ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 732/2004
5 Αυγούστου, 2004
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΛΟΥΡΗΣ ΦΟΥΡΚΑ
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - -
Αίτηση ημερ. 16.7.04 για προσωρινό διάταγμα
Ι. Νικολάου, για αιτητή
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους καθ΄ων η αίτηση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ. Στις 16.7.04 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά όπως η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση να τον μεταθέσουν από την πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα όπου υπηρετεί, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας από 30.8.04 και η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.6.04, κηρυχθεί άκυρη.
Την ίδια μέρα ο αιτητής καταχώρησε και την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά όπως η προαναφερθείσα απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής του. Εν όψει του ότι η αίτηση ήταν μονομερής, με οδηγίες του Δικαστηρίου (άλλου συναδέλφου) η αίτηση επιδόθηκε και στην καθ΄ης η αίτηση η οποία και έφερε ένσταση την οποία τελικά καταχώρησε στις 30.7.04.
Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον μου για πρώτη φορά στις 2 τρέχοντος μηνός, κάτω από τις συνθήκες που φαίνονται στο σχετικό πρακτικό, οπότε και ακούστηκε.
Παρόλο που ο αιτητής στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την αίτηση φαίνεται να στήριζε αρχικά την αίτηση τόσο στον ισχυρισμό ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία στην όλη διαδικασία κατά την οποία αποφασίστηκε η μετάθεση του όσο και στον ισχυρισμό ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. παραγράφους 15, 16 και ιδιαίτερα 18 της ένορκης δήλωσης του), τελικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του δήλωσε ότι περιορίζει την αίτηση του μόνο στον πρώτο ισχυρισμό δηλαδή αυτό της έκδηλης παρανομίας. Έτσι οι αγορεύσεις και των δύο δικηγόρων περιορίστηκαν σ΄αυτό το πεδίο.
Οι λόγοι που σύμφωνα με τον κ. Νικολάου αποδεικνύουν την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, ήταν περιληπτικά οι ακόλουθοι:
(α) Η απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ασκήθηκε παράνομα και εκτός της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 48 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) αφού δεν εξέτασαν ξεχωριστά την υπόθεση του καθενός από τους 19 επηρεαζόμενους υπαλλήλους αλλά ενήργησαν με τρόπο που εφάρμοσαν την επιτακτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για εφαρμογή του Καν. 21 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968 - 2002 που εφαρμόζοντο για το διπλωματικό προσωπικό και για το γραμματειακό προσωπικό.
(β) Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για κατ΄αναλογία εφαρμογή των προαναφερθέντων περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968 - 2002 που ρυθμίζουν την υπηρεσία των μελών της εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στο εξωτερικό και για τα μέλη του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού (δηλαδή μη διπλωματικού προσωπικού) προσκρούει προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού ουσιαστικά το Υπουργικό Συμβούλιο τροποποίησε μόνο του τους κανονισμούς χωρίς την έγκριση της Βουλής.
(γ) Εν πάση περιπτώσει η απόφαση είναι αναιτιολόγητη αφού δεν αναφέρει τους λόγους που κατέστησαν αναγκαία τη μετάθεση ή τους λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο μόνος λόγος είναι η εφαρμογή του σχεδίου που αποφάσισε το Υπουργικό Συμβούλιο και που επέβαλε με επιτακτικό τρόπο.
Η κα Σπηλιωτοπούλου υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή αφού οι ίδιοι κανονισμοί εφαρμόζοντο και για το Γραμματειακό Προσωπικό για σκοπούς υπολογισμού των επιδομάτων τους και γενικά της υπηρεσίας τους στο εξωτερικό. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είχε σκοπό την ίση μεταχείριση όλων όσων υπηρετούσαν στο εξωτερικό, δηλαδή τόσο του προσωπικού της Διπλωματικής Υπηρεσίας όσο και του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού. Η ΕΔΥ δεν θεώρησε τον εαυτό της δεσμευμένο από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αφού για μερικούς από τους 19 επηρεαζόμενους υπαλλήλους δεν ακολούθησε την εν λόγω απόφαση. Ενήργησε η ΕΔΥ σύμφωνα με το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90.
Αμφότεροι οι συνήγοροι υποστήριξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους με αναφορά και σε σχετική νομολογία που διέπει το θέμα. Πρόσεξα ότι οι συνήγοροι δεν είχαν διαφορά ως προς τις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σε υποθέσεις αυτής της φύσης. Έτσι, θα αναφερθώ μόνο σε μερικές από τις πολλές αποφάσεις που διέπουν αυτό το θέμα. (Βλ. μεταξύ άλλων Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Frangos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53, Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, Λοϊζος Προδρόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3123, Ιωάννη Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, Α.Ε. 3090, ημερ. 1.3.2001, SIGMA RADIO T.V. LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου Υπ. 1140/2003, ημερ. 1.12.03).
Στην υπόθεση Λοϊζος Προδρόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω) που επίσης αφορούσε προσφυγή με την οποία ο αιτητής ζητούσε την αναθεώρηση της μετάθεσης του από τις Διπλωματικές Αποστολές των ΗΠΑ όπου υπηρετούσε για 21 έτη στο Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό στην Κύπρο και είχε επίσης ζητηθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής της απόφασης, ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής στη σελ. 3128 ανάφερε τα ακόλουθα:
«Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να εγκριθεί το εξαιρετικό μέτρο της αναστολής διοικητικής απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της δίκης:
(Α) Η έκδηλη παρανομία, που μπορεί να τεκμηριωθεί με την προσαγωγή στοιχείων που καθιστούν την απόφαση εξόφθαλμα παράνομη, και
(Β) πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας, δηλαδή ζημίας η οποία δε μπορεί να επανορθωθεί με τις παρεχόμενες από το νόμο θεραπείες για αποκατάσταση του επιτυχόντος αιτητή, και, επομένως, καθιστά την προσφυγή ατελέσφορο μέτρο για την αποκατάσταση της νομιμότητας. (Βλ. Georgiades (No.1) v. Republic (1965) 3 C.L.R. 392. Sofocleous v. Repuboic (1971) 3 C.L.R. 345. C. T.C. Consultants Ltd. v. Cyprus Tourism Organisation (1976) 3 C.L.R. 385. Kροκίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857. Κοινότητα Πυργών κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3498. Παντελίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Α) Α.Α.Δ. 58. Kadivari v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2452).
Η αναστολή συνιστά εξαιρετικό μέτρο επειδή παρέχεται έξω από την καθιερωμένη διαδικασία της δίκης και επιφέρει, προσωρινά έστω, την ανατροπή της διοικητικής απόφασης παρά το τεκμήριο της νομιμότητας που επενεργεί υπέρ της.»
Στην υπόθεση Ιωάννη Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (πιο πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ΄αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29.5.90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Αναφορικά τώρα με το κριτήριο της έκδηλης παρανομίας στην προαναφερθείσα απόφαση SIGMA RADIO TV LTD ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, σελ. 4 και 5 ο Δικαστής Καλλής με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία ανάφερε τα εξής:
«Στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την σημασία της έκδηλης παρανομίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:
'Fοr the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.'
Σε μετάφραση:
'Για να ενεργήσει το δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν αμφισβητούμενα γεγονότα'.
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,
'Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law . . .'
Σε μετάφραση:
'Ανκαί το τί αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά ορισθεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.'
Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 A.A.Δ. 1203:
'For the illegality to qualify as flagrant, is must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable.'
Σε μετάφραση:
'Για να θεωρηθεί μια παρανομία έκδηλη πρέπει να είναι εξόφθαλμη και σαν τέτοια αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη'.
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.»
(Βλ. και Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240).
Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφαση επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (Βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση σtην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)».
Με βάση τα πιο πάνω στρέφομαι να εξετάσω αν υπήρξε εδώ τέτοια παρανομία που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλη έχοντας πάντοτε υπόψη ότι σε αυτό το στάδιο δεν εξετάζεται σε βάθος η ουσία της υπόθεσης. Επομένως και αν ακόμα υπάρχει κάποια παρανομία στην όλη διαδικασία, αν αυτή δεν είναι έκδηλη, η αίτηση για προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Εξετάζοντας τα ενώπιον μου γεγονότα, φαίνεται ότι η απόφαση της μετάθεσης λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο δηλαδή την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 48 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Παρά το ότι στη σχετική πρόταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερομηνίας 3.6.04 (Παράρτημα 1 στην Ένσταση) γίνεται αναφορά ότι ο λόγος για την προτεινόμενη μετάθεση ήταν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του αρ. 57.988 ημερομηνίας 4.6.03 αποφάσισε όπως οι πρόνοιες των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968 - 2002 εφαρμοστούν κατ΄αναλογία και για τα μέλη Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού και μάλιστα η εφαρμογή να γίνει σταδιακά μέχρι τις 30.6.04, εντούτοις δεν φαίνεται η ΕΔΥ να ενήργησε με τρόπο που να θεωρούσε δέσμιο τον εαυτό της αφού για αριθμό άλλων υπαλλήλων αποφάσισε διαφορετικά. Επίσης για τον αιτητή ως ημερομηνία μετάθεσης του ορίστηκε η 30.8.04.
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την κατ΄αναλογία εφαρμογή των προαναφερθέντων περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968 - 2002 και για την περίπτωση των μελών του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού που υπηρετούν στο εξωτερικό αποτελεί τροποποίηση κανονισμών με τρόπο που παραβιάζει την αρχή της διάκρισης εξουσιών, είμαι της άποψης ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλη παρανομία. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τροποποίησε κανονισμούς και να δημοσιεύσει αυτούς χωρίς την έγκριση της Βουλής. Αυτό που αποφάσισε είναι η 'κατ΄αναλογία εφαρμογή τους' και για τους εν λόγω υπαλλήλους που ανήκαν στο Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό αλλά υπηρετούσαν στο εξωτερικό, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης με τους υπαλλήλους της Διπλωματικής Υπηρεσίας. Όπως αναφέρθηκε από τη συνήγορο της καθ΄ης η αίτηση (και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του αιτητή) οι κανονισμοί αυτοί εφαρμόζοντο 'κατ΄αναλογία' όσον αφορά τα δικαιώματα των υπαλλήλων της τάξης που ανήκε και ο αιτητής, όπως για παράδειγμα των υπολογισμό των επιδομάτων τους. Από τη στιγμή που δεν έχουν υποδειχθεί άλλοι κανονισμοί που να διέπουν το θέμα και να συγκρούονται με τους εν λόγω κανονισμούς, για σκοπούς πάντοτε της παρούσας αίτησης, δεν μπορώ να δεχθώ ότι η κατ΄αναλογία εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών αποτελεί έκδηλη παρανομία. Το θέμα μένει ανοικτό για εξέταση στην κυρίως υπόθεση όταν θα έχω πληρέστερες αγορεύσεις επί του θέματος.
Τέλος μένει το θέμα αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, δηλαδή της μετάθεσης του αιτητή. Τόσο με βάση τη νομολογία όσο και με βάση τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158/99) άρθρο 28, μια απόφαση πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Αναφορικά με τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται επίκληση δημοσίου συμφέροντος, όπως η παρούσα, στο εδάφιο (3) του άρθρου 28 διαβάζουμε ότι «Αναιτιολόγητη είναι μια πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον του οποίου γίνεται επίκληση πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.»
Εν όψει του ότι σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία μιας απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου, κάτι που κανονικά αποφασίζεται κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης αφού ακουστούν οι αντίστοιχες θέσεις, κρίνω ότι δεν θα ήταν ορθό να αποφασιστεί τέτοιο θέμα από το παρόν στάδιο αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με απόφαση επί της ουσίας της προσφυγής. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 σελ. 245 παρόλο που το Εφετείο διαπίστωσε την εσφαλμένη χρήση υλικού μεταγενέστερου της πράξης για σκοπούς αιτιολογίας, εν όψει του ότι υπήρχε στον προσωπικό φάκελο άλλο υλικό που «θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει έρεισμα από άποψης αιτιολογίας» προχώρησε να αναφέρει ότι «θα ήταν ανεπίτρεπτη, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η περαιτέρω ενασχόληση».
Στη δική μας υπόθεση έλαβα υπόψη το υπόβαθρο που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, δηλαδή την προσπάθεια της ίσης μεταχείρισης όλων όσων υπηρετούσαν στο εξωτερικό καθώς και τη θέση της καθ΄ης η αίτηση που επικαλείται το δημόσιο συμφέρον. Χωρίς να αποφασίζω από τώρα ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία, από την άλλη δεν μπορώ να πω ότι η αιτιολογία είναι τέτοια που να αποτελεί έκδηλη παρανομία. Επομένως η κατάληξη μου είναι ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.
Ο λόγος της ανεπανόρθωτης ζημιάς έχει εγκαταλειφθεί και έτσι δεν χρειάζεται να αναφέρω οτιδήποτε.
Αναφορικά με τα έξοδα έχω προσέξει ότι σε μερικές από τις προαναφερθείσες αποφάσεις δεν εκδόθηκε οιαδήποτε διαταγή, σε άλλες τα έξοδα επιδικάστηκαν υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου και σε άλλες έμειναν στην πορεία της υπόθεσης αλλά όχι εναντίον του επιτυχόντα διαδίκου. Έχω καταλήξει όπως ακολουθήσω και εγώ την τελευταία κατάληξη.
Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα να είναι στην πορεία της κυρίως προσφυγής αλλά σε καμμια περίπτωση εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.
Μ. Φωτίου, Δ.
/Χ.Π.