ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 173/2003)
22 Ιουλίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Καραπατάκης,
για τον Αιτητή.Μ. Φλωρέντζος με Ε. Λεωνίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, Τόμος XLIII, Αύξων Αρ. 49, ημερομηνίας 9.12.2002 (Αντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 στην παρούσα), και με την οποία διορίστηκαν στην θέση του Αναπληρωτή Υπαστυνόμου τα ενδιαφερόμενα μέρη Α/Λοχ. 1076 Χ. Σάββα, Α/Λοχ. 3566 Χρ. Λοΐζου, Λοχ. 637 Λ. Κρασίδης, Λοχ. 867 Στ. Ιωάννου, Λοχ. 1637 Στ. Χαραλάμπους, Λοχ. 2836 Χρ. Οδυσσέως και Λοχ. 3524 Μ. Μιχαήλ από 2.12.2002 είναι άκυρη, παράνομη, και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας με βάση τον Κανονισμό 14 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89, διόρισε στη θέση Αναπληρωτή Υπαστυνόμου τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε/Μ) από 2.2.2002. Η προσφυγή στρέφεται εναντίον όλων των Ε/Μ ως αναφέρεται στο πιο πάνω αιτητικό. Με τη γραπτή όμως αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή απέσυρε την προσφυγή σε σχέση με τα Ε/Μ Χ. Σάββα, Χρ. Λοΐζου και Μ. Μιχαήλ. Έτσι σε σχέση με τα τρία αυτά Ε/Μ η προσφυγή απορρίπτεται.
Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει ένα και μοναδικό λόγο ακύρωσης, τον ακόλουθο:-
«Η επίδικη διοικητική απόφαση είναι παράνομη καθ΄ ότι εκδόθηκε κατά παράβαση του κανονισμού 14 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) και υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης.»
Ο Κανονισμός 14 έχει ως ακολούθως:-
«
Αναπληρωματικοί διορισμοί. 14. Όταν κενώνεται θέση για οποιοδήποτε λόγο ή όταν ο κάτοχος θέσης απουσιάζει με άδεια ή τελεί σε ανικανότητα, ο Αρχηγός μπορεί να διορίσει για περιορισμένη χρονική περίοδο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο χρόνια, άλλο μέλος της Δύναμης για να ενεργεί αναπληρωματικά στη θέση αυτή:Νοείται ότι διορισμός σε θέση Ανώτερου Αξιωματικού διενεργείται με την έγκριση του Υπουργού.»
Είναι η θέση του αιτητή ότι σε καμιά περίπτωση κατά τους Αναπληρωματικούς Διορισμούς των Ε/Μ είχε κενωθεί οποιαδήποτε θέση Υπαστυνόμου ή απουσίαζε ο κάτοχος της θέσης με άδεια ή ότι τελούσε σε ανικανότητα. Με συνέπεια, κατά το δικηγόρο του αιτητή, οι διορισμοί αυτοί έγιναν παράνομα και κάτω από νομική πλάνη του Αρχηγού.
Η θέση αυτή του αιτητή ευσταθεί.
Τα Ε/Μ Λ. Κρασίδης και Σ. Ιωάννου διορίστηκαν σε Αναπληρωτές Υπαστυνόμους όχι σε θέσεις που κενώθησαν ή ο κάτοχος της θέσης απουσίαζε με άδεια ή τελούσε σε ανικανότητα, αλλά επειδή είχε αποφασιστεί «όπως όλοι οι Υπεύθυνοι Αλλαγών, οι οποίοι πρέπει να σημειωθεί είναι και οι Κυβερνήτες του πληρώματος (Αναπλ. Υπαστυνόμος Στ. Ιωάννου) και οι Υπεύθυνοι των Σταθμών (Αναπλ. Υπαστυνόμος Λ. Κρασίδης) να έχουν βαθμό Αξιωματικού (Υπαστυνόμου) και άνω».
Είναι σαφές, και παραδεκτό γεγονός, ότι οι αναπληρωματικοί διορισμοί των Λ. Κρασίδη και Στ. Ιωάννου έγιναν κατά παράβαση του Κανονισμού 14 αφού δεν κενώθηκε καμιά θέση Υπαστυνόμου ή κάτοχος της απουσίαζε με άδεια ή τελούσε σε ανικανότητα. Παρόμοιο θέμα αντιμετωπίσθηκε από το Νικολαΐδη, Δ. στην υπόθεση Ανδρέα Ανδριανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1610/2000, ημερ. 16.7.2002. Αποφασίσθηκε ότι τέτοιοι αναπληρωματικοί διορισμοί έγιναν κατά παράβαση του Κανονισμού 14.
Επικροτώ την προσέγγιση του θέματος από το Νικολαΐδη, Δ., ως ορθή ερμηνεία του Κανονισμού.
Αναφορικά με το Ε/Μ Σ. Χαραλάμπους ο αναπληρωματικός διορισμός έγινε από τον Αρχηγό γιατί «πρόσφατα θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, με τόλμη και αυταπάρνηση διέσωσε τέσσερα ανήλικα παιδιά που εγκλωβίστηκαν σε φλεγόμενη πολυκατοικία». Περαιτέρω ο Αρχηγός Αστυνομίας σε επιστολή του ημερ. 16.7.2003 ανέφερε ότι το εν λόγω Ε/Μ διορίσθη αναπληρωτής Υπαστυνόμος στο Γραφείο Προσωπικού γιατί πάντα προΐσταται αξιωματικός και είχε κενωθεί η θέση.
Είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι υπήρξε πλάνη με το διορισμό του Ε/Μ ως Αναπληρωτή Υπαστυνόμου γιατί τέτοια περίπτωση του επ' ανδραγαθία διορισμού σε αναπληρωτή δεν προβλέπεται από τον Κανονισμό 14. Αντίθετα προβλέπεται, όχι εν πάση περιπτώσει αναπληρωματικός διορισμός, αλλά προαγωγή επ' ανδραγαθία, στον Κανονισμό 9(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμούς του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).
Αναφορικά με το Ε/Μ Χρ. Οδυσσέως ο Αρχηγός Αστυνομίας τον διόρισε σε αναπληρωτή Υπαστυνόμο γιατί εκτελούσε χρέη υπευθύνου του Γραφείου Ασφαλείας του Αρχηγού της Αστυνομίας, θέση που προβλέπει αξιωματικό η οποία θα ήταν κενή γιατί ο Αναπληρωτής Ανώτερος Υπαστυνόμος που κατείχε τη θέση μετατέθηκε στην Αστυνομική Ακαδημία.
Είναι η θέση του αιτητή ότι ο Κανονισμός 14 δεν εφαρμόζεται όταν κενώνεται θέση που κατέχεται από αναπληρωματικό διορισμό. Αν και η θέση αυτή φαίνεται να συνάδει με τη γραμματική ερμηνεία του Κανονισμού εν τούτοις θα οδηγούσε σε αντινομία. Εάν η θέση ούτως ή άλλως ήταν κενή και διορίσθηκε κατ΄ αρχή αναπληρωτής ο οποίος απεχώρησε τότε η κενή θέση παραμένει και είναι δυνατό να αναπληρωθεί εκ νέου.
Η περαιτέρω όμως θέση του αιτητή ότι η θέση που κενώθηκε στην περίπτωση αυτή δεν ήταν θέση Υπαστυνόμου αλλά Ανώτερου Υπαστυνόμου και έτσι αντικανονικά, παράνομα και κατά παράβαση του Κανονισμού 14 διορίσθηκε στη θέση το Ε/Μ ως Αναπληρωτής Υπαστυνόμος, είναι ορθή.
Στην υπόθεση Ανδρέα Ανδριανού (πιο πάνω) ο Νικολαΐδης, Δ. ανέφερε τα ακόλουθα επί του θέματος με τα οποία συμφωνώ:-
«Ο αιτητής επισημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή, δεν είχε κενωθεί η θέση λοχία, αλλά θέση υπαστυνόμου, με αποτέλεσμα ο διορισμός της Μακρίδου σε Αναπληρωτή Λοχία να είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Κανονισμού 14.
Το επιχείρημα ευσταθεί. Ο Κανονισμό. 14 προβλέπει ότι όταν κενώνεται θέση διορίζεται, για περιορισμένη χρονική περίοδο, άλλο μέλος της Δύναμης για να ενεργεί αναπληρωματικά στη θέση αυτή. Από τη διατύπωση του Κανονισμού είναι φανερό ότι ο αναπληρωματικός διορισμός θα πρέπει να γίνεται για αναπλήρωση μέλους της Δύναμης στη θέση, που έχει κενωθεί και όχι σε διαφορετική. Στην παρούσα περίπτωση η θέση που κενώθηκε λόγω μετάθεσης, ήταν θέση υπαστυνόμου και συνεπώς δεν μπορούσε να αναπληρωθεί με το διορισμό αναπληρωτή λοχία, έστω κι' αν, κατά τη γνώμη του Αρχηγού η θέση λοχία ήταν περισσότερο αναγκαία στο συγκεκριμένο πόστο.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι και αν ακόμα υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 14 το κύρος της πράξης διασώζεται όταν έχει άλλο νομικό στήριγμα και στην περίπτωση μας τα άρθρα 9 και 17 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285. Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός αυτός. Τα άρθρα 9 και 17 αναφέρονται στην «οργάνωση και διοίκηση» το πρώτο και τις «εξουσίες και καθήκοντα αστυνομικών» το δεύτερο. Η εξουσία του Αρχηγού, με βάση τα εν λόγω άρθρα του νόμου, να αναθέτει καθήκοντα
στα μέλη της αστυνομικής δύναμης δεν έχει σχέση με τους αναπληρωματικούς διορισμούς που προβλέπει ειδικά ο Κανονισμός 14.Ο άλλος ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι ο λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής δεν περιλαμβάνεται στους προτεινόμενους λόγους στην προσφυγή δεν είναι ορθός. Ο λόγος καλύπτεται επαρκώς από τις παραγράφους 1 και 5 της νομικής βάσης της προσφυγής.
Στη γραπτή αγόρευση του ο δικηγόρος των καθ΄ων προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη πράξη δεν είναι εκτελεστή. Αν και φαίνεται ότι υποστηρίζει τη θέση αυτή εν τούτοις παραδέχεται ότι η νομολογία την οποία παραθέτει είναι αντίθετη. Πρόκειται για δύο αποφάσεις μονομελούς Δικαστηρίου, τις: Ανδρέας Συμεού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 1393/2000, ημερ. 23.10.2001 και Κλεάνθης Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 318/2001, ημερ. 17.9.2002. Και στις δύο υποθέσεις αυτές έχει γίνει δεκτή η παραδεκτότητα της προσφυγής και ότι παρόμοια απόφαση είχε εκτελεστό χαρακτήρα.
Συμφωνώ με το σκεπτικό των πιο πάνω αποφάσεων και καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ