτροπών του, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Η διάρκεια των 5 και πλέον ετών, έκρινε το Συμβούλιο, ήταν «μακρά» και η προσφορά του κου Μ. Μαυρίκιου κρίθηκε ως «ευδόκιμη».

Αυτά - κατά την κρίση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου - ικανοποιούσαν το πλεονέκτημα της «μακράς και ευδόκιμης πείρας στη Ραδιοφωνία/Τηλεόραση».

Έστω όμως και αν τα πιο πάνω δεν συνέθεταν «το πλεονέκτημα» της «μακράς και ευδόκιμης πείρας στη Ραδιοφωνία/Τηλεόραση», αποτελούσαν - κατά την άποψη της πλειοψηφίας του Συμβουλίου - σημαντικό στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση."

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ασχολήθηκε με το προβλεπόμενο πλεονέκτημα κατά εξειδικευμένο τρόπο και οι διαπιστώσεις του που προέκυψαν από τις προφορικές συνεντεύξεις ήταν εύλογες.

Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού κατέληξε στα συμπεράσματα σε σχέση με τα προσόντα και το πλεονέκτημα, αφού βασίστηκε μεταξύ άλλων και στην αξιολόγηση των προφορικών συνεντεύξεων. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση καταγραφής των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, αλλά όφειλε μόνο να μεταδώσει την κρίση του αναφορικά με τη γενική εντύπωση που άφησαν οι υποψήφιοι, όπως και έγινε. (Βλ. Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 922). Η εισήγηση του αιτητή Στυλιανού ότι η υπέρτερη πείρα που είχε στο Ίδρυμα εξουδετερώθηκε με αποτέλεσμα να ευνοηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος είναι αβάσιμη. Η πείρα ήταν ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, αφού όπως καταγράφεται στα πρακτικά της 25/9/2002, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του τόσο τους Υπηρεσιακούς Προσωπικούς Φακέλους όσο και τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις των υποψηφίων από το Ίδρυμα. Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Διονυσία Χατζηκυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (πιο πάνω) στην οποία επισημάνθηκαν τα πιο κάτω:

"Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη η πείρα και η υπηρεσία της εφεσείουσας πρέπει να αναφερθεί ότι τόσο το στοιχείο της πείρας όσο και εκείνο της υπηρεσίας της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και άνκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε προς τούτο ρητή αναφορά δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραγνωρίστηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη. Αντίθετα φαίνεται από τα πρακτικά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στη σχετική απόφαση του αφού συνεκτίμησε το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις και των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση. Τόσο η πείρα όσο και η υπηρεσία της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν μπορούσαν παρά να αποτελέσουν στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης των εφεσιβλήτων."

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για την επίδικη θέση ήταν εύλογα επιτρεπτή και η επιλογή του ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και δεν υπάρχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση του Δικαστηρίου.

Όπως πολύ εύστοχα σημειώθηκε από τον Καλλή Δ. στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ. (Προσφυγή 922/97 της 4/10/98),

"Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της. (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου. (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ" Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 2112/9.10.98).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). Ο τελευταίος δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία (βλ. Χ" Σάββας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε). Δεν έχει καν αποδείξει απλή υπεροχή."

 

Συνακόλουθα οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο